RSS

Monthly Archives: August 2021

Μαρία Καντ, αυτός ο Ονήσιλος

.

Λοιπόν

α υ τ ό ς ο Ονήσιλος,

όταν κανείς δεν τον θυμάται ολοσχερώς,

τακτοποιεί τις τριήρεις στις τσέπες του

και επιδίδεται σε βόλτες ακίνητος

ενίοτε σταματά για ένα ρακόμελο

είναι ο τρόπος του να επιστρέφει,

θα σχολιάσει ο ανταποκριτής.

Μαρία Καντ (Καντωνίδου), αυτός ο Ονήσιλος, από τη συλλογή stanza, εκδόσεις Gutenberg 2021/φωτογραφία και κείμενο

 

Xavier de Moulins, O γατούλης πέθανε

Σ’ αρπάξαμε απ’ τη μητέρα και την αδελφή σου σε λιγότερο από δέκα λεπτά, στην αρχή πόνεσε λιγάκι η καρδιά μας, κι ύστερα ασχοληθήκαμε με άλλα πράγματα, ασχοληθήκαμε με σένα. Ταξίδεψες μια χαρά μέσα στο κλουβί σου. Ήσυχος. Και τρομοκρατημένος. Η Κλαιρ σε χάιδευε μέσα από τα καγκελάκια και καθώς έτρεμες από τον φόβο και τη φρίκη στο βάθος του κλουβιού σου, άνοιξε το παράθυρό της για να μπει το αεράκι και να σου φέρει λίγο άρωμα συντροφικότητας. Για να χαλαρώσεις, σου έβαλα να ακούσεις τις Γυμνοπαιδίες του Ερίκ Σατί και την αγαπημένη μου Γκνοσιέν αριθ. Ι. Η βροχή έπεφτε ορμητικά· τα φορτηγά βροντούσαν υπόκωφα στις λακκούβες του δρόμου, καθώς τα προσπερνούσαμε για να φτάσουμε πιο γρήγορα, ανυπομονώντας να σου δείξουμε το σπίτι σου και να σε συστήσουμε στις άλλες κόρες μου που σε περίμεναν αδημονώντας. Τη Ζελί, τη μικρότερη αδελφή της Κλαιρ και την Άλμα, την πρωτότοκή μου, που γνωρίζει τα πάντα για τις γάτες, αφού στο σπίτι της μητέρας της, της πρώτης μου γυναίκας, οι κεραμιδόγατοι συγκατοικούν μ’ ένα μπασταρδόσκυλο τεραστίων διαστάσεων. Μαζί της δεν θα νιώσεις έξω από τα νερά σου.

Η βροχή σταματάει. Το ουράνιο τόξο σχεδιάζει μιαν αψίδα, κι εμείς περνάμε από κάτω. Η καρδιά μου ανοίγει, βλέπω την τύχη, την ευτυχία να μου χαμογελάει. Ακόμη ένα σημάδι. Δεν είναι γραμμένο στο μικρό σου κεφαλάκι, ωστόσο κάτι ξέρεις ήδη απ’ τη ζωή. Ότι οι ανθρώπινοι έρωτες είναι πολύ πιο περίπλοκοι από τους γατίσιους. Ότι αντίθετα από μας, οι γάτες έχουν μια τρομερή αυτοεκτίμηση, αγαπούν τον εαυτό τους πάνω απ’ όλα και δεν περιμένουν κάποιον άλλον να τις αγαπήσει για δύο, να καλύψει τα κενά τους, τις ανοιχτές πληγές του παρελθόντος τους, τα βαθουλώματα στους προφυλακτήρες της ψυχής τους που έχουν γίνει από άλλους, πολύ πριν. Και λίγα λέω. Οι γάτες δεν παίζουν τέτοια καταστροφικά παιχνίδια, οι γάτες δεν κάνουν ποταπούς υπολογισμούς, οι γάτες δεν αναμειγνύουν αγάπη και ενοχές, οι γάτες δεν σε υποχρεώνουν να πληρώσεις τον λογαριασμό, οι γάτες δεν απογοητεύονται ποτέ, οι γάτες δεν περιμένουν ανταλλάγματα όταν δίνουν, οι γάτες δεν εκδικούνται, οι γάτες αγαπούν παραμένοντας ανεξάρτητες, ανάμεσά τους δεν υπάρχει σχεδόν ζήλια κι ακόμα λιγότερο διατροφή λόγω διαζυγίου, δεν καταφεύγουν σε δικηγόρο για την επιμέλεια των παιδιών ούτε σε ψυχαναλυτή για να μάθουν να αγαπούν λιγάκι τον εαυτό τους. Οι γάτες αγαπούν εκτός συμβολαίου. Όλα είναι πιο εύκολα, λιγότερο ή περισσότερο, στον κόσμο τους. […]

Δεν είναι παρά μια γάτα. Δεν θα δακρύσουμε πάνω από έναν τάφο, δεν θα κλάψουμε για τη μοίρα σου. Δεν είναι παρά μια γάτα. Και για τα παιδιά, όλα θα πάνε καλά. «Τα πιτσιρίκια τα καταφέρνουν πάντα», συμπληρώνει Εκείνη στο τέλος. Ανακάθομαι και καταπιανόμαστε με σοβαρά πράγματα, για μια ακόμα φορά και για πάντα: η βία των ανθρώπων είναι καλύτερο θέμα από το πένθος για έναν γατούλη. Δεν σταματάω να φωνάζω το όνομά σου μέσα στο κεφάλι μου, και δεν της απαντώ. Την αγαπώ πάρα πολύ για να της θυμώσω, οπότε τη λυπάμαι. Εκείνη είπε αυτήν τη φράση για σένα, επειδή δεν σε γνώριζε. Εκείνη είναι η απόδειξη πως δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Εκείνη έχει πολλά προτερήματα αλλά όχι γάτα στο σπίτι, δεν δοκίμασε ποτέ αυτή την εμπειρία, αυτή την υπέροχη χαρά να έχεις στα πόδια σου έναν διώκτη της μελαγχολίας, έναν υπέροχο καρδιοκατακτητή, έναν θωπευτή της ψυχής, ένα ζώο της λύπης. Εκείνη αγνοεί ότι οι γάτες σώζουν τον κόσμο. Αν μετρούσες την έκταση των πραγμάτων για τα οποία μιλούν οι άνθρωποι χωρίς να γνωρίζουν, θα διαπίστωνες πως είναι μεγάλη όσο το άπειρο. Ενώ εσύ, γατούλη, δεν μιλούσες ποτέ χωρίς να ξέρεις, αφού, πριν ανοίξεις το στόμα σου, ένιωθες. Αν οι άνθρωποι ένιωθαν πριν να μιλήσουν ή να γράψουν, το αποτέλεσμα θα ήταν η σιωπή και ίσως η γαλήνη. Εκείνη τη μέρα, η πετρωμένη μου καρδιά νιαούρισε μέσα στο κεφάλι μου τη θύμησή σου. Δεν μπορώ να μιλήσω αλλιώς, παρά μόνο γουργουρίζοντας. Δεν είσαι παρά μια γάτα. […]

Xavier de Moulins, O γατούλης πέθανε, αφήγημα, σελ. 35-37 και 57-58, Εκδόσεις Στερέωμα, 2021

Οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό μου αρχείο. Εικονίζεται ο Τσάρλυ. Έφυγε για τον γατοπαράδεισο τον Φεβρουάριο του 2021.

.

 

Mάριος Μαρκίδης, Προσήλωση

.

ΙΙ.

Μουδιάζει τα φώτα η παγωνιά σ’ αυτό τ’ απεγνωσμένο

κατάστρωμα του χειμώνα

περνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο

με στίχους που κρέμονται από τ’ αυτιά της σα στηθοσκόπιο

ο γυρισμός σου χώνεψε σε μια ακατοίκητη αναμονή

κι έξω βουίζουνε αλύπητα οι χωρισμοί

πυκνών φιλιών που έσβησαν κι άλλων

που δε λένε να στεγνώσουν

.

Σκέφτομαι τους φίλους που καρφώθηκαν ξαφνικά

σ’ αυτά τα υποταγμένα παράθυρα

ψάχνοντας όλη νύχτα μνημονεύοντας

κουβέντες που τις χάραξαν αμείλικτα τα χρόνια

γυναικεία μπράτσα που ελπίζουν ακόμα στη δυναστεία του έρωτα

σε μιαν ανταπόκριση ή μια μεταμέλεια.

Νομίζω, κάποιο απόγεμα, χάιδευες το ιδρωμένο τζάμι

σα να ’ταν ένα πρόσωπο

«Λοιπόν αντίο» γυρεύοντας με τα μάτια το κλειδί

«Λοιπόν, ως εδώ». Αντίο

.

Μα πού πήγαν τόσα ονόματα της θάλασσας

τόσα ονόματα που κάηκαν με τις διεκδικήσεις του Αυγούστου

λογάριαζες ένα δέρμα καινούριο κι ο Νοέμβριος είναι πάντα ο ίδιος

μπάζει πολλά νερά λίγο θόρυβο απ’ την αυλή

και στον τοίχο σκουριάζουν αμετανόητα τα καλοκαίρια

όπως σκουριάζει μια συζήτηση στην κουπαστή

γιατί επιτέλους όσοι χώρισαν

                                             δεν πέθαναν όλοι νέοι…

.

Mάριος Μαρκίδης, Προσήλωση, από την ομώνυμη συλλογή, Ανθολογία Ε. Γαραντούδη, Η ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα

Πίνακας: Henri Lebasque

.

 

Xάρης Μεγαλυνός, Ξανά κιθάρες

.

Άκουσε αυτό το βραχνό κύτταγμα

του τραγουδιστή.

Δεν τραγουδάει την αγάπη

αλλά το μακελειό

μιας ράφτρας που δεν ήθελε πληρωμή,

τους κάλους απ’ τη βελόνα και το σίδερο,

το βελούδο και τις τραγικές καρφίτσες.

Δεν τραγουδάμε την αγάπη

σ’ αυτήν τη σκοτεινιά

αλλά κάτι πολύπλοκο

από θλίψη κι ανιαρές μέρες,

τις καρφίτσες, τα ψεύτικα λουλούδια,

την τύχη μας.

Άκουσε αυτήν τη μυρωδιά του αίματος

κάτω από το σαπούνι και την οδοντόπαστα.

Μες στην ταχυπαλμία μας

για την αγάπη και λήθη

τη σαρκοβόρα καρφίτσα άκουσε

τις λουσμένες στα δάκρυα σάρκες μας.

Άκουσε αυτόν τον τραγουδιστή

των βραδυνών τσιγάρων το βρέξιμο

στα στόματα, τον πυρετό.

Δεν τραγουδάει την αγάπη.

Ενός άλλου κορμιού

δεν λαχταράει την προσοχή

αλλά μιας ράφτρας που δεν ζητούσε πληρωμή

μόνο τους κάλους απ’ το σίδερο και τις καρφίτσες.

.

Χάρης Μεγαλυνός, Ξανά κιθάρες, από τη συλλογή Το μήλον της έριδος, Εκδόσεις Οδός Πανός, 1983

Πίνακας: Anne Magill

.

 

Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου

.

Tα χυμώδη πόδια της στηρίζουν την αστραποβολούσα κοιλιά που καταλήγει σε ολοστρόγγυλα στήθη. Τα καστανά της μάτια τον κοιτάζουν μ’ ένα βελούδινο χάδι μέχρι που τα βλέμματά τους περιπλέκονται, αμαρτάνουν εν αγνοία των άλλων, καθαρά κι αλώβητα από τις μελανιές των σωμάτων. Η γυναίκα ανοίγει τα χέρια, τώρα η κοιλιά είναι επίπεδη, το σώμα της πάλλεται. Και το δικό του ενήλικο πάλλεται, καθώς η γυναίκα πλησιάζει, το σώμα του ταλαντώνεται, καθώς το σώμα της μπαίνει στη νεκρή γύρω από το σώμα του ζώνη. Η συνάντηση με τον άλλον μπορεί να πραγματοποιηθεί σε αυτόν τον αρνητικό χώρο που ορίζεται από κενό, σιωπή, ανάσα. Ο ώμος της, ο μισός δεξής ώμος, η άκρη των μαλλιών της, η παλάμη του πάνω στον αριστερό της ώμο. Αναζητάει το σώμα που είναι εκεί, γυμνό, παλλόμενο και στίλβον, το σώμα της, το σώμα του, το σώμα του το σώμα της αδιαχώριστα πάλλετι, συστρέφεται, ταλαντώνεται, τρίζει, το σώμα πάλλεται, ταλαντώνεται αρμονικά ως μεταλλικό, κυματοειδές, λαμπερό έλασμα. Ακούγεται ο τριγμός της ταλάντωσης, η δόνηση, η ηδονή της ταλάντωσης, το στίλβον έλασμα πάλλεται ακανόνιστα κι αντανακλά λαγόνες, ώμους, διεσταλμένα μάτια, χαμόγελα. Το μεταλλικό σώμα τραντάζεται, κοντεύει να σπάσει, εμφανίζονται ρωγμές. Τελευταία στιγμή, βρίσκει τη δύσκολη εξίσωση της απομάκρυνσης και το ελατήριο σώμα μαζεύεται με κρότο. Όλα μένουν στη θέση της. Χέρια, πόδια, κορμός, μένουν κολλημένα μέχρι την επόμενη ταλάντωση.

Κατερίνα Ι. Παπαντωνίου, Δεν θα είσαι εκεί, σελ. 78-79, Εκδόσεις Τόπος, 2019

Αrtwork: Frank Rodick

 

Emily Brondë, Ανεμοδαρμένα ύψη

.

Πρώτα πρώτα είχε χάσει ό,τι καλό είχε κερδίσει κάποτε από τα μαθήματα. Η αδιάκοπη και σκληρή καθημερινή εργασία, από το πρωί ως το βράδυ, τού είχε σβήσει κάθε έφεση για γνώση και κάθε ενδιαφέρον για τα βιβλία και τη μάθηση. Το αίσθημα ανωτερότητας που είχα σαν παιδί, αποτέλεσμα της εύνοιας που του έδειχνε ο γερο-Έρνσω, είχε χαθεί. Πάλεψε για πολύν καιρό να διατηρήσει την ισοτιμία με την Κάθυ στη μελέτη, ωσότου τελικά παραιτήθηκε με πικρό και βουβό παράπονο. Αλλά παραιτήθηκε εντελώς, και τίποτε δεν τον ώθησε να κάνει ένα βήμα να ανορθωθεί όταν κατάλαβε ότι, κατ’ ανάγκην, θα έπεφτε ακόμη πιο χαμηλά. Και τότε η εμφάνισή του άρχισε να συμφωνεί με την πνευματική του εξαχρείωση. Έσερνε το βήμα του, καμπούριαζε, και γενικά το παρουσιαστικό του ήταν άθλιο. Η φυσική επιφυλακτικότητά του εξελίχθηκε σε υποχονδριακή ακοινωνησία και κατήφεια, μέχρι του σημείου να αντλεί ευχαρίστηση προκαλώντας την αντιπάθεια μάλλον παρά κερδίζοντας την εκτίμηση των λίγων ανθρώπων που τον γνώριζαν. Με την Κάθριν έκανε ακόμη παρέα τις ώρες της σχόλης, αλλά είχε πάψει να εκφράζει την αγάπη του με λόγια, και απωθούσε με θυμό και καχυποψία τα κοριτσίστικα χάδια της, σαν να πίστευε ότι αυτές οι θερμές εκδηλώσεις δεν μπορεί να ήταν γνήσιες. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν, ενώ βοηθούσα τη δεσποινίδα να ντυθεί, ο Χήθκλιφ γύρισε στο σπίτι για να αναγγείλει την πρόθεσή του να τεμπελιάσει. Η Κάθυ δεν το είχε υπολογίσει και, με τη σκέψη ότι θα είχε όλο το σπίτι στη διάθεσή της, είχε καταφέρει να μηνύσει στον κύριο Έντγκαρ ότι ο αδελφός της θα έλειπε και ετοιμαζόταν να τον υποδεχθεί.

Emily Brondë, Ανεμοδαρμένα ύψη, μτφρ.: Άρης Μπερλής,σελ. 134-135 εκδόσεις Άγρα, 2011

Πίνακας: Edvard Munch

 

Νίκος Φρατζέτης, Η πέτρα

.

Είναι η πέτρα που ξεριζώθηκε από το βουνό.

Κατρακυλώντας στη φιλόξενη ράχη του γενιές μετά.

Ισορροπεί σε έναν δρόμο κακοτράχαλο πριν έρθουν τα θεριά

και την κυλήσουν πάλι.

Είναι η πέτρα τόσο γεμάτη από χτυπήματα, που ψάχνεις

βαθιά μες στον πυρήνα της

να ανακαλύψεις την πρότερη μορφή της.

Σμιλεμένη στο βουνό,

Ανεμοδαρμένη και παρίας σε δρόμους σκοτεινούς.

Είναι η πέτρα που με κάνει να ελπίζω.

Παρ’ όλη τη μοίρα που τόσο τη χάραξε,

Αυτή, σκληρή, κράτησε την πρώτη ορμή της.

Πεισματικά ανέπαφη.

Σαν το τραγούδι που γράφτηκε για μιαν αγάπη,

μα φώλιασε στα λόγια ερωτευμένων μες στους χρόνους.

.

Νίκος Φρατζέτης, Η πέτρα, από τη συλλογή Η χαρτοπετσέτα, Εκδόσεις Κίχλη, 2020

Πίνακας: James Wilson Morrice

 

Αργύρης Χιόνης, Τέρατα

.

ιδ´

Έχετε ένα σπίτι που περιέχει το σώμα σας

Έχετε ένα σώμα που περιέχει την ανάγκη για σπίτι

Έχετε μιαν ανάγκη για σώμα

.

Έχετε έναν κώλο στο σχήμα της πολυθρόνας σας

Έχετε μια ψυχή στο σχήμα του κώλου σας

Καθόσαστε αναπαυτικά στην ψυχή σας

.

Έχετε ένα κεφάλι που χωράει το καπέλο σας

Έχετε σκέψεις που χωρούν στο κεφάλι σας

Έχετε μόνον τέτοιες σκέψεις

.

Είσαστε ανυποψίαστοι κι ωραίοι σαν παιδιά

Γνήσια παιδιά ενός Θεού που πλάσατε κάποτε

Κι από τότε σας πλάθει

Κατ’ εικόνα και ομοίωσιν σας

.

Κι είσαστε δίκαιοι:

Αγαπάτε μόνον όταν πρέπει

Σκοτώνετε μόνον όταν πρέπει

Εγώ ένας του είδους σας αλλά εκφυλισμένος

Ένας ανεπίδεκτος δικαιοσύνης

Πάντα σας αγαπώ

Και πάντα σας σκοτώνω

Αργύρης Χιόνης, Τέρατα [απόσπασμα], Ανθολογία Βασίλη Βασιλικού, Η ελληνική ποίηση ανθολογημένη από τον Ρήγα έως σήμερα

Πίνακας: Garric Simonsen

 

Τάσος Δενέγρης, Συνοπτικά για ένα καλοκαίρι

.

Κρατούσα στους ώμους το δόγμα,

ο Ιούλιος ήταν οικογενειακός,

Και το μυαλό εκεινής είχε χαλάσει

Από τον καύσωνα, τις σκευωρίες

Κι απ’ τη μικρή την αμοιβή.

.

Οι πυρκαγιές ρημάξανε τα δάση

Οι Έλληνες στη σύγχυση και στην ταλαιπωρία

Ο Παρθενώνας σκέτη καχεξία

Κι οι νέοι σταυροφόροι

Λυμαίνονται τη χώρα του καλού καιρού.

.

Ήρθε το τέλος του καλοκαιριού

Στον ουρανό μεγάλη ποικιλία

Και σαν τον άνεμο μέσα στην άπνοια

Της Ιπποκράτους, ο Χουαντορένα

Να τρέχει στις μικρές οθόνες

.

VENCEREMOS

.

Τάσος Δενέγρης, Συνοπτικά για ένα καλοκαίρι, από τη συλλογή Ακαριαία, Ανθολογία Ε. Γαραντούδη, Η ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα

Πίνακας: Μαρία Φιλοπούλου

.

 

Δ. Π. Παπαδίτσας, Σπουδή νησιού

.

Νησί ολομόναχο νησί της λήθης άγαλμα

Νησί μες στου νοτιά τ’ αλάτια

Αγριοπερίστερα κι αφροί μέλι δροσάτο

Από πού θα ’ρθεις; οι βυθοί σε σφάζουν από κάτω

Και στήνουν το καρτέρι τους στα μάτια

.

Νησί ολομόναχο νησί να ’ναι από πέτρα ο νους

Να ’ναι από αλάτι όλα μας τα μέλη;

Τι να γυρεύει ο έρωτας στους ουρανούς

Και τι γυρεύει η νιότη μας και θέλει

Από νησιά κι από ερημιές το μέλι;

.

Δ. Π. Παπαδίτσας,  Σπουδή νησιού, ανθολογία Σπύρου Κοκκίνη, Εστία 1977

Πίνακας: Μιχάλης Οικονόμου

.