RSS

Daily Archives: 09/01/2024

Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το ραβαγιό του Αργίρι

[…]

ΙΩΑΝΝΗΣ: Άγιε Βασίλη, έγινε κατασκοπευτικό έργο με ταινία για να πάρουμε τα παπλώματα. Οι γονείς μας έκαναν πράγματα αστυνομικά για τα παπλώματα. Απαγορεύεται να βγαίνουμε έξω. Ούτε σχολείο πάμε. Για να μην πεθάνουμε, λέει, από τον covid. Είμαστε μέσα σε καραμπίνα. Μάλλον γι’ αυτό έκαναν αστυνομικό για τα παπλώματα. Όλα γίνανε κρυφά. Με σχέδια και μυστικά τηλέφωνα.

ΑΡΙΑΔΝΗ: Άγιε Βασίλη, οι νονές μας δεν μπορούσαν να έρθουν στο σπίτι για τα παπλώματα. Τη δική μου τη νονά τη βρήκαμε έξω από το φαρμακείο. Στο τηλέφωνο η μαμά είπε στη νονά πως θα κάνουμε τάχα ότι θέλουμε πράγματα στο φαρμακείο. Τίποτε δεν θέλαμε. Εκεί επιτρέπεται να πας. Αλλά μια και θα το λέγαμε, θα παίρναμε ιώδιο. Βγήκε ο μπαμπάς από το αυτοκίνητο. Εγώ ήμουν κρυμμένη στο αυτοκίνητο για να μη φαίνομαι. Ήθελα να δω τη νονά μου, κι έκλαιγα στο σπίτι. Απαγορεύεται, μου είπαν, αλλά έκλαιγα. Κι έφαγα και δυο στον πισινό. Και δεν σταμάτησα. Και βαρέθηκαν. Μου έριξαν και μια κουβέρτα από πάνω. Να με κρύψουν. Στον δρόμο έπαιρναν συνέχεια τηλέφωνο ο μπαμπάς και η νονά, για να δουν πού ακριβώς είναι. Είμαι στο φανάρι πριν από το βενζινάδικο, μόλις πέρασα την εκκλησία, πίσω απ’ το μανάβικο με την μπλε τέντα είμαι τώρα, είμαι στα διακόσια μέτρα, τέτοια πράματα. Άμα μας σταματούσαν για έλεγχο θα λέγαμε «φαρμακείο». Φτάσαμε στο φαρμακείο με το αυτοκίνητο. Μην κουνιέσαι! μου είπε ο μπαμπάς. Αλλά εγώ σηκώθηκα, αν και απαγορεύεται αυτό. Και είδα τη νονά να κάθεται δίπλα στο φαρμακείο με μια σακούλα φαρμακείου και μετά να τρέχουν μαζί χέρι χέρι με τον μπαμπά να κρυφτούν κάπου. Τους έχασα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Φοβήθηκα ότι θα τους σκοτώσουν με την καραμπίνα. Άρχισα να ουρλιάζω δυνατά το όνομά μου, για να μη φοβάμαι. Και μετά έτρεχε ο μπαμπάς στο αυτοκίνητο με το πάπλωμα και άνοιξε γρήγορα το πορτμπαγκάζ, και το έβαλε μέσα. Μην κουνιέσαι! μου είπε. Και βούλωσέ το επιτέλους! Τι έπαθες, και ακούγεσαι σε όλο το τετράγωνο; Ήταν κατακόκκινος ο μπαμπάς. Μετά πλησίασε δίπλα στο αυτοκίνητό μας η νονά με το τζιπ. Σήκω τώρα! μου είπε ο μπαμπάς, πες γεια και ξανακρύψου! Είδα τη νονά να με χαιρετάει και μετά να μαρσάρει και να χάνεται στη στροφή. Τα νύχια της ήταν χρυσαφένια και τα μαλλιά της είχαν μια λευκή γραμμή στη μέση. Και σκάβανε στη γωνία, και σηκώθηκε σκόνη σαν αυτή του κουραμπιέ, όπως στα γουέστερν.

Απόσπασμα από το διήγημα «Τα παπλώματα της καραμπίνας»

.

.

 
Image

Iφιγένεια Σιαφάκα, Το ραβαγιό του Αργίρι

.

Γράμματα στον Άγιο Βασίλη και στον Σεν Νικολά με… άλλες ιστορίες

Ο Παναγιώτης, η Ρηνούλα, η Νικολίτσα, ο Αργύρης, τα δίδυμα Ιωάννης και Αριάδνη, ο Μποντουάν, η Μονίκ και ένα ακόμη παιδί που αρνείται να πει το όνομά του και ζει στο Βέλγιο είναι οι ήρωες των επιστολών-ιστοριών προς τον Άγιο Βασίλη και τον Σεν Νικολά (Άγιο Νικόλαο), που –εκτός από τον κλασικό ρόλο της μεταφοράς των δώρων στα παιδιά– γίνονται τώρα και αποδέκτες των θεμάτων που απασχολούν, θλίβουν βαθιά, θυμώνουν ή τρομάζουν τους μικρούς μας φίλους.  

Μέσα σε ένα διαπολιτισμικό πλαίσιο αναφοράς (Ελλάδα και εξωτερικό), ξεδιπλώνονται ιστορίες που αφορούν και σχολιάζουν την οικογένεια και τη δομή της, τις διαφορετικές κοινωνικές αντιλήψεις και προσανατολισμούς, τις μαθησιακές δυσκολίες και τις δυσκολίες ένταξης, την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, την ομογένεια (παλαιούς οικονομικούς μετανάστες και προσφάτως εκπατρισθέντες), τους εγκλεισμούς λόγω των τζιχαντιστικών επιθέσεων του 2015 στη Γαλλία και λόγω του covid στη συνέχεια.

O λόγος δίδεται στα παιδιά, που –ανεξαρτήτως εθνικότητας ή/ και κοινωνικής προέλευσης– έχουν ως κύριο αίτημα την αγάπη και μιλούν με καθηλωτική αμεσότητα, χωρίς τα φίλτρα, τους φόβους, τις υπεκφυγές, τις προκαταλήψεις και τα στερεοτυπικά προσκόμματα των ενηλίκων – η γιαγιά της Ρηνούλας (σε πρώτο πρόσωπο) αλλά και οι κηδεμόνες των παιδιών (στις αφηγήσεις τους) βρίσκονται εδώ για να μας το υπενθυμίσουν.

Και για τον λόγο αυτό, το βιβλίο απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους

ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΙΒΒΥ 2023

 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Άντρας σε ρόδινο στέκι»

Το ρακί, η μιλόνγκα, τα θηλυκά, ε, μια φιλική βρισιά από το στόμα του Ροσέντο, μια φάπα που έδινε έτσι στο σωρό και που εγώ την έπαιρνα για χάδι, ε, άλλο δεν ήθελα για να ’μαι ευτυχισμένος. Είχα πέσει σε μια ντάμα που ακολουθούσε μια χαρά τα βήματά μου, σαν να τα μάντευε, που λένε, από τα πριν. Το τάνγκο μας έκανε ό,τι ήθελε: μας έσπρωχνε, μας χώριζε, μας σκόρπιζε, μας ξανάσμιγε. Έτσι γλεντούσαν οι άντρες, σαν μέσα σε όνειρο, όταν ξαφνικά μου φάνηκε πως η μουσική είχε δυναμώσει  – κι αυτό, γιατί είχε μπλεχτεί με τους κιθαριστές της άμαξας που τους ακούγαμε όλο και πιο κοντά. Ύστερα, γύρισε ο αέρας που τους έφερνε, κι εγώ αφοσιώθηκα ξανά στο σώμα μου και στο σώμα της ντάμας μου και στις περιελίξεις του τάνγκο. Και τότε ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, μια γερή γροθιά και μια φωνή. Αμέσως, γενική σιωπή, ένα σπρώξιμο της πόρτας με τον ώμο, κι ο άντρας μπήκε μέσα. Ο άντρας έμοιαζε με τη φωνή του. […] Στη γωνιά του δρόμου ήταν σταματημένη η άμαξα, με τις δυο κιθάρες όρθιες στο κάθισμα, σαν άνθρωποι. Με πίκρανε που τις είχαν παρατήσει έτσι και κανείς δεν τις φύλαγε, λες και δεν μας είχαν άξιους να βουτήξουμε δυο παλιοκιθάρες. Μου την έδωσε όταν ένιωσα πως δεν αξίζαμε τίποτα. Είχα ένα γαρίφαλο στ’ αυτί· το ’πιασα και το πέταξα σε μια λακκούβα με νερό κι έμεινα λίγο εκεί να το κοιτάζω, σαν να μην ήθελα να σκεφτώ τίποτ’ άλλο. Και τι δε θα ’δινα να ’ταν κιόλας αύριο, να ’χα βγει απ’ αυτήν τη νύχτα.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Άντρας σε ρόδινο στέκι» σελ. 83 και 87, Άπαντα τα πεζά, Ι, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

.

 

Μιχάλης Κονάρης, Τα μολύβια της Σάγιοκο

.

Η Σάγιοκο έβλεπε τις πεταλούδες να πεταρίζουν έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο μετά το ψιλόβροχο και ήθελε να μοιράσει ξανά τους ήχους, να ξανακουρδίσει τη γλώσσα και τα ρήματα.

Ποιος το αποφάσισε, ρωτούσε ανυπόμονα, ποιος το αποδέχτηκε να ονομάζεται η ζωή ζωή, η ψυχή ψυχή, η αγάπη αγάπη; Όπως και στη γλώσσα της μητέρας της, στα ημερολόγιά της, ψυχή, νερό, μουσική, φεγγάρι ήταν ομόηχες, καθώς ομόηχες επίσης ήταν ζωή, σταλαγματιά, συνύπαρξη. Η αγάπη θα είχε ένα ανεξάντλητο πηγαίο όνομα, δίδυμο με εκείνο των ωκεανών. Η γνώση θα είχε κοινές ρίζες με την ευσπλαχνία και την άμμο. Η θλίψη θα ξεψυχούσε σε μισόκλειστα στόματα μαζί με τη μοχθηρία και την εχθρότητα, ο θάνατος θα έσβηνε δισύλλαβα.

Τα απογεύματα δεν έπαιζε φλάουτο στους γονείς της μπροστά στις μικρές αμυγδαλιές της αυλής τους· το ζωντάνευε.

Τα ποιήματα και τα βιβλία δεν τα διάβαζε· τ’ ατένιζε, όπως ατένιζε το πέλαγος και των αγαπημένων της τα πρόσωπα.

Τους στίχους τους λάξευε και τους ανέσυρε· δεν τους έγραφε.

Τα δένδρα είχαν σώματα και όχι κορμούς· οστά, όχι κλωνάρια.

Αργότερα η Άγιακο  μετέγραφε, ταξινομούσε τα σκόρπια ονόματα και τ’ άστρα

κοίταζαν, κοίταζαν, ρωτούσαν

.

Μιχάλης Κονάρης, “Λεξικά του απόβροχου” από τη συλλογή Τα μολύβια της Σάγιοκο, Σμίλη, 2022

Πίνακας: Catherine Chaloux