RSS

Category Archives: Χούλιο Κορτάσαρ

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, «Το ρεαλιστικό διήγημα»

.

To πέρασμα από το φανταστικό στο ρεαλισμό δεν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται, από τη στιγμή που κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς είναι η πραγματικότητα. Όλοι μας, φυσικά, έχουμε μια πραγματιστική ιδέα για την πραγματικότητα· απ’ την άλλη, όμως, η φιλοσοφία εξακολουθεί να ασχολείται με το πρόβλημα της πραγματικότητας. Ακόμα κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, φιλόσοφοι εξακολουθούν να ασχολούνται με αυτό το πρόβλημα, γιατί είτε δεν υπάρχουν λύσεις, είτε όσες υπάρχουν είναι αφελείς. Δεχόμαστε αυτό που μας δείχνουν οι αισθήσεις μας, παρά το γεγονός ότι ακόμη και ένα στοιχειώδες τεστ μπορεί να μας αποδείξει ότι οι αισθήσεις μας σφάλλουν πολύ εύκολα. Όλοι μπορούν να κάνουν πενήντα πολύ απλά τρικ για ν’ αποδείξουν πως η όσφρηση, η όραση και ό,τι άλλο μας επιτρέπει να επικοινωνήσουμε με τον έξω κόσμο, σφάλλουν με μεγάλη ευκολία· εντούτοις, με δεδομένο το ότι πρέπει να ζήσουμε και το ότι δεν μπορούμε να παραμείνουμε σε μια θεωρητική προβληματική, καταλήγουμε να δεχόμαστε την πραγματικότητα όπως μας δίδεται. Ωστόσο, η έννοια της πραγματικότητας είναι εξαιρετικά διαπερατή, αναλόγως των περιστάσεων και της οπτικής που υιοθετούμε. Επομένως, δεν είναι και τόσο εύκολο να περάσω απευθείας απ’ το φανταστικό σ’ αυτό που αποκαλείται ρεαλιστικό· υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες ζώνες, που δεν μπορώ να τις αποσιωπήσω. Σε λίγο θα μιλήσω για αμιγώς ρεαλιστικά διηγήματα, αλλά όπως το «Αποκάλυψη του Σολεντινάμε» είναι ένα διήγημα το οποίο κινείται μεταξύ των δύο κόσμων που μπορούμε να τους αποκαλέσουμε ρεαλιστικό και φανταστικό, έτσι και στη λογοτεχνία υπάρχουν και άλλες μορφές ρεαλισμού: γίνεται λόγος για τον μαγικό ρεαλισμό, απαράμιλλος μετρ του οποίου για τη Λατινική Αμερική είναι ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες· επίσης έχει γίνει λόγος και για θαυμαστό ρεαλισμό, ως παραλλαγή του μαγικού.

Όσο αναλογιζόμουν αυτά τα προβλήματα, σκέφτηκα πως θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και για συμβολικό ρεαλισμό στη λογοτεχνία. Ως κείμενο συμβολικού ρεαλισμού εννοώ ένα διήγημα –μπορεί να είναι και μυθιστόρημα–, το θέμα και την πλοκή του οποίου οι αναγνώστες μπορεί να δεχτούν ως απολύτως ρεαλιστικά, εφόσον δεν συνειδητοποιούν πως κάτω απ’ αυτή την αυστηρά ρεαλιστική επιφάνεια κάτι άλλο βρίσκεται κρυμμένο, κάτι που επίσης είναι πραγματικότητα, ακόμα πιο πολύ πραγματικότητα, μια πραγματικότητα πολύ πιο βαθιά και πολύ πιο δύσκολο να τη συλλάβουμε. Η λογοτεχνία έχει την ικανότητα να δημιουργεί κείμενα που να μας προσφέρουν μια τελείως ρεαλιστική πρώτη ανάγνωση, και μετά μια δεύτερη ανάγνωση, όπου θα διαφανεί ότι αυτός ο ρεαλισμός κρύβει στο βάθος του κάτι άλλο. Το καλύτερο που μπορώ να κάνω εν προκειμένω είναι να δώσω αμέσως ένα παράδειγμα, να προσπεράσω την καθαρή θεωρία. Για μένα ο αδιαμφισβήτητος μετρ, στον αιώνα μας, αυτού του είδους που το ονομάζω συμβολικό ρεαλισμό είναι ο Φραντς Κάφκα. […] Υποθέτω ότι όλοι έχετε διαβάσει τη Δίκη […] Συμβαίνει αρκετά συχνά στη ζωή, στη διάρκεια μιας αστυνομικής έρευνα για φόνους ή οποιουδήποτε είδους εγκληματική βία, κάποιοι ύποπτοι, ψυχολογικά ευάλωτοι, να περνάνε τραυματικές καταστάσεις όπου δεν τους χτυπάνε, δεν υπάρχει βία, αλλά απλώς τους οδηγούν βήμα βήμα  μέχρι να ομολογήσουν το έγκλημα για το οποίο τους υποπτεύονται, αλλά δεν έχουν αποδείξεις […] Μιλάμε για τους αθώους που εξαιτίας της ψυχολογικής πίεσης η οποία τους ασκήθηκε στη διάρκεια ατέλειωτων ανακρίσεων και της αργής συγκέντρωσης στοιχείων, καταλήγουν να παραδεχτούν πως έκαναν κάτι για το οποίο αρχικά δήλωναν αθώοι. Αυτό είναι κατά βάθος το θέμα του μυθιστορήματος του Κάφκα και δεν έχει τίποτα εξωφρενικό.

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, «Το ρεαλιστικό διήγημα», σελ 143-146 (αποσπασματικά), μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Όπερα, 2021

Artwork: Agnes Buloche

 

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, «Κουτσό, Βιβλίο του Μανουέλ, Ο Φαντομάς εναντίον των πολυεθνικών βρικολάκων»

.

Όταν κάνεις μια επανάσταση, την κάνεις σε όλα τα επίπεδα· κι αφού μιλάμε για τα τρία επίπεδα ενός μυθιστορήματος, ναι, πρέπει να την κάνεις στην εξωτερική πραγματικότητα· ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να την κάνεις και στην πνευματική δομή των ανθρώπων που θα ζήσουν αυτή την επανάσταση και θα δρέψουν τους καρπούς της. Αν δεν προσέξουμε, η γλώσσα μπορεί να εξελιχθεί σε ένα απ’ τα χειρότερα κελιά που μας περιμένουν. Μέχρι κάποιου σημείου, μπορεί να παραμείνουμε αιχμάλωτοι των απόψεών μας, επειδή οι σκέψεις μας εκφράζονται με περιορισμό και περιοριστικό τρόπο, έναν τρόπο κάθε άλλο παρά ελεύθερο, αφού πρέπει να διαταχθούν υπακούοντας σ’ ένα συντακτικό, έναν τρόπο που τον κληρονομούμε κι εμείς, ακόμα κι αν αργότερα μπορεί ν’ αλλάξουμε τους τύπους.

Κατά τη γνώμη μου, ένα από τα εξοχότερα παραδείγματα είναι η Σοβιετική Επανάσταση. Στις αρχές της εμφανίζεται ένας ποιητής, ο Μαγιακόφσκι, ο οποίος διαλύει τη γλώσσα της ποίησης και της πρόζας, και δημιουργεί μια νέα γλώσσα, κάτι που δεν είναι εύκολο, δεν είναι αμέσως ευκολονόητο και περιέχει εικόνες δύσκολες και ιλιγγιώδεις, αλλά μέλλει ν’ αποδειχθεί πως ο λαός του τον καταλαβαίνει και τον αγαπά – ο Μαγιακόφσκι ήταν ο πιο αγαπημένος ποιητής στην πρώτη φάση της Σοβιετικής Επανάστασης. Με τον καιρό, αρχίζει να εμφανίζεται αργά αργά μια εμπλοκή στο θέμα της γλώσσας· δεν παρουσιάζεται κανένας άλλος Μαγιακόφσκι και εκδίδεται μια ποίηση που μπορεί μεν να είναι όσο θέλετε επαναστατική, αλλά εκφράζεται και πάλι σε μια γλώσσα συμβατική, γεμάτη κοινοτοπίες, που δεν έχει πια εκείνη την εκρηκτικότητα, εκείνο το χαστούκισμα κατάμουτρα, που ήταν το πρώτο μήνυμα του Μαγιακόφσκι (το αναφέρω σαν παράδειγμα-κλειδί, αλλά μπορεί να ισχύσει σε κάθε δράση που μεταμορφώνει την πραγματικότητα).

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, «Κουτσό, Βιβλίο του Μανουέλ, Ο Φαντομάς εναντίον των πολυεθνικών βρικολάκων», σελ 264-265, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Όπερα, 2021