RSS

Category Archives: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ- ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ (ελληνική)

Σπύρος Κιοσσές, Τα πρωτοβρόχια

Πέρασαν πολλές μέρες. Δεν πολυέδινα σημασία για το τι γινόταν στο παλιό σπίτι με τους νέους γείτονες. Εντύπωση μόνο μου έκανε ότι η γυναίκα ήταν αρκετά μεγάλη, πιο μεγάλη από τις μαμάδες μας, χοντρή, είχε γαλάζια μάτια κι έβαφε τα χείλη έντονα κόκκινα. Ο κύριος Βασίλης πάλι ήταν νέος και πολύ αδύνατος. Η κυρία Ζηνοβία, έτσι τη λέγανε, ήταν ωραία, παρά τα κιλά της, κι είχε γλυκιά φωνή, σαν τραγουδίστρια. Φορούσε κάτι γυαλιστερές εμπριμέ ρόμπες, έβγαινε στα σκαλιά της παλιάς μονοκατοικίας να καπνίσει, και καμιά φορά τάιζε στο μπαλκόνι το κοριτσάκι τους. Ασημίνα την φώναζε. Πολύ ντροπαλό, σχεδόν φοβισμένο μου φαινόταν αυτό. Πάντως τα φαγητά της κυρίας Ζηνοβίας πρέπει να ήταν πεντανόστιμα. Μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά όταν μαγείρευε. 

Μια μέρα τηγάνιζε κεφτεδάκια. Ήταν απόγευμα, εμείς στα σκαλιά του σπιτιού μου και μας έτρεχαν τα σάλια. Αν και είχαμε φάει για μεσημέρι, κι ήταν νωρίς ακόμη για να ξαναφάμε, η μυρουδιά μάς είχε σπάσει τα ρουθούνια. Η κυρία Ζηνοβία το κατάλαβε, μάλλον είδε τις κλεφτές ματιές μας προς τα εκεί, και μας φώναξε. Έβαλε δυο κεφτέδες σ’ ένα πιάτο, τους έκοψε στη μέση, και περνάγαμε από μπροστά της ένας ένας ανοίγοντας το στόμα – αυτή με το πιρούνι έδινε από μισό κεφτεδάκι στον καθένα (ο Νίκος της θείας Δήμητρας έλειπε κι έτσι ήμασταν τέσσερις). Σα να κοινωνούσαμε ήταν, όλοι μας σοβαροί, να περιμένουμε υπομονετικά σε γραμμή για το πιρούνι. Όταν ήρθε η σειρά μου, πλησίασα πολύ διστακτικά. Φαίνεται το κατάλαβε, «έλα μη φοβάσαι», είπε, «θα σ’ αρέσει, αν όχι, το φτύνεις». Εγώ έκλεισα τα μάτια ασυναίσθητα κι άνοιξα το στόμα. Ο τηγανισμένος κιμάς, ζεστός ακόμη, αφράτος και γεμάτος μυρωδικά, μου έφερε ένα αίσθημα ευχαρίστησης όχι μόνο στο στόμα αλλά σε ολόκληρο το κορμί μου. Μια γλυκιά ανατριχίλα, καθώς κατέβαινε η στρογγυλή μπαλίτσα στο στομάχι μου. Δεν είχα ξανανιώσει ποτέ έτσι με φαγητό. Μέχρι τώρα νόμιζα ότι τους καλύτερους κεφτέδες τούς έκανε η μαμά. Μες στη χαρά εγώ, και θέλοντας να την πειράξω που όλη μέρα με το καινούργιο μωρό της ασχολείται κι όχι με μένα, της το ανακοίνωσα θριαμβευτικά, όταν γύρισα το βράδυ στο σπίτι: «Η κυρία Ζηνοβία φτιάχνει τους καλύτερους κεφτέδες στον κόσμο!». Το κουτάλι του μπαμπά – έτρωγε τις φακές που είχαν περισσέψει απ’ το μεσημέρι – του έπεσε από τα χέρια μέσα στο πιάτο και λέρωσε το τραπεζομάντιλο. «Και πού το ξέρεις εσύ;», σχεδόν ούρλιαξε η μαμά. Η μαμά ήταν πολύ θυμωμένη. Λογικό. Μέχρι τότε οι δικοί της κεφτέδες ήταν οι καλύτεροι. Ο μπαμπάς με κοιτούσε αυστηρά περιμένοντας τι θα απαντήσω. Ίσως ζήλεψε που εγώ έφαγα τον κεφτέ της κυρίας Ζηνοβίας κι αυτός τις φακές της μαμάς. Τους εξήγησα τι είχε γίνει, αυτοί χωρίς εξήγηση με στείλανε κατευθείαν για ύπνο. Το βράδυ έβλεπα κάτι όνειρα παράξενα. Όλη νύχτα σα τη σβούρα γυρνούσα στο κρεβάτι.

Κανά δυο μήνες μετά, τέλειωναν τα σχολεία, επέστρεφα τώρα πιο αργά στο σπίτι, άκουσα φωνές από το απέναντι σπίτι. Το κοριτσάκι, η Ασημίνα, καθόταν ζαρωμένο στα σκαλιά. Μέσα ο κύριος Βασίλης φώναζε δυνατά, μάλλον ζητούσε συγγνώμη από την κυρία Ζηνοβία, γιατί έλεγε ότι δεν έφταιγε κανείς άλλος, έφταιγε αυτός. Που την πήρε από το σπίτι που δούλευε, και την έφερε εδώ και την έκανε κυρία. Πιο πριν θα την φώναζαν μάλλον σκέτο Ζηνοβία, χωρίς το κυρία. Και κάτι για ένα σκυλί έλεγε, για ένα μπάσταρδο που είχε η Ζηνοβία, πριν γίνει κυρία, κι ούτε ξέρει ποιανού είναι, και το φρόντιζε τώρα ο κύριος Βασίλης, και γι’ αυτό μάλωσε με τους δικούς του κι αυτοί τον έδιωξαν από το δικό του το σπίτι και τώρα δουλεύει σα σκυλί για να ταΐζει αυτήν και το σκυλάκι της σ’ αυτό το αχούρι. Εγώ βέβαια σκυλάκι δεν είχα δει να έχουν στο σπίτι τους ούτε απ’ την αυλή ακούγονταν γαβγίσματα, θα το είχαν μάλλον σε κανένα κτήμα. Έριξα μια ματιά στην Ασημίνα, που είχε κατεβασμένο το κεφάλι, είχε μαζέψει χέρια και πόδια και κούρνιαζε σε μια γωνιά, και μπήκα στο σπίτι.

Η εξομολόγηση

[…]

Και η θεία Φιλίτσα λέει για την κυρία Ζηνοβία, «καλά να πάθει, τι τον ήθελε τόσον νέο άντρα, σα παιδί της ήταν, τώρα που αυτός τα ξαναβρήκε με τους γονείς του και την παράτησε στα κρύα του λουτρού και τον παντρολογούν με μια κοπέλα απ’ το χωριό του, αυτή κλαίει κι οδύρεται, εμ έτσι εύκολο είναι; μόνο με μπογιάτισμα και δικτυωτά καλτσόν τους κρατάν τόσο νέους άντρες, και όμορφους, όπως αυτός;». Αλλά τις προάλλες, «Ζηνοβία μου, έλα, έφερα λίγη σουπίτσα για σένα και την Ασημίνα σου, τόσες μέρες άρρωστη είσαι, πρέπει να στυλωθείς», εγώ έτυχε να περνάω εκείνη την ώρα μπροστά από το σπίτι τους για να αγοράσω από τον φούρνο του κυρ-Βασίλη κουλούρα με σουσάμι που μου αρέσει. Αλλά και πολλά παιδιά λένε και κάνουν άσχημα πράγματα, όχι μόνο εμείς. Περνούσαν χτες κάτι συμμαθήτριες της Ασημίνας από τη γειτονιά, αυτή ήταν στα σκαλιά μπροστά στο σπίτι τους, και τη ρωτάνε, «Ασημίνα, τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου; Ωραίο σπίτι έχετε, σαν το σαράι του Καραγκιόζη», και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Ξέρω τι θα πω στον πατέρα Κωνσταντίνο. Όταν άκουγα τη μαμά και τη θεία Φιλίτσα και τα κορίτσια να τα λένε αυτά, έκανα πολύ κακές σκέψεις, θα ήθελα να τους ρίξω πέτρες ή τουλάχιστον να πάω μπροστά τους και να τους φτύσω, αλλά δεν το έκανα γιατί και ντρεπόμουν και φοβόμουν, και πιο πολύ ντρεπόμουν επειδή φοβόμουν.

Το σύννεφο

[…]

Στις ειδήσεις εδώ και κάποιες μέρες μιλάνε συνέχεια για το Τσερνομπίλ, κι ότι πρέπει να μένουμε στα σπίτια μας, κυρίως όταν βρέχει, γιατί μπορεί να πάθουμε καρκίνο και να πεθάνουμε. Με τα παιδιά βρισκόμαστε μια στο ένα σπίτι μια στο άλλο. Πηγαίνουμε τρέχοντας. Τώρα είναι απόγευμα κι ο καιρός βροχερός. Έχει αρχίσει να ψιχαλίζει. Κάθομαι στο παράθυρο και χαζεύω έξω. Βλέπω την Ασημίνα να κάθεται στα σκαλιά του σπιτιού της. Παραξενεύομαι, γιατί δεν πρέπει να καθόμαστε έξω με τη βροχή, το είπαν και στο σχολείο και στις εφημερίδες και στις ειδήσεις. Ανοίγω το παράθυρο και της φωνάζω να μπει μέσα, καλά δε βλέπει ότι βρέχει; Αυτή δεν με ακούει ή κάνει ότι δεν με ακούει. Της ξαναφωνάζω. Τίποτα πάλι. Βάζω παπούτσια, παίρνω την ομπρέλα της μαμάς και πάω απέναντι. Η Ασημίνα με το που με βλέπει να πλησιάζω, μου φωνάζει από μακριά να φύγω, ό,τι θέλει θα κάνει, να μην μπλέκομαι, τι με νοιάζει τι θα κάνει αυτή; Νευριάζω, θυμώνω, οργίζομαι, κι εγώ δεν ξέρω τι νιώθω. Γυρνάω σπίτι και με πιάνουν τα κλάματα από τα νεύρα. Κάνει τη γενναία, δηλαδή; Ότι δεν φοβάται το Τσερνομπίλ, ενώ εμείς, αν και αγόρια, το φοβόμαστε και κλεινόμαστε μέσα; Σιγά μην ασχοληθώ ξανά μαζί της. Ούτε θα της ξαναμιλήσω, εγώ φταίω. Αλλά τέλος πάντων, έχε χάρη.

Η κυρία Πέπη

[…]

Η κυρία Πέπη μαζεύει υπογραφές. Είναι ντροπή για τη γειτονιά μας, το αντιλαμβάνεστε κι εσείς, σωστά;, τι δουλειά έχει μια πρώην ιερόδουλη να μένει εδώ; Και να πω ότι έχει αλλάξει; Ξανάρχισε να φέρνει άντρες στο σπίτι της, μεσημέρι, απόγευμα, ούτε που τη νοιάζει τι θα πει η γειτονιά. Αλλά θα μου πείτε, κυρία Κούλα μου, αλλάζει ο λύκος; Ούτε το παιδί της δεν σκέφτεται. Δεν το βλέπετε, το καημένο; Όταν έχει άντρα μέσα, το αφήνει να ξεροσταλιάζει το έρμο μόνο του στα σκαλιά.

Σπύρος Κιοσσές, Τα πρωτοβρόχια, “Οι κεφτέδες”, “Η εξομολόγηση”, “Το σύννεφο”, “Η κυρία Πέπη”, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2022

.

 

Εύα Στάμου, Τα κορίτσια που γελούν

.

Ήταν αρχές καλοκαιριού όταν αποφάσισε να θέσει σε ενέργεια την ιδέα της δολοφονίας κάποιου άγνωστου ατόμου. Η απόφαση αυτή τη γέμισε δύναμη, της έδωσε έναν σκοπό. Είχε περάσει τις τελευταίες εβδομάδες μέσα στην κατάθλιψη και την αμφιβολία για τα πάντα «πρόκειται για βαθιά κρίση μέσης ηλικίας», έλεγε σε συναδέλφους και γνωστούς που συναντούσε σε πάρτι και φιλολογικές συγκεντρώσεις, «νιώθω λες και η ζωή μου τελειώνει, αν και βρίσκεται μόνο στη μέση». Στη συμβουλή κάποιων να επισκεφτεί ψυχολόγο, απαντούσε πάντα καταφατικά, σπεύδοντας να προσθέσει πως μια τέτοια επίσκεψη είναι οπωσδήποτε στο πρόγραμμα. Στην πραγματικότητα, δεν το σκεφτόταν σοβαρά. Υπήρξε ανέκαθεν καχύποπτη με όλα αυτά, στην ουσία δεν εμπιστευόταν κανέναν αρκετά ώστε να του εκμυστηρευθεί όσα την απασχολούσαν. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν, για το παραμικρό, να σε κατατάξουν σε κάποια κατηγορία επικίνδυνων ασθενών, να σε χώσουν σε ίδρυμα και να σε ταράξουν στη φαρμακευτική αγωγή ώσπου να σε μετατρέψουν σε φυτό.

Έλεγε στον εαυτό της ότι το πρώτο που όφειλε να κάνει, αν ήθελε να έχει αποτελέσματα, μέσα στους επόμενους μήνες, ήταν να εντοπίσει τον στόχο της – δεν έκανε χρήση της λέξης «θύμα», δεν σκεφτόταν με τέτοιους όρους, δεν αισθανόταν ότι κάποιον θα έβλαπτε με την πράξη της, γιατί, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, στο σενάριο της ζωής της, δεν ήταν απλώς η κύρια ηρωίδα, όπως είναι φυσικό για κάθε έναν από εμάς, ήταν η μόνη ηρωίδα. Όλους τους άλλους τους έβλεπε χωρίς αισθήματα κι αληθινές ζωές, ήταν εκεί για να χρησιμοποιηθούν ως πιόνια στα σχέδιά της.

Εύα Στάμου, Τα κορίτσια που γελούν, «Ένα τέλειο σχέδιο», σελ. 14-15, εκδόσεις Αρμός, 2018

Αrtwork: Julia Geiser

 

Έλσα Κορνέτη, Το ρόδο της ακτής

.

Έλεγαν ότι είχε μια θυελλώδη καρδιά. Ότι η καρδιά του άρρυθμα χτυπούσε. Έλεγαν ότι το χνούδι της άτακτης ζωής του ύψωνε ολόγυρα λόφους ροδοπέταλα. Αυτός έλεγε κάθε φορά που έπιανε την πέννα φτερό ότι έβλεπε παραδείσια πουλιά να τρυπώνουν μέσα στη φόδρα της ρεντιγκότας του κι ότι συχνά η πορφυρή μεμβράνη του ανάγλυφου υφάσματος αναρριγούσε. Δεν ήξερε αν ήταν κάτι μαγικό ή καταραμένο, αλλά ήταν σίγουρος, ότι από μικρός άκουγε την αναπνοή και το καρδιοχτύπι των λέξεων, και αυτές αντηχούσαν μ’ ένα παράξενο κουδούνισμα στο κεφάλι του. Εκεί μέσα σε κρυφές σπηλιές συσσωρεύονταν κι επωάζονταν μυριάδες. Ώσπου κάποτε σαν χείμαρρος ξεχύθηκαν από τα μάτια, το στόμα, τα αυτιά του. Λέξεις ηχηρές, μελωδικές σαν χορωδίες. Κι αυτός, μισοπνιγμένος όπως ήταν, δεν ήξερε τι να κάνει με δαύτες. Ο καλοκαιρινός ουρανός είχε το χρώμα της ιδανικής χώρας. Η ιδανική χώρα όμως είναι μια ψευδαισθητική κατασκευή. Ένας άνθρωπος ζει μια συναρπαστική ζωή, κι έπειτα η ζωή έχει περάσει. Αυτός, ο πνιγμένος, κείτονταν στην αμμουδιά σιωπηλός σαν βυθός. Αυτή, η αιώνια αγαπημένη, στεκόταν με λίγους φίλους πνιγμένη στα δάκρυα. Μέσα στη θαλασσοταραχή, με τελική πορεία το Λιβόρνο, το σκαρί έσπασε στα δύο, η περιδίνησή του στην ανταριασμένη θάλασσα τον βύθισε κατακόρυφα, κι έπειτα τον εκσφενδόνισε στην κόψη των κυμάτων σαν να ήταν βέλος. Οι πνεύμονές του δεν γέμιζαν πια με λέξεις αλλά με νερό.  Ένας φάκελος δερματόδετος άνοιξε, και τα ποιήματα έχασαν τον αρχικό τους προορισμό – σκόρπισαν μέσα στις μαύρες τρικυμισμένες μπούκλες του θανάτου.  Άνθος πληγή ή πληγή άνθος;

.

.

Στεκόταν αναποφάσιστη εκεί επάνω στη ρωγμή του κόσμου, εκεί όπου η ψυχή έσπασε, κι ένα πνεύμα πέταξε αφήνοντας πίσω ένα σώμα άκαμπτο και βρεγμένο. Ένα σώμα που περιείχε ακόμα κάτι πολύτιμο, μοναδικό σαν δακτυλικό αποτύπωμα. Φουσκωτό σαν γροθιά, έχασκε στη γυμνότητά του, παραγεμισμένο μ’ ένα στριμωγμένο ορμητικό ποτάμι στο πάθος της παραφοράς, με τη θεϊκή τρέλα του ακατανόητου, με αγάπες ζοφερές και ποικιλόχρωμους πόνους, κυρίως αυτούς. Όπως αριστοτεχνικά έκοψε κι έραψε με κλωστές τον τερατώδη ήρωά της, ήξερε αριστοτεχνικά ν’ αφαιρέσει εκείνο το τελευταίο, το τέλειο ίχνος, το σάρκινο ρολόι που τον κατοικούσε. Το κόκκινο σύμβολο του ρομαντισμού βγήκε από μέσα του ορθάνοιχτο σαν τεντωμένο αυτί, σαν άγριο μάτι. Τώρα, ό,τι απέμεινε από αυτόν κείτεται εκεί στο ξύλινο γραφείο της συγγραφής, όπου την συντροφεύει για να ζει, για να δημιουργεί, μακριά από τον θόρυβο του κόσμου.  Μέσα σε γκρίζα σύννεφα, μέσα σε ύπνου στάχτες, σε έναν πένθιμο πύργο που ολοένα ψηλώνει, οι νυχτερίδες φράζουν με τα αγκυλωτά φτερά τους τα παράθυρα. Ένας επίμονος κτύπος στο τζάμι και το μεγαλύτερο κλαδί του θαλασσόδεντρου που λικνίζεται στον ψυχρό αέρα ανοίγει σαν ξύλινο χέρι τα παραθυρόφυλλα αιφνιδιαστικά, σκορπίζοντας τις νυχτερίδες μακριά. Το κλαδί μ’ ένα ακαριαίο τρίξιμο ξεδιπλώνεται, ορμά στο δωμάτιο της, αρχίζει ακατάπαυστα να διακλαδίζεται και να μακραίνει.

.

.

Σκουριασμένα κλειδιά και χρυσά κουμπιά ξεφυτρώνουν στη θέση των φύλλων από παντού, τα μικρότερα κλαδιά σαν πράσινα πλοκάμια ελίσσονται, μακραίνουν, σκαλώνουν στα μαλλιά της οικοδέσποινας και την ανασηκώνουν ψηλά κρατώντας την μετέωρη. Το φανταστικό θαλασσόδεντρο κυριεύει το δωμάτιο. Ο κόσμος δονείται. Σε ένα φανταστικό λεπτό ενός φανταστικού κόσμου, συντονισμένες στους κραδασμούς του οι ευγενικές ψυχές στροβιλίζονται. Τότε η καρδιά αρχίζει να πάλλεται. Η βαλσαμωμένη καρδιά κτυπάει ξανά μέσα στο γυάλινο δοχείο της φορμόλης. Η καρδιά κτυπάει σαν ν’ ασφυκτιά κλεισμένη στο συρτάρι. Ο παράφορος πύργος αναποδογυρίζει σαν κλεψύδρα, και τότε τ’ άγρια τριαντάφυλλα του περίβολου αναρριχώνται στον ουρανό. Μεθυσμένα στο νέκταρ πουλιά ξεκλειδώνουν με τα ράμφη τους τις κλειδωνιές κι αυτή αρχίζει να βλέπει και πάλι αρωματικά όνειρα σε μια στιγμή τέλειας ομορφιάς όπου όλα ενώνονται. Διαβάζοντας ρυθμικά τους στίχους του, η καρδιά του ποιητή στο συρτάρι του γραφείου της ξέφρενα φτεροκοπά. Κάποτε η καρδιά συρρικνώνεται, αλλάζει όψη.

.

.

Ένα κομμάτι ξεφούσκωτο πετσί πετά αγκάθια κι ένα μπουμπούκι. Το μπουμπούκι άνθισε και το πορφυρό του χρώμα πλημμύρισε το δωμάτιο. Δεν είναι πια μόνη. Η τερατώδης παλάμη του τερατώδους ήρωά της, ραμμένη με διαφορετικές κλωστές και δέρματα, της κρατά σφιχτά το χέρι. Μετά τη φανταστική του επιδρομή το φανταστικό θαλασσόδεντρο υποχωρεί. Μαζεύει, συρρικνώνει τα ατίθασα φρέσκα κλωνάρια του και ακινητοποιείται στο πραγματικό δέντρο που ήταν, στην αρχική του μορφή, στην αρχική αγέρωχή του θέση, στην ανατολική μεριά του κήπου, εκεί όπου γίνεται ορατό, σχεδόν απτό από το παράθυρο του γραφείου. Στεφανωμένη με ένα λεπτοδουλεμένο στεφάνι από σφιχτοδεμένα κλαράκια και φύλλα ιερής βελανιδιάς, η Μαίρη Σέλλεϋ με τις τσέπες της γεμάτες κουμπιά και κλειδιά ξέρει. Κουμπώνοντας μια πληγή ξεκλειδώνει ένα άνθος.

Artwork: Maggie Taylor

 

Εύα Στάμου, Νικοτίνη

.

Απόψε δουλεύαμε μέχρι αργά, δεν τελειώσαμε πριν απ’  τα μεσάνυχτα. Ήταν μια από τις νύχτες που θα έκανα τα πάντα για να ξεχάσω. Έριξα κρύο νερό στο κεφάλι μου κι ύστερα ντύθηκα και κατέβηκα να σουλατσάρω στην αποβάθρα, προσπαθώντας να ηρεμήσω. Τρωγόμουνα να καλέσω τη γυναίκα μου στην πατρίδα – ίσως ήταν η δύναμη της συνήθειας. Το είχα ανάγκη να ακούσω μια οικεία φωνή, έστω την ανάσα των κοριτσιών μου στην άλλη άκρη της γραμμής, να πιστέψω ξανά ότι ο κόσμος όπως τον ήξερα δεν είχε τελειώσει, πως κάπου αλλού τα πάντα συνεχίζονταν κανονικά, οι άνθρωποι ερωτεύονταν, πήγαιναν κάθε πρωί στην εργασία τους, έβγαιναν για μπίρες με φίλους τα απογεύματα, και τα βράδια κοιμόντουσαν κανονικά δίχως φόβο ή τύψεις, χωρίς τις φρικτές εικόνες που στοίχειωναν τα δικά μου όνειρα.

Αυτή η δουλειά σε διαλύει. Σου ρουφάει σιγά σιγά την ενέργεια, τη διάθεση να κάνεις σχέδια για το μέλλον. Το μόνο που μένει τελικά, το μόνο που σκέφτεσαι μέρα και νύχτα είναι με ποιον τρόπο θα κρατήσεις τους άλλους ασφαλείς, πώς θα μείνεις και ο ίδιος δυνατός,πώς θα επιβιώσεις – τίποτε άλλο. 

Στην καθημερινότητά μου δεν υπάρχει χώρος για χαρά. Τις νύχτες κοιμάμαι ελάχιστα, όπως και οι υπόλοιποι. Όταν δεν τραβάμε παγωμένα κορμιά από τη θάλασσα, όταν δεν τρέχουμε στο νοσοκομείο, όταν δεν μετράμε σώματα, στριφογυρίζουμε σαν δαιμονισμένοι στο κρεβάτι, προσπαθώντας να αρπαχτούμε από τις αναμνήσεις μας. Αυτή η δουλειά πραγματικά σε διαλύει.

.

.

Ανέβηκα στο πλοίο. Όλα έμοιαζαν ήσυχα τώρα. Πέρασα από το γραφείο να ελέγξω τα μηνύματά μου πριν καταλήξω στην καμπίνα μου. Ξεκλείδωσα το συρτάρι και πήρα από μέσα με λαχτάρα το πακέτο. Προσπάθησα να ξεχάσω την παλιοκατάσταση στην οποία ήμουν κολλημένος τον τελευταίο χρόνο. Άναψα τσιγάρο και, μετά την πρώτη απολαυστική ρουφηξιά, ανέβασα τα πόδια μου στο τραπέζι, κι έκλεισα τα μάτια. Η στάση αυτή συμβόλιζε για μένα την απόλυτη ανεμελιά. Συνήθιζα να ξεκλέβω τα μεσημέρια μισή ώρα για τον εαυτό μου. Το πρώτο που έκανα συνήθως κατά τη διάρκεια του πολύτιμου αυτού χρόνου ήταν να αφήνομαι στο πάθος μου, κάτι που συστηματικά απέφευγα δημόσια, και είχα προειδοποιήσει και τους άντρες του πληρώματος να κάνουν το ίδιο. Δεν ένιωθα υποκριτής. Άλλο οι προσωπικές συνήθειες και άλλο η δουλειά μου. Τηρούσα τους κανόνες του επαγγέλματός μου με θρησκευτική ευλάβεια, κι είχα επομένως το δικαίωμα να κάνω ό,τι γουστάρω στον προσωπικό μου χώρο και χρόνο.

Είχα αποφασίσει να μην τηλεφωνήσω σήμερα στα κορίτσια. αν υπήρχε κάποια ανάγκη μπορούσαν να στείλουν μέιλ. Ξέρω ότι η μάνα τους παραμονεύει όση ώρα μιλάμε. Το νιώθω στις παύσεις τους, τους δισταγμούς τους, την αλλαγή του ρυθμού της αναπνοής τους, ότι η Ντέμπορα τις παρακολουθεί και πολύ πιθανόν να μορφάζει ειρωνικά όταν πιστεύει ότι διακρίνει στη συνομιλία μας κάτι που δεν της αρέσει.

Αυτή η μανία της να ελέγχει τα πάντα κατέστρεψε τελικά τον γάμο μας – η μανία της να ελέγχει τα πάντα, η απουσία μου τα τελευταία χρόνια, πρώτα στη Λαμπεντούζα κι ύστερα εδώ, στην Ελλάδα, και πάνω από όλα το κέρατο που μου έριξε με εκείνο το ρεμάλι τον συνάδελφό της. Είχε και την απαίτηση να τη συγχωρήσω, λέει, και να κάνουμε μια νέα αρχή, γιατί κατά βάθος εγώ έφταιγα που πηδήχτηκε με τον Στίβεν, αφού έλειπα από το σπίτι τις μισές μέρες του μήνα, κάθε μήνα.

Κάθε μήνα, εδώ και χρόνια – αυτή είναι η αλήθεια. Επέστρεφα πάντα με λαχτάρα μα, λίγες μόλις μέρες μετά, βαριόμουν την γκρίνια τής Ντέμπορα, και μου έλειπε το μονό κρεβάτι μου στο πλοίο. Γενικά ήθελα την ησυχία μου. Η δουλειά μου είναι τόσο απαιτητική που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για κοινωνική ζωή. Δεν είναι λοιπόν ότι έψαχνα περιπέτειες μακριά από το σπίτι, απλώς να κοιμάμαι ήσυχος ζητούσα, χωρίς καυγάδες και τις ίδιες πάντα συζητήσεις που δεν κατέληγαν πουθενά, χωρίς τα μούτρα της γυναίκας μου κι αυτή την ένταση στην ατμόσφαιρα που με έπνιγεγια ώρες κάθε φορά που μαλώναμε.

.

.

Είχα συνηθίσει μόνος μου –αυτό να λέγεται– αλλά δεν ήμουν εγώ αυτός που ξενοκοιμήθηκε, δεν έφερα εγώ την οριστική ρήξη. Παρόλο που όταν το έμαθα ήθελα σαν τρελός να κάνω μια επίσκεψη στον Στίβεν και να του σπάσω τα μούτρα του καργιόλη που μου το έπαιζε φίλος, κρατήθηκα και δεν αντέδρασα επιθετικά. Έπνιξα όλον αυτόν τον θυμό μέσα μου, τον άφησα να μου φάει τα σωθικά, για βδομάδες ολόκληρες, αλλά δεν έγινα βίαιος ούτε στιγμή. Μπορεί να ήπια λίγο παραπάνω, μπορεί να έχασα τα λογικά μου για δυο τρεις μέρες και να μην σκεφτόμουν τίποτε άλλο από την εκδίκηση, αλλά τελικά συγκρατήθηκα και δεν ξέσπασα σε κανέναν, πέρα από τον εαυτό μου.

Μου λείπει το άγγιγμα μιας γυναίκας. Δεν έχω ιδέα τι σκέφτεται για μένα η γιατρός, αν και την έχω πιάσει αρκετές φορές να με παρατηρεί, και το ύφος της είναι η αλήθεια πως είναι θερμό. Φοβάμαι ότι κάποια στιγμή θα καταλάβει πόσο τη γουστάρω. Δεν μπορώ, γαμώ το, να πάρω τέτοιο ρίσκο. Η επιβίωση είναι σημαντικότερη από οποιοδήποτε πάθος. και η δική μου επιβίωση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εικόνα που έχουν οι άλλοι για μένα. Από μια κλωστή κρέμονται όλα: η εμπιστοσύνη που μου δείχνουν οι άντρες, η πειθαρχία τους, η αποτελεσματικότητα και η δύναμή μας. Δεν μπορεί ο διοικητής να γίνεται θέμα κουτσομπολιού, δεν είναι σωστό να τον θεωρούν επιπόλαιο ή ερωτύλο.

Πρέπει να κρατήσω την ψυχραιμία μου, το χρωστάω στο πλήρωμα. Στους άντρες μου, που δουλεύουν δεκαοχτώ ώρες την ημέρα σώζοντας ζωές βουτηγμένοι στα παγωμένα νερά, και τις υπόλοιπες ώρες κάνουν έναν ύπνο γεμάτο εφιάλτες ξαναζώντας όσα συνέβησαν στη βάρδια.

Καταραμένο μέρος! Φυσικές ομορφιές, αρχαιολογικοί θησαυροί και όλα τα σχετικά, αλλά οι ντόπιοι είναι δύσπιστοι και σκληροί, αντί να πουν κανένα ευχαριστώ που βοηθάμε την κατάσταση, μας κοιτούν με μισό μάτι. Έχουν δει και έχουν πάθει, θα μου πεις, από τους ξένους μέσα στα χρόνια,όλοι ήθελαν ένα κομμάτι από τη γη τους. Είναι και οι καραγκιόζηδες οι συμπατριώτες μας που κάνουν τουρισμό, μαζεύονται στις μπιραρίες και λιώνουν στο ποτό. Βγαίνουν από μέσα τις πρωινές ώρες τραγουδώντας και ουρλιάζοντας, γεμίζοντας τα καλντερίμια με τα ξερατά τους – τι να κάνουν και οι νησιώτες με αυτά που βλέπουν; Δεν λέω, τους καταλαβαίνω κι αυτούς, τα πάντα έχουν εξηγήσεις, μα αυτό δεν αλλάζει τη δική μου μαυρίλα και την ατυχία που μας έχει πλακώσει από την ώρα που προσαράξαμε σε τούτο τον αγριότοπο.

Εύα Στάμου, Νικοτίνη [διήγημα]

Πίνακας: Atanas Matsurev

 

Γρηγόρης Χαρχαλιώτης, Οι κραυγές αγρίεψαν

.

«Και τι γίνεται με τη ζωή μου σήμερα, τώρα ακριβώς που συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά συμβαίνουν επειδή λείπουν απ’ αυτήν η αγάπη, η καλοσύνη, ακόμη και η κακία; Τι είναι η ζωή μου τώρα, που η υγεία στις σχέσεις μου με τους δικούς μου ανθρώπους έχει στερέψει; Είναι ένας καμβάς που ξανάγινε λευκός. Μια αρχή. Η δύσκολη αρχή που με χρίζει απροετοίμαστο και ανίκανο, κάνοντάς με ν’ αμφιβάλλω για το μετά. Και όμως, αυτή η λευκότητα με ωθεί να ξεκινήσω πάλι, με προκαλεί να της προσθέσω κάτι, οτιδήποτε που θα τη λερώσει. Και χαίρομαι γι’ αυτήν τη μικρή μουντζούρα πάνω στο τεράστιο λευκό, ενώ θα έπρεπε να θλίβομαι που μια ολόκληρη εικόνα νωρίτερα εξαφανίστηκε εντελώς, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Και τι υπολείπεται για όσο χρόνο μου απομένει; Μια μικρούλα χαρά και χρώματα ξεθωριασμένα, σχεδόν νεκρά. Κι άντε και βρίσκω το κουράγιο να συνεχίσω από κει που άφησα τη μουντζούρα. Είμαι γέρος τώρα πια, ενώ το μυαλό μου είναι εθισμένο σ’ αυτά τα βρομοχάπια. Πώς θα γίνει λοιπόν να δημιουργήσω στην κατάσταση στην οποία βρίσκομαι; Από πού να εμπνευστώ; Τουλάχιστον αυτό, να βρω αυτό το κομμάτι, να λύσω το μυστήριο της έμπνευσης. Δεν γίνεται όμως, γιατί λείπει η αγάπη, λείπει το καλό, ακόμη και το κακό, ακόμη κι αυτό μου λείπει. Και νιώθω μόνος μου, μια και η οικογένειά μου μ’ έχει απορρίψει.

.

Από πού να εμπνευστώ λοιπόν; Μήπως απ’ όλα τούτα που έχω μέσα μου, απ’ όλα τούτα που σκέφτομαι και δεν τα λέω; Ναι, μια καλή λύση θα ήταν αυτή, μια καλή αρχή. Να ξεκινήσω από τις σκέψεις μου, απ’ όσα κρύβει μέσα τους ο κατά δέκα χρόνια πιο γερασμένος από μένα εαυτός μου και ανενδοίαστα τα εκφράζει, καταστρέφοντας το μυαλό και την ψυχή μου. Τζάμπα δηλαδή τα καταστρέφει τόσα χρόνια; Ας χρησιμοποιήσω κι εγώ μια φορά αυτή την καταστροφή προς όφελός μου. Ναι, μια καλή αρχή είναι να επανεξετάσω αυτό το αψιχάλιστο κλάμα μου, που με τίποτα δεν τραβά την προσοχή της Άννας και του γιου μου. Και κάτι θ’ ανακαλύψω, κάτι θα βρω». Ο Μανίλο τα ’χει βάλει με το μυαλό του. Το ξεψαχνίζει, αναδεύοντας τα ίδια και τα ίδια, αναμασώντας ό,τι υπάρχει μέσα κει τα τελευταία χρόνια.   

Γρηγόρης Χαρχαλιώτης, Οι κραυγές αγρίεψαν, διηγήματα [απόσπασμα από το διήγημα «Κυριακάτικο γεύμα», Σμίλη, 2021

Artwork: Johann Fournier

 

Γιώργος Παναγιωτίδης, Ίχνη στα όνειρα

.

Ονειρευόμουν ότι έπεφτα από πραγματικότητα σε πραγματικότητα, από κρεβάτι σε κρεβάτι, σε όλο και πιο μικρό κρεβάτι, μέχρι που βρέθηκα στην κούνια μου, μωρό. Άκουγα μια γυναίκα να λέει ένα νανούρισμα, αλλά δεν την έβλεπα. Μα πώς; Έλα, ύπνε, και πάρε το, πάρ’ το στους μπαξέδες και στρώσε του να κοιμηθεί με ρόδα και μενεξέδες. Κοιμήσου εσύ, παιδάκι μου, κι εγώ σε νανουρίζω, κι εγώ την κούνια σου κουνώ γλυκά να σε κοιμίζω. Είχα τα μάτια μου κλειστά.

«Μητέρα; Εσύ είσαι;» ρώτησα. Η φωνή της μητέρας μου, μελωδική όπως ένα συνονθύλευμα συζητήσεων που φτάνουν όλες μαζί στο αυτί του νυσταγμένου, η χροιά της ίδια με δύο κομ­μάτια φελιζόλ που τρίβονται μεταξύ τους. Το νανούρισμα όλο και πιο αργό, μέχρι που σταμάτησε – κι εγώ σε νανουρί… Απότομα.

.

Η ανάσα της μητέρας μου, γρυλισμός. «Έλα, μητέρα, βήξε να καθαρίσει ο λαιμός σου», είπα. «Ποια σκόνη, ποιος καημός σε πνίγει;» «Εσύ», μου απάντησε, και άνοιξα τα μάτια μου. Η μητέρα μου, θολή εικόνα πίσω από ραγισμένο γυαλί. Η κοιλιά της ανοιχτή σαν να την είχε σκίσει κάποιος –εγώ;– με μια φαλτσέτα. Μέσα της θρονιασμένο ένα μωρό με ύφος σοβαρού ανθρώπου. Η κοιλιά της μητέρας μου είναι ο θρόνος μου, το μωρό αυτό είμαι εγώ, και το όνειρο ήρθε να με πάρει, να με σηκώσει από τη σκληρή επιφάνεια της πραγματικότητας και να με ξαπλώσει γλυκά στο στρώμα της μητρικής αγάπης. Μα τι είναι αυτά που σκέφτομαι; Φταίει το βάθος του ονείρου όπου βρέθηκα, ή παραλογίζομαι από τη ζάλη μου, που συνεχώς χειροτερεύει;

Ένα όνειρο έχει πάντα κάτι να σου πει· είναι η βαλβίδα ασφαλείας που εκτονώνει τον βρασμό της σκέψης σου, που εκτοξεύει τον υπέρθερμο, κορεσμένο ατμό κάθε αναπάντητου ερωτήματος, όταν αρχίζει να κοχλάζει μέσα στο μυαλό σου και σωρεύεται σ’ ένα νέφος όλο και πιο χειροπιαστό, μέχρι που μετουσιώνεται σε μια αναπάντεχα τέλεια, μαγεμένη πραγματι­κότητα. Ένα όνειρο μπορεί να μετατρέψει την πραγματικότητα σε ερώτημα μέσα στις φλόγες μιας σκέψης.

.

.

Γυμνός, διάφανος, άδειος. Κοιτούσα τη μητέρα μου και προσπαθούσα να καταλάβω τι ήθελε να μου πει. Εκείνη σαν να κοιτούσε μέσα από το σώμα μου, σαν να ήμουν ένα παράθυρο, ένας γυάλινος άνθρωπος, το ίδιο σκληρός και εύθραυστος. Κοι­τούσε αφηρημένη ή ξεχασμένη, η θλίψη στο βλέμμα της δεν ρωτούσε τίποτα. Τι έβλεπε; «Έλα να σε πάρω στην αγκαλιά μου», είπε. Αυθόρμητα, υπάκουσα κι έκανα ένα βήμα προς το μέρος της, μα δεν προσκαλούσε εμένα. Πήρε το μωρό από την κοιλιά της, το σήκωσε, το κούνησε πέρα-δώθε για λίγο, σκυμ­μένο το πρόσωπό της επάνω του. Δεν μαγείρευε κάποιο φαγητό στη γάστρα της αλλά το μωρό στην αγκαλιά της. Το εμψύχωνε; Ήθελε να μου πει ότι φέρθηκα σαν ένα μωρό, ένα επικίνδυνο μωρό; Ή έδειχνε με κάποιον τρόπο την κατανόησή της;

Γρήγορα η θολή εικόνα καθάρισε. Ούτε μητέρα ούτε μωρό. Ήμουν εγώ, γυμνός. Στην κοιλιά μου αποτυπωμένη η πληγή του εραστή μου, το αίμα.

Γιώργος Παναγιωτίδης, Ίχνη στα όνειρα, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Βακχικόν, 2021

Artwork: Johann Fournier

.

 

Καλλιόπη Αναστασάκη, Με πέδικλα

.

Τα παλιά τα χρόνια, άκουγαν παραμύθια και οι μεγάλοι. Ήταν Αύγουστος του 1932 όταν, πριν χρονίσει ακόμη, τη βούτηξαν στην κολυμπήθρα για να τη μερέψει ο Χριστός, και την είπαν Ουρανία. Δύσκολα χρόνια, αλλά η μάνα της, η Αναστασία, κέρασε λουκούμι και σπιτική λεμονάδα όλο το κάλεσμα, παρότι ήταν «κόρη» και όχι «παιδί». Η Αναστασία, κόρη της Βαγγελιώς, παπαδοπαίδι και εγγόνι παπά, έκανε συχνά του κεφαλιού της. «Βρε κοιτάξτε τη δουλειά σας, που θα μου πείτε εσείς τι θα κάνω. Τα ράσα θαρρείτε ότι κάνουν τον παπά;», έλεγε όταν τη ζόριζαν οι φαρμακόγλωσσες. Μούντζωνε προς τα πίσω, έφτυνε στον κόρφο της κι έπιανε και το βρακί της για το κακό το μάτι. Στο μωρό έδωσε το όνομα της πεθεράς της. Η Ουρανία μεγαλώνοντας έμοιαζε στη γιαγιά της και στο φέρσιμο και στην ομορφιά.  Μεγάλωνε και ομόρφαινε τόσο, που η Αναστασία κάποιες φορές σκιαζόταν κι άλλες ζήλευε το ίδιο το παιδί της. Όλο «μη» και «όχι» ήταν, και τιμωρίες και χαστούκια που έτσουζαν τη μικρή Ουρανία. Τα πισινά του παιδιού ήταν σημαδεμένα από το βαρύ μητρικό χέρι. Η Ουρανία ήταν η «ζωηρή» της οικογένειας, σε αντίθεση με την κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη αδερφή της, την Αφροδίτη. Το έβλεπες στα μάτια των αγοριών που την κρυφοκοιτάζανε από νωρίς. «Κακό πράγμα να ’σαι και όμορφη και ζωηρή. Κι αν είσαι κι έξυπνη, κούνια που σε κούναγε κακομοίρα μου», ήταν η επωδός της Αναστασίας. «Είναι δύσκολοι καιροί. Άμα σου βγει τ’ όνομα, δεν έχεις δρόμο να διαβείς», υποστήριζε η μικρομάνα της Ουρανίας. Όμως εκείνη μεγάλωνε κι έβαζε βαμβάκι στ’ αφτιά κι έκανε του κεφαλιού της. Πού την έχανες πού την έβρισκες ή να περπατά στις απόμερες αμμουδιές του νησιού και να την ψάχνουνε όταν σκοτείνιαζε ή χωνόταν στη μεγάλη βιβλιοθήκη του παπά-Χρήστου να χάνεται στις φυλλάδες και στα ιερά βιβλία του παππού της. Δεν θα ’χε περάσει τα πέντε της χρόνια κι όμως άφηνε παράμερα το παιδομάνι του σπιτιού για να κάμει τα δικά της.

    Όταν επέστρεφε από τις ερημιές, για να γλιτώσει το ξύλο από τη μάνα της, τρύπωνε σ’ εκείνο το δωμάτιο που φάνταζε, στα παιδικά της μάτια, παραμυθένιο κι ας ήταν μια σοφίτα και τίποτα παραπάνω. Αυτό το στενό, ανήλιο δωμάτιο, αυτό που περίσσευε από τις ανάγκες της οικογένειας και που φιλοξενούσε τον πατέρα του σπιτιού, που ήταν και παπάς και αγρότης και δάσκαλος, ήταν το καταφύγιο της Ουρανίας. Ακούραστα συντρόφευε τις σκέψεις και τις ατέλειωτες ερωτήσεις της. Η Ουρανία λάτρευε τα βιβλία πριν καν μάθει να διαβάζει. Ξεφύλλιζε τις σελίδες τους με ευλάβεια κι έφτιαχνε τις δικές της ιστορίες με τους χάρτινους φίλους της. Όταν έμαθε να διαβάζει, συλλάβισε τ’ όνομά της σ’ ένα απ’ αυτά τα βιβλία και κράτησε τις σημειώσεις της σε δικό της τετράδιο, παριστάνοντας τη δασκάλα, την κυρία. Τα άλλα παιδιά δεν της έδιναν και τόση σημασία, όταν παίρνοντας εκείνο το ύφος μεγάλης, προσπαθούσε να τους εντυπωσιάσει και να τους πάρει τον «αέρα» στις παιδικές συντροφιές.

 Κάποια μέρα, σε ένα από τα βιβλία του παππού της η μικρή βιβλιοφάγος διάβασε ότι η Ουρανία στη Μυθολογία ήταν κόρη του Δία και της Μνημοσύνης. Εντυπωσιάστηκε και μεγαλοπιάστηκε. Διάβασε την ιστορία, την οποία και θεώρησε από εκείνη τη στιγμή, δική της ενώ με ευκολία και χάρη συμπλήρωσε τα δικά της μυθοπλαστικά στοιχεία, παραλλάζοντάς την ελαφρά. Υποστήριξε ότι τάχα η Ουρανία ήταν και κόρη του Ουρανού και ότι αυτή η σπουδαία γυναίκα είχε δύο πατεράδες. Το γιατί η παιδική της σκέψη έφτασε εκεί, κανείς δεν το κατάλαβε. Διάβασε ότι η μυθική Ουρανία είχε δύο γιους, τον Υμέναιο, από τον άντρα της τον Διόνυσο, και τον Λίνο, από τον άλλο άντρα της, τον Απόλλωνα. Τα έμαθε απ’ έξω τα ονόματα των παιδιών και των αντρών, και της άρεσε που γνώρισε τη συνονόματή της να είναι παντρεμένη δύο φορές με δύο σπουδαίους άντρες. «Δύο φορές θα παντρευτώ κι εγώ», έλεγε σοβαρή στη μάνα της, κι η Αναστασία τη λοξοκοίταζε αυστηρά και της έδειχνε την παλάμη της ως απάντηση στα λεγόμενά της. Το σπίτι της μυθικής Ουρανίας ήτανε ολόκληρος ο Ουρανός κι ήξερε να μαντεύει το μέλλον και να ερμηνεύει το παρελθόν.   Η μικρή Ουρανία όλα αυτά τα βρήκε στο βαρύ μαύρο βιβλίο που έγραφε απ’ έξω «Οι δώδεκα Θεοί του Ολύμπου», που ο παππούς ο Χρήστος το φύλαγε στο πιο ψηλό ράφι της βιβλιοθήκης του. Κι όπως τα έγραφε το βιβλίο, έτσι τα έμαθε και η Ουρανία, και τα έλεγε σαν ποίημα όταν τη ρωτούσαν για το όνομά της.

Καλλιόπη Αναστασάκη, Με πέδικλα, μυθιστόρημα, εκδόσεις γραφομηχανή, 2021

Artwork: Brad Kunkle

.

 

Βασίλης Λαλιώτης, Γαλάζια περίοδος

.

Οι άγγελοι εν τω μεταξύ ανεβάζουνε

ψυχές αθώων πιασμένες απ’ τους ώμους

μες σε γαλάζια φλόγα οξυγονοκόλλησης

και κάποτε με δάκρυα φίλων που σηκώνουν

νεκρούς αγαπημένους στον καθρέφτη τους.

Ενώ ποιητής είναι και συνεχίζει εκείνος που οι λέξεις του

αληθεύουν στο γαλάζιο της μάντρας των θυμάτων.

Βασίλης Λαλιώτης, από τη συλλογή Γαλάζια περίοδος, Ενδυμίων 2021

Πίνακας: Αndrew Wyeth

.

.

 

Λίλα Τρουλινού, Το ίδιο χώμα – Κατεβαίνοντας τις ανηφόρες της Ιστορίας

Κοιτάζω τα λιβάδια της κόκκινης τουλίπας. Και τότε θυμάμαι. «Ρε συ, εδώ είχαμε έρθει εκδρομή με το σχολείο. Θυμάσαι;» «Ναι, ρε. Στη Δευτέρα Γυμνασίου». «Μόνο που το οροπέδιο τώρα καλλιεργείται». «Για δες κηπευτικά!» «Και λιόδεντρα!» «Και τα αυτοκίνητα εξαφανισμένα!» «Τι καλά!» «Δεν καθόμαστε κάτω από εκείνη την ελιά;»  «Μου κόπηκε η ανάσα». «Το ίδιο χώμα».

Στον ίσκιο της φουντωτής ελιάς δροσίζεται μια ηλικιωμένη γυναίκα. Μας χαιρετάει. Μας πιάνει την κουβέντα. Ο φίλος μου αναπηδάει όταν ακούει το όνομά της: Καλή Καλονατοπούλα, χήρα του μακαρίτη Αντρουλή Ασπρέα. Την κοιτάει με δέος. Η γυναίκα που θα μας βοηθήσει στο ταξίδι είναι δίπλα μας. Όπως ακριβώς μας υποσχέθηκε η γιαγιά του. Δεν άργησε να μας βρει.

Ο γιος της είναι μακριά, στο Ρέθυμνο, δουλεύει στον καινούριο φούρνο στη Μεγάλη Πόρτα, λαβοράντε, λέει με καμάρι, στου μαΐστρου Γιακουμή. Είχε μαθητεύσει δίπλα του τέσσερα χρόνια, και τώρα φτιάχνει παξιμάδια για τον ενετικό στόλο. Και κάθε τόσο τρέχει να δει τον θείο του, τον παπα-Δημήτρη τον Ασπρέα, που μένει στην Καρέα. Απλώνει τα δυο της χέρια στον ουρανό και καλεί νεκρούς και ζωντανούς. Μας λέει, ενώ ξεβοτανίζει ένα κομμάτι κηποχώραφο, πως, όταν πέθανε ο άντρας της, την έδιωξε ο αδελφός του. Κι έτσι γύρισε ξανά στον τόπο της, και είναι, όπως παλιά, στη δούλεψη της μεγαλόπρεπης εξαδέλφης του άρχοντα Ματθαίου Καλλέργη, στην έπαυλή του στον Μέρωνα, δίπλα στον λαμπρό ναό της Παναγίας, που ανήκει από παλιά στην ένδοξη οικογένεια. Στο στόμα της έχει μόνο τρία δόντια.  

Όταν αρχίσουν να στεγνώνουν τα κηποχώραφα απ’ τις βροχές, ανηφορίζουν οι χωρικοί στης Γιους τον Κάμπο για να καλλιεργήσουν. Άνοιξη καλοκαίρι, μια εποχή, σπορά και θερισμός, γονατισμένοι στο εύφορο χώμα στρέφουν το βλέμμα μ’ ευγνωμοσύνη στον ανέφελο ουρανό. Πηγαινοέρχονται με τα μουλάρια στα χωριά. Κάποιοι μένουν στον κάμπο, το βράδυ πλαγιάζουν σε πρόχειρες στρωμνές.

Οι γυναίκες κάθονται χάμω στη γη. Λύνουν τα κεφαλομάντηλα, λιγάκι να ανασάνουν, σπάζουνε τα κριθαροκούλουρα στη μέση. Τα βουτούν σε μια κούπα νερό. Γεμίζουν τις χούφτες μας με μαύρες ελιές. Καθισμένοι στον ελαιώνα, στη σκιά των αιωνόβιων δένδρων κοιτάμε τον ήλιο που δύει. Περίκλειστη από τους μαβιούς ορεινούς όγκους και τους χαμηλότερους λόφους απλώνεται η κοιλάδα του Αμαρίου με τα πολλά ρυάκια της και τα ποτάμια, τον Σμιλιανό και τον Γενιανό, που ύστερα γίνεται Λυγιώτης. Κι οι δύο συμβάλλουν στον ποταμό Πλατύ, τον αρχαίο Ηλέκτρα, Άγιο Γαλήνη τον είπε η Καλή. Πίσω από τις μενεξεδιές κορυφές του Σιδέροντα μαντεύουμε της θάλασσας την αέναη κίνηση. Το θέαμα του σούρουπου που έρχεται μας συγκλονίζει. Ο ουρανός είναι ένα λιβάδι με φλογερές τουλίπες που όσο πάει και σκοτεινιάζει.

«Πρέπει να βγήκαμε στον Μάη, αλλιώς δεν θα ’ταν ανθισμένα τα ορεινά λιβάδια», λέει ο Αγγελής και γέρνει στον ώμο μου να κοιμηθεί, κι εγώ του ψιθυρίζω:
     «Τη νύχτα, όταν δεν βλέπουμε, λέει η μάνα μου, ανάβουμε ένα φως για τον εαυτό μας… Γιατί πώς αλλιώς θα δούμε όνειρα; Περιπλανιόμαστε μέσα στη νύχτα ανάβοντας φωτιές».
   Ο Αγγελής τυλίγεται με την κάπα του και μουρμουρίζει:
   «Τότε κράτα ζωντανή τη φωτιά. Να ονειρευτούμε κι αυτό το βράδυ!»
   «Τρέμω μη δω πάλι κανέναν εφιάλτη», του λέω και κλείνω τα μάτια.

Λίλα Τρουλινού, Το ίδιο χώμα – Κατεβαίνοντας τις ανηφόρες της Ιστορίας, σ. 60-62, Περισπωμένη, 2021

Πίνακας: Stanley Spencer

 

Kλεοπάτρα Λυμπέρη, Το χρονικό

.

Στην αρχή, ο γκρεμός· η μητέρα· ο πατέρας· η αδελφή·

η μητέρα της μητέρας βαφτισμένη στη μεγάλη κολυμπήθρα

του Σιλωάμ. (Στην αρχή η λέξη οικογένεια.)

Το σκυλί δεμένο στην αφωνία· το σκυλί λυμένο· το

σκυλί να γαυγίζει τους αστέρες στο χαλί του σαλονιού· 

τους λαμπτήρες της τρέλας. Τα φωνήεντα ήταν

πάντα  πολεμικές ιαχές – σπαθιές (ρομφαίες;)

Όλα έμοιαζαν σαν μια άλλη ονομασία του πόνου. Όταν

το σώμα του πατέρα έμπαινε στο σώμα  της μητέρας

εύρισκε στην υπάρχουσα κατοικία επελάσεις  μαύρων

κυριών σε χαπάκια βερονάλ

(ως γνωστόν

τρέλα είναι η ανάποδη φύση της αρμονίας που

χρειάζεται να συμπληρωθεί). 

Παλιές ιστορίες.

Τω καιρώ εκείνω, μία των ημερών του Σαββάτου

                

φανερώθηκα σε όλη μου τη δόξα· (ως επιδιορθωτής·

ήταν έργο μεγάλο – δεν θα το αποκαλύψω).  Η Κλεοπάτρα

είχε συντριβεί από το βαρύ κιονόκρανο της λύπης

όμως ο επιδιορθωτής έφτιαξα μέσα της το λιβάδι και το

αρνί που βελάζει και πολλά άλλα σχέδια και ηχητικές

αναθεωρήσεις, με σφυριά του απείρου με πρόκες-λέξεις

με διέσεις-υφέσεις, με τη βασική κλίμακα του ντο

(όχι, δεν θα τα αποκαλύψω).

Σε αυτό το μέρος τώρα τρέχουν ποιήματα και σκυλιά

και ο «Ευαγγελισμός» του Fra Angelico, πέφτει

μέσα εκεί εξακολουθητικά· εκεί

το Όλον φωνάζει με πολύ ιδιωτικό στόμα αλλά

μην πλανάσαι, διόλου δεν ιδιωτεύει. […]

.

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Το χρονικό από τη συλλογή Το δεν είμαι ακόμα

προσεχώς από τις εκδόσεις Ίκαρος

Πίνακας: Fra Angelico, O Ευαγγελισμός