Monthly Archives: November 2017
Στέλλα Δούμου, Λατρεμένο μου!
Το μαύρο ταφταδένιο φόρεμα της Λεμονίτα Μίλσαϊγ θρόισε καθώς μπήκε αργά στη μισοφωτισμένη σάλα. Κεριά διέχεαν ένα μελαγχολικά ήρεμο φως. Κοίταξε έντονα το γυάλινο λίκνο που μέσα του αναπαύονταν, με μακάρια αταραξία, αφράτα κορμάκια, ομορφοφτιαγμένα, τυλιγμένα σε ανάλαφρο, σαν ανάσα χιονιού, σκέπασμα.. Αναστέναξε. Αίφνης στα μάτια της σάλεψε κάτι απόκοσμο.
Απαλά, σήκωσε ένα. Το κοίταξε γλυκά. «Λατρεμένο μου!». Ένιωσε κόμπο στο λαιμό. Χωρίς άλλη σκέψη, το έβαλε στο στόμα, αλέθοντάς το, συνέθλιψε τα αμυγδαλένια κοκαλάκια του και γεύθηκε τη βουτυρένια σάρκα, με μια εσάνς ροδόνερου, σχεδόν σε έκσταση.
Όταν όλα τελείωσαν, υπέρκομψα τίναξε τα ίχνη άχνης απ’ το μαύρο ταφταδένιο της φόρεμα.
Δέσποινα Καϊτατζή-Xoυλιούμη, Κουραμπιεδοστιγμές
Κουραμπιέ λιώνει στο στόμα η στιγμή. Αφράτη στρόγγυλη σαπουνόφουσκα. Στα χρώματα της ίριδας εμπεριέχει το όλον. Σκάει και διαχέεται στο τίποτε. Ποιoς να γνωρίζει κάτι απ’ το τίποτα; Άχνη λιωμένη κουραμπιέ, γεύση υπόγλυκη. Υφή απαλή χωμάτινη στο στόμα. Ύστερα άχρωμη κενή επικάλυψη. Ενδέχεται οι πιο νόστιμοι κουραμπιέδες, οι εμποτισμένοι ονειρόχρωμα, οι πιο μεθυστικοί, της όποιας φαντασίας οι πιο φαντασμαγορικοί, μπορεί, λέω, να πλάθονται στο τίποτα. Ξέρει κανείς; Άφοβα φάε κουραμπιέδες στιγμές αφράτες νόστιμες. Άσ’ τες σιγά σιγά στο στόμα σου να λιώνουν. Απόλαυσε το όλον της στιγμής στο στόμα, στην κοιλιά, στο δέρμα, υποδόρια. Του είναι κουραμπιεδοστιγμές και του αεί.
Πίνακας: Daria Petrilli
Δώρα Μαργέλη, Η φαγωμένη παραλήγουσα
Η άχνη ήταν γλυκιά, λευκή και αθώα. Το στόμα της «Μητέρας» πικρό. Μπουκωμένο εντολές για τις νύφες: «Κάνε τούτο, τ’ άλλο. Όχι έτσι, αλλιώς». Η παραμονή των Χριστουγέννων, η «μέρα κουραμπιέ», ρουτίνα γλυκόπικρη. Η «Μητέρα» έλεγχε τους κουραμπιέδες. Τους «κακοφτιαγμένους» τους βούταγε με τα χοντρά της δάχτυλα και πίσω στη λεκάνη. Ο Θωμάκος, το στερνό εγγόνι με το όνομα του μακαρίτη αναγραμμάτιζε το γλυκό γελώντας: Ρακουμπιές, μπιεδεσκούρα, μπιεσκουρά, κουραδέμπιες. Ώσπου έφαγε την παραλήγουσα του γλυκού σε ονομαστική πληθυντικού. Η «Μητέρα» φούσκωσε σαν παγόνι κατηγορώντας τη νύφη της για την ανατροφή του. Εκείνη, πικραμένη, σκέφτονταν «Μέρα κουραμπιέ είναι. Θα περάσει».
Artwork: Sarah Ogren
Ελευθερία Μπέλμπα, Κουραμπιέδες για κέρασμα
.
.
Άχνη ζάχαρη στο κατώφλι μουτζουρώνει τα χνάρια
του κάστορα, θεού προστάτη του χωριού. Μουχλιασμένο
ψωμί με σιρόπι κερασιού τα παιδιά μασουλάνε
υπομονετικά στις τέντες των αστέγων.
Στην πιατέλα καρύδια τριμμένα, baking powder, κρόκοι
αυγών, βανίλια, βούτυρο 500 γραμμάρια, φλιτζάνια
ζάχαρη, αλεύρι όσο πάρει.
Για να εξοικειωθούν με το ομιχλώδες σενάριο οι νοσηρά
επιτυχείς, εφόσον δεν δύνανται να ανακαλύψουν,
εφευρίσκουν κατά καιρούς, στα ανθηρά κτήματα ή
στις ευκαιριακές προσευχές τους, πικρά αδιέξοδα στόχων
ευάλωτων. Εντός του περιφράγματος του χριστουγεννιάτικου
πάρκου λίγα δάκρυα, πασατέμπο, αξιόλογες σιωπές
κατάνυξης στους βωμούς των φιλανθρωπικών χειρονομιών
Artwork: Sven Hoekstra
Ιφιγένεια Σιαφάκα, Λευκό από χθες
.
H μυστηριώδης εξαφάνιση του Πατρίκ Νέθελ το 1967 κι ένα συνταρακτικό νέο, δυο χρόνια αργότερα, πυροδοτούν την επιστολή της αδελφής του Φρίντας Νέθελ προς τον Φρανκ Σλάις, διευθυντή του ταχυδρομείου της επαρχίας του Λαβίλ. Η επιστολή θα ολοκληρωθεί σε δέκα ημέρες, εν μέσω μιας ακατάπαυστης χιονοθύελλας, και σε μια καθοριστική στιγμή για την οικογένεια των Νέθελ, ενώ αναμένεται η επιστροφή του εξαφανισμένου γιου. Τα γραφόμενα της Φρίντας Νέθελ αποκαλύπτουν όχι μόνο ένα βίαιο ενδοοικογενειακό τοπίο αλλά και την απρόσκοπτη συνδιαλλαγή του μ’ ένα αντίστοιχο κοινωνικό περιβάλλον, όπου η θρησκοληψία, η υποκρισία, η επιδειξιμανία και η άγνοια συντηρούν και ενδυναμώνουν. Κατ’ επέκταση, η βία, η τρέλα και η ευθύνη ξεδιπλώνονται ως κεντρικά μοτίβα στον λόγο της Φρίντας Νέθελ. Η μέρα της επιστροφής του αδελφού της θα επαληθεύσει, άραγε, την αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, αποδίδοντας τα εύσημα σε μιαν ηρωίδα ή σε μιαν αντι-ηρωίδα εν τέλει;
Το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από την αμεσότητα και το θεατρικό στοιχείο της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, το τραγικό σε συνδυασμό με το μπουρλέσκ και το παράλογο, την υπόγεια ειρωνεία και το παίγνιο, την εναλλαγή της γλώσσας και των ρυθμών της. Αποτελείται από δεκαοκτώ κεφάλαια, των οποίων η γραμμική σχέση με τον χρόνο περιορίζεται στο δεκαήμερο της συγγραφής της επιστολής. Οι χαρακτήρες, οι σχέσεις και οι συγκρούσεις ανάμεσα στα πρόσωπα αποκαλύπτονται σπονδυλωτά μέσα από συμβάντα που λειτουργούν όπως η μνήμη και οι απωθήσεις και έχουν ως κύριο μέλημα τη δημιουργία ενός συμπαγούς μυθιστορηματικού χώρου, ο οποίος στη συνέχεια ανατρέπεται.
Έλλη Κακούρη, Η άχνη και τα μήλα
.
Ένα χρόνο παραπάνω γεράσανε, ένα χρόνο παραπάνω κρεμάσανε οι τρεις Μοίρες και τώρα βαρυγκωμάμε όρθιες πάνω από το τραπέζι, αχνίζοντας τους κουραμπιέδες. Κάθε χρόνο ίδια συζήτηση, να προσέξουν μην πνιγούν –φταίει η φτιαξιά τους με τα προγούλια, όσο πάνε χαλαρώνουν, ακόμα και τα λαιμά–, και, μόλις τον βάλεις τον κουραμπιέ στο στόμα, μην ανασάνεις, και δεν σώνεσαι με τίποτα. Πες πες, το ξόρκισαν και φέτος το θανατικό. Λένε, φτύσ’ τον κόρφο σου, και, τελικά, πνιγμός δεν επέρχεται. Μόνο αχνίζουν, ξεφυσάνε, κι έχει πάλι χιονίσει. Η ζάχαρη άχνη είναι πιο επικίνδυνη, αλλά ο κόσμος πνίγεται συνήθως απ’ τα μήλα.
Artwork: Hollie Chastain






