RSS

Tag Archives: αρνί

Σοφία Περδίκη, Αναστάσιμη σφαγή

.

Η Μπιάνκα σαν ήτανε παιδί
και οι γύρω της πολύ μεγάλοι
τους κοίταζε πάντα σοβαρή
καθώς αρμόζει σ’ ένα παιδί

Δεν βλέπανε στο πρόσωπό της
εύκολα γκριμάτσα
είχε την ψυχή της
αρυτίδιαστη η μικρή
έπαιζε στα δάχτυλα
του ενός χεριού τ’ ακόρντα
και σας κοιτούσε θυμωμένα
έτσι και γινόσασταν φαιδροί

Πώς φυσούσε κάθε της τσουλούφι
πώς τσίριζε μαζί με το αρνί.
Το βοήθαγε πάντα να ξεφύγει
απ’ τη φριχτή σφαγή
της Ανάστασης τη μέρα.
Γελοίοι, που τα βάζατε με ποια;
Με μια tabula rasa, την Μπιάνκα;

Σας κατέγραψε όλους
με άνω-κάτω ρίμα
στα μαύρα της κατάστιχα.

Πίνακας: Yana Movchan
.

 

 

Tags:

Μαρία Ρασσιά, Επιδόρπιο


Στον κήπο καθόταν η οικογένεια, το τραπέζι στρωμένο γιορτινά, ανάμεσα στις κλαίουσες και στις μηλιές. Ο πατέρας χαμογελούσε ικανοποιημένος. Ο αμνός στήθηκε και ψήθηκε καθώς έπρεπε. Ο καπνός ανέβαινε σαν λόγχη στον ουρανό και μαύρα πουλιά γυρόφερναν και χαλούσαν την σκιά του. Μετά, ο σκελετός του αμνού κείτονταν στην πιατέλα, αποσυναρμολογημένος και σκοτεινός, η μητέρα τότε, έπλυνε τα μήλα, τα σκούπισε και πρόσφερε ένα σε κάθε έναν· συνοδεία με το κρασί. Εκείνη αλλεργική σε κάθε καρπό με κόκκινη φλοίδα. Ο πατέρας εκθείαζε τον αμνό, τρυφερός και μοσχομυριστός έλεγε, από το χορτάρι που τράφηκε στη μικρή ζωή του· και έτριβε την κοιλιά του κι έδειχνε ευχαριστημένος. Την ώρα που η μητέρα ετοίμαζε το επιδόρπιο, φωνές και λυγμοί ακούστηκαν. Έτρεξε στον κήπο. Ο Κάιν κρεμόταν στην κλαίουσα, εκεί στον κήπο, που τον χειμώνα είναι όλα άσπρα από το χιόνι και οι καρποί πεθαίνουν.

Artwork: Marcelo Monreal

.

 

Tags:

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, Εκείνο το μικρό αρνί

Βρισκόμουν σε ένα λιβάδι και περπατούσα ανέμελα και ανάλαφρα, όπως τότε που ήμουν παιδί. Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα επακολουθούσε. Δεν σας ζητώ να με πιστέψετε, αλλά οφείλω να καταθέσω το περιστατικό που μου άλλαξε τη ζωή. Κατά τη διάρκεια του περιπάτου μου αντάμωσα ένα μικρό αρνί. Στάθηκα ακίνητος και του χαμογέλασα. Το αρνί ήρθε και έκατσε δίπλα μου. Ήταν χαριτωμένο, όπως εκείνα τα μικρά αρνάκια στις εικόνες ή στα κινούμενα σχέδια: σγουρό μαλλί, υγρά μάτια, λεπτά ποδαράκια. Με κοίταξε με τα δυο του μάτια, και το ευθύβολο βλέμμα του με χτύπησε . Ομολογώ πως, αν και αυτή του η κίνηση με ξάφνιασε, αυτό δεν ήταν τίποτε μπροστά σε ό,τι θα επακολουθούσε. Αφού με μια δυο κινήσεις του κεφαλιού βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν κανείς κοντά μου… μίλησε. Με ρώτησε το όνομα μου. Γνωρίζω ότι φαίνεται απίστευτο και ότι πιστεύετε πως είναι κάποιο είδος αστείου ή κάτι τέτοιο. Δεν είναι όμως, έτσι έγινε. «Πως σε λένε;» μου είπε και περίμενε υπομονετικά να απαντήσω. Εγώ, όμως, δεν είχα πια φωνή. Είχα χάσει τη δική μου. Θα ήταν μάλλον από το σοκ της έκπληξης, αφού δεν είχα ξανασυναντήσει αρνί που να μιλάει. Ξαναπροσπάθησα αλλά εις μάτην, μονάχα άναρθρες κραυγές βγήκαν από το στόμα μου.

Αντιλαμβάνεστε την ταραχή μου. Το αρνί τότε έσκυψε και με άγγιξε με το μουσούδι του στο μπράτσο. Ένοιωσα τα υγρά του ρουθούνια και, μέσα από αυτά, με διαπέρασε ένα ενεργειακό ρεύμα, δεν ξέρω πώς αλλιώς να σας το περιγράψω. Μια με ακουμπούσε και μια με κοίταζε στα μάτια. «Καταλαβαίνω την έκπληξη σου», μου είπε, «αλλά δεν μπορώ να σου πω περισσότερα, μόνον ένα: σε αγαπώ». Δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου εκεί που δεν το περίμενα. Βρισκόμουν με ένα αρνί που με χάιδευε με τη μουσούδα του και μου μιλούσε, κι εγώ είχα χάσει τη λαλιά μου κι έκλαιγα.
Ξέρω, ξέρω… κάποιοι από εσάς θα με περάσουν για τρελό. Δεν έχω όμως άλλα επιχειρήματα να παραθέσω πέραν από αυτή μου την εμπειρία. Το χάιδεψα στο κεφάλι, και τα δάχτυλα μου βυθίστηκαν στα σγουρά του μαλλιά. Άκουσα την καρδιά του να χτυπάει κι, όσο την άκουγα, τόσο περισσότερο ένοιωθα πως ο χτύπος της είχε συγχρονιστεί μ’ εκείνον της δικής μου.

Τουπ, Τουπ, Τουπ! σαν ρολόγια ακριβείας. Αν τρελάθηκα, τότε μπορώ να σας ομολογήσω πως η τρέλα αυτή μού έδωσε ανείπωτη χαρά. Μια χαρά που δεν είχα ξανανοιώσει ποτέ. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί ένοιωσα, πρώτη φορά, ότι έχω έναν φίλο. Ο φίλος μου το αρνί προχώρησε κι άλλο, κι έβαλε το κεφάλι του στην αγκαλιά μου. Το  έσφιξα δυνατά κι ακούμπησα πάνω του το κεφάλι μου . «Σε αγαπώ», του είπα, ή μάλλον το σκέφτηκα, γιατί δε μπορούσα να μιλήσω. Αυτήν τη φορά δεν είπε κάτι, αλλά ένοιωσα την ίδια ενέργεια να με διαπερνά ξανά ολόκληρο. Κάτσαμε έτσι μια ολόκληρη ώρα. Δεν μου ξαναμίλησε, αλλά ούτε κι εγώ προσπάθησα να μιλήσω. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι τα λόγια κάποιες φορές είναι περιττά. Όταν αποφάσισα πως έπρεπε να φύγει, έσκυψα, έπιασα με τα δυο μου χέρια το κεφάλι του και το κοίταξα στα μάτια. Δακρύσαμε κι οι δύο στιγμιαία και αποχαιρετιστήκαμε.

Το είδα να φεύγει μακριά, κι εγώ έμεινα καθισμένος στο γρασίδι να το παρατηρώ.
Έβλεπα τη φιγούρα του να σβήνει στον ορίζοντα ακίνητος και σιωπηλός σαν το τοπίο. Μόνο ο ήλιος ψηλά άλλαζε θέση σιωπηλά, κι αυτό πολύ αργά για να το αντιληφθεί κανείς. Έκατσα εκεί πολλές ώρες. Οι δύο άνθρωποι που τους μετέφερα αργότερα την εμπειρία μου ανησύχησαν πολύ για εμένα και μου επέστησαν την προσοχή σε ό,τι αφορά την ψυχική και σωματική μου υγεία. Γνώριζαν ότι δούλευα πολύ και, φυσικά, συσχέτισαν την εμπειρία μου με κάποιο είδος παραίσθησης ή παραζάλης ή, τέλος πάντων, κάποιο οξύ περιστατικό που χρίζει παρακολούθησης. Όταν αντιλήφθηκα ότι ήταν μάταιο να επιμείνω, δεν ξαναμίλησα γι’ αυτό το θέμα, και το κράτησα μέσα μου για πάντα. Από τότε δεν μπόρεσα να ξαναδώ τον κόσμο με τα ίδια μάτια. Η φωνή του αρνιού αντηχούσε μέσα μου: «Σε αγαπώ».
Αν κι έχουν περάσει πενήντα χρόνια από τότε, κάθε φορά που έρχομαι σε αυτό το λιβάδι, βρίσκω πάντα το ίδιο μέρος που πρωτοσυνάντησα το αρνί εκείνο. Κάθομαι κάτω και το περιμένω. Δεν ξαναγύρισε. Όμως ακόμα βλέπω τα αχνάρια του στη γη να μου θυμίζουν την παρουσία του. Εκείνο το αρνί μού άλλαξε όλη τη ζωή.

Artwork:Maggie Taylor

.

https://www.youtube.com/watch?v=r1mdPirWBFA

 

 

Tags:

Ισμήνη Γεωργίου Λιόση, Το δείπνο

Προχωρούν με την πείνα στο στόμα, και την περιέργεια. Η πρόσκληση είναι, από ένα σπίτι έξω από την πόλη. Δεν έχουν ξαναπάει. Ο άγνωστος φίλος, οικοδεσπότης, είναι ένα συγγραφέας-θαυματοποιός, γνωστός από τα φανταστικά έργα του, έλλογα και άλεκτα, κυρίως όμως, για τον κλασαυχενισμό και τις ιδιορρυθμίες του. Το σπίτι βρίσκεται ανάμεσα σε ψηλούς ιβίσκους, φτέρες και ακακίες. Παλαιό σπίτι, απ’ έξω λίγο θλιβερό, βαμμένο μωβ με σκούρα κόκκινα παράθυρα.Τους υποδέχεται μία γυναίκα στα άσπρα, με μαύρο κότσο στερεωμένο σε λευκό γαρύφαλλο. Σιωπηλή τους οδηγεί σε μία μεγάλη σάλα. Το τραπέζι είναι στρωμένο με χρυσαφί τραπεζομάντηλο για σαράντα άτομα. Οι σαράντα καλεσμένοι είναι καθισμένοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι, φορώντας λευκές σκευές. Όπως, λες, σε αρχαίο θέατρο οι πρωταγωνιστές με προσωπίδες. Είναι υποχρεωτικό φαίνεται, αλλά γιατί και πώς θα δειπνήσουν; Ακούγεται Μπαχ.

Στο τραπέζι, η μεγάλη οβάλ πιατέλα με τα πολυάριθμα, χρωματιστά αυγά είναι το μοναδικό πιάτο… Δύο ημίγυμνα, κορίτσι και αγόρι, με ξανθές κοτσίδες, εναποθέτουν στο τραπέζι το τεράστιο, σκεπαστό σκεύος, που θα πρέπει να είναι το ψητό αρνί, καθώς και μαύρο κρασί σε γυάλινες κανάτες, και από ένα μπολ εμπρός σε κάθε καλεσμένο. Εντός του, ένα νεραντζάκι γλυκό λάμπει σαν μεγάλο σκουροπράσινο σμαράγδι. Περίεργο δείπνο. Όταν επιτέλους ανοίγεται η σκεπαστή πιατέλα, το αρνί ξαπλωμένο μέσα της, είναι ζωντανό, με το λευκό μαλλιαρό του ένδυμα και ένα γαλάζιο φιόγκο γύρω από το λαιμό. Τα μάτια του είναι ροζ. Σαν μόλις να ξύπνησε. Τρεκλίζοντας, σηκώνεται και κρύβεται κάτω από το τραπέζι, στα πόδια των συνδαιτυμόνων. Η γυναίκα με τα άσπρα παροτρύνει τους καλεσμένους να τσουγκρίσουν τα αυγά τους, ο ένας στο καλυμμένο πρόσωπο του άλλου. Σπάζοντας, από τα αυγά πετάγονται πουλιά, άλλα γνωστά και άλλα παραδείσια, μη γνωστά.

Οι καλεσμένοι διασκεδάζουν. Παίζουν με τα πουλιά. Τα φώτα αίφνης σβήνουν και όταν ανάβουν εκ νέου, οι ενεοί καλεσμένοι βλέπουν ένα τραπέζι γεμάτο εδέσματα. Μανιτάρια ψημένα, σαλάτες όλων των ειδών, από ρεβίθια, ρέβες, άσπρες μελιτζάνες, ζιγγίβερη, θαλασσινά. Ακόμη και ρύζια, κόκκινα, μαύρα, άγρια, εξωτικά. Επίσης κομμένα φρούτα, τυριά και μία αχνιστή σούπα με μικρά κομματάκια από κρέας. Η γυναίκα τούς λέει πως είναι ανθρώπινο, μετά γελάει και λέει πως είναι ψέμα. Είναι, λέει, γίδινο το κρέας.
–Τώρα μπορούμε να φάμε, αποφαίνεται.
Το αρνάκι, κάτω από το τραπέζι, μασουλάει από ένα πανέρι φρέσκα φύλλα χορταρικών.
Στην cloaka maxima της πόλης την επαύριον, θα κυλούν μαγεμένα περιττώματα.
Ο οικοδεσπότης δεν παρουσιάζεται κατά την διάρκεια της συνάντησης.
Είναι κλεισμένος στο γραφείο του και, γράφει μανιωδώς στον υπολογιστή του το δείπνο, με επίτιμο καλεσμένο
το αρνί.

Αrtwork: Diego Max

.

 

Tags:

Ηλίας Τσέχος, Επιτάφιος πάντα

.

 

Ιδέστε πως πίνει τον καφέ o Εσταυρωμένος
Κατόπι οι κατινούλες
Bλέπουν το φλιτζάνι
Αίματα αποχαιρετούν
Πικρά χείλη προδομένα
Σφάζουν το πουλί αρνί
Βαθιά στα σπλάχνα
Σουβλίζουν τις αλήθειες
Σαλάτες αμαρτίες συνοδοί
Και να ο πόλεμος
Πετυχημένη γεύση
Η εκκλησία ευλογεί
Κι όλο το παραμύθι στα παιδιά
Κόκαλο δεν αφήνει
Ίσως!

.

 

Tags:

Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, Κυνόδοντες

Μετέχω άθελά μου σε μια κουβέντα με συναδέλφους για κάποια έρευνα σε δημοτικά σχολεία της Νέας Υόρκης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι μαθητές αδυνατούν να απαντήσουν στην ερώτηση από πού προέρχεται το μπιφτέκι στο χάμπουργκερ, που ως γνωστό αποτελεί μέρος της καθημερινής τους δίαιτας. Αν ο συνάδελφος που πρωτοστατεί στη συζήτηση έχει δίκιο και δεν υπερβάλλει εξαιτίας του γνωστού σε όλους μας αντιαμερικανισμού του, που ψάχνει ανά πάσα στιγμή αφορμή για να εκδηλωθεί, οι ίδιοι μαθητές εμφανίζονται σοκαρισμένοι, όταν μαθαίνουν πως οι στρογγυλές φέτες κρέατος που τόσο λατρεύουν να τρώνε, προέρχονται από ένα ασπρόμαυρο ζώο ονόματι αγελάδα· πλάσμα γνώριμο και συμπαθές στα παιδιά χάρη στην εικονογράφηση των βιβλίων τους. Το περιστατικό σχολιάζεται ποικιλοτρόπως. Κάποιος μιλά για αδικαιολόγητη απομάκρυνση από το φυσικό κόσμο, ο διπλανός του υπερθεματίζει και ως πραγματιστής προσθέτει πως η αυτοματοποιημένη ζωή παρά τα πλεο-νεκτήματα που παρουσιάζει δεν θα μας βγει σε καλό, ο πιο θρησκευόμενος της παρέας δεν χάνει την ευκαιρία και προσδίδει στο θέμα μας χαρακτηριστικά αδιάψευστου συμπτώματος απόλυτης παρακμής, που φυσικά δεν πρόκειται να μείνει ατιμώρητη. Ώσπου έρχεται η σειρά μου, μα δεν ξέρω τι να πω, γιατί το μυαλό μου ταξιδεύει ήδη αλλού.

Μεγάλωσα στην επαρχία. Έζησα τα παιδικά μου χρόνια σε μια μάλλον τυπική για τα δεδομένα της εποχής μο-νοκατοικία στο πίσω μέρος της οποίας υπήρχε μια αυλή γεμάτη δέντρα. Αυτό σε συνδυασμό με τις αγροτικές ασχολίες της οικογένειας και τους άρρηκτους δεσμούς με τον τόπο καταγωγής της, με καθιστούσαν ένα παιδί μεγαλωμένο μεν στο τσιμέντο, εξοικειωμένο δε και με το περιβάλλον της υπαίθρου. Θέλω να πω, δεν πάθαινα και αλλεργία αν έπιανα λίγο χώμα ή μύριζα κανένα λουλούδι, όπως ακούω ότι συχνά συμβαίνει στις μέρες μας. Και όμως ήταν πολλά όσα δεν ήξερα για τον πραγματικό κόσμο. Το αναφέρω, γιατί έχει τη σημασία του όπως θα δείτε.
Σκοπεύω να σας γυρίσω εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Τότε εξελίσσεται η ιστορία που πρόκειται να σας διηγηθώ.

Δεν ξέρω γιατί και με ποια αφορμή εκείνη τη χρονιά κάποιος φίλος, μπορεί και συγγενής, προσέφερε στον πατέρα μου ένα νεογέννητο αρνί με σκοπό να το μεγαλώσει, δηλαδή να το παχύνει προκειμένου να καταλήξει στο επερχόμενο πασχαλιάτικο τραπέζι. Βλέπετε δεν είχαν φτάσει ακόμη οι ευρωπαϊκές οδηγίες στα μέρη μας, και οι άνθρωποι έπρατταν σύμφωνα με όσα τους παραδόθηκαν. Ο πατέρας μου, μη ξέροντας τι να κάνει, κουβάλησε το αρνάκι σε ένα χάρτινο κουτί μέχρι το σπίτι και κατάφερε να πείσει την μάνα μου ότι ήταν προσωρινό. Σε μια δυο μέρες θα έβλεπε τι θα έκανε. Λύση όμως δεν βρέθηκε, εγώ και η αδερφή μου ξετρελαμένοι με το νέο απόκτημα θέλαμε οπωσδήποτε να το κρατήσουμε μαζί μας και το ζωντανό εγκαταστάθηκε μόνιμα στο εσωτερικό μιας μικρής αποθήκης που υπήρχε στην αυλή.

Εννοείται πως μέσα σε λίγες εβδομάδες έγινε κάτι παραπάνω από απαραίτητο σε όλους μας. Σύσσωμη η οικογένεια βάλθηκε να αναθρέψει εκείνο το χαριτωμένο ζωάκι όσο καλύτερα μπορούσε. Ελλείψει άλλου κατοικίδιου, η αγάπη μας γι’ αυτό αποδείχθηκε τόσο ισχυρή που ξεχάσαμε τον προορισμό του, σχεδόν μαλώναμε ποιος θα προετοιμάσει το γάλα από σκόνη, ποιος θα γεμίσει το μπιμπερό, ποιος θα το ταΐσει, ποιος θα το πρωτοπαίξει και ποιος θα το χαϊδέψει περισσότερο. Μέσα σε δυο μήνες εκείνο το φοβισμένο μαλλιαρό πλάσμα, μεταμορφώθηκε από λούτρινο κουκλάκι σε ζωηρό έφηβο που ξεπερνούσε σε αταξίες ακόμη και μένα. Ήταν δε τόσο χαριτωμένα τα σκέρτσα και η διάθεσή του για παιχνίδι που η φήμη του εξαπλώθηκε και πέρα από την αυλή μας. Κυριολεκτώ, στα μάτια αρκετών φίλων μου εκείνες τις μέρες θα πρέπει να φαινόμουν ζηλευτός.

Κάποτε έφτασε η Μεγάλη εβδομάδα. Κάτι είχε αλλάξει. Το διαισθανόμουν. Άρχισα να βλέπω έναν προβληματισμό, μια σκιά στα ματιά των γονιών μου όποτε τους ανέφερα κάποιο κατόρθωμα ή σκανταλιά του τετράποδου φίλου μου. Προσπαθούσαν όπως όπως οι άνθρωποι να μετριάσουν το δέσιμο μου μαζί του. Ώσπου ξημέρωσε Μεγάλο Σάββατο. Θυμάμαι τους μεγάλους να μουρμουρίζουν μεταξύ τους τι έπρεπε να γίνει. Εμείς τα παιδιά, μαζί και το ζώο, που φυσικά είχε κάθε λόγο να νιώθει ισότιμο μέλος της οικογένειας, περιφερόμασταν γύρω τους χωρίς να καταλαβαίνουμε το λόγο όλης αυτής της κατήφειας. Το πράγμα πάντως φαίνεται πως έφτασε στα όρια του όταν μεσημέριασε. Αν δεν λαμβάνονταν έγκαιρα μια απόφαση κινδυνεύαμε να ξεμείνουμε από οβελία, αφού και σε χασάπικο να προστρέχαμε ήταν μάλλον απίθανο να βρεθεί κάτι τελευταία στιγμή. Το να μην ψήσουμε έμοιαζε απλώς αδιανόητο, σας ανέφερα ήδη τις καταβολές της οικογένειάς μου. Οπότε, απέναντι στον υπό διαμόρφωση αστικό συναισθηματισμό μας, ορθώθηκε το ένστικτο του ανθρώπου της υπαίθρου και η μοίρα του αγαπημένου πλάσματός μας σφραγίστηκε.

.

.

Θαρρώ πως ο παππούς ήταν αυτός που ανάλαβε να φέρει εις πέρας τη σφαγή. Πήρε παράμερα το ζώο και έκανε έστω και με βαριά καρδιά ότι θα έκανε οποιοσδήποτε ανήκε στον κόσμο από τον οποίο προερχόταν. Τότε δεν το καταλάβαινα, και κόντεψα να αρρωστήσω από τη στεναχώρια μου, όταν συνειδητοποίησα πως αυτό που κρέμονταν στο υπόστεγο ήταν το άψυχο σώμα του τετράποδου φίλου μου. Η διαδικασία του γδαρσίματος ολοκληρώθηκε μέσα σε φωνές, κλάματα, οδυρμό, αλλά πάντως ολοκληρώθηκε. Όταν όμως έφτασε η ώρα του σουβλίσματος έως και ο παππούς μου λιγοψύχησε. Επηρεασμένος και αυτός από το δυσάρεστο κλίμα δυσκολεύονταν να κάνει ότι είχε πράξει τόσες και τόσες φορές στη ζωή του.

Μπρος σε εκείνη την ομαδική βουβαμάρα, η μάνα μου, σε μια επίδειξη πρακτικότητας πρότεινε τη λύση του ταψιού. Θυμάμαι ακριβώς τα λόγια της: «Πάσχα σωστό με τούτο εδώ στη σούβλα δεν πρόκειται να κάνουμε», είπε και πήρε το κρέας στη κουζίνα της, μα η στεναχώρια μας δεν χάθηκε. Ως εκ τούτου ούτε σωστή Ανάσταση κάναμε, τα αβγά που τσουγκρίσαμε, τους ασπασμούς που ανταλλάξαμε στο προαύλιο της στρατιωτικής εκκλησίας της Μεταμόρφωσης, όλα με μισή καρδιά τα κάναμε.
Τα πράγματα δεν διορθώθηκαν ούτε την επομένη. Οι μυρωδιές του ψημένου αρνιού που έφταναν από τον φούρνο, μας άφηναν αδιάφορους, οι μεζέδες απέμεναν ανέγγιχτοι στα πιάτα, ο πατέρας μου ζήτημα να χάρηκε το τσίπουρο του, ακόμη και οι δοξαριές του παππού, που πάντα τέτοια μέρα μεράκλωνε και θυμόταν τα νιάτα του ως βιολιτζής, αποδείχθηκαν ανίκανες να μας ευθυμήσουν. Με λίγα λόγια τη βγάλαμε περίλυποι και σχεδόν νηστικοί. Και όσο για τον πεντανόστιμο από όσο φαντάζομαι φίλο μας, προσφέρθηκε πριν καλά καλά κρυώσει μαζί με το ταψί σε κάποιο κοντινό σπίτι που όλοι ήξεραν πως δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα.
Εννοείται πως ως οικογένεια δεν ξανατολμήσαμε να συνάψουμε φιλικές σχέσεις με υποψήφιο πασχαλινό οβελία. Και όσο για μένα έμαθα εξαιτίας εκείνης της οδυνηρής εμπειρίας να προσεγγίζω με άλλο μάτι τα ανθρώπινα.

Κοιτώ ξανά τους συναδέλφους, που ακόμη περιμένουν να συνεισφέρω στη συζήτησή μας. Από ευγένεια και μόνο θα όφειλα να ανοίξω το στόμα μου και να ξεστομίσω κάτι, έστω μια κοινοτοπία. Εγώ όμως σκέφτομαι τη λίστα με τα ψώνια που μου έδωσε το πρωί πριν φύγω από το σπίτι η γυναίκα μου. Θυμάμαι πως δεν πρέπει να ξεχάσω τις κροκέτες ψαριού που λατρεύει η τετράχρονη κόρη μου και αναρωτιέμαι αν της πέρασε ποτέ από το μυαλό πως το απογευματινό της γεύμα ήταν κάποτε ένα ζωντανό πλάσμα. Μάλλον όχι. Το παιδί μεγαλώνει σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας και έπειτα είμαι σίγουρος πως ούτε εγώ ούτε η μάνα της προσπαθήσαμε ποτέ να της ανοί-ξουμε τέτοια κουβέντα, παρότι δίνουμε μάχη κάθε βράδυ για να την πείσουμε πόσο σημαντικό είναι να μην κοιμάται αν δεν πλύνει προηγουμένως τα δόντια της. Το γεγονός πως δεν έχει αναρωτηθεί ως τώρα το λόγο ύπαρξης αυτών των οστέινων οργάνων στο στόμα της προφανώς οφείλεται αποκλειστικά στην ηλικία της. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν διαφέρει και πολύ από τους μαθητές της έρευνας, για να μην πω ότι δεν διαφέρει από κανένα παιδί της γενιάς της που ζει στη Νέα Υόρκη, το Χονγκ Κονγκ ή δεν ξέρω και εγώ σε ποια άλλη μητρόπολη.
Άρα τα βαρύγδουπα που ακούγονται από το στόμα των συναδέλφων είναι λόγια βαριεστημένων δημοσίων υπαλλήλων που περιμένουν σαν και εμένα να περάσει η ώρα για να πάνε στα σπίτια τους. Όπως και να ’χει πρέπει να βρω, σήμερα κιόλας αν γίνεται, μια καλή δικαιολογία να πάρω από το δωμάτιο της τη γυάλα με το χρυσόψαρο που της κάναμε δώρο πρόσφατα, πριν ανακαλύψει, εξίσου πρώιμα και οδυνηρά με τον πατέρα της, τη σκοτεινή πλευρά του είδους μας.

 

 

Tags:

Αστέρης Μαυρουδής, «Τάκα τούκα νε µπιντούα»

«Σ’ αυτόν το σάβντα δε θα πας».
Η φωνή του βάρεσε σαν ταμπούρλο.
Είχα γουρλώσει τα μάτια σαν να ’βλεπα σατανά. Θα πάω, είπα μέσα μου. Αυτόν το γάμο δεν τον χάνω.
Τα όχτσα τα είχαμε στο μαντρί. Νερό στις ποτίστρες έβαλα. Έμεναν τα γελάδια.
Στο νου μου η μακαρίτισσα η μάικα μου, που μου ’λεγε να μορφωθώ και να φύγω απ’ το χωριό. Μέχρι την πρώτη πήγα. Τα γράμματα δε μ’ άρεσαν. Μας μάθαιναν ελληνικά, μα μιλούσαμε κισδερβενιώτικα. Μόνο άμα τραγουδούσαμε μας καταλάβαιναν οι Τούρκοι, γιατί τούρκικα τραγουδούσαμε.
Το χωριό μας φτωχό, μα είχε και παραλήδες. Παραλής ήταν και ο ενίστε. Τη Γεσθημανή θα ’παιρνε. Την πρώτη μου αγάπη.
Ήταν τότε που τη συνάντησα να πλένει ρούχα, να πιω νερό στη βρύση πήγα, κι ακούμπησα το χέρι της. Με κοίταξε. «Εσένα θα σε πάρω», της είπα, και χαμογέλασε.
Με πρόλαβαν στα προξενιά. Από τα δέκα την αρραβώνιασαν, να τη χωρίσω δεν μπόρεσα.
Καιγόμουν κι έλιωνα.
«Σύνελθε», με φώναξε η σεστρά μου.
Ξουρίστηκα, έβαλα τα καλά μου και «Τάκα τούκα νε μπιντούα, πάω στα γελάδια», είπα. Παραξενεμένη η αδερφή μου με κοίταξε.
Ενίστε ήταν ένας Πανικίδης, φίλος από μικρός, ώσπου αρραβωνιάστηκε τη Γεσθημανή. Τότε χωρίσαμε. Ο καθένας κοίταξε τις δουλειές του.
Δεύτερη μέρα γάμος γινόταν. Δεύτερη μέρα Σάββατο κι ακόμα δεν την είδε. Οκτώβρης ήτανε, λουκουμάδες μας στείλανε για πρόσκληση. Να ευχηθούμε έπρεπε. Δε βγήκε ευχή απ’ το στόμα μου, και τον πέταξα το λουκουμά, να μη με φαρμακώσει. Σε λίγο πέρασαν από μπροστά μου τα νυφικά και τ’ αρνί – δώρο του γαμπρού.
Σάββατο βράδυ κι ο γαμπρός ξουριζόταν με ζουρνάδες.
Τους άκουγα από μακριά. Δεν ξέρω πώς έφτασα εκεί.
Παίζαν το «Berber oglan» και χόρευαν καρσιλαμάδες, μα εγώ δεν άκουγα καλά και τα μάτια μου ήταν θολωμένα.
Πλησίασα το γαμπρό.
Χαμογέλασε.
Δεύτερη μέρα Σάββατο κι ακόμα δεν την είδε.
Δε θα την ξανάβλεπε. Πλησίασα και του ’κοψα τον γκίρλε.

Γλωσσάρι: τάκα τούκα νε μπιντούα=έτσι εδώ δεν γίνεται, σάβντα=γάμος, όχτσα=πρόβατα, ενίστε=γαμπρός, σεστρά=αδελφή,γκίρλε=λαιμός, berber oglan=ο γιος του κουρέα=τραγούδι ξυρίσματος του γαμπρού στο Κίσδερβεν.

Αστέρης Μαυρουδής, «Τάκα τούκα νε µπιντούα», από τη συλλογή διηγημάτων Η ατυχία, Κέδρος 2017

 


.

.

 

 

Tags:

Αγγελίνα Ρωμανού, Τρίζει το ξυλάκι

Τρίζει το ξυλάκι. Σαν το ποδάρι που κουράστηκε να περπατά. Σαν το χορό εκείνον που δεν τέλειωσε. Σαν το φιλί που έμεινε μισό. Δεν μπάζει το τζάκι τις σελίδες μου να το γιατρέψει. Λάδι. Καρφί. Και σανταλόξυλο. Τρεις κόσμους παρακεί γελάει το παραπαίδι μου.
~ Σύρε, μάνα, το αλεύρι να γλυκάνουμε ~
Βελάζει το αρνί που κρέμεται. Τσιγκελωτό και μπάνικο. Στρέφω το βλέμμα μου αλλού. Ούτε την προβιά λαχτάρησα ούτε και το κεφάλι. Το μάτι του μονάχα να βάλω στο λαιμό μη με πλησιάζουν. Τα νύχια έγιναν γαμψά, καραβοκύρη μου, κι απόψε κλαίει ο ουρανός. Φοβήθηκε κι αυτός τα άστρα του.
Ξέρεις τι είναι να σου γελούν κατάματα οι οργασμοί;
Θέλεις να πας και να κρυφτείς. Μη σώσεις και μερέψεις. Να δώσεις μια να γίνει γάλα το τυρί. Να το χωνέψεις. Περνάει το γιορτάσι χωρίς ένα φιλί. Μισή μπογιά που ξέβαψε, κρύφτηκε στο πατάρι. Κι ένα στρωσίδι, απ’ τα προικιά, γέμισε ποντικοκούραδα. Έτσι δεν γίνεται παντοτινά;
Να δεις που θα γυρίσει σε νοτιά και θα γεράσουμε.
Βάζω τη λεμονιά να στύψει. Σφηνάκια για ξεπέταγμα κι ένας σουγιάς στο μπούτι. Αμέ! Όσα κι αν γίνουν φονικά, θα είμαι ο ληστής. Αυτός που κλέβει παπαρούνες απ’ τον κήπο. Δίνει μία στην κοπελιά, τις άλλες στα λυκόσκυλα. Κι ύστερα τρώει, απ’ το τραπέζι, το πιο πικρό ψωμί.
Έτσι περνούν οι μέρες μου χωρίς σκοινί. Αετωμένες. Χάρτινες. Σα δεκατέσσερις ζωές. Δυο γάτες οιστρογόνες, δηλαδή. Μαζί με τα μουστάκια.
Εσύ, μωρό μου, μην κιοτάς.
Βάλε καφέ, και ξέχνα με.

Πίνακας: Giuseppe Piovesan

.

 

 

Tags:

Νίκος Σταμπάκης, To διπλό δωμάτιο

 Το πήρε ποδαράτο μέχρι το σπίτι. Ήταν αργά, η κυρία Ρόζα θα κοιμόταν. Έκαμε λάθος στο κλειδί, λογικό άλλωστε, αφού το είχε περάσει στο ίδιο μπρελόκ μ’ εκείνο του αθηναϊκού διαμερίσματός του. Ήλπισε να μην την ξυπνήσει με το θόρυβο κι έβαλε το δεύτερο κλειδί. Προχώρησε προς στο βάθος, έστριψε δεξιά και μπήκε στην κουζίνα. Ψαχούλεψε στ’ αριστερά του μέχρι που βρήκε το διακόπτη και τον πάτησε. Το δωμάτιο λούστηκε σε μουντό φως. Αισθάνθηκε σαν να βρισκόταν σε νοσοκομείο. Άνοιξε το ψυγείο, όπου ανακάλυψε δυο-τρεις μπουκάλες γάλα, μουστάρδες, μαρμελάδες και βούτυρα. Ούτε ίχνος από αλκοόλ. Ένα λευκό, παγωμένο πιάτο σκεπασμένο με χρυσόχαρτο κίνησε την προσοχή του. Το έβγαλε, το ακούμπησε στο τραπέζι κι αφαίρεσε το χρυσόχαρτο. Το φαγητό ήταν κρέας με πατάτες στο φούρνο. Οι πατάτες είχαν μετατραπεί σε μιαν αηδιαστική, άμορφη μάζα, σαν ξερατά. Όσο για το κρέας, αυτό ήταν πιθανότατα αρνί. Χαμήλωσε το πρόσωπό του και το μύρισε. Έκαμε ένα μορφασμό. Ήταν σίγουρα αρνί. Κάλυψε πρόχειρα το πιάτο με το χρυσόχαρτο, το ξανάβαλε στο ψυγείο και μπήκε στο σαλόνι. Πλησίασε το τραπεζάκι, πήρε τη φωτογραφία στα χέρια του και την εξέτασε στο φως που έμπαινε από την κουζίνα. Η μορφή τού φαινόταν ακόμη πιο γνωστή απ’ όσο την προηγούμενη φορά. Για ένα κλάσμα δευτερολέπτου νόμισε πως η πόζα είχε αλλάξει ανεπαίσθητα. Αισθάνθηκε μιαν ανεξήγητη υγράδα στα μάτια. Τέλος, άφησε τη φωτογραφία στη θέση της, έσβησε το φως της κουζίνας κι ανέβηκε στο δωμάτιό του.

Προχώρησε προς την μπαλκονόπορτα και την άνοιξε. Ψαχούλεψε στην τσέπη του μπουφάν του κι ανέσυρε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα. Έβγαλε το μπουφάν και το πέταξε στο κρεβάτι. Βγήκε στο μπαλκόνι κι άναψε τσιγάρο. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που τον ανησυχούσε ξαφνικά τόσο πολύ. Ναι, από μιαν άποψη έφταιγε σίγουρα η πείνα, που επανερχόταν τώρα που το αηδιαστικό κρύο αρνί βρισκόταν σε απόσταση ασφαλείας. Όμως, δεν ήταν μόνο αυτό. Τώρα που η ματιά του αγκάλιαζε όλη την έκταση του μικρού δρόμου, του φαινόταν ότι η θέα μεταβαλλόταν σταδιακά. Σάμπως τα κτίρια να πάλιωναν, να μίκραιναν, σαν η θέα του φεγγαριού που ξεπρόβαλλε ανάμεσα στις στέγες να είχε στοιχειώσει μιαν οθόνη κατά την προβολή παλιάς γερμανικής ταινίας. Νόμισε πως στο γραφείο τον περίμεναν βιβλία, παράξενων σχημάτων και χρωμάτων, με σελίδες από ρυζόχαρτο, ή λείες και κατάμαυρες, γεμάτες καβαλιστικά σχήματα κι όλων των ειδών τ’ ακατονόμαστα συμπλέγματα. Νόμισε πως έπρεπε να καθίσει κατεπειγόντως στο γραφείο του και να ξενυχτήσει δοκιμάζοντας τα κλειδιά μιας λησμονημένης γνώσης. Νόμισε πως ο άνεμος του έφερνε ψιθύρους. Ξαφνικά, η απρόσμενη θέα μιας γνωστής σιλουέτας που πλησίαζε αργά, σαν να προφυλαγόταν, τον αφύπνισε. Κοίταξε το ρολόι του: ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Δεν χωρούσε αμφιβολία: επρόκειτο για την κυρία Ρόζα. (…)

Νίκος Σταμπάκης, Το διπλό δωμάτιο, μυθιστόρημα, Φαρφουλάς 2013

Πίνακας: Jos van Riswick

.

 

Tags:

Iφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα

Θυμάμαι τη γιορτή του πατέρα, που ως επί το πλείστον έπεφτε τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, πράγμα που αποτελούσε ιδιαιτέρως ευτυχή συγκυρία για την οικογένειά μας, καθώς δινόταν η ευκαιρία στον Αηδονοπάτη να έχει αντικείμενο ενασχόλησης που ταίριαζε στο χαρακτήρα και στα ενδιαφέροντά του. Εκτόνωνε δηλαδή την πλεονάζουσα επιθετικότητά του στις σφαγές των αμνών και των πουλερικών, στα ξεκοιλιάσματα, στα ξεπουπουλιάσματα, στα βρασίματα, στα σουβλίσματα, στον καθαρισμό των αιμοσταγών υπολειμμάτων των θυμάτων και στην τροφοδοσία των πυρών με ξύλα, τα οποία πετσόκοβε μ’ ένα τεράστιο τσεκούρι.Έτσι είχαμε ησυχία, και τι χαρούμενος που ήταν εκείνες τις ημέρες ο πατέρας! Μετά ακολουθούσε η μεγάλη ημέρα της γιορτής. Στρωνότανε τραπέζι δεκαπέντε μέτρων. Κάποτε μάλιστα στρώθηκε τραπέζι πενήντα δύο μέτρων, καθώς ο πατέρας ανήκε στις αρχές του τόπου – διατελούσε Πρόεδρος την εποχή εκείνη. Από τις πρωινές ώρες σειόταν ο τόπος όλος με τα σουξέ δημώδη άσματα του απανταχού ελληνισμού.

Έτσι, η μέρα, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, ξεκινούσε με το ειδησεογραφικό ανακοινωθέν «μπήκαν, ωρέ… μπήκαν τα γίδια στο μαντρί, τα πρόβατα στη στρούγκα, χρυσούλα μ’ κι αδελφούλα μ’». Κι αφού τα γιδοπρόβατα είχαν διασφαλίσει, κι ευτυχώς, το privacy τους, οι κάμερες στρέφονταν προς αναζήτηση βοράς κουτσομπολιού στους ανυποψίαστους περιπατητές της περιοχής «το παπάκι πάει, καλέ παπί, το παπάκι πάει στην ποταμιά!» Ο Αηδονοπάτης έκαιγε το πελεκούδι σέρνοντας το χορό μες στον ιδρώτα και με το χέρι σηκωμένο να φασκελώνει τη λιακάδα, ενώ παράλληλα εκτόξευε στους καλεσμένους λιπαρά κομματάκια μουλιασμένης τροφής κάθε που χαλάρωνε το κέφι του πάνω σε σφ..σφ και τσ…τσ.
Με ενοχλούσε. Υπέφερα από αυτόν τον χύμα αλλά λεβέντικό του προσανατολισμό, από αυτήν τη συμπαιγνία του αποσυντιθέμενου και σθεναρού ταυτόχρονα φρονήματος. Με μπέρδευε. Και μπερδευόμουν ακόμη περισσότερο όταν ερχόταν εκείνη η μεγάλη ώρα όπου τα κλαρίνα θα ’παιζαν τις δύο στερεότυπες παραγγελιές του. «Μου παρή… το χαιδεμένο μου», ξεκίναγε ο τραγουδιστής, «μου παρή… παρήγγειλε τ’ αηδόνι με το πε… το πετροχελιδόνι να του πλέ… να του πλέξω τη φωλιά του με τα χρυσοπούπουλά του» και «γεια σου, μαστρο-Ιορδάνη», φώναζε ο πατέρας, «όλα τα πουλάκια κι αμάν κι αμάν, όλα τα πουλάκια ζυγά ζυγά, τα χελιδονάκια ζευγαρωτά, το ’ρημο τ’ αηδόνι το μοναχό… το ’ρημο τ’ αηδόνι το μοναχό περπατάει στους δρόμους καμαρωτό». Και «σφ…σφ…» και «τσ…τσ…» και «άντε να καούν τα κάρβουνα μαστρο-Ιορδάνη!»

Εγώ δεν έλεγα τίποτα, μόνο αναγούλες στο στομάχι. Είχα ακούσει κι εκτιμήσει το «η σιωπή είναι χρυσός» κι έκανα το κόσμημα. Βοηθούσα όσο μπορούσα, συμμετέχοντας διπλωματικά στην αποφυγή των στραβοτιμονιών• περιφερόμουν με τα κρεατικά, τα τυριά, τα αυγά και τις πίτες στις πιατέλες, και το στομάχι μου έφερνε τούμπες. Ακόμη και τώρα όταν αντικρίζω τυρόπιτα ή λαχανόπιτα και κοκορέτσια ή αρνιά μού γυρνάνε τα έντερα, η αυγουλίλα είναι ικανή να με οδηγήσει σε κρίση πανικού. Το Πάσχα πηγαίνω διακοπές σε χώρες μουσουλμανικές. Πέρυσι είχα πάει στο Μαρόκο. Είμαι χορτοφάγος και μου αρέσουν τα ψαρικά, κυρίως οι σαρδέλες…

Λοιπόν, έστελνα ευχές στους συνδαιτυμόνες με φορεμένα το σιφόν χαμόγελο βγαλμένο απ’ τη ναφθαλίνη, τα αναστάσιμα ρούχα επιλογής Χαρίκλειας και τα βραχιόλια της γιαγιάς Τριανταφυλλιάς, δωρισμένα για τέτοιες περιστάσεις, που ασφαλώς είχαν κάποια συναισθηματική αξία και δε με βάραιναν διόλου. Η αλήθεια είναι ότι άρχιζα λιγάκι να σιγοκουνιέμαι με κάποια κακεντρέχεια, όταν μετά τα αηδονοάσματα-παραγγελιές του πατέρα γάζωνε τον αέρα το «ένα πουλί, μάνα μου, μαντζουράνα μου, μάνα μ’, ένα πουλί απ’ το χωριό μας…». Ένα πουλί απ’ το χωριό μας «φεύγει για καλό δικό μας», κρυφομουρμούριζα, αλλάζοντας τα λόγια, «φεύγει και, μάνα μου, μάνα μου, μαντζουράνα μου… και πάει στα ξένα, ξένα και ξενιτεμένα!» Ανάθεμά σας, κι έσπαγα και καμιά πιατέλα, αλλά μου το συγχωρούσαν, γιατί κι εκείνοι σπάζανε ό,τι βρίσκανε μπροστά τους. Κατά τ’ άλλα μέρα ήταν, θα περνούσε…

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα, μυθιστόρημα (Προοίμιο προσώπων/Η κασέτα), Γρηγόρης 2011

Πίνακες: Mirjam Appelhof

.

https://www.youtube.com/watch?v=_ksbACRDzIA

 

Tags: