RSS

Category Archives: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ (Ελληνική)

Λιάνα Σακελλίου, Πάρε με σαν φωτογραφία

.

.

 

Δημήτρης Καλοκύρης, Κρούσματα

.

ΤΟ «ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ»

Όταν η πολιτική ορίζεται ως τέχνη του εφικτού

η Τέχνη ασκεί πολιτική του ανέφικτου

.

Η ΓΡΑΦΗ

Συνοπτικά, η λογοτεχνία αντιλαμβάνεται το Νόημα σαν μια υδρόγειο σφαίρα, την οποία σουτάρει ο Χρόνος προς τα δίχτυα της μνήμης. Τα χρέη του τερματοφύλακα πληρώνει ο καθρέφτης.

.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Ο ρυθμός να προηγείται του λόγου.

Συνεπώς, το μυστικό της ποίησης δεν είναι το ρίμα,

το μυστικό της ποίησης είναι το ρήμα.

.

Δημήτρης Καλοκύρης, Ισαύρων, «Κρούσματα»,  σελ. 14-15, εκδόσεις Άγρα, 2015

Αrtwork: Jan Sluijters

 

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως

.

.

Φέγγε του, φέγγε του να περπατεί και πάγωσε, αστροπελέκι που καλά ξεφανερώνει, τον νυσταγμό με τα πολλά του πρόσωπα, φίλυπνα πάθη, το ακαριαίο, κι όσα η τύχη επιλέγει κάποτε,

και σαν βροντή που έδενε τους όρκους, με βια μετρώντας, μια το βάθος των πληγών, και μια την τρομερή τους υγρασία, υπέροχος ζεύει τον μαύρο του ξανά, τον μαύρο του με κλάματα καβαλικεύει, μάτια μου, τι κακό σε βρήκε, τι κακό, σαν την αυγή που τον βυθίζει και τον παίρνει, κι ολάνθιζε, στα υπερώα εραστής, τρελός ψαράς, ονειρευτής κι ονειρεμένος, γλυκά τρομάζοντας, αλαφροΐσκιωτος στα κρύα στενά –

μα φέγγε του να δει και νά ’ρθει.

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, σελ. 58, Κέδρος 1989

Αrtwork: Anna Ådén

 

Λιάνα Σακελλίου, Πάρε με σαν φωτογραφία

.

Βρήκα τους μονάρχες. Ήταν ακίνητοι.

Στα πορτοκαλί φτερά σαν στρογγυλός καρπός

ξάπλωνε το σκοτάδι.

Πώς να σε κάνω να ξεχάσεις τον κήπο;

Είναι φελλός, πάνω του καρφιτσώνουμε τα έντομα.

Κοιμήσου. Όταν ξυπνήσεις θα ’σαι πιο μικρή.

Λίγο κατεστραμμένη. Για χρόνια σιωπηλή.

Κι επιτέλους δική μου.

Θα σου χαϊδεύω τον οπάλινο λαιμό,

τις γκρίζες μπούκλες,

και θ’ αφουγκράζομαι τα λαμπερά λεπίδια

στα σπλάχνα τ’ ουρανού.

Νύμφη

.

Λιάνα Σακελλίου, Πάρε με σαν φωτογραφία, Τυπωθήτω, 2004

Πίνακας: Anne Siems

.

 

Λιάνα Σακελλίου, Κολυμβήτριες με χελώνα

.

.

Στη χλόη του κήπου ξαναζωντάνεψε.

Την περίμεναν οι χελώνοι

με ό,τι σάρκινο τους προεξείχε

να μπουν μέσα της.

.

Τη χτύπαγαν στο καύκαλο,

της δάγκωναν τα νύχια και την ουρά.

Τότε τ’ αγόρια που άκουσαν κραυγές

—σαν να καιγόντουσαν—

αιμόφυρτη τη σήκωσαν,

της λάδωσαν τη ράχη

και τρυφερά την έβαλαν

σε Μουσείο του St. Lewis.

.

Έτσι μέρα που χιόνιζε

πρόσεχα τα γυμνά κορίτσια του Ματίς

να κοιτούν τη ροδαλή χελώνα

απορημένα και ακίνητα

μες στο ποτάμι το πράσινο

και μες στο αδιάφορο ουρανί.

.

Λιάνα Σακελλίου, Κολυμβήτριες με χελώνα,  από τη συλλογή Σκιασμών, 4χ4 (Κουτσουμπέλη, Νικοπούλου, Σακελλίου, Χριστοδούλου), Eκδόσεις Πικραμένος, 2022

.

Πίνακας: Henri Matisse, Κολυμβήτριες με χελώνα

 

Γιολάντα Πέγκλη, Ανάμεσα όνειρο και πραγματικότητα

.

Απ’ την ποδιά μου έπιασε ρίζα ο ουρανός

μπλέχτηκε τα σαντάλια σου

είδες φυτεμένη την ανατολή στα βότσαλα

είδα τα πορτοκαλιά, τα καταπράσινα

έξω στο σκαλοπάτι μου προτού να μπούμε μέσα

μ’ έκανες να κλάψω

να γελάσω –

.

μα δε θυμάμαι Αύγουστος ήταν

ή ύπνος Αυγούστου

.

ως το ένα

μέσα απ’ το σώμα μου

Γιολάντα Πέγκλη, Ανάμεσα όνειρο και πραγματικότητα, ανθολογία Σπύρου Κοκκίνη, Εστία 1977

Πίνακας: Peder Severin Krøyer

 

Αγγελική Πεχλιβάνη, Όνειρο 23 (Ελβετία)

Περπατώ σε μια τεράστια παγωμένη λιμναία επιφάνεια. Μου αρέσουν ο πάγος και οι λίμνες, αν και προτιμώ την πλάνη του αβαρούς χιονιού. Τη στιγμή που αποβάλω τον φόβο μου και περπατώ γρήγορα, όπως σαν να σε συναντούσα, η κρούστα του πάγου σπάει και βρίσκομαι μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης, που μου διαφεύγει το όνομά της (βρίσκομαι βορείως της Ελβετίας, κοντά στη Βασιλεία). Πιθανώς πεθαίνω αμέσως από τον φόβο ή το κρύο. Μπορεί και όχι, μπορεί να αγωνίζομαι μάταια για 2-3 λεπτά, πού να θυμάμαι τώρα… Θυμάμαι όμως ότι όλα κινούνται αργά, το φυτοπλαγκτόν, το φώσφορο και οι ενώσεις του αζώτου. Ακόμα και το σερβίς του Φέντερερ* είναι τόσο αργό που το αποκρούω επιτυχώς, επευφημούμενη από φίλους του αθλήματος που με παρακολουθούν από τη Νήσο των Νεκρών του Άρνολντ Μπέκλιν. Καθώς βυθίζομαι, και το κρύο δυναμώνει, καθώς το φως λιγοστεύει, και πλέον γνωρίζω ότι είμαι νεκρή το δίχως άλλο, σκέφτομαι το Μωρίας Εγκώμιον του Εράσμου και το πόσο ηλίθια ήμουν που άφησα έναν θάνατο ό,τι να’ ναι αλλά ζεστό και γελαστό, κάτω από τον αττικό ουρανό, για να τον βρω εδώ, στα παγωμένα νερά της προτεσταντικής κανονικότητας.

* Ο Φέντερερ, καθώς και ο συμβολιστής ζωγράφος Μπέκλιν είναι Ελβετοί από τη Βασιλεία. Ο δε Έρασμος, το μεγαλύτερο μέρος του βίου του, δίδασκε στη γερμανόφωνη αυτή πόλη.

Πίνακας: Arnold Böcklin

 

Αγγελική Πεχλιβάνη, Nike φθινοπώρου

Από τότε βάζω και βγάζω τα αθλητικά μου Nike, χρώματος γαλάζιου και νούμερου 38, με δεμένα τα κορδόνια. Εξαιτίας κάποιας περίεργης σύναψης των νευρώνων τού εγκεφάλου που είναι κληρονομική (από την πλευρά του πατέρα μου), δεν μπορώ να δέσω σωστά τα κορδόνια μου (ναι, υπάρχει σωστός τρόπος). Όποτε επιχείρησα, είτε τα έδενα κόμπο τόσο σφιχτό που τα έκοβα μετά με ψαλίδι, είτε τα έδενα τόσο άτσαλα που ξελύνονταν, και πατώντας τα σκουντουφλούσα στα σκοτάδια των βημάτων μου. Τα αθλητικά μου Nike φυσικά έχουν ξεχειλώσει και έχουν χάσει την παλιά τους λάμψη. Όμως εγώ τα αγαπάω και τα φροντίζω όσο μπορώ. Μέχρι και τηλεσκοπικό μεταλλικό κόκκαλο παπουτσιών αγόρασα για να τα διατηρήσω… γιατί πράγματι τα κορδόνια τους είναι πολύ όμορφα δεμένα, με συμμετρικές καμπύλες, αρμονικές ταλαντώσεις και έναν φιόγκο κάτασπρο σαν αυτόν που στολίζει τα μαλλιά της μητέρας μου σε μια μαθητική φωτογραφία του 1952. 

Της Μητέρας μου.
Που μου έδεσε τα κορδόνια των Nike μου το πρωινό της 22ας Σεπτεμβρίου 2017 για τελευταία φορά.

Αγγελική Πεχλιβάνη, Nike φθινοπώρου από τη συλλογή Οι Γάτες του Τρίτου κι άλλοι ζωντανοί που κυκλοφορεί οσονούπω από τις εκδόσεις Κίχλη

Πίνακας: Andrea Kowch

 

Αγγελική Πεχλιβάνη, Τετάρτες

Έρχομαι προετοιμασμένη. Προσπαθώ να σταθώ στο σωστό σημείο, ανάμεσα στο όριο του πένθους και του πένθους. Του θρήνου και του θρήνου μου. Σου μιλώ στη γλώσσα των ζωντανών, όπως μιλούσαμε παλιά. Σου περιγράφω τα λουλούδια που σου φέρνω, τις πασχαλιές της προσεχούς μας Άνοιξης. Εσύ δεν αποκρίνεσαι. Μόνον η γάτα σου η μπλε μού απαντά, ο φύλακας του άσβεστου γαλαζωπού φωτός σου. Αρχίζω να μιλώ τη γλώσσα των νεκρών. Ολισθηρή η γλώσσα των νεκρών, γλιστράω μέσα της. Και ενώ με καταπίνει, νιαουρητά σκίζουν τα κύτταρά μου.

Αγγελική Πεχλιβάνη, Τετάρτη, από τη συλλογή Οι Γάτες του Τρίτου κι άλλοι ζωντανοί, που κυκλοφορεί οσονούπω από τις εκδόσεις Κίχλη.

Πίνακας: Stephen Mackey

 

Αγγελική Πεχλιβάνη, Όνειρο 18 (Έμιλυ)

                       

Βρέχει πάλι στο όνειρο. Είμαι ο παραλήπτης των χιλιάδων χαμένων επιστολών της Έμιλυ και δεν ζω στο Άμερστ αλλά στη Νίκαια θρηνώντας τους δικούς μου νεκρούς. Έχω ταξινομήσει 8.950 επιστολές με αυστηρή χρονολογική σειρά. Τις αρωματίζω με λεβάντα και τις τοποθετώ σε ερμάρια λευκά σαν ολάνθιστους κρίνους. Επί 24 χρόνια, 6 μήνες και 15 μέρες σάς τις διαβάζω χαμηλόφωνα πίσω από την πόρτα. Κάθε μέρα σάς διαβάζω και μία. Τη βροχή δεν τη βλέπω ποτέ. Την ακούω μόνο και τη νιώθω. Με ποτίζει όπως ποτίζει τους ασφόδελους του κήπου. Τους ασφόδελους και τους κατιφέδες. (Παρεμπιπτόντως, και εγώ την κηδεία του πατέρα μου την παρακολούθησα από μια ρωγμή του πατρικού μου, της δε μητέρας, ήμουν το χώμα, ήμουν η χους εις χουν, η παρακλητική).

Σήμερα διάβασα την τελευταία της επιστολή και πλέον ξέρω.

Είμαι οι χαμένες επιστολές της Έμιλυ Ντίκινσον.

Είμαι το ατελείωτο εργόχειρο.

Ναι.

Είμαι η βροχή των 8950 ημερών.

Πίνακας: Andrei Remnev