RSS

Tag Archives: Ιφιγένεια Σιαφάκα

Image

Αναστάσιμες μνήμες…

Αναστάσιμες μνήμες...

Φολέγανδρος 2000

Σαντορίνη 2000

Αντίπαρος 2001

Μαδρίτη, 2002

Εργασία και χαρά, Derree College, 2003

 

Tags: ,

Image

Κολάζ

Κολάζ

DSCN1101

1967 – 1971

 

Tags:

Image

Σαν σήμερα…

Σαν σήμερα...

Πρωτομαγιά 1971, Δελφοί

(εγώ αυτοπροσώπως μετά στεφάνου φτιαγμένου απ’ τα τετράχρονα χεράκια μου…)

 

Tags:

Image

Ακούστηκε… (e- περιοδικό bibliothèque)

Ακούστηκε...

http://bibliotheque.gr/?p=19718

Στης  δύσης.30 ακριβώς, ώρας φτιαγμένης από το χώμα των νεκρών, κι εγγυημένα τρίτης Παρασκευής του μήνα Σεπτεμβρίου, του έτους χίλια και εννιακόσια και κάτι νούμερα υπέρ αναπαύσεως των καιρών, λίγο πριν κλείσει η εβδομάδα το κουτί των τετριμμένων φρυγανιών με μαρμελάδα τριαντάφυλλο, μέσα σε  γυάλινο διαφανές βαζάκι φτιαγμένο με το χέρι και λίγους κόκκους από άμμο στη θέση του αμύγδαλου «Φίλα με, Ρόζα!»  ακούστηκε.biblio

Εκείνες τις ημέρες είχε μικρά από αέρα ανακατέματα η θάλασσα, κι έτσι κριτσάνιζε  αρχαίες ιστορίες από άμμο στα σωθικά τη γλύκας από φύλλα τριαντάφυλλο. Μέσα σε κόκκινο σιρόπι  μια γλύκα λίγωνε ό,τι σπασμένο γύρω απ’ το μεδούλι κι αναρριγούσε μνήμες σ’ επιτύμβια σωμάτων μέσα σ’ άλλα. Κι εκείνη η μαρμελάδα τριαντάφυλλο έφθασε, ναι, αλήθεια, σαν ένα μαντάτο σωτηρίας από το Μοναστήρι στης δύσης και τριάντα, όταν η ώρα τύλιγε το χώμα της πλαγιάς, μαύρο, σε κόκκινη σινδόνη, κι άφηνε μπλάβα χειροποίητη κουβέρτα σ’ ένα  ερωτικό τρεμούλιασμα  στη θάλασσα επάνω. Ήταν η ώρα που σώματα πάντα αναχωρούν απ’ τα δερμάτινα σαρκία να συναντήσουν άλλα σώματα, και αναρριγούν μια ζέστα κι ένα αλάφρωμα, όπως τα βρέφη τρυφερά και ροδαλά αναστενάζουν θνησιγενή απόλαυση από γάλα. Έτσι μόνον η αθωότητα αρμέγει θάνατο να διατελέσει βρέφος εν ζωή.

Εκείνη λοιπόν την ώρα, την ώρα των εκλεκτών πενθών της ομορφιάς, κατέφθασε ένας νάνος μοναχός από το Μοναστήρι —  λευκό, στεντόρειο, λυγερό, με μιαν υποψία εγκατάλειψης που φανερώνουν οι ασβεστωμένοι τοίχοι στην πλαγιά,  κουρνιάζει μόνον ησυχία για πτερόεσσες ψυχές και κόρακες και οσμές από θυμάρια και φουρνιστό ψωμί και μνήμες που γίνονται σκιές πάνω στους τοίχους, αγαπημένα όλα όπως το μαύρο γάλα που άφθονο ακόμη ρέει από τα σωθικά του Τσέλαν.  Εκεί σ’ αυτό το μοναστήρι παρασκευάζεται  η μαρμελάδα τριαντάφυλλο, πάνω σ’ αυτόν το βράχο, που λιώνει με βάρος μες στη θάλασσα όλος εγκαύματα από φως την αγριάδα και το κτήνος του ανθρώπου: το βάθος δεν υπόσχεται ανάνηψη, μόνον επιστροφή από άλλον δρόμο ακόμη πιο βαθύ, σ’ άλογα σταυροδρόμια παραλόγου.biblio

Μ’ ένα, λοιπόν, ιμάτιο λευκό, κουτσός, ξυπόλητος, με πόδια που καλπάζανε ανισόρροπα στο χώμα, με πρόσωπο ολόλευκο σαν μνήμα, μπλε γουρλωμένα μάτια —εξείχαν σαν δυο κατάρτια σταυρωτά αποκαθήλωσης Κυρίου—  και μ’ ένα κόκκινο σημάδι που χώριζε τα φρύδια, κατέφθασε  ο μοναχός ο νάνος, ο τραυλός σε όλα τα τροπάρια, γνωστός στους πάντες με το ωραίο παρατσούκλι το χαρμόσυνο το «Πεθαμένο Χελιδόνι», που περπατάει (γελάγανε τα κτήνη) στη θάλασσα επάνω.

Η ξύλινη πόρτα της καλύβας ήταν ανοιχτή. Μία μικρή λάμπα μόνον αναμμένη. Έσουρε λίγο τα χαλασμένα πόδια του σαν να τα σκούπιζε στην άμμο, σταμάτησε, γέρνοντας το κεφάλι προς τα εμπρός, σαν να έψαχνε βόμβο μύγας μες στην ησυχία. Είδε, κρατώντας την ανάσα.  Αριστερά μία ψάθινη καρέκλα, μ’ ένα αμάνικο φόρεμα λευκό και κόκκινο γιακά κι ένα κουτί γαλάζιο όπου πετούσαν χελιδόνια. Από αυτά που βάζουν τα καπέλα ή τίποτε αν δεν υπάρχουν πια καπέλα ή κουτουλάνε όλα τ’ αποφόρια από μνήμες, σακατεμένα απ’ την απόγνωση. Είδε, λοιπόν,  κι έκανε α! και μία σκοτωμένη κατσαρίδα που την φλερτάρανε μυρμήγκια πάνω στον φραμπαλά του φουστανιού. Γυναίκα! σκέφτηκε ο έρμος κι έσφιξε στο στέρνο τη φρέσκια μαρμελάδα, σαν να έκανε δέηση, προφέροντας λόγια τραυλά, τρεμουλιαστά, ζεστά που λένε στα τρισάγια. Δεξιά μία κρεμάστρα με ένα μαύρο παντελόνι, ένα λευκό βρακί βαμβακερό, μία αμάνικη φανέλα, ένα κασκέτο. Έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός όπως όταν φαντάζει απίστευτο ό,τι μακελεμένο από τα μάτια. Κι ένιωσε να τον καίει ανάμεσα στα φρύδια το σημάδι. Είχε σταθεί πια στο κέντρο της καλύβας — πάνω στο μαύρο χώμα μία σαγιονάρα πλαστική κι ένα χάρτινο χελιδόνι από αυτά που φτιάχνουν τα παιδάκια στο σχολείο.  Δικό μου είναι! σκέφτηκε. Απέναντι ένα ρολόι τοίχου, μέσα σ’ ένα τετράγωνο κουτί, σαν και αυτά που φύλαγαν στο παρελθόν τα τρόφιμα με σήτα. Σταματημένο, γιατί απουσιάζανε οι δείκτες. Στο κέντρο ένα κρεβάτι απ’ όπου  «Φίλα με, Ρόζα!» ακούστηκε, στης  δύσης και τριάντα ακριβώς λίγο πριν κλείσει η εβδομάδα κι ανοίξει το φθινόπωρο βεντάλιες για τους αέρηδες που επρόκειτο να εισβάλουν στο νησί.

Αυτό.
Ακούστηκε…

biblio

Έτσι απλά, τόσο απαλά με τη λεπίδα του αναπόφευκτου «φίλα με, Ρόζα!». Σαν την προστακτική μιας νοσταλγίας ακάματης. Ο Φερδινάρδος αυνανιζόταν στο κρεβάτι. Και κοίταζε ίσα στο κόκκινο σημάδι το Πεθαμένο Χελιδόνι. «Φίλα με, Ρόζα!» του ξανάπε, ετούτη τη φορά σαν να έγραφε με κόκκινο κραγιόν κάτι επάνω σε σελίδα, που είναι ταγμένη κι άγραφη ακόμα να διηγείται ιστορίες, «φίλα με, Ρόζα!» στο ιδρωμένο μέτωπο ρίγησαν δύο ατίθασες ρυτίδες απαρίθμησης  θαυμάτων και ύστερα δυνάμωσε ο ήχος στο κρεβάτι, «κι άλλο, Ρόζα, ω κι άλλο…» πετάρισε η σελίδα, τσακίστηκε στα τζάμια, πότισε μ’ έναν σπινθήρα ενέργειας ως και το χώμα της παράγκας  «Ρόζα, ω…»  Το Πεθαμένο Χελιδόνι άρχισε να τρέμει, και εκτοξεύτηκε έξω από τα τζάμια η σελίδα κι άρχισε να σφαδάζει ηδονή μία μποτίλια γάλα από γυαλί δίπλα στο κρεβάτι, που είχε καθίσει κι άγγιζε ένα αδιάφορο τραπέζι,  «Ρόζα, ω… φίλα με, Ρόζα, ω…»  το Πεθαμένο Χελιδόνι έκανε το σταυρό του τρεις φορές, «κι άλλο, Ρόζα, ω κι άλλο…»  τραύλισε κάτι,   κι άρχισε να φτερουγίζει με το κουτσό του βήμα, κραδαίνοντας τα μέλη σαν μια σπασμένη  μαριονέτα πανικόβλητη «Ρόζα, ω… φίλα με, Ρόζα, ω…»  το Πεθαμένο Χελιδόνι έβγαζε μικρούλικα λυγμούλια όσο ακουμπούσε  το χέρι του στο χέρι του Φερδινάρδου που χαιρόταν. Με τ’ άλλο κράταγε γερά τη μαρμελάδα τριαντάφυλλο, ώσπου η ανάσα του Φερδινάρδου έγινε βαριά, μία βραχνή ίνα ήχου με βάθος ήττας επικής «Ρ ό ζ α  ω…!»  όταν το Πεθαμένο Χελιδόνι τον φίλησε υπέροχα στο στόμα, τραυλίζοντας στο δρόμο για τα χείλη ένα γλυκούλικο τρισάγιο Ιούδα «μα… μαμ.. μανού…λα, μη μ’ α… φή…νεις!»

Αυτό.
Ακούστηκε…
Αυτό.
Ακούστηκε κι αυτό…

artwork : Kenichi Hoshine

Σημείωση: το παρόν κείμενο είχε γραφεί και αποσταλεί σε διαγωνισμό διηγήματος, με τον όρο να συμπεριληφθούν οι επόμενες λέξεις σε οποιαδήποτε πτώση ή αριθμό: Θάλασσα, χελιδόνι, άμμος, κουτί, τριαντάφυλλο, χώμα, ρoλόι, ησυχία, σελίδα, αέρας, γάλα.

Δεν έλαβε βραβείο, αλλά ουδόλως μπορεί να ενδιαφέρει το γεγονός ως τέτοιο. Έρωτα δεν μπορούμε να κάνουμε σε όλον τον κόσμο με τη γραφή μας και ούτε μπορεί να είναι και τέτοιου τύπου οι προθέσεις μας. Τουναντίον… Κάποιοι μπορούν να θεωρήσουν ότι δε συνιστά διήγημα επίσης. Κι αυτό δεν μας ενοχλεί.  Η αναφορά γίνεται, για να υπάρχει συνέπεια, ως προς το σκέλος που στάθηκε αφορμή για να γραφεί το κείμενο.


 

Tags: ,

Image

Kική Δημουλά, Υπόμνημα

Pam Hawkes - Tutt'Art@ (5)

.

Ο ζωολογικός κήπος του Λονδίνου.
Της Κυριακής πρωί το αμετάφραστο-
στην ελληνική γλώσσα δεν αναστέναζε κανένας.
Μία προσφάτως γελαστή
ληξιαρχική πράξη γάμου.
Παράνυμφες μακριές ουρές εξωτικών
πουλιών με κάνιστρα κλουβάκια.
Ο ευχετήριος μιας καμηλοπάρδαλης
πανύψηλα που στέλνονταν λαιμός.
Δήλωση τρυφερότητας
εφ’ απλού διαστήματος πεταλούδας.
Αντίγραφον εις διπλούν κατάμαυρων μαλλιών.
Δειγματολόγιο βρυχηθμών αποχρωματισμού.
Μια αραιή επιστράτευση ομίχλης μακριά.
Η κουτσουλιά από γρήγορο πέταγμα
φρρρριιιστ επάνω στο νυφιάτικο παλτό μου.
Η γνωμάτευση του καθαριστηρίου: Δεν βγαίνει.
Το ανεξίτηλο θηρίο ο καιρός.
Τα οστά μιας φωτογραφίας.

Κική Δημουλά, Υπόμνημα από τη συλλογή «Η εφηβεία της λήθης», Στιγμή 1994

 

Πίνακας: Pam Hawkes

 

 

Tags: ,

Image

Πρωταγωνιστής

 
 

Στον βουβό θα έκανες θραύση

σε ρόλο κυνηγού μιας χίμαιρας

με ατάκες στα φυσίγγια για γενναίους

στο βήμα ωραίος σε εγερτήριο απόσυρσης

τσαλαβουτώντας σε πράσινη χολή

καλλιγραφία και υπότιτλους

μόνον η χίμαιρα θα άκουγε

πώς πυροβολούσες ξεραμένα

φύλλα και στάσιμο νερό

αόρατος πίσω από μια γυναίκα

τρέχοντας σαν σκύλος

για φυσική κατάσταση κυρίως

όχι ηθική — είναι μια στάση ερωτική

που η σκηνοθεσία θα απαγόρευε

σε ανηλίκους.

 

Πίνακας: Ricardo Celma

 
 
 

Tags: ,

Image

Τα κορίτσια, Στίχοι τραγουδιού

Τα κορίτσια, Στίχοι τραγουδιού

Ποιος αρχάγγελος θα φέρει
στα κορίτσια πια τους κρίνους
στην αιθάλη ένα βράδυ
να ξαφνιάσει τους αγίους;
 
Το φεγγάρι δεν κοιμάται
μες στην πόλη πώς βρυχάται
στα φουστάνια παίζουν ζάρια
τα παράνομα ζευγάρια
 
Ποιος αρχάγγελος θα φέρει
στα κορίτσια πια τους κρίνους
μιαν αλήθεια να φορέσει
στους παράδεισους τους κρύους;
 
Στη γωνία Μεταξουργείου
καφενείο του φθορίου
στην κολόνα αγιογραφία
η Ζωζώ φωτογραφία
 
Ρεφρέν
 
Ω πόλη των μοιχών
των ξεπεσμένων εραστών
των παραδόπιστων κορμιών
Καλήν αντάμωση
στη χώρα των λυγμών
των αιωνίων πλανητών
και των γυμνών στιγμών
 
Αθήνα 1999
 
Φωτογραφία: Igor Morski
 
 

Tags: , ,

Image

ô, l’ é:cri:ture

ô, l’ é:cri:ture du m:0nde !
Γρ:αφή κρ:αυγή κ:ύμ:α του κ:όσμ:ου
Ρ :αφή γ:λυκ:ιά του μη:δεν0ς !

Για τους μη γαλλομαθείς: l’ écriture= η γραφή, le cri= η κραυγή, le monde= ο κόσμος , l’ onde= το κύμα, το νερό, ο κυματισμός

 

Tags: ,

Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα

.

Κρώζοντα πουλιά πετάριζαν ήχο καλπάζοντα από το βάθος της σπηλιάς, σκοντάφτοντας το βόμβο τους σε σιω­πηλό λεπίδι, βράχους παλιούς, όπου δεν έπαυε η θάλασσα οδυνηρά να τρίβεται, το τύμπανο του αυτιού του να ξεσκίζει. Σιγή μετά. Ώσπου γλιστρήματα σκιών ιλιγγιώδη τσά­κισαν τις φτερούγες τους με πάταγο – τινάχτηκε το αγόρι –, έτσι όπως ρίχτηκαν στα μάτια του τυφλές απ’ το πολύ το φως, αλλά δεν ήταν νυχτερίδες. Το τύμπανό του ξεσκιζόταν.

DIN068-REGRESSIO

Ένιωσε τότε σαν βελούδο στο λοβό μια άχνα παγωμένη, πριν γέλιο γυναίκας τσακισμένο. Γύρισε, είδε. Στόμα. Όχι στόμα, ήξερε ότι δεν, αλλά ένιωθε ότι ήταν στόμα, γι’ αυτό και άπλωσε τα παιδικά του χέρια να το αγγίξει δίχως να φοβάται, δόντια δεν έβλεπε άλλωστε ούτε χείλη, ήχος δασύς από ανάσα ακουγόταν μόνο. Κίνησε, άπλωσε αργά τα μπλε βαμβακερά χεράκια, με τους πορτοκαλιούς αρκού­δους που έπιναν γάλα στο κρεβάτι, το στόμα να θωπεύσει, μαζί νωχελικά να αγαπηθούνε. Δεν πρόλαβε όμως. Λιγνά, αποσπασμένα, λιωμένα ή σε αποσύνθεση κομμάτια είδε να αιωρούνται τα χεράκια, οι αρκούδοι, κι άκουσε κρότο απόκοσμο σαν κούτσουρο που γλείφε­ται βαρύ, να ανασκου­μπώ­­νεται στις φλόγες, ξερνώντας τέφρα απ’ την κοιλιά του. Ένιωσε τέτοιο το κορμί του, έπειτα εκτοξεύτηκε, έγινε όλο το αγόρι ένα ααααααα, κι όλο κουτρουβαλούσε, ζαλάδα χυμένη σε πηγάδι. Σε ατέρμονο σκοτάδι το αγόρι, μακρο­συ­ρτούσε ο φθόγγος· ένιωσε τότε τη γλώσσα να γυρίζει προς τα πίσω, ήχος στιλπνής λεπίδας έγδερνε το λαρύγγι, μέταλλο αργόσυρτο που βούλιαζε μες σε παχιά σκουριά, ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει.

.

dino 307865_2518823049214_2104245671_n.

Δεν έβρισκε όμως φθόγγους, τίποτε, σαν να ’τανε κομμένο από μάνα, από γλώσσα, σκεφτόταν μόνο «Ιάσονας, Ιάσονας, Ιάσονας». Και μόλις αποτέλειωσε το όνομα, είδε ένα σώμα να κινείται,  ντυμένο το ρούχο με τα πορτοκαλιά αρκουδάκια, να φεύγει με την πλάτη γυρισμένη, το σώμα το δικό του. «Μη!», φώναξε ο Ιάσονας. Άφραστη ύλη  λεκτική έγινε μόνο «μη», και τίποτε άλλο. Και τότε γύρισε το σώμα, αλλά είχε λαθέψει το αγόρι, δεν ήταν το δικό του, ήτανε ζώου σώμα. Λύγκα σαρκοβό­ρου.

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Γρηγόρη 2011

Πίνακες: Dino Valls

 

dino valls images

 

Tags: ,

Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, To τραγούδι του λύγκα

.

Απόψε στον κήπο με τους μεγάλους φοίνικες, όλη η κοσμική πόλη παρελαύνει διαχυτική κι ανάλαφρη κάτω απ’ τον έναστρο ανοιξιάτικο ουρανό. Επιδεικνύει τα μπεζ-κίτρινα  χρώματα της εποχής μες σε σινιέ ενδύματα και διαθέσεις ακόμη πιο σινιέ. Γυαλιστερά μες στη γυμνή σαγήνη τους, τα ψηλοτάκουνα πέδιλα των καθώς πρέπει στολισμένων κυριών σουβλίζουν το παχύ κόκκινο χαλί που προσκυνά τα πόδια τους. Σκούζει άλλοτε από ρυπαρά αιμοσφαίρια προόδου, που γίνονται λεκέδες, άλλοτε ανατριχιάζει από ίχνη διαφθοράς που αφήνουν σαν χαλκομανίες οι χοντροκομμένοι συνοδοί τους. Διακριτικά, ξινά, στραβά, πληθωρικά χαμόγελα σμίγουν στον περίβολο με κακαριστά λίφτινγκ, σφιχτά, αμήχανα ή τρανταχτά γελάκια, ενώ η λευκοφορεμένη μπάντα και το βαλς της σπρώχνεται ν’ ακουστεί μέσα απ’ τις συναντήσεις. Ένας ήχος υπόκωφος, λες κι έρχεται από μύγες παχιές του Αυγούστου, που όλο προσπαθούν κι όλο αναστέλλουν ντροπαλά το πέταγμά τους, σέρνεται απ’ τον κήπο μες στη μεγάλη αίθουσα.

james-ensor_02Ο δόκτωρ Αλκιβιάδης Τσαγανόπουλος στέκεται εκεί, μόνος, δίπλα στο μεγάλο τζάκι και πλάι στον μπουφέ, μ’ ένα πούρο Romeo y Julieta, κόκκινο παπιγιόν και ύφος περιστάσεων. Ρουφάει το βόμβο και φουσκώνει απ’ το αεριούχο κόρδωμα, τις φανφαρώδεις υποκλίσεις, το ειδεχθώς συσσωρευμένο λίπος στο στομάχι. Μουρμουρίζει ένα πρόχειρο καλησπέρα με υπόκλιση σ’ ένα πεντικιούρ στο χρώμα του χρυσού των Φαραώ, που κάνει ένα πυρετώδες πέρασμα από μπροστά του και κάπου το γνωρίζει. Παίρνει ανάσα με κάποια δυσκολία, που ο επιμελημένος εξαερισμός της αίθουσας δε δικαιολογεί, και τον αφήνει εκτεθειμένο σε σχόλια πικρόχολα. Κινείται αργά, κοντανασαίνοντας, προς το ορθάνοιχτο νεοκλασικό παράθυρο, απ’ όπου ένα υγρό αεράκι εισβάλλει με μικρές ριπές, αθόρυβα, και τρίβεται σε κάποιες τρίχες στο κεφάλι του, οι οποίες αιωρούνται λεπτεπίλεπτα, λευκές κι ευτυχισμένες. Το πρόσωπό του καταγράφει πλαδαρή ζωή και σκέψεις ακόμη πιο ρευστές και ανοργάνωτες.

James Ensor 4685639817_45204cc7a9_zΜια δυστυχία καθώς πρέπει, κοσμική και καλυμμένη από τρόπους. Απλώνει το αριστερό του χέρι. Μανικετόκουμπα λευκόχρυσα οβάλ, με κεφαλή λέοντος σε σμάλτο μπλε, δίνουν το στίγμα Τσαγανόπουλου,  μανσέτα λευκή μεταξωτή. Tουρκουάζ, κόκκινα καναπεδάκια στριμώχνονται στο στόμα του, πήζοντας έναν πολύχρωμο λαχανί πολτό στην ξασπρισμένη γλώσσα του. Μικρά υπολείμματα από σολομό ραπίζουν ελαφρά το παπιγιόν του και διασχίζουν το ριγωτό του νοικιασμένο φράκο. Ύστερα προσγειώνονται στο καλογυαλισμένο του παπούτσι και διαλύονται διακριτικά κάτω από το χειροποίητο παπούτσι του, σ’ ένα συλλεκτικό μεταξωτό χαλί από το  Ουζμπεκιστάν. Τα παχουλά του δάχτυλα επισφαλώς βαστάζουν ένα κοκτέιλ σαμπάνιας, συνηγορώντας στην κτηνώδη επισημότητα. Πληθωρικές και γρήγορες γουλιές διαστέλλουν τους βολβούς των κατακόκκινων ματιών του κι αποστραγγίζονται ηδονικά μέσα στο χέρσο σύμπαν του. Τον τελευταίο καιρό νιώθει όπως τόπος χτυπημένος από ανομβρία. Ποτίζεται με ουίσκι και αποφεύγει να εμφανίζεται συχνά και δημοσίως. Ιδιωτεύει μέσα σε ατμούς, συνήθως σκυφτός επάνω στην μπανιέρα, έρμαιο τρανταγμών που προκαλούνται από ποσότητες αλκοόλ που απορρίπτει το στομάχι. Απόψε όμως υποχρεώθηκε να κάνει μια υπέρβαση και νά ’ρθει.

Πίνακες: James Ensor

.

.

 

Tags: ,