RSS

Category Archives: Σκέψεις περί Αισθητικής και Λογοτεχνίας

Νuccio Ordine, Η χρησιμότητα του άχρηστου

Κι όμως ο Τζωρτζ Στάινερ, μέγας υπερασπιστής των κλασικών και ουμανιστικών αξιών «που ευνοούν τη νοητική ζωή», μας θυμίζει ότι, ταυτόχρονα, με δραματικό τρόπο «η άλλη κουλτούρα και η πεφωτισμένη ορθότητα δεν μπόρεσαν να είναι ένα αποτελεσματικό φράγμα στη βαρβαρότητα του ολοκληρωτισμού». Πολλές φορές, δυστυχώς, είδαμε στοχαστές και καλλιτέχνες να εμφανίζονται αδιάφοροι μπροστά σε απάνθρωπα μέτρα, ή και ηθικά συνένοχοι δικτατόρων και καθεστώτων που τα επέλεγαν. Είναι αλήθεια. Αυτό το σοβαρό πρόβλημα που θέτει ο Στάινερ μού φέρνει στο νου τον θαυμάσιο διάλογο μεταξύ Μάρκο Πόλο και Κουμπλάι Χαν που κλείνει τις Αόρατες πόλεις του Ιταλο Καλβίνο. Πιεσμένος από τις ανησυχίες του μονάρχη, ο ακούραστος ταξιδιώτης μάς προσφέρει μια δραματική τοιχογραφία της κόλασης που μας περιβάλλει:

«Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που αφορά το μέλλον· αν υπάρχει μια κόλαση, είναι αυτή που υπάρχει ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε καθημερινά, που διαμορφώνουμε με τη συμβίωσή μας. Δύο τρόποι υπάρχουν για να μην υποφέρουμε. Ο πρώτος είναι για πολλούς εύκολος: να αποδεχτούν την κόλαση και να γίνουν τμήμα της μέχρι να καταλήξουν να μην τη βλέπουν πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή προσοχή και διάθεση για μάθηση: να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο» (Italo Calvino, Οι αόρατες πόλεις, μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2004, σ. 198).

Τι όμως μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε, μέσα στην κόλαση, αυτό που δεν είναι κόλαση; Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς με απόλυτο τρόπο σε αυτό το ερώτημα. Ο ίδιος ο Καλβίνο στο δοκίμιό του Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς, παρότι αναγνωρίζει ότι «οι κλασικοί μάς είναι χρήσιμοι για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε και πού έχουμε φτάσει» (Italo Calvino, Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς, μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σ. 23), μας εφιστά την προσοχή να μη σκεφτούμε ότι πρέπει να διαβάσουμε τους κλασικούς, επειδή οι κλασικοί «χρησιμεύουν» σε κάτι. Διότι, την ίδια στιγμή, ο Καλβίνο υποστηρίζει ότι « να διαβάζουμε τους κλασικούς είναι καλύτερο από το να μην τους διαβάζουμε».

«Η κουλτούρα, όπως ο έρωτας –παρατηρεί πολύ σωστά ο Ρομπ Ρίμεν – δεν έχει τη δύναμη να εξαναγκάζει. Δεν προσφέρει εγγυήσεις. Παρ’ όλα αυτά, η κουλτούρα και η ελεύθερη διαπαιδαγώγηση μάς προσφέρουν τη μοναδική πιθανότητα να κατακτήσουμε και να υπερασπιστούμε την ανθρώπινη αξιοπρέπειά μας». Ιδού γιατί πιστεύω ότι, σε κάθε περίπτωση, είναι καλύτερο να συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε με τη σκέψη ότι οι κλασικοί και η διδασκαλία τους, ότι η καλλιέργεια του περιττού και αυτού που δεν παράγει κέρδος, μπορούν να μας βοηθήσουν να αντισταθούμε, να κρατήσουμε ζωντανή την ελπίδα, να διακρίνουμε εκείνη την ακτίνα φωτός που μας επιτρέπει να διατρέξουμε μια αξιοπρεπή πορεία.

Παρ’ όλα αυτά, ανάμεσα σε τόσες αβεβαιότητες, ένα πράγμα είναι σίγουρο: αν αφήσουμε να πεθάνει οτιδήποτε το αφιλοκερδές, αν εγκαταλείψουμε τη δημιουργό δύναμη του άχρηστου, αν ακούμε αποκλειστικά το θανατερό τραγούδι των σειρήνων που μας ωθεί να κυνηγούμε το κέρδος, θα είμαστε σε θέση να παράγουμε μονάχα μια άρρωστη και χωρίς μνήμη συλλογικότητα, ή οποία θα καταλήξει να χάσει την έννοια του εαυτού της και της ζωής. Και τότε, όταν η απερήμωση του πνεύματος θα μας έχει πλέον εξαντλήσει, θα είναι πραγματικά δύσκολο να φανταστούμε ότι ο ανόητος homo sapiens θα μπορέσει ακόμα να παίξει έναν ρόλο για να κάνει πιο ανθρώπινη την ανθρωπότητα…

Νuccio Ordine, Η χρησιμότητα του άχρηστου, σελ. 31-34, μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Άγρα 2014

Artwork: DuyHuynh

 

 

Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου: Κική Δημουλά, Όταν η υλικότητα διαμαρτύρεται

Η Κική Δημουλά, ανήκοντας στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, δεν ξεστρατίζει τον βηματισμό της από τον κυρίαρχο προβληματισμό αλλά και το ύφος αυτής της γενιάς, που οπωσδήποτε τη συγκλονίζουν θέματα υπαρξιακού προβληματισμού, ιδωμένα όμως υπό το πρίσμα μιας ανεπιτήδευτης και κάποτε ειρωνικής ματιάς. Εκείνο, ωστόσο, που διαφοροποιεί τη γραφή της είναι, απ’ τη μια οι ιδιάζουσες γλωσσικές ακροβασίες, οι οποίες μάλιστα στοιχειοθετούνται σ’ ένα κλίμα διαρκούς πειραματισμού που αιφνιδιάζει, κι απ’ την άλλη η εξόχως διεισδυτική εισβολή που επιχειρεί σε καταστάσεις τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού χώρου. Θαρρείς και η ιδιότροπη και ανατρεπτική ονοματοδοσία που αποπειράται, δεν είναι παρά η παιγνιώδης μα και βαθιά σαρκαστική στάση που επιλέγει να τηρήσει απέναντι στη φαινομενικά δίπολη ζωή. Όχι, τέτοιες ψευδαισθήσεις μακριά από εμάς. Και βέβαια μακριά και από εκείνη. Αγαπάει τις λέξεις η Δημουλά, τις αγαπάει τόσο, που τις μεταχειρίζεται σαν πρόσωπα, σαν χαρακτήρες που έχουν τη δική τους προσωπικότητα, όντα που αποφασίζει να τα ανασύρει απ’ την αδράνειά τους, να παίξουν ρόλο σοβαρό στη μεγάλη συζήτηση που έχει ανοιχτεί μες στις σελίδες της για θέματα που αφορούν στη μνήμη, τη λήθη, το χρόνο, τη φθορά. Αν δεν υπήρχε στη γραμματική το οξύμωρο ως σχήμα, είμαι απολύτως πεπεισμένη ότι εκείνη θα το επινοούσε. Το ποιητικό της ιδίωμα άλλωστε συνίσταται στην παιγνιώδη και ανατρεπτική σύνταξη, στους τολμηρούς συνδυασμούς έμψυχων και αφηρημένων, συγκεκριμένων και μεταφορικών, «ο έρωτας είναι αυτόχειρας» διαπιστώνει. Συνίσταται όμως και στις πολλαπλές αμφισημίες των λέξεων, στις μετωνυμίες, την υποκειμενοποίηση των εννοιών, στις συνεχείς επαναλήψεις, στον ελλειπτικό λόγο. Συνήθως, ουσιαστικοποιεί το επίθετο ή επιθετοποιεί το ουσιαστικό: «μεσίστιο μέλλον», «ισόγεια μνήμη», «πριονωτό ανεπίστρεπτο», «νοσταλγία δισύλλαβη», λέει αναφερόμενη στο σύζυγό της Άθω, και συνεχίζει «τοκογλύφος πλευρά του Αδάμ», «φορτηγό κλάμα», «ιστιοφόρα φωνή», ενώ αλλού συνδυάζοντας ρήματα με ουσιαστικά θα την ακούσουμε να λέει: «εκφωνείς γραμματόσημα». Κι αναρωτιέται ίσως κανείς, προς τι όλη αυτή η υποστασιοποίηση των εννοιών, η αιρετική αποδόμηση της γλώσσας, «ο υπερρεαλισμός της γραμματικής και του συντακτικού», όπως σημείωνε ο Τάσος Ρούσσος. Μα είναι προφανές. Δεν την αντέχει η Δημουλά την οριστικότητα των απωλειών, δε συμβιβάζεται με τα κοινώς αποδεκτά περί του αμετάκλητου, όπως άλλωστε και κάθε ποιητής. Διατηρεί όμως μέσα της βαθιά κι εκείνη την παιδική αθωότητα, που την γεμίζει έστω με την ψευδαίσθηση κάποιας ελπίδας. Τι κάνει λοιπόν; Αναποδογυρίζει τα πράγματα, μήπως και βρει κρυμμένο μέσα τους κάτι που της διέφυγε, κάτι που ίσως αναιρεί το προδιαγεγραμμένο, έναν κρυμμένο κωδικό αριθμό που θα ξεκλειδώσει τη σφραγισμένη μοίρα μας. Τι καταλάβαμε τόσους αιώνες, άλλωστε, με την ορθόδοξη διατύπωση και καταγραφή της διαμαρτυρίας μας;

Ακολουθώντας το πρωτόκολλο της σύνταξης, μήπως μπορέσαμε έστω και ελάχιστα να αποδράσουμε απ’ τη συντεταγμένη πορεία όλων των αβοήθητων, που οδεύει προς το θάνατο; Αστείο και να το συζητάμε. Ας ειρωνευτούμε και ας παίξουμε λοιπόν και προπαντός ας μην την παίρνουμε και τόσο σοβαρά την ειλημμένη απόφαση περί του μέλλοντός μας. Προς τι να παραδίδεται η φευγαλέα μας ύπαρξη στη νευρικότητα και την αμηχανία. Σοφό λοιπόν να καλυφθεί η προδιαγεγραμμένη απόσταση μέχρι το αμετάκλητο με κάποιους – έστω προσποιητά – αγέρωχους βηματισμούς. Τουλάχιστον, με τη Δημουλά να γράφει, μοιάζει σαν να διαμαρτύρεται εγγράφως η υλικότητά μας για εκείνη τη διαβεβαίωση που αργοπορεί, να καταγγέλλεται – μ’ άλλα λόγια – αυτή η βραδυπορία. Αυτός είναι και ο λόγος που η αφηγηματική γραφή της αφορίζει και γνωματεύει, μιλώντας εξ ονόματος όλων μας. Γιατί η απόγνωση είναι υπόθεση του καθενός, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας. Το σημειώνω αυτό, γιατί κατά κόρον αναφέρθηκε ότι η ποίηση της Δημουλά απευθύνεται κυρίως στις γυναίκες. Το «Λίγο» όμως αφορά όλους μας, το ανολοκλήρωτο και το ημιτελές αποδεικνύεται εντέλει η μοναδική ισότητα σε τούτη τη ζωή. Ένα παράπονο λοιπόν κι ένας θυμός διατρέχει τους στίχους της Δημουλά για «Το λίγο του κόσμου», και όλες οι επαναλήψεις που της χρεώνονται δεν είναι παρά περίτεχνες μεταμφιέσεις της ίδιας απαράλλαχτης ανάγκης της ν’ ακούσει μιαν απόκριση, ένα ψέλλισμα έστω κάποιας υποτυπώδους δικαιολογίας απ’ την πλευρά του Θεού για την ακατανόητη άλυτη αφασία του που τράβηξε σε μάκρος.Του παραπονιέται λοιπόν και του δηλώνει την παραίτησή της απ’ τον μάταιο και μονομερή αγώνα προσέγγισής του. «… αχ, πανάλαφρος απέμεινε ο θάνατος του πόθου μου για σένα/ φυσικό / έχει κλαπεί από μέσα του το σώμα / μέτρα πόσους αιώνες ήκμασε φρενήρες / σφαδάζοντας επάνω / στην παγερή απάρνησή σου γαντζωμένο / και τώρα που αποχωρούν / αι μυροφόροι μοίραι μία μία / κι έμεινα μόνη μες στο άδειο γεγονός / ανασηκώνοντας το καπάκι που σκεπάζει / αυτά εδώ τα πτώματα που γράφω / και θλιμμένη γελώ παρατηρώντας / πώς ζάρωσε τι γερόντιο έθιμο απέμεινε / ο έρως μου για σένα / αλλά και τι γραΐδιο κωμικό τι μάταιο / η μη ανταπόκρισή σου / τετέλεσται όλα Χριστέ μου. / Τήρησα ωστόσο ευλαβώς / το έθιμο της οδύνης και φέτος». (Η λύτρωση της Μαγδαληνής, «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως») Δήμιος και ιεροεξεταστής του εαυτού της, με ειλικρίνεια αφοπλιστική βάζει το δάχτυλο ‘επί τον τύπον των ήλων’, εκθέτει και εκτίθεται επιδείχνοντας ωμότητα και τόλμη, που όμως στο βάθος της είναι απείρως σπλαχνική. Δεν μπορώ σαφώς να διαπιστώσω πόσος Κάλβος και πόσος Καρυωτάκης, πόσος Καβάφης και πόσος Παπατσώνης κυκλοφορούν στις φλέβες της γραφής της.

.

.

.

.

Εκείνο όμως που εμφανώς τη διατρέχει είναι η ίδια απόγνωση απέναντι στην απουσία του έρωτα, η απόγνωση από την απουσία των αγαπημένων ακόμα κι η απόγνωση, όταν η έμπνευση ή και η ευρηματικότητα τής γυρίζουν επιδεικτικά την πλάτη.«Άγραφων στίχων βρίσκω μισάνοιχτη την πόρτα. / Σπρώχνω ελαφρά το τρίξιμο να μπω / κι από το βάθος βάθος μού απαντά / μια αγριοφωνάρα / πως έχουνε γραφτεί». Αποφεύγοντας συστηματικά η Δημουλά τους εύκολους συναισθηματισμούς και το μελόδραμα, επιλέγει κάποτε ακόμη και το λαϊκό λεξιλόγιο, όπως: «αιώνες κοιλαράδες βραδυκίνητοι», «τζαμπατζήδες θεατρόφιλοι βράχοι», για να αιφνιδιάσει όμως αμέσως παρακάτω με την οξύτητα του μελαγχολικού αποφθέγματος: «Το σκληρό έμαθα πώς χαράζει / αλλά όχι πώς χαράζεται». Πέραν των άλλων, εκείνο που καθιστά και σε ένα άλλο επίπεδο ιδιαίτερη τη γραφή της είναι η συνομιλία, ο διαρκής διάλογος που ανοίγει όχι μόνο με τον εαυτό της, όχι μόνο με τους συνήθεις ύποπτους της ποίησης, τους φίλτατους νεκρούς, αλλά και με όλους εμάς τους ζωντανούς, τους αναγνώστες της καθώς και μ’ εκείνους τους επικριτές που της χρεώνουν νοησιαρχούμενη γραφή, επαναλαμβανόμενα θεματικά και εκφραστικά μοτίβα. «Με καταγγέλλουν / η ανανέωση και η ποικιλία / πως διακινώ μπαγιάτικες ποσότητες / με αποτέλεσμα να εθίζεται η ανία».
(Πάλι σε συγχωρώ, «Ήχος απομακρύνσεων») και αλλού στην ίδια συλλογή:«Ναι δίκιο έχεις: κόπωση θεμάτων. / Ίσως να έφταιξε εν μέρει / ότι δε βγήκα παραέξω από την ίδια στάση. / Ίσως, ίσως λέω αν είχα ταξιδέψει / σ’ ένα ωραίο νησί από μακριά / να σε υποδέχεται στ’ άσπρα ντυμένος ο ασβέστης / και ριγηλό να παιανίζει το έλλην μπλε / των παραθύρων / κάποια θα βρίσκαν να νοικιάσουν αλλαγή / τα θέματά μου». (Αντιγραφείς αισιοδοξίας ΙΙ). Η Δημουλά, κινούμενη με δεδομένη την άρνηση κάθε εξιδανικευτικού πλαισίου, ρίχνει λοξές, χλευαστικές ματιές στα σοβαρά και τα συγκινημένα, και με κινήσεις τελετουργικές αφαιρεί ένα – ένα τα βαριά φορέματα που ντύνουν το δραματικό της όποιας αδυναμίας μας. Στρέφει λοιπόν τους δυνατούς της προβολείς στα ασήμαντα και καθημερινά, παρέχει στέγη και τροφή στα αθέατα και αφανή, που ξεφεύγουνε της όρασής μας και τέλος με ποιήματα σφυριά καρφώνει μικρές διακριτικές ταμπελίτσες στο κάτω – κάτω μέρος των αμελητέων, προκειμένου να σηματοδοτήσει το πέρασμά τους. Άλλωστε, έχει πολύ βαθιά συναισθανθεί πως αυτό το μάταιο παιχνίδι ερμηνειών και αποκαλύψεων, που αιώνες τώρα παίζεται ανάμεσα σ’ εμάς και όλα τα μεγάλα, μα αποκεκρυμμένα, είναι εδώ και καιρό οριστικά χαμένο. Τεμαχίζει λοιπόν τα ένδοξα αδιέξοδά μας και αναψηλαφεί τις πολλαπλές προδοσίες. Δε γλιτώνει όμως ούτε η ίδια απ’ την αναψηλάφηση και τον τεμαχισμό. Σε έναν αέναο και μαζοχιστικό – θα λέγαμε – αυτοδιασυρμό, παρατηρεί, σαρκάζει και τελικά ομολογεί.«Δυσπνέεις. Κατανοητό. / Πνιγηρή του καθενός μας η δύση. / Κάνε όμως κάτι, σκαρφάλωσε / ή / χτύπα συνθηματικά τον τοίχο / του διπλανού τρόμου / ή / έστω θυμήσου λίγο παράθυρο / άσε κουφωτό ένα λάθος / να μπαίνει ελάχιστος άνθρωπος / ίσα να φέγγει να διακρίνεις / να μη χτυπάς επάνω στις κόγχες / της επίγνωσης». (Δυσπνέεις. Κατανοητό, «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως»)

Χαρακτηριστική επίσης είναι και η τάση γνωμάτευσης που διακρίνει τη γραφή της, προσφέροντάς μας διαμάντια αποφθεγματικού λόγου πικρών διαπιστώσεων. Και είναι πικρών, αφού ανάγλυφη και έκτυπη προβάλλει πάντοτε η ίδια δραματική διαπίστωση που αφορά στην έννοια του Πάντα, του Μαζί, του Ολόκληρου. Ό,τι εμπεριέχει την αίσθηση της πληρότητας λειτουργεί στην ποίηση της Δημουλά ως λέξη «αξιολύπητη», αφού μονίμως αυτοδιαψεύδεται.«Άλλο ένα σπάσιμο του Ολόκληρου. / Όλο σπάζει αυτό, / πριν καν υπάρξει σπάζει / και σαν να είναι γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό, / για να μην είναι. / Ολόκληρη ζωή σου λέει ο άλλος. / Από πού ως πού ολόκληρη / μ’ ένα σπασμένο πάντα μέτρο που κρατάτε / και μετράμε; / Αξιολύπητη λέξη το Ολόκληρο. / Σωματώδης αλλοπαρμένη περιφέρεται. / Γι’ αυτό τη φωνάζουν τρελή τα μπατίρια μεγέθη». (Σκόνη, «Το τελευταίο σώμα μου») Στη δέκατη τρίτη ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά, «Τα εύρετρα», ο αμφίσημος λόγος, οργανωμένος και πάλι γύρω απ’ τον υπαρξιακό πυρήνα, συνομιλεί με ό,τι αποδεικνύεται προκλητικά ανθεκτικό, τη φθαρτότητά μας. Μόνο που αυτή τη φορά η φθορά δε λειτουργεί αντανακλαστικά, ως παρατήρηση δηλαδή της σταδιακής αφαίρεσης που υφίσταται η ζωτικότητα έμψυχων και άψυχων. Στις μέχρι τώρα συλλογές η φωνή της ποιήτριας διατηρούσε τη χροιά εκείνη που παρέπεμπε σε υποκείμενο που διαπίστωνε και θρηνούσε για τις απώλειές του τόσο αναφορικά με την εξωγενή όσο και σχετικά με την εσώτερη πραγματικότητα. Μια καταγραφή των αποριών, του θυμού και της αγανάκτησης, κάτι που προσέδιδε στο σύνολο της γραφής της τον αέρα μιας καταγγελίας. Σάρκαζε, θύμωνε, ειρωνευόταν, φέρονταν σαν έφηβη που διαδήλωνε στις πλατείες με πανό και τηλεβόα. Στα «Εύρετρα» τολμά να προχωρήσει παραπέρα και όχι βέβαια να οπισθοχωρήσει. Μπορεί να βγαίνει απ’ την πορεία, να παρατάει το φωνακλάδικο συλλαλητήριο και να αποφασίζει να πάρει το δρόμο για το σπίτι. Κι αυτό βεβαίως σε καμιά περίπτωση δεν είναι υποχώρηση, αφού σ’ αυτή τη μοναχική πορεία προς το ένα, το για πάντα και από πάντα σπίτι, το σπίτι δηλαδή από εδώ και πέρα, το αιώνιο, δε σταματά ούτε λεπτό να ανεμίζει το ίδιο γνωστό πανό της διαμαρτυρίας της. Μόνο που τώρα είναι πιο ουσιαστική, αφού, γενόμενη η ίδια ταυτόχρονα λαός και αρχηγός μαζί, πορεύεται προς την ωριμότητα, αυτήν που κατά την άποψή της αποκτά εκείνος που παύει πλέον να απορεί. Η έφηβη λοιπόν των συλλαλητηρίων ξεντύνεται το έκπληκτο, αιφνιδιασμένο βλέμμα της – η εξοικείωση άλλωστε με τις απώλειες είναι συντελεσμένη προ πολλού – και προσανατολίζεται σε μια νέα μορφή ιδιότυπης αντίστασης. Εξηγούμαι: αφού δεν μπορεί να κατανοήσει, αφού δε στάθηκε καμιά δικαιολογία αρκούντως πειστική για το αναπότρεπτο της κατάληξής μας, αποφασίζει να έχει λόγο έστω για τα διαδικαστικά.

Ziegfeld Model - Non-Risque - by Alfred Cheney JohnstonΠροτρέχει συνεπώς και προοικονομεί, και μια και δεν της πέφτει λόγος κανένας για το «αν θα…», τουλάχιστον απαιτεί να έχει άποψη για το «πώς θα…», αρνούμενη να αφήσει το μέλλον της απουσίας της στα χέρια της τυχαιότητας: «…σταγόνες θέλω να μεταφέρουν / στον ώμο τους με ευλάβεια / όλων μαζί των μεγάλων θλίψεων / τη μικροσκοπική σωρό / αντί λουλούδια άγριες σταγόνες του αγρού / θέλω να με οδηγούν προφυλαγμένη / απ’ τις θανατηφόρες λακκούβες / της μακαρίας οδού…» (Αλλήλων τα βάρη)
και παρακάτω:«…στη στάχτη θα μ’ εμπιστευτώ / το χώμα μού πέφτει βαρύ / δεν μπορείς ν’ ανασάνεις / σε πιέζουν από πάνω και οι γλάστρες / που φέρνουν οι δικοί σου / βαραίνει και το πολύ νερό που πίνουν / εσένα σε περονιάζει η υγρασία / εχθρός για το αυχενικό σου…» Κι ενώ στο «Χαίρε ποτέ» στο ποίημα (Απροσδοκίες) το «στερνοπαίδι της όνειρο» ήταν τότε να «μη γερνάει μόνη» είκοσι δύο χρόνια μετά, στα «Εύρετρα», γράφει: «Το τελευταίο όνειρο / ξέρεις τι μου προτείνει; / να με πάει με το έλκηθρό του εκεί που ζουν οι πιγκουίνοι / εκεί ονειρεύομαι να ξενιτευτεί η θερμοκρασία του σώματός μου …ώσπου να εθιστεί σ’ αυτό το ψύχος / η αντοχή μου / και να εσωστραφώ σε πιγκουίνο / για να μην τρέμω / ό,τι και αν συμβεί / κρύο ποτέ να μην ξανααισθανθώ / ζέστη ποτέ να μην ξαναγαπήσω». (Στην ξενιτιά του σώματος). Ziegfeld Model - Non-Risque - by Alfred Cheney Johnston Από το σύνολο πάντως της ποιητικής της Δημουλά προκύπτει πως, όπου και αν στράφηκε, είτε αυτό ήταν ο ίδιος ο Θεός είτε ήταν ο έρωτας είτε ακόμα και η ζωή, εισέπραξε μια γενναιότατη προδοσία, που διέψευσε τις υψηλές της προσδοκίες. Στη συνέχεια την είδαμε να ψαλιδίζει λίγο – λίγο τα φτερά αυτών των προσδοκιών, να γίνεται πιο συγκαταβατική, να αρκείται και στα λίγα, να προτείνει μάλιστα τρόπους να βολευτούν και, αν γίνεται, ακόμη και να συνδυαστούν τα πράγματα. Θα πει απευθυνόμενη στο Θεό: «Δε γίνεται τουλάχιστον να μένεις / μια βδομάδα εδώ και μια στο πατρικό σου; / Θαύμα μεγάλο είσαι πια μπορείς / να επιβληθείς στη διανομή σου».
(«Ήχος απομακρύνσεων», Μεγάλη Πέμπτη) Στα «Εύρετρα» ωστόσο, βλέποντας να μη λαμβάνεται σοβαρά η πρότασή της, Τον καταγγέλλει για την εγκατάλειψή μας και την παράδοσή μας στην αιώνια πείνα για το αιώνιο: «…αν είχες, Κύριε και συ / ευλογήσει την παρουσία σου / δε θα μας είχε αφήσει / τόσο νηστικούς / σήμερον». Απογοητευμένη λοιπόν απ’ τη ζωή – που κατ’ ευφημισμόν ή «από λεπτότητα» ονομάστηκε έτσι, αντί να αποκαλείται «συντομία» – διαψευσμένη από την παραμορφωτική τάση του έρωτα, που πάντα είναι εφήμερος και βασανιστικά μονομερής, αλλά και από τις όποιες μεταφυσικές ελπίδες της παραιτημένη, καταφεύγει οριστικά πλέον στη γραφή ανακαλύπτοντας σ’ αυτήν στοιχεία αθανασίας: «…Μεταξύ του υπάρχω και του παύω / του μιλώ και του σώπασα / η μόνη κερδισμένη είναι / η διάσημη εκείνη πολεμική ανταποκρίτρια / η γραφή. / Θρασύτατη λογοκλόπος ανίερη / αντιγράφει / και το μιλώ και το σώπασα να υπάρχω / επιδέξια παραποιημένο σε / διαρκώ / στου χαρτιού το εχέμυθο αυτί». («Τα εύρετρα», Η θρασεία λογοκλόπος) Αιχμηρά τα ποιήματα αλλά και ο χρόνος που με περιορίζει σε λιγοστές επισημάνσεις που αδικούν και την ποιήτρια και τις προθέσεις μου. Κι επειδή τίποτα δε δύναται να είναι εντέλει ολόκληρο, αναγκάζομαι να κλείσω εδώ αυτή την ανολοκλήρωτη προσέγγιση για μια ποιήτρια που μίλησε ωστόσο εξ’ ολοκλήρου για τις απώλειές μας.

Αrtwork: Angie Young; Kamil Vojnar; Julia Geiser

 

Σωτήρης Τριβιζάς, Η τέχνη της ανάγνωσης

O αναγνώστης διαβάζει αργά, προσπαθώντας να εναρμονίσει το ρυθμό της ανάγνωσης με τους εσωτερικούς ρυθμούς της αφήγησης. Πολλές φορές απολαμβάνει δύο και τρεις φορές την ανάγνωση κάποιας σελίδας ή αφήνεται σε μία μυστική ονειροπόληση, η οποία αποτελεί μέρος της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ εκείνου και του συγγραφέα. Ο αναγνώστης έχει την ικανότητα να διαβάζει ακόμα και ανάμεσα στις γραμμές, γιατί ξέρει ότι αυτές οι μικρές σιωπές που δημιουργούνται στα κενά της αφήγησης είναι αποκλειστικά δικός του χώρος: χώρος για να συλλογιστεί, για να δημιουργήσει, να ονειρευτεί. Ποτέ ο αναγνώστης δεν αφήνει αδιάβαστες σελίδες, για να φτάσει πιο σύντομα στο τέλος του βιβλίου. Για τον αναγνώστη σημασία έχει το ταξίδι, όχι ο προορισμός. (…)

Τυχαίνει κάποτε ορισμένα βιβλία ν’ αντιστέκονται στην πράξη της ανάγνωσης. Ο αναγνώστης πλήττει, δυσανασχετεί, χασμάται, συλλαμβάνει τον εαυτό του να παραβλέπει παραγράφους ή ακόμη και ολόκληρες σελίδες του βιβλίου. Δύο πράγματα είναι πιθανόν να συμβαίνουν: ή το βιβλίο είναι πράγματι κακό, οπότε ο αναγνώστης δικαιούται να το ενταφιάσει στη βιβλιοθήκη του αναλογιζόμενος με πίκρα την αστοχία της επιλογής του, ή ο ίδιος δεν είναι ακόμα έτοιμος για την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου. Σ’ αυτήν τη δεύτερη περίπτωση ο αναγνώστης επανέρχεται μετά από μήνες ή και χρόνια και ανακαλύπτει στο βιβλίο που δεν κατόρθωσε να διαβάσει ένα αυθεντικό αριστούργημα. Το δέχεται χωρίς έκπληξη, γιατί ο αναγνώστης ξέρει ότι και αυτός ωριμάζει, όπως ακριβώς τα βιβλία. (…)

Σωτήρης Τριβιζάς, Η τέχνη της ανάγνωσης, από τη συλλογή δοκιμίων Το πνεύμα του λόγου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000

Αrtwork: Anna Nemoy

.

.

 

Αστέρης Μαυρουδής, Το διήγημα (χρηστική εισαγωγή)

(…) Τι μπορεί τελικά να καλύπτει ο όρος διήγημα; Υπάρχει μια σύγχυση στην οριοθέτηση των ειδών. Παράδειγμα είναι ο «Λουκής Λάρας» που άλλοτε αναφέρεται ως νουβέλα, άλλοτε ως «πρωτότυπον μυθιστόρημα» και άλλοτε ως διήγημα. Ποιο ρόλο μπορεί να παίζει η έκταση ενός λογοτεχνήματος; Από μόνο του το στοιχείο της έκτασης είναι σοβαρό διαφοροποιητικό στοιχείο; Ο Ροΐδης όταν κάνει κριτική το 1896 και κατακρίνει τους Έλληνες πεζογράφους δεν βλέπει παρά ποσοτικές σχέσεις «…ουδ’ ελλείπουσι βεβαίως και οι γράφοντες εκτενέστερα διηγήματα, καλούμενα διά τούτο μυθιστορήματα», (Μουλλάς 2006: μα), (Ροΐδης: 354). Επίσης ο Αριστείδης Κουρτίδης είναι κατηγορηματικός και αόριστος «Εις τους νεωτέρους χρόνους το μυθιστόρημα ούτε ως προς τον σκοπόν, ούτε ως προς τα μέσα διαφέρει από το διήγημα, διαφέρει μόνον κατά την έκτασιν ή την πλοκήν», όμως αυτό συμβαίνει και στις άλλες χώρες και υπάρχουν προβλήματα πολλαπλής ορολογίας, όπως στη Γαλλία (nouvelle, count) η στην Αγγλία (short story, long short story, short novel), Gillespie, (1967:117-127) Αμέτρητες μελέτες διαπιστώνουν τη δυσκολία αν όχι την αδυναμία ενός τέτοιου ορισμού. 

Ποια λοιπόν είναι η ουσία του διηγήματος; Η ίδια η ιστορία επέβαλε ένα είδος και η ίδια καθόρισε και τη μορφή, το περιεχόμενο και τις λειτουργίες του. Μας καλύπτει ο ορισμός ότι διήγημα είναι η αφήγηση, τις περισσότερες φορές, σύντομη μιας περιπέτειας συνήθως πρόσφατης και παρουσιασμένης ως πραγματικής, που κινεί το ενδιαφέρον με τον απροσδόκητο χαρακτήρα της; Ορισμός, επίσης, όπως ο επόμενος κρύβει κινδύνους: Διήγημα είτε μικρό είτε μεγάλο είναι το είδος λογοτεχνικού πεζού λόγου που δημιουργήθηκε με τη φαντασία και έχει σκοπό με αφήγηση να μας παρουσιάσει πράξεις που έγιναν, χαρακτήρες, αντιπροσωπευτικούς τύπους κοινωνικών ομάδων ή εποχών (Μουλλάς 2006: μγ). 

Claudio Martinengo  (33)Στο διαγωνισμό της Εστίας δεν ήταν ξεκάθαρο τι εννοούσαν με τον όρο διήγημα. Το μόνο που αναφερόταν ήταν η έκταση και οι περισσότερες συμμετοχές ήταν μικρής έκτασης. Η διατύπωση πως τα θέματα έπρεπε να είναι παρμένα από το Μεσαίωνα ή την αρχαία εποχή πιο πολύ συνάδει με το ιστορικό μυθιστόρημα και τη σύγχρονη εποχή, που παραπέμπει σε σύγχρονο ρεαλισμό. Παρά την ασάφεια της Εστίας, τα διηγήματα που γράφτηκαν είχαν ξεχωριστή φόρμα (αυτή του διηγήματος) και παραδοσιακά πλαίσια, και τα δύο νεοτερισμοί. Άρχισε λοιπόν μια παραγωγή διηγημάτων που τα επόμενα χρόνια πέρασε κατά πολύ την παραγωγή των μυθιστορημάτων (Beaton 1996: 105). Στοιχεία για το τι εννοούσε η Εστία ως διήγημα περιέχονται σε μια απάντηση σε διαγωνιζόμενο : «Το διήγημά σας ελήφθη και ανεγνώσθη ευχαρίστως. Κύριο προσόν αυτού είναι η ζωηρότης των διαλόγων, η λιτή ακρίβεια των περισσότερων περιγραφών και η αφελής απεικόνιση των χαρακτήρων, ενιαχού άτεχνων αλλά πάντοτε χαριεστάτων γραμμών. Φαίνεται ότι το πλείστον ελήφθη εκ του αληθούς και αυτό επιτυχώς διετυπώθη, αλλ’ ότι δεν είδετε και ηθελήσατε να μαντεύσετε, να πλάσετε, αυτό είναι άχρουν, ψευδές» (Μουλλάς 2006: μζ).

 

Στο διήγημα η πραγματικότητα είναι στο προσκήνιο αλλά κομματιασμένη σε ατομικές μαρτυρίες: Υπάρχει στροφή από τη γενική στην τοπική ιστορία, στην ντοπιολαλιά και στην αποτύπωση της παράδοσης. Ο Παλαμάς λέει για το διήγημα: «Μακριά από τη λέπρα των γενικοτήτων… πρόσωπα, όχι δόγματα, εικόνες όχι φράσεις, κουβέντες, όχι κηρύγματα, διηγήματα όχι αγορεύσεις», ενώ o Παπαδιαμάντης μιλά για «βαθείαν των πραγμάτων μελέτη» (Μουλλάς 2006: μη). Η κριτική που έκανε ο Κ. Θ. Δημαράς στον Αλ. Παπαδιαμάντη και σε άλλους διηγηματογράφους βασίζεται πράγματι σε επαναλαμβανόμενα στερεότυπα. Δεν διευκρινίζεται όμως αν αυτά τα στερεότυπα έχουν να κάνουν με την οργάνωση του λογοτεχνικού κόσμου του Παπαδιαμάντη ή με την ιδεολογική ανάγνωση και την ιστοριογραφική οπτική του κριτικού. Ο κριτικός μιλάει για συντηρητικό όραμα που καθηλώνει το άνοιγμα προς εθνικό εκσυγχρονισμό. Τέτοιες θέσεις αντί να οδηγήσουν στο διαυγή προσδιορισμό του διηγήματος και των ιδιομορφιών του συντείνουν στην αύξηση της σύγχυσης των μελλοντικών ερευνητών, όπως αναφέρει ο Αλ. Ζήρας (Πολίτου-Μαρμαρινού, 1979:50).

Ο Poe συγκρίνει την εντύπωση που δίνει ένα διήγημα μ’ αυτήν που μπορεί να προσφέρει ένας πίνακας υψηλής τέχνης, ενώ ο H. James λέει ότι στο διήγημα αποτυπώνονται εικόνες της εποχής μέσα σε μικρό χωρικό πλαίσιο. Ο Hemingway παρουσιάζει το διήγημα ως παγόβουνο του οποίου μόνο ένα μέρος βρίσκεται έξω από το νερό ορατό. Το ίδιο λέει και ο Ψυχάρης παρομοιάζοντας το διήγημα με πηγάδι με μεγάλο βάθος και μικρό στόμιο. Μιλούν και οι δύο δηλαδή για μια προσχεδιασμένη εντύπωση, η οποία λανθάνει πίσω από κάθε λέξη, πίσω από τα κείμενα κάθε διηγήματος. Αυτό το στοιχείο δίνει μια διεισδυτικότητα στο διήγημα που δεν υπάρχει στο μυθιστόρημα. Υπάρχει δηλαδή ένα πλέξιμο συντομίας και εμβάθυνσης (Πολίτου-Μαρμαρινού, 1979:121). 

Ποια, τελικά, λοιπόν είναι η δομή ενός διηγήματος;

Το διήγημα έχει μια αφηγηματική δομή η οποία εμπεριέχει μια αιφνίδια ανατροπή.

Έχει έναν κύριο ήρωα και ένα κορυφαίο γεγονός.

Εμπεριέχει την αφηγηματική οικονομία (ο Poe λέει πως πρέπει να διαβάζεται σε μια το πολύ δυο ώρες) και την μόνιμη αναζήτηση της έκπληξης και του ανοίκειου, που είναι το ζητούμενο και δομικό στοιχείο στη λογοτεχνία.

Το διήγημα δεν αναπτύσσει έναν λεπτομερή κόσμο αλλά χρησιμοποιεί την οπτική «μιας φέτας ζωής». Προτρέπει τον αναγνώστη να συμπεράνει ένα γενικότερο νόημα, μέσα από μια λιτή παρουσίαση, χρησιμοποιώντας δικές του εικασίες και εμπειρίες (Πολίτου-Μαρμαρινού, 1979:492).

Οι χαρακτήρες είναι διαμορφωμένοι και αποκαλύπτονται σε αντίθεση με το μυθιστόρημα στο οποίο αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Γίνεται συμπίεση δεδομένων σε μια φέτα ζωής και έτσι από ασήμαντες λεπτομέρειες η εικόνα της ζωής γίνεται πειστική και πιο έντονη.

Η έκτασή του προτρέπει σε πολυμορφία και πειραματισμούς σε θεματικές αναζητήσεις, μείξη ειδών και συνομιλία με άλλα είδη και άλλα διηγήματα (Πολίτου-Μαρμαρινού, 1979:537).

(…)

[…] το μυθιστόρημα μπορεί να είναι με το αιματάκι του, αλλά το διήγημα πρέπει να είναι καλοψημένο. Το μυθιστόρημα πάντα παχαίνει, αλλά το διήγημα έχει ακριβώς τις θερμίδες που χρειάζονται. Το μυθιστόρημα, αφού το ανοίξεις, διατηρείται μια χαρά στο ψυγείο, το διήγημα όμως πρέπει να καταναλωθεί αμέσως. Το μυθιστόρημα έχει συντηρητικά, το διήγημα είναι πλούσιο σε φυτικές ίνες. Το μυθιστόρημα δεν παθαίνει τίποτα αν το ξαναζεστάνεις, αντίθετα το διήγημα –παραφράζοντας την ταινία– «Το τηγανίζεις μονάχα μια φορά». Το μυθιστόρημα είναι βαρύ φαγητό που φέρνει καούρες, το διήγημα κρύο πιάτο ζαρζαβατικής πολυπραγμοσύνης. Το μυθιστόρημα σε χορταίνει, το διήγημα σου ανοίγει την όρεξη». Φερνάντο Ιγουασάκι

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Αστέρης Μαυρουδής, Το διήγημα (χρηστική εισαγωγή), Ενδυμίων, 2014

Πίνακες: Claudio Martinengo

 

Εύα Στάμου, Η επέλαση της ρoζ λογοτεχνίας

Θα άξιζε, τέλος, ν’ αναφερθούμε επιγραμματικά σε ένα είδος που, σε πρώτη ματιά, φαίνεται ίσως να διαφεύγει από τις παραπάνω κατηγοριοποιήσεις. Πρόκειται για την κατηγορία που απαρτίζουν τίτλοι με θέμα την Τουρκία και φόντο τις γειτονιές της Πόλης, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια κατέκλυσαν την ελληνική αγορά. Τα αίτια και η λογική των βιβλίων αυτών, πάρα τις όποιες διαφορές στο σκηνικό τους διάκοσμο, είναι ίδια με των κειμένων που αναλύσαμε. Πρώτον, συνδέονται άρρηκτα με τη ροζ κουλτούρα, και μάλιστα με τρόπο πασιφανή, καθότι παράγωγα μιας τηλεοπτικής «μόδας». Πρόκειται για βιβλία που δημιουργήθηκαν με αφορμή την επιτυχία των τουρκικών τηλεοπτικών σειρών και στο τηλεοπτικό κοινό κατεξοχήν απευθύνονται.

Δεύτερον, το ζητούμενο είναι, και στη δική τους περίπτωση, η «απόδραση» από την πραγματικότητα∙ στα διεθνή ρομάντζα αυτό επιτυγχάνεται με περιγραφές πολυτελών χώρων και υπερατλαντικών ταξιδιών, στα βιβλία με θέμα την Κωνσταντινούπολη με το ταξίδι στο χρόνο και τη μεταφορά σ’ ένα «εξιδανικευμένο» παρελθόν, όπου και πάλι, ωστόσο, αναπαράγονται οι στερεοτυπικοί ρόλοι: η αθώα, όμορφη νεαρή, η δολοπλόκα αντίπαλός της, ο ισχυρός, γοητευτικός άντρας, που αποτελεί το μήλο της έριδος, και οι υπόλοιποι εύκολα αναγνωρίσιμοι χαρακτήρες της ροζ κουλτούρας.

Εύα Στάμου, Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας, σελ. 60-61, Εκδόσεις GUTENBERG, 2014

Πίνακας: Erika Yamashiro

.

.

 

Arthur Schopenhauer, Περί ανάγνωσης και βιβλίων

Υπάρχουν δύο είδη ιστορίας – η ιστορία της πολιτικής και η ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης. Η μία είναι η ιστορία της βούλησης, η άλλη η ιστορία της νόησης. Ως εκ τούτου, η πρώτη εμπνέει πάντοτε ανησυχία, αν όχι τρόμο: απειλές, αγωνίες, απάτες και αποτρόπαιοι φόνοι, κατά κόρον. Αντίθετα, η άλλη είναι σε όλες της τις εκφάνσεις ιλαρή και αμέριμνη, όπως η απομονωμένη νόηση, ακόμα και όταν τυχόν αποτυπώνει λαθεμένες διαδρομές. Ο κύριος κλάδος της είναι η ιστορία της φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα, αυτή είναι το θεμελιώδες μπάσο της, το οποίο συνηχεί ακόμα και στο άλλο ιστορικό είδος, όπου κατευθύνει επίσης τη σκέψη∙ αλλά αυτή είναι που κυβερνά τον κόσμο. Επομένως, εφόσον κατανοηθεί σωστά, η φιλοσοφία είναι κατά βάθος η πιο ισχυρή υλική δύναμη, έστω και αν έχει εξαιρετικά αργή δράση.

Arthur Schopenhauer, Περί ανάγνωσης και βιβλίων, Η τέχνη της αποχής από την ανάγνωση, σελ. 19-20, μτφρ.: Γιάννης Καλιφατίδης, Εκδόσεις Άγρα, Ο άτακτος λαγός, 10, Σειρά Β’.

Πίνακας: Armen Gasparian

.

.

 

Eύα Στάμου, Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας

Στο Ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς πρωταγωνιστεί μία συνηθισμένη Αγγλίδα μικροαστικής καταγωγής που προσπαθεί να κάνει καριέρα σε εκδοτικό οίκο. Εκεί, αντιμετωπίζει ποικίλα εμπόδια επιστρατεύοντας την υπομονή, την πονηριά και το χιούμορ της. Η Μπρίτζετ, που, από άποψης εμφάνισης, ταλέντου και σπουδών, δεν είναι κάτι ιδιαίτερο –έτσι ώστε η μέση εργαζόμενη γυναίκα να μπορεί να ταυτιστεί μαζί της με ευκολία, νιώθοντας ίση ή ανώτερή της –, κρατά ένα καθημερινό ημερολόγιο, όπου σημειώνει, με θρησκευτική ευλάβεια, σχόλια για τα θέματα που η συγγραφέας θεωρεί ότι απασχολούν εκατομμύρια γυναίκες με κοινό τρόπο ζωής και παρόμοιες επιδιώξεις: τη δίαιτα και τα κιλά της, τον αριθμό των τσιγάρων που κάπνισε και των ποτηριών αλκοόλ που κατανάλωσε, τα πάρτι στα οποία παρευρέθηκε, τα ρούχα και τους άντρες που δοκίμασε. Το γεγονός ότι στο τέλος του ρομάντζου η Μπρίτζετ κατακτά τον άντρα των ονείρων της οφείλεται περισσότερο στην απίστευτη καλοσύνη, στην εκπληκτική αθωότητα, στην ανεξήγητη αύρα ελκυστικότητας (το sex appeal) που ακτινοβολεί και φυσικά στη θεά Τύχη, και λιγότερο στην ευφυΐα, στο ταλέντο ή στην ομορφιά της. Το μήνυμα είναι σαφές: Με όπλα την επιμονή, τη σκληρή δουλειά, την ευτράπελη διάθεση και τη γλυκιά αθωότητα που αναζητούν οι άντρες στις γυναίκες, μπορείς κι εσύ να πετύχεις το στόχο: να παντρευτείς τον ιδανικό άντρα. Δεν χρειάζεται να έχεις ταλέντα και γνώσεις, να καταγίνεσαι με κάποια σοβαρή εργασία ή να μοιάζεις με μοντέλο. Όλα είναι δυνατά, αρκεί να πιστέψεις στον εαυτό σου – και στο «παραμύθι» των ροζ βιβλίων.

Eύα Στάμου, Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας, Δοκίμιο για την ευδοκίμηση μιας μορφής αφηγηματικού λόγου, σελ. 48-49, Εκδόσεις GUTENBERG, 2014

Πίνακας: Erika Yamashiro

.

.

 

 

Μπωντλαίρ, Επιλογή από τα Journaux Intimes

Όποιος δεν είναι ελαφρά δύσμορφος περνά απαρατήρητος∙ απ’ αυτό προκύπτει ότι το ακανόνιστο, δηλαδή το απροσδόκητο, η έκπληξη, το θάμβος συνιστούν ουσιώδες μέρος και το χαρακτηριστικό της ομορφιάς.

Μπωντλαίρ, Επιλογή από τα Journaux Intimes, Μύδροι, σελ. 29 μτφρ.: Ευρυδίκη Παπάζογλου, Εκδόσεις Στιγμή, 1993

Πίνακας: Hamish Blakely

 

Φερνάντο Πεσσόα, Ηρόστρατος

H σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την ηθική είναι εξαιρετικά απλή, γιατί τόσο αυτοί που υποστηρίζουν πως τέτοια σχέση δεν υφίσταται όσο και οι αντίπαλοί τους έχουν δίκιο. Αντικειμενικά, δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την ηθική, για τον απλό λόγο ότι η τέχνη είναι τέχνη και η ηθική είναι ηθική, όπως δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στην αλήθεια και την ηθική. Η ηθική ωστόσο σχετίζεται με όλη την ανθρώπινη ζωή, αφού δεν είναι παρά η προσπάθεια να εξυψωθεί, να αποκτήσει αξία, αυτή η ζωή. Και η ανθρώπινη ζωή περιέχει την τέχνη και την αλήθεια. Η ίδια σχέση παρατηρείται κι ανάμεσα στην ομορφιά και την αλήθεια. Dali 10Θα μπορούσα, αν είχα ταλέντο, να στηρίξω ένα υπέροχο ποίημα στην υπόθεση ότι ο Ήλιος κινείται γύρω από τη Γη∙ η απόρριψη εκ μέρους μου των θεωριών του Κοπέρνικου δεν θα επηρέαζε σε τίποτε το ρυθμό του ποιήματος. Παρ’ όλα αυτό, στον βαθμό που χρησιμοποιώ μία εμφανώς λανθασμένη υπόθεση, το ποίημά μου δεν θα είχε σχέση με τη ζωή – δηλαδή θα έχει σχέση με την τέχνη, αλλά όχι μ’ αυτό του οποίου η τέχνη αποτελεί αναπόσπαστο μέρος. Το ψέμα μου δεν θα ακυρώσει την καλλιτεχνική αξία του ποιήματός μου, αλλά θα ακυρώσει την εξυψωτική του δύναμη, της οποίας η καλλιτεχνική δύναμη δεν είναι παρά μέρος. Γιατί –για να μιλήσουμε χωρίς περιστροφές– σκοπός της υψηλής τέχνης είναι να εξυψώνει, άρα είναι κοινός με αυτόν της ηθικής. Το ποίημά μου μπορεί να εξυψώνει ως ποίημα∙ δεν θα μπορεί να εξυψώνει ως κάτι ζωντανό.

Όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες προσπαθούν, υποτάσσοντας τον εαυτό τους σε μία ενστικτώδη επιταγή, να δημιουργήσουν αυτό που, μέσω του στοχασμού, θα τους επιτρέψει να συλλάβουν το ιδεώδες αφ’ εαυτό ή την ιδεώδη μορφή ενός αληθινού πράγματος. Αυτό γίνεται αντιληπτό στον στίχο, ο οποίος αποτελεί το μέσο της υψηλότερης των τεχνών ή στον ρυθμό, ο οποίοςαποτελεί το μέσο της ισχυρότερης των τεχνών, της μουσικής. Ο στίχος είναι η ιδεώδης –η τεχνητά ανώτερη– μορφή λόγου∙ ο ρυθμός είναι η ιδεώδης μορφή ήχου – το ιδεώδες τεχνητό του σχήμα. Συνεπώς, όποια κι αν είναι τα μέσα εξύψωσης του νου, η νοθεία δεν είναι ένα από αυτά. Όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες αποφεύγουν να υμνήσουν την πραγματική ανηθικότητα – δηλαδή ό,τι θεωρούν ανήθικο, γιατί αυτό δεν εναρμονίζεται με τις καλλιτεχνικές τους προσπάθειες και τους καλλιτεχνικούς τους στόχους∙ έρχεται σε άμεση αντίθεση με τους ίδιους και όχι μόνο μειώνει αντικειμενικά την αξία του προϊόντος (όχι απλώς της τέχνης, αλλά της ανθρώπινης τέχνης), αλλά και υποκειμενικά, διασπώντας την προσοχή του καλλιτέχνη. Το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο με την εισαγωγή της θεολογίας ή της αμετροεπούς ηθικολογίας σ’ ένα ποίημα. Ανάμεσα στους κορυφαίους ποιητές του κόσμου –δηλαδή ανάμεσα στους κορυφαίους καλλιτέχνες της κορυφαίας τέχνης– υπάρχουν μόνο δύο που θα μπορούσαν να θεωρηθούν έως έναν βαθμό ανήθικοι: o Σαίξπηρ και ο Γκαίτε – ο Σαίξπηρ στην ομοφυλοφιλία των σονέτων του και την ενοχλητική παραφυάδα της, το «Venus and Adonis» (ωστόσο όχι στο σύνολο του δραματικού του έργου)∙ o Γκαίτε εξαιτίας της καθαρά αισθητιστικής του κλίσης και του κριτικού του πνεύματος. Οι δύο αυτοί ποιητές είναι εκείνοι οι οποίοι, μεταξύ των επιφανέστερων ποιητών του κόσμου, είναι οι λιγότερο καλλιτέχνες. Και οι δύο δημιουργούν αδύναμα σύνολα, μολονότι η περίπτωση του Γκαίτε είναι πιο σκανδαλώδης, γιατί στον Σαίξπηρ υπάρχει τουλάχιστον ηθική θέρμη.

(σελ. 88-90)

Μια παρόμοια επίδειξη ακροβατικών ικανοτήτων επιχείρησε και ο άμοιρος αισθητιστής του διεστραμμένου πατριωτισμού, ο οποίος χάρισε στο Κορκ εφήμερη αθανασία. Το πιο πικρό σχόλιο σχετικά με τη ματαιότητα των καιρών μας ενσαρκώνεται στο πρόσωπο αυτού του τιποτένιου μάρτυρα, ο οποίος προσπάθησε να μετατρέψει ένα τόσο ιδιωτικό όργανο όπως το στομάχι σε αρνητικό υποκατάστατο του απρόσωπου μαρτυρίου. Για αρκετές ημέρες συγκέντρωσε πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας, όπως οι κινηματογραφικοί αστέρες, επιλέγοντας να αυτοκτονήσει με τον πλέον χρονοβόρο από τους προφανείς τρόπους. Κι αυτός ανήκει στην Άγρια Δύση της μοχθηρίας μας. Είναι ο κατάλληλος σύντροφος –σε όποιο λίμπο και αν διατάζει ο Άλλος Κόσμος τους ματαιοπονούντες θηρευτές του σοβαρού σκοπού– όσων κατεβαίνουν ως την αμμουδιά με αυτοκίνητα, όσων ακροβατούν πάνω στα τελευταία πορίσματα της επιστήμης. Ανακάλυψε πως η λιμοκτονία θα μπορούσε να αποτελέσει πνευματικό ναρκωτικό και συνέδεσε την απρόσωπη δημοσιότητά του με την ιερή περιφρόνηση για τις αποχρώσεις του αποκλειστικού ρεπορτάζ. dali 6Ωστόσο και άλλες, πιο παράξενες μορφές δημοσιότητας, προσωπικής ή απρόσωπης, θα ανακαλυφθούν. Ο άνθρωπος θα τολμήσει τα πάντα προκειμένου να ευτελίσει έναν σκοπό, όσο υψηλός και αν είναι αυτός. Εκείνη η υγεία της καθαρής διάνοιας που, αν και γνωρίζει πως η σωτηρία βρίσκεται πέρα από αυτήν, δεν θα εναγκαλιστεί το παράλογο∙ εκείνη η έλλογη πληρότητα ψυχής που δεν θα αποδεχθεί ότι η αλήθεια είναι προνόμιο της αμοιβάδας∙ εκείνη η διαυγής αυστηρότητα του προσθίου τμήματος του εγκεφάλου – καμία από αυτές τις ιδιότητες δεν θα ενδώσει στη μεγαλορρημοσύνη των μελλοντικών προσωπικοτήτων που θα επιβάλει ο τύπος. Παίρνει την ακριβή του θέση στον παράδεισο των Ηλιθίων πάνω στο ελαφρύ στρώμα της περιφρόνησής μας. Είναι κι αυτός μολυσμένος από τον ιό του μαρτυρίου. Ένας Στυλίτης των εντέρων, που έκανε τον πατριωτισμό υπόθεση ασιτίας. Τέτοιους ανθρώπους είχε κατά νου ο Προυντόν, αυτούς που μολύνουν με τον ιό του μαρτυρίου τον σκοπό που υπερασπίζονται, όταν είπε εκείνη την περίφημη φράση που θα πρέπει να χαραχτεί σε μάρμαρο προς χρήση των […] «Δεν γνωρίζω τίποτα απεχθέστερο από τους ήρωες – με μόνη εξαίρεση τους τυράννους». (σελ. 46-47)

εφήμερη αθανασία: Αναφορά στον Terence MacSwiney, ήρωα του αγώνα για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, ο οποίος συνελήφθη από τις βρετανικές αρχές στις 12 Αυγούστου 1920, λίγους μήνες αφότου κατέλαβε τη δημαρχία της πόλης. Ο MacSwiney πέθανε στις φυλακές του Λονδίνου στις 24 Οκτωβρίου του ίδιου έτους μετά από απεργία πείνας που κράτησε 74 ημέρες

Φερνάντο Πεσσόα, Ηρόστρατος, Η αναζήτηση της αθανασίας, μτφρ.: Xάρης Βλαβιανός, Εκδόσεις Εξάντας, 2001

Πίνακες: Salvador Dali

.

.

 

Αλέξης Ζήρας, Το μυθιστόρημα μπροστά σε μια (ακόμα) κρίση της αναπαραστατικής του δυνατότητας (Περιοδικό Ο αναγνώστης)

 Ι  

Η κρίση της αναπαράστασης στο μυθιστόρημα των τελευταίων ετών εμφανίζεται ασφαλώς εκτός από κρίση που αφορά στην τεχνική του, στη γλώσσα και στο γούστο του, δηλαδή κρίση αισθητική, και ως κρίση για τις αξίες που εγκιβωτίζει και, κατά συνέπεια, κρίση στη σχέση κειμένου και αναγνώστη, κάτι που επενεργεί στην αξιολόγησή του, στον τρόπο υποδοχής του, στο αν συντρέχουν εντέλει λόγοι ουσιώδους ύπαρξής του ή όχι. Η μεγάλη συζήτηση που άνοιξε πριν από μια εικοσαετία και πλέον παγκοσμίως, είναι μια συζήτηση που κατευθύνεται, όπως γράφει ο Τζ.Μ.Κούτσι στο βιβλίο του Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς όχι στα επιφαινόμενα της φανερής πλέον δυσανεξίας του δυτικού πολιτισμού αλλά στις “ιερές” απαρχές του που τις δεχόμαστε εκ των προτέρων ως άβατο,χωρίς πολλές φορές να τις καταλαβαίνουμε. Συζήτηση για την κρίση από την οποία ως συνήθως απουσιάσαμε παταγωδώς, περί άλλων τυρβάζοντες, και που τώρα μας απασχολεί απλώς γιατί μας εξώθησε προς τα εκεί βίαια η αρνητική οικονομική συγκυρία, αν και αυτή ως διακύβευμα της πολιτικής των κομμάτων-όχι ως κριτική και αυτοκριτική της λογικής που συνεχίζει πάντοτε να διέπει τη σκέψη μας! Αλλά, ακόμα και έτσι είναι αδύνατο ή αστείο το να προσπαθούμε να απομονώσουμε το πεδίο της λογοτεχνικής αναπαράστασης, μυθιστορηματικής ή άλλης, από το ευρύ κοινωνικό πεδίο το οποίο γενετικά την παράγει, παράγοντας άλλωστε με τις αντιφάσεις του κι αυτή την ίδια την κρίση. `Οπως επίσης είναι αστείο το να συνεχίζουμε να θεωρούμε, παραποιώντας την προβληματική του μοντερνισμού, ότι το σχετικά αυτόνομο φαινόμενο της δημιουργίας της τέχνης λειτουργεί ερήμην του γύρω κόσμου και, εννοείται, της εκάστοτε υπαρκτικής του κρίσης. Στο βαθμό βέβαια που αυτή είναι συνειδητή στην ολότητά της και όχι τεμαχισμένη και διαχωρισμένη τεχνητά σε φαινόμενα του δημόσιου και του προσωπικού βίου.

ΙΙ

Αναφερόμαστε επιμερισμένα στο μυθιστόρημα, διότι από όλα τα λογοτεχνικά είδη, λόγω της δημοφιλίας του,είναι το πλέον από αυτά αντιπροσωπευτικό ως προς την προβολή του απεικάσματος του κοινωνικού πεδίου, σύμφωνα με τον Αλαίν Τουραίν στο πρώιμο αλλά βασικό έργο του La production de la societé. Επομένως, και το πλέον αντιπροσωπευτικό του απεικάσματος, μέσω της δημιουργικής φαντασίας, για τις ρήξεις, τις μεταβολές της γλώσσας και της μορφής, κι ακόμα τις αλλαγές δομής τις οποίες υφίσταται και προς τις οποίες προσανατολίζεται το περιβάλλον ενός συγγραφέα ή ενός αναγνώστη. Κρίσεις, όπως αυτή που, έστω και καθυστερημένα, μας απασχολεί και ενδημικά κατά τα τελευταία χρόνια, δεν είναι σπάνιες μέσα στην ιστορία του 20ού αιώνα. Καμμία πάντως δεν υπήρξε αυτόνομη, περιορισμένη στην επικράτεια της τέχνης και στα εργαλεία της. Συχνά διαβάζω ή ακούω ότι η εμπέδωση της βαθιάς και πολλαπλής κρίσης την οποία ζούμε θα μπορούσε να ήταν ικανοποιητικότερη αν ήταν ανεβασμένο το πολιτισμικό επίπεδο του λαού, αν η ποσόστωση των αναγνωστών των βιβλίων ήταν υψηλότερη, αν η λογοτεχνία και η τέχνη είχαν οργανική σχέση με την παιδεία. Για να πω την αλήθεια, δεν είμαι και πολύ βέβαιος για όλες αυτές τις ψευδο-ουμανιστικές υποθέσεις. Αντίθετα, μιλώντας γενικά, ολοένα και περισσότερο πιστεύω ότι μια κοινωνία, σε περιόδους κρίσης ή σε περιόδους ύφεσης, είναι συνεχώς σε αναζήτηση εκείνης της μορφής αναπαράστασης που της λείπει. Αν της έλειπε η αναπαράσταση της προσωπικής ανάγνωσης της πραγματικότητας που προσφέρει η τέχνη, αυτήν θα αναζητούσε ώστε να μεταμορφώσει σ΄ένα άλλο πεδίο αυτό που επιθυμεί ή αυτό που την πληγώνει.

ΙΙΙ

Ποια ειναι η αναπαράσταση της πραγματικότητας που μπορεί να προσφέρει σήμερα στην ελληνική κοινωνία, έστω στην κοινωνία των αναγνωστών του, το ελλαδικό μυθιστόρημα; Πώς είναι δυνατόν να απευθυνθεί το ελλαδικό μυθιστόρημα σε μια κοινωνία σε κρίση, όταν αυτό το ίδιο δεν έχει συναίσθηση της κρίσης; `Οταν, θέλω να πω, δεν έχει ενσωματώσει όχι στη θεματική αλλά στη δομή της σύνθεσής του το διακύβευμα της δικής του κρίσης, της ανάγκης να αλλάξει και να μην είναι το ίδιο; Κατά μία έννοια, η διάκριση μεταξύ επινόησης και αφήγησης από τη στιγμή που τέθηκε ως πρόβλημα  στην Ποιητική του Αριστοτέλη δεν έπαψε να ανανεώνει τα όπλα της διαμάχης για το τι σημαίνει “αληθινό” και για το πώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το πιο αμφίσημο των πραγμάτων που λέγεται πραγματικότητα.   Γι’ αυτό θα παραξενέψει ίσως πολλούς αν έρθω να υποστηρίξω τώρα ότι από όλα τα είδη της τέχνης, συμπεριλαμβανομένων των άλλων αφηγηματικών, το σημερινό ελλαδικό μυθιστόρημα, πάλι μιλώντας με γενικούς όρους, είναι το πιο καθυστερημένο, το πιο αναχρονιστικό, το πιο προσδεδεμένο σε μια απλουστευτική αντίληψη της μίμησης είδος. Το πιο τετριμμένο και συμβατικό ως προς τις δυνατότητές του να συλλάβει και να αναπαράξει τις διαθέσεις αλλαγής (όσο υπάρχουν αυτές και σε ποιό βαθμό) που έχει υποτίθεται σχηματίσει η κρίση ταυτότητας της κοινωνίας. Ο αναχρονισμός του “νεώτερου” μυθιστορήματος, το ότι αισθητικά, γλωσσικά, μορφολογικά, υπολείπεται της πεζογραφίας της γενιάς του 30, της τριλογίας των Ακυβέρνητων Πολιτειών του Στρατή Τσίρκα, των μυθιστορημάτων του Αλέξανδρου Κοτζιά, του Νίκου Μπακόλα, της Τατιάνας Μιλλιέξ, του Νίκου Καχτίτση, του Τηλέμαχου Αλαβέρα, του Νίκου Κάσδαγλη, του Ρένου Αποστολίδη, έγκειται κατά τη γνώμη μου στο ότι με την υποκριτική του επιλογή να γίνει πληβειακό, αποσκοπώντας στην απορρόφηση ενός ευκαιριακού κοινού, πρόσφερε και προσφέρει τη μίμηση μιας “πραγματικότητας” που δεν αναγνωρίζεται πλέον, ως να μην υπάρχει, μιας “πραγματικότητας” εκτός τόπου και χρόνου, όσο κι αν αυτή περιγράφεται με εκνευριστική φλυαρία σε 500 ή 600 σελίδες σε κάποιο τόπο και σε κάποια εποχή.

Μιας “πραγματικότητας” που ο φωτογραφικός ρεαλισμός της αναπαραγωγής της έχει μεταβληθεί σε ιδεοληψία, έχοντας αφήσει να αποστεωθεί τρομερά το σκέλος της επινόησής της, σε σημείο ώστε πλέον επινόηση και περιγραφή να ταυτίζονται. Και πώς αλλιώς, αν η βασικότερη αιτία αυτής της ισοπεδωτικής ταύτισης επινόησης και περιγραφής βρίσκεται στο ότι η πλειονότητα των μυθιστορημάτων δεν αφορά καν αναπαραστάσεις του πραγματικού όσο εκούσιες ή μη αναπαραστάσεις του μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα της μιντιακής εικόνας; Αν λοιπόν προσθέτει αυτό το “ανυποψίαστο” μυθιστόρημα την κρίση ως φαινόμενο, άξιο περιγραφής, την προσθέτει απλώς ως επιφαινόμενο και παροδικό θέμα στο κομπολόι των ελκυστικών θεμάτων του. Χωρίς ταυτόχρονα, όπως ήδη αναφέραμε, να την αναγνωρίζει ως ολόδική του ριψοκίνδυνη κατάσταση. Ως διακύβευμα. Ως κρίση της κρίσης του, γιατί μέσα από την κρίση της ταυτότητάς του και μόνο μπορεί να επιζήσει.

ΙV

Αναγνώστες, όπως και συγγραφείς, υπάρχουν λογιών λογιών. Ανάμεσά τους όμως πάντοτε εμφανίζεται μια μεθόριος, ένα όριο που όσο και αν ενίοτε είναι αχνό και συγκεχυμένο, κάνοντας τον αναγνώστη να νιώθει συγγραφέας ή το αντίστροφο, εξακολουθεί να υπάρχει: πάνω σ’ αυτό το όριο νομίζω ότι διακυβεύεται ή κρίνεται η έννοια της αναπαράστασης του πραγματικού, η μυθιστορηματική αλήθεια. Το ποιά είναι η μυθιστορηματική αλήθεια μας ενδιαφέρει αναμφισβήτητα, και μάλιστα μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα σε εποχές τέτοιες, σε χρονικά σημεία όπου οι διασαλεύσεις των αξιών και των αρχών ωριμάζουν και γίνονται ανοιχτά πεδία κρίσεων. `Ενα διεισδυτικό μάτι, ασφαλώς διεισδυτικότερό μου, θα μπορούσε πάντως να διακρίνει ότι οι αναγνώστες των μυθιστορημάτων ολοένα και πιο πολύ έχουν αρχίσει και δυσφορούν απέναντι στις δομές αναπαράστασης της “αλήθειας” ή του “πραγματικού” τις οποίες εγκαθιστούν τα τελευταία χρόνια οι συγγραφείς των μεγάλων συνθέσεων. Υπάρχει μια διάχυτη απογοήτευση, μια διαπίστωση της άγονης επανάληψης, της φτώχειας στην επινόηση, της εμμονής στην οριζόντια περιγραφή, της ευκαιριακής πρόσδεσης σε θέματα του συρμού, της εξαντλητικής πολυλογίας. Η κρίση, όσο κι αν μοιάζει κάτι τέτοιο να είναι μηχανιστικό, όξυνε τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη, έτσι ώστε αυτός ο κατά τον Κάρολο Μπωντλαίρ “παρόμοιος αδελφός” να μη συντάσσεται τόσο εύκολα όσο άλλοτε με τη “δοκιμασμένη” από έτοιμες συνταγές υποκριτική της μυθοπλασίας. Με συνέπεια να αισθάνεται αποξενωμένος, όχι μόνο ως ανώνυμο μέλος της ευρείας συντεχνίας που ζει και δημιουργεί στο λογοτεχνικό πεδίο, όπως την ορίζει ο Πωλ Ρικέρ, αλλά πλέον και ως μέλος μιας μικρής ή μεγάλης κοινωνίας, απορρυθμισμένης ήδη από την κρίση των θεσμών και των ως χθες ακόμα σταθερών αρχών που θέσπιζαν και στήριζαν το πλέγμα των “δημοκρατικών” συμβάσεων. Πλέον, αυτό τοαπείκασμα της κοινωνίας που δεν πιστεύει στον εαυτό της φτάνει στο σημείο να μην το αναγνωρίζει ο αναγνώστης στον καθρέφτη τής, με συμβατικά μέσα, μυθιστορηματικής αναπαράστασης, ή της επιτήδειας αναχρονιστικής φυγής της. Η δυσφορία του εμφανίζεται ως συναισθηματική αντίδραση, η οποία όμως σ΄ένα δεύτερο επίπεδο συνειδητής επεξεργασίας της, αποκαλύπτει την αποξένωση ή την ανοικείωσή του!

V

H σπουδή αυτή άρχισε να γράφεται ως προσπάθεια δημιουργίας μιας επάλληλης, συνδυαστικής μελέτης για την κρίση, κρίση του κόσμου και κρίση της μυθιστορηματικής αναπαράστασής του, καθώς προχωρούσε όμως ψαύοντας, χωρίς να διεκδικεί αριστεία συστηματικότητας, θα έλεγα ότι φιλοδοξεί να μείνει οργανωμένη πάνω σ΄αυτό ακριβώς το μεταίχμιο στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως. Με άλλα λόγια, στο να σχολιάσει, να στοχαστεί και, παρά την πίεση των γεγονότων, ίσως να προλάβει να αναστοχαστεί πάνω στο ολικό φαινόμενο της κρίσης, η οποία δεν μπορεί παρά να επηρεάζει με τρόπο αμφίσημο και αμφίστομο το πεδίο της μυθιστορηματικής δημιουργίας. Ακόμα και εκείνης της δημιουργίας που είναι οχυρωμένη πίσω από την πιο αριστοκρατική αυτοαναφορικότητα, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι ο ορίζοντας τής υποκειμενικής πραγματικότητας αποφεύγει τον συγχρωτισμό του με τον ορίζοντα της εποχής. Η κρίση αυτή, το λέμε για πολλοστή ίσως φορά, αφορά ως προς το μυθιστόρημα την ίδια στιγμή τους τόπους και τους τρόπους του, καθώς το γεγονός μιας ρήξης που επιδρά και στο λογοτεχνικό πεδίο νομίζω ότι θα παρέμενε άγονο και ανεπαρκές αν προσχωρούσε (και η γνώμη μου είναι ότι προσχωρεί, δείχνοντας έτσι το ημιτελές της) σε μια ρεαλιστική συνθήκη που έρχεται από τα παλιά, δηλαδή αβαθή και οριζόντια. Μια ρεαλιστική συνθήκη που η αυταπάτη της υποτιθέμενης διαύγειας και ευκολίας της δεν επιτρέπει στην ίδια την μυθιστορηματική αναπαράσταση να δείξει την πολυπλοκότητα και τη συνθετότητα των επιπτώσεων της κρίσης στη συνείδηση του συγγραφέα. αν δεχτούμε ότι κρίση της αναπαράστασης εκείνης, της περιορισμένης στην ανάδειξη του ρήγματος ανάμεσα στο γούστο του συγγραφέα και στο άλλο του αναγνώστη, είναι κρίση καταφανώς ευρύτερη που απλώνεται και εκ των πραγμάτων συνοδεύει τον τρόπο της υποκειμενικής αναπαράστασης της πραγματικότητας στον κόσμο του μυθιστορήματος.

Ρωτώντας, με τη ρητορική ελαφρότητα που ευκολύνει σε τέτοιες περιπτώσεις, αν παρόμοια ζητήματα πρόλαβαν να απασχολήσουν τη μεγιστοποιημένη κατά τα τελευταία χρόνια και παρά την οικονομική και πολιτισμική κρίση μυθιστορηματική παραγωγή, θα απαντούσα το ίδιο ρητορικά πως: όχι! Οσες φορές έτυχε να βρεθώ σε δημόσιες συζητήσεις όπου συμμετείχαν, λόγω της δημοφιλίας τους, και μυθιστοριογράφοι, είτε η κρίση παρουσιαζόταν σαν ένα κακό όνειρο που ήρθε απροειδοποίητα από τη χώρα του “ποτέ ποτέ”, απέναντι στο οποίο το μυθιστόρημα δεν μπορεί να κάνει τίποτε, πέρα από το να το μεταβάλλει σε θέμα του, είτε σαν μια κατάσταση δυσοίωνη για την αντιμετώπιση της οποίας από τη μεριά της λογοτεχνίας μόνο μια απάντηση μπορεί να δοθεί: να γράφονται ωραία κείμενα! `Αραγε, όμως,τι σημαίνει ωραίο σε μια εποχή κρίσης;

Πίνακες: Adriana Villagra   

.

.http://www.oanagnostis.gr/%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CE%BC%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%84%CE%AC-%CF%83%CE%B5-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CE%BC%CE%B1-%CE%BA%CF%81/

.

.