
Κάτι μου έλεγε ότι εκείνη η ώρα δεν ήτο αληθής, αν και με την αλήθεια, βέβαια, πλήρης αβεβαιότητα επικρατεί, πλήρης σύγχυση, απ’ τη στιγμή που για όλα τα ιδεατά υπάρχουνε αντίθετα,
να! το ωραίο ψέμα, η πλάνη είναι εξίσου καλά. Κι αληθινά! Kάποτε, κατ’ ανατολάς που πήγαινα, συνάντησα ένα μάγο που ’χε νικήσει την απαίσια βαρύτητα. Έκανε γκλουουουπ με τα χείλη του, και ξαφνικά άρχισε ν’ ανεβαίνει κάθετα προς τα πάνω, όρθιος, χωρίς να κινεί κανένα μέλος, έφτανε στα μεσούρανα, σαν μύγα στα σύγνεφα, κι ύστερα ερχόταν —τι φοβερός!— πάνω κάτω ασταμάτητα, πουλί-άνθρωπος, υπέροχο θέαμα!
Α, λέω, δεν είναι αληθής τούτη η ώρα,
χωρίς πύραυλο
δε γίνεται, όπως κι εκείνη η άλλη ώρα, που
πέταξε
η μητέρα
χωρίς πύραυλο,
χωρίς επιστροφή από τότε, κι όπως άλλες ώρες διάφορες, κυρίως αυτές κατά τις οποίες
βαριόμουνα εμένα και τη ζωή μου, κι ανέβαινα,αλλά
χωρίς σώμα
εγώ
στης φαντασίας μου
τα ύψη
χωρίς πύραυλο
ανέβαινα και
κατέβαινα,
αληθής, αναληθής, ψέμα, πλάνη, αλλά κι εκείνη η ώρα του χθες που σας έλεγα, κάτι μου λέει πως δεν ήτο αληθής, ασφαλώς δεν ήτο αληθής η ώρα εκείνη, που ασάλευτος έμεινε και άπνους και νεκρός, χθες στην αγκάλη που πάγωσε στη θερμή μου αγκάλη
ο πατέρας
κι έφυγε
ύστερα και
πάει
ψηλά
χωρίς
πύραυλο
Πάει…
Πάει…
Πάει…
