RSS

Category Archives: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ (ξένη)

Τσαρλς Μπουκόβσκι, Πάντα άρεσα στους ψυχοπαθείς

και στους ανώμαλους.
Στο Δημοτικό
στο Γυμνάσιο
στο Λύκειο
στο Κολλέγιο
όλοι οι ανεπιθύμητοι
μαζεύονταν
γύρω
μου.
Τύποι με ένα χέρι
τύποι με νευρικά τικ
τύποι με διαταραχές ομιλίας
τύποι με λεύκη πάνω απ’ το ένα μάτι,
δειλοί
μισάνθρωποι
φονιάδες
ηδονοβλεψίες
και κλέφτες.


Στα εργοστάσια,
στην πιάτσα,
πάντα τραβούσα τους ανεπιθύμητους. Με έβρισκαν
κατευθείαν και με πλησίαζαν
από μόνοι τους. Όπως
και τώρα.
Σ’ αυτήν τη γειτονιά
με βρήκε πάλι
ένας.
Περιφέρει
ένα καρότσι από σούπερ μάρκετ,
φορτωμένο με σκουπίδια:
τσαλακωμένα κουτιά, κορδόνια,
άδειες σακούλες από πατατάκια,
κουτιά από γάλα, εφημερίδες, κοντυλοφόρους…


«E, φιλάρα, πώς πάει;»
Σταμάτησα και μιλήσαμε
για λίγο.
Ύστερα χαιρέτησα
όμως αυτός ακόμη
με ακολουθεί
στις μπίρες και στα πηδήματα…
«Kράτα με ενήμερο,
φιλάρα, κράτα με ενήμερο. Θέλω να ξέρω
τι τρέχει».


Είσαι ο καινούργιος μου.
Δεν τον είδα ποτέ
να πιάνει κουβέντα
με άλλον.
Τώρα το καρότσι κουτρουβαλιάζεται
πίσω μου
ακριβώς,
ύστερα κάτι
πέφτει.
Σταματά
να το μαζέψει.
Χώνομαι τότε
στην είσοδο
εκείνου του πράσινου ξενοδοχείου,
στη γωνιά
διασχίζω
το διάδρομο
βγαίνω
από την πίσω πόρτα
εκεί,
να σου μια γάτα
κάθεται μακάρια ευτυχισμένη,
κάνει
να μου χιμήξει.

Τσαρλς Μπουκόβσκι, Πάντα άρεσα στους ψυχοπαθείς από τη συλλογή Τρόμου και αγωνίας γωνία,

μτφρ.: Γιώργος Μπλάνας, Εκδόσεις Απόπειρα, 2000

Πίνακες: Edward Hopper

.

.

 

Βισλάβα Σιμπόρσκα, Αφύπνιση

.

H αφύπνιση δεν δραπετεύει
όπως δραπετεύουν τα όνειρα.
Κανένας θόρυβος, κανένα κουδούνι
δεν την ταράζει,
καμιά κραυγή, ούτε πάταγος
ξεπετιέται απ’ αυτήν.


Θολές και πολυσήμαντες
είναι οι εικόνες στα όνειρα,
που μπορεί κανείς να τις ερμηνεύσει
με πολλούς, διάφορους τρόπους.
Αφύπνιση σημαίνει αφύπνιση σκληρή
κι αυτό είναι το μεγαλύτερο αίνιγμα.


Για τα όνειρα υπάρχουν κλειδιά.
Η αφύπνιση ανοίγεται μόνη της πάντα
και δεν περιχαρακώνεται ποτέ.
Χύνονται απ’ αυτήν
σχολικά απολυτήρια και άστρα,
πέφτουν πεταλούδες
και οι ψυχές των παλιών σίδερων,
χωρίς κεφάλια καπέλα
και κρανία των σύννεφων.
Κι όλο αυτό
ένας άλυτος γρίφος.


Χωρίς εμάς δεν θα υπήρχαν τα όνειρα.
Αυτός που χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε η αφύπνιση,
είναι άγνωστος
και της αϋπνίας του η κατάληξη
δένεται με τον καθένα
που ξυπνάει.


Τα όνειρα δεν είναι τρελά,
τρελή είναι η αφύπνιση,
έστω και με το πείσμα,
που κρατεί
στων γεγονότων το τρέξιμο.


Στα όνειρα ζει ακόμα
ο νεκρός μας πριν από λίγο καιρό,
χαίρεται κιόλας την υγεία του
και την ξαναποκτημένη του νιότη.
Η αφύπνιση όμως μπρος απ’ τα μάτια μας
το νεκρό του σώμα υψώνει.
Η αφύπνιση ούτ’ ένα βήμα πίσω δεν κάνει.


Η λεπτότητα των ονείρων
τη μνήμη εύκολα γλιτώνει απ’ αυτά.
Η αφύπνιση δε χρειάζεται να φοβάται τη λησμονιά.
Σκληρή πτυχή η αφύπνιση.
Φορτώνεται στο σβέρκο μας,
βαραίνει την καρδιά,
γκρεμίζεται στα πόδια.


Δεν υπάρχει απ’ αυτήν φυγή,
γιατί και στη φυγή μάς συνοδεύει.
Και τέτοιος σταθμός δεν υπάρχει
στη διαδρομή του ταξιδιού μας,

που να μη μας περιμένει.

Βισλάβα Σιμπόρσκα, Αφύπνιση από τη συλλογή Τέλος και αρχή, σελ. 26-27, μτφρ.: Nίκος Χατζηνικολάου, Κούριερ Εκδοτική, 1993

Πίνακας: Chris Klein

.

.

 

Zbigniew Herbert, Μια αυτοκτονία

 dead poetsΉταν τόσο θεατρικός. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, φορώντας μαύρο κοστούμι, μ’ ένα λουλούδι στην μπουτονιέρα του. Έβαλε το όργανο στο στόμα του, περίμενε να ζεσταθεί η κάννη, και χαμογελώντας παραπλανητικά στο είδωλό του – πυροβόλησε.

Έπεσε σαν παλτό που γλιστράει από τους ώμους. Αλλά η ψυχή του στάθηκε για λίγο, κουνώντας το κεφάλι της που γινόταν όλο και πιο ελαφρύ, ύστερα διστακτικά μπήκε στο σώμα, ματωμένο στην κορυφή, τη στιγμή που η θερμοκρασία του άγγιζε τη θερμοκρασία των αντικειμένων. Αυτό –ως γνωστόν– προμηνύει μακροζωία.


Zbigniew Herbert, Μια αυτοκτονία, σελ. 159, Η ψυχή του κ. Cogito και άλλα ποιήματα, Μτφρ.: Xάρης Βλαβιανός, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2001

.

.

 

Άννα Αχμάτοβα, Στην άκρη της θάλασσας

 I

Χαμηλά στην ακτή ψαλιδίσαν οι κόλποι,
Πανιά πολλά στ’ ανοιχτά αρμενίζαν,
Κι εγώ στέγνωνα τ’ αλμυρά μου μαλλιά
Σε βράχο πλατύ, από τη στεριά ένα μίλι.
Ένα πράσινο ψάρι γλιστρούσε σε μένα,
Ένας άσπρος γλάρος σε μένα πετούσε,
Κι ήμουνα τολμηρή και χαρούμενη, ήμουν αγρίμι,
Και διόλου δεν ήξερα πως αυτό είναι ευτυχία.
Το κίτρινο φουστάνι μου έθαβα στην άμμο,
Μην το πάρει ο αέρας, μην το κλέψει ο αλήτης,
Και στη θάλασσα ανοιγόμουν και ξάπλωνα
Στα ζεστά σκοτεινά κύματά της.
Όταν γύριζα αναβόσβηνε κιόλας
Από τα ανατολικά το φως του φάρου,
Κι ο καλόγερος στης Χερσονήσου την πύλη
Με ρωτούσε: «Πού γυρνάς μες στη νύχτα;» (…)

.


To ψηλό αγόρι με τα γκρίζα μάτια,
Μισό χρόνο μικρότερός μου,
Μου ’φερε ολόλευκα ρόδα,
Ρόδα λευκά που ευωδιάζαν,
Και με ρώτησε πειθήνια: «Nα καθίσω
Εδώ στα βράχια μαζί σου;»
Γελούσα: «Tι μου ’φερες ρόδα;
Tα ρόδα μόνο τσιμπάνε!»
«Λοιπόν» μου απαντάει «Tι να κάνω,
Που τόσο σ’ έχω αγαπήσει;»
Kι εγώ χολωμένη του λέω:
«Bλάκα! Tάχα ο πρίγκιπας είσαι;» (…)

.


III


Συνομήλικες ήμασταν εγώ κι η αδερφή μου
Και τόσο μοιάζαμε η μια στην άλλη,
Που από τα σημάδια μόνο μας ξεχώριζε
Σαν ήμασταν μικρές η μητέρα.
Να περπατήσει δεν μπορούσε από παιδί,
Σαν κέρινη κούκλα ξάπλωνε,
Δεν θύμωνε με κανέναν,
Κι έναν επιτάφιο κεντούσε.
Παραμιλούσε γι’ αυτόν και στον ύπνο.
Την άκουγα να μουρμουρίζει:
«Γαλάζιος θα ’ναι της Θεοτόκου ο μανδύας…
Θεέ μου, μαργαριτάρια δεν έχω
Για του Απόστολου Ιωάννη τα δάκρυα…» (…)

.


IV


Στου πηγαδιού τον πάτο ξάπλωνε ο ήλιος,
Λιάζονταν οι σαύρες στις πέτρες,
Και κατρακύλαγαν κουβάρια τα αγκάθια
Με καμώματα καμπούρη παλιάτσου.
Και πετώντας ψηλά ο ουρανός,
Γαλάζιος έγινε σαν το μανδύα της Θεοτόκου –
Έτσι ποτέ δεν είχε ξαναγίνει (…)

Πίνακες: Katrin Alvarez

Άννα Αχμάτοβα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Άννας Γκορένκο) γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1889 στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στο Μπολσόι Φοντάν, κοντά στην Οδησσό. (…) To 1911 ο Γκουμιλιόφ με άλλους νέους ποιητές (Μαντελστάμ, Αχμάτοβα, Γκοροντέτσκι, Ναρμπούτ, Ζενκιέβιτς) ίδρυσαν στην Αγία Πετρούπολη την Ποιητική Συντεχνία, θέτοντας τις βάσεις ενός νέου κινήματος, του Ακμεϊσμού. Στον αντίποδα του Συμβολισμού, κυρίαρχου καλλιτεχνικού ρεύματος εκείνη την περίοδο, εντός κι εκτός Ρωσίας, οι ακμεϊστές καταδίκαζαν την ασάφεια και την κατάχρηση των συμβόλων, τονίζοντας την αξία της λιτότητας, της εκφραστικής καθαρότητας και της τεχνικής. (…)

(Από την εισαγωγή του βιβλίου)

Έτος 1914: o εικοστός αιώνας διανύει ήδη τη δεύτερη δεκαετία του. Η Ρωσία παραμένει αυτοκρατορία, ενώ σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ένας πόλεμος βρίσκεται προ των πυλών. Είναι τα χρόνια του Στραβίνσκι και του Ντιαγκίλεφ, του Μέγερχολντι, του Σαλιάπιν και του Μπλοκ. Η Αχμάτοβα είναι 25 χρονών.(…) Τα καλοκαίρια των παιδικών χρόνων στις παραλίες της Μαύρης Θάλασσας είναι πίσω της, και είναι γεμάτη βαριά προαισθήματα για το μέλλον. Κι ενώ η Ρωσία ετοιμάζεται να μπει στον μεγάλο πόλεμο, η Αχμάτοβα αποχαιρετά την εποχή της αθωότητας γράφοντας ένα πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα, που δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ταξίδι προς την ενηλικίωσή της. (…)

Ασπασία Λαμπρινίδου

Άννα Αχμάτοβα, Στην άκρη της θάλασσας, μτφρ.: Ασπασία Λαμπρινίδου, (.poema..) εκδόσεις, 2013

 

 

 

Ανν Σέξτον, Η μαύρη μαγεία

.

Μια γυναίκα που γράφει νιώθει πάρα πολλά,
τους εκστασιασμούς εκείνους και τους οιωνούς!
Σαν να μην έφταναν
οι κύκλοι και τα παιδιά και τα νησιά∙
οι θρηνωδοί και τα κουτσομπολιά
και τα λαχανικά σαν να μην έφταναν καθόλου.
Νομίζει πως μπορεί να προειδοποιήσει τ’ άστρα.
Μια συγγραφέας είναι πρωτίστως κατάσκοπος.
Γλυκιά μου αγάπη, είμαι αυτό το κορίτσι.


Ένας άντρας που γράφει ξέρει πάρα πολλά,
τι μάγια, τι φετίχ!
Σαν να μην έφταναν
οι στύσεις, τα συνέδρια και τ’ αγαθά∙
οι μηχανές και τα γαλόνια
και οι πόλεμοι σαν να μην έφταναν καθόλου.
Μ’ έπιπλα από δεύτερο χέρι φτιάχνει ένα δέντρο.
Ένας συγγραφέας είναι πρωτίστως κάθαρμα.
Γλυκιά μου αγάπη, είσαι αυτός ο άντρας.


Δίχως ν’ αγαπάμε τον εαυτό μας,
μισώντας τα παπούτσια μας, και τα καπέλα μας ακόμη,
αγαπάμε ο ένας τον άλλον, μονάκριβα, μονάκριβα.
Τα χέρια μας είναι γαλάζια κι απαλά.
Τα μάτια μας είναι γεμάτα τρομακτικές εξομολογήσεις.
Αλλά όταν παντρευόμαστε
τα παιδιά φεύγουν αηδιασμένα.
Υπάρχει πάρα πολύ φαγητό και κανείς δεν απόμεινε
για να καταφάει όλη αυτήν την αλλόκοτη αφθονία.

Ανν Σέξτον, από τη συλλογή Ερωτικά ποιήματα, Μαύρη μαγεία, σελ. 9, Μτφρ.: Eυτυχία Παναγιώτου, Εκδόσεις Μελάνι, 2010

.

.

The black art

A woman who writes feels too much,
those trances and portents!
As if cycles and children and islands
weren’t enough; as if mourners and gossips
and vegetables were never enough.
She thinks she can warn the stars.
A writer is essentially a spy.
Dear love, I am that girl.

A man who writes knows too much,
such spells and fetiches!
As if erections and congresses and products
weren’t enough; as if machines and galleons
and wars were never enough.
With used furniture he makes a tree.
A writer is essentially a crook.
Dear love, you are that man.


Never loving ourselves,
hating even our shoes and our hats,
we love each other, precious, precious.
Our hands are light blue and gentle.
Our eyes are full of terrible confessions
But when we marry,
the children leave in disgust.
There is too much food and no one left over
to eat up all the weird abundance.

.

.

 

Tags:

Ανν Σέξτον, Η μπαλάντα του μοναχικού αυνανιστή

.

Το τέλος μιας σχέσης είναι πάντα θάνατος.
Αυτή είναι το εργαστήρι μου. Μάτι πανούργο
έξω απ’ τη φυλή του εαυτού μου η ανάσα μου
σε βρίσκει άφαντο. Τρέμω
αυτούς που κοντοστέκονται. Είμαι φαγωμένη.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.


Δάχτυλο το δάχτυλο, τώρα είναι δική μου.
Δεν είναι πολύ μακριά. Είναι η συμπλοκή μου.
Τη χτυπώ σαν κουδούνι. Ξαπλώνω στην
κρεβατοκάμαρα όπου συνήθιζες να την ιππεύεις.
Με πήρες δάνειο επάνω στο εμπριμέ κάλυμμα.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.

.


Αγάπη μου, πάρε για παράδειγμα αυτό το βράδυ,
που κάθε ζευγάρι ξεχωριστά συνενώνει
μ’ ένα συντονισμένο αναποδογύρισμα, χαμηλά, ψηλά,
την πλούσια δυάδα επάνω σε σφουγγάρια και φτερά,
γονατίζοντας και σπρώχνοντας, κεφάλι το κεφάλι.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.


Δραπετεύω από το κορμί μου έτσι,
θαύμα ενοχλητικό. Θα μπορούσα να
μοστράρω την πραμάτεια των ονείρων;
Σκορπίζομαι. Σταυρώνω.
Δαμασκηνάκι μου  είναι αυτό που είπες.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.

.

.

Έπειτα ήρθε η μαυρομάτα αντίζηλός μου.
Η κυρία των υδάτων, αναδυόμενη στην παραλία,
ένα πιάνο στις άκρες των δαχτύλων της, ντροπή
στα χείλη της και ένας λόγος φλάουτο.
Κι εγώ ήμουν η στραβοπόδαρη σκούπα.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.


Σε πήρε με τον τρόπο που παίρνει μια γυναίκα
ένα φόρεμα απ’ το ράφι σε τιμή ευκαιρίας
κι έσπασα με τον τρόπο που σπάει μια πέτρα.
Επιστρέφω την ψαροβελόνα σου και τα βιβλία.
Η εφημερίδα σήμερα γράφει πως νυμφεύεσαι.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.

Αγόρια και κορίτσια απόψε γίνονται ένα.
Ξεκουμπώνουν μπλούζες. Ανοίγουν φερμουάρ.
Βγάζουν παπούτσια. Το φως σβήνουν.
Τα πλάσματα που τρεμολάμπουν είναι γεμάτα ψέματα.
Αλληλοτρώγονται. Είναι παραφαγωμένα.
Μονάχη το βράδυ παντρεύομαι το κρεβάτι.

.

.

Ανν Σέξτον, από τη συλλογή Ερωτικά ποιήματα,  Η μπαλάντα του μοναχικού αυνανιστή,σελ. 61-62, Μτφρ.: Eυτυχία Παναγιώτου, Εκδόσεις Μελάνι, 2010

.

.

 

Οκτάβιο Παζ, Πέτρα του ήλιου

 (…)

Βαδίζω μέσα σε στοές ήχων, σε παρουσίες πλέω ηχηρές, σαν τον τυφλό περνώ απ’ τις διαφάνειες ένας κατοπτρισμός με σβήνει, γεννιέμαι σ’ έναν άλλον ω δάσος από μαγικές κολόνες, κάτω απ’ τα τόξα του φωτός εισβάλλω στους διαδρόμους του διάφανου φθινόπωρου,

μπαίνω στο σώμα σου όπως στον κόσμο η κοιλιά σου ηλιόλουστη πλατεία τα στήθη σου δυο εκκλησιές που λειτουργεί το αίμα τα παράλληλα μυστήριά του, σαν τον κισσό τα βλέμματά μου σε σκεπάζουν, Είσαι μια πολιορκημένη πόλη απ’ τη θάλασσα, μια ντάπια που το φως έχει χωρίσει σε δυο μισά, ροδακινιά στο χρώμα, μιαν αλυκή, πουλιά και βράχια το μεσημέρι εκστατικά τα πάντα διέπει,

.

.

ντυμένη με το χρώμα της επιθυμίας μου γυμνή γυρνάς καθώς η σκέψη μου, ταξιδεύω στα μάτια σου σαν μέσα στο νερό, οι τίγρεις πίνουν όνειρο μέσα σ’ αυτά τα μάτια το κολιμπρί καίγεται μέσα σ’ αυτές τις φλόγες, στο μέτωπό σου περπατώ σαν το φεγγάρι, όπως το σύννεφο στο λογισμό σου, πηγαίνω στην κοιλιά σου όπως στα όνειρά σου,

η φούστα σου από αραποσίτι κυματίζει και τραγουδάει, η φούστα σου από κρύσταλλο, η φούστα σου η νερένια τα χείλη, τα μαλλιά, τα βλέμματά σου, όλη τη νύχτα βρέχεις, όλη τη μέρα μου ανοίγεις το στήθος με τα νερένια σου δάχτυλα, κλείνεις τα μάτια μου με το νερένιο σου στόμα, βρέχεις στα κοκαλά μου, ρίχνει στο στήθος μου ρίζες νερού ένα δέντρο υγρό,

.

.

ταξιδεύω στη μέση σου σαν σε ποτάμι, πηγαίνω στο σώμα σου σαν σ’ ένα δάσος, όπως σε μονοπάτι του βουνού που απολήγει σ’ απόκρημνο χάσμα, περπατώ στους σφοδρούς λογισμούς σου και στου λευκού μετώπου σου την έξοδο η γκρεμισμένη σκιά μου κομματιάζεται μαζεύω τα κομμάτια μου ένα ένα και δίχως σώμα προχωρώ, ψάχνω ψηλαφώντας

(…)

Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου και άλλα ποιήματα, Πέτρα του ήλιου, σελ. 54-55, μτφρ.: Τάσος Δενέγρης, Εκδόσεις Ίκαρος, 1993

Photo: Roberto Girardi, 1η και 3η

 

Joyce Mansour από τις «Κραυγές»

 

.

Άσε με να σ’ αγαπώ
αγαπώ τη γεύση απ’ το παχύ σου αίμα
το κρατώ καιρό μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι
αγαπώ τον ιδρώτα σου
μ’ αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
περίρρυτες από χαρά
άσε με να σ’ αγαπώ
άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια
άσε με να τα τρυπήσω με τη σουβλερή μου γλώσσα
και τη γούβα τους να γεμίσω με το θριαμβευτικό μου
σάλιο
άσε με να σε τυφλώσω.

Joyce Mansour, Κραυγές, Σπαράγματα, Όρνια, Μτφρ.: Έκτωρ Κακναβάτος, Εκδόσεις Άγρα

Photo: Ferdinando Scianna

.

.

 

Federico Garcia Lorca, Ιντερμέδιο

 

.

No preguntarme nada. He visto que las cosas
cuando buscan su curso encuentran su vacío.

«Μη με ρωτάτε τίποτα. Είδα τα πράγματα
όταν ζητάνε πλησμονή να βρίσκουν το κενό τους».

Πίνακας: Jiro Yoshihara

Federico Garcia Lorca, Ποιητής στη Νέα Υόρκη, Ποιήματα της μοναξιάς στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, 1910, Ιντερμέδιο μτφρ.: Bασίλης Λαλιώτης, Εκδόσεις Σμίλη, 1993

.

.

 

Πάμπλο Νερούδα, Σονέτο XI

Tengo hambre de tu boca, de tu voz, de tu pelo
y por las calles voy sin nutrirme, callado,
no me sostiene el pan, el alba me desquicia,
busco el sonido líquido de tus pies en el día.

Estoy hambriento de tu risa resbalada,
de tus manos color de furioso granero,
tengo hambre de la pálida piedra de tus uñas,
quiero comer tu piel como una intacta almendra.

Quiero comer el rayo quemado en tu hermosura,
la nariz soberana del arrogante rostro,
quiero comer la sombra fugaz de tus pestañas

y hambriento vengo y voy olfateando el crepúsculo
buscándote, buscando tu corazón caliente
como un puma en la soledad de Quitratúe.

Πεινάω για το στόμα, τη φωνή σου, τα μαλλιά σου,
παίρνω τους δρόμους νηστικός κι αμίλητος,
πια δεν με θρέφει το ψωμί, η αυγή με συνταράζει,
ψάχνω όλη μέρα τον υγρό τον ήχο των ποδιών σου.

Διψώ για τ’ απαλό το γέλιο σου, τα χέρια σου
των άγριων σπαρτών που έχουν το χρώμα,
πεινάω για τις πέτρες των νυχιών σου τις χλωμές,
θέλω να φάω το δέρμα σου σα μύγδαλο αξεφλούδιστο.

Θέλω να φάω τη φλεγόμενη αχτίδα του κορμιού σου,
τη μύτη την αγέρωχη στο πρόσωπό σου τ’ αλαζονικό,
θέλω να φάω τον φευγαλέο των βλεφάρων σου τον ίσκιο

και πεινασμένος πάω κι έρχομαι, οσμίζομαι το σούρουπο
ζητώντας σε, ζητώντας τη θερμή σου την καρδιά
σαν ένα πούμα στις ερημιές του Κιτρατούε.

Πάμπλο Νερούδα, Σονέτο XI, Μτφρ: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης

Φωτό: Horst P. Horst


albalearning.com/audiolibros/neruda/soneto011-sp-en.html

.

.