RSS

Category Archives: Τζένη Μαστοράκη

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως

.

.

Αλλά δε θέλει να λησμονηθεί, γιατί κανείς, κανείς δεν θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει θέλει μια φορά, που τρυφερή κορόνα τους την είχαν, κι α πότε, βγάνοντας την κεφαλή στις ερημιές, τα χέρια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, τους  χαραγμένους της καρπούς βύζαινε, η λύσσα λεγεών και αγέλη, τη μάταιη αυτοχειρία επαναλαμβάνοντας, το θάνατο που δίχως λόγο ξεθυμαίνει, μες στη σιωπή που παραδέρνει ασάλευτη, σιωπή του νου, απέραντη σαν τρέλα, σαν αραιό αφιόνι μαύλιζε, και δεν τολμά, μόλις μαντεύοντας τα κυανά παθήματα των βυθοδρόμων, τη θεία νόσο που ενδοστρέφει ακάλεστη, κι από μαράζι ξάσπριζε τα χείλη, κι α πότε βγάνει, ο πόνος, ποόνοι διάττοντες, βραχνάς ο αέρας σκίζοντας το στήθος, αέρας πόνος πλημμυρίζοντας σπλάχνα στεγνά, τα μάτια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, η νεκροφάνεια σαν λαγνεία την καθήλωνε, σαν πυρετός, σαν πρωτούπνι στο υγρό της μέτωπο, μ’ ένα στεφάνι φως που ζώνει τους ταξιδεμένους, όταν σηκώνονται αταξίδευτοι στα σκοτεινά, σε μέρη απόσκια και στ’ ανεσκαμμένα, κι όταν ταράζοντας τη γη προβαίνουν άλιωτοι, μ’ ένα στεφάνι φως, και ξεματώνει γλείφοντας τους χαρακωμένους της καρπούς, παραλογίζεται πως θα γινόταν άλλη, άνασσα στο βαθύ παλάτι των αγρών, αθλία φλώρα τ’ όνομά της, σαρακήνα, σαν βλασφημία, μενεξένη, άσβεστος, με το κακό του φεγγαριού αφρίζει, κι α ποτέ, γέρνει το κορμάκι της στις εξοχές, σαν ημισέληνος ωχρή ξεφέγγει, μικρή γυναίκα, γυναικίτσα, βάρβαρη, καλεί τον θάνατο, καλεί, που ήταν καλός, από μακριά σού μήνυσα, του λέει, ακραία κόρη και βαλεριανή, από μακριά, κι ετοιμαζότουν να φωνάξει δυνατά, και δε φωνάζει, δε λαλεί, δεν κλαίει.

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, σελ. 47-48, Κέδρος 1989

Artwork:Αnne Magill

 

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως

.

.

Φέγγε του, φέγγε του να περπατεί και πάγωσε, αστροπελέκι που καλά ξεφανερώνει, τον νυσταγμό με τα πολλά του πρόσωπα, φίλυπνα πάθη, το ακαριαίο, κι όσα η τύχη επιλέγει κάποτε,

και σαν βροντή που έδενε τους όρκους, με βια μετρώντας, μια το βάθος των πληγών, και μια την τρομερή τους υγρασία, υπέροχος ζεύει τον μαύρο του ξανά, τον μαύρο του με κλάματα καβαλικεύει, μάτια μου, τι κακό σε βρήκε, τι κακό, σαν την αυγή που τον βυθίζει και τον παίρνει, κι ολάνθιζε, στα υπερώα εραστής, τρελός ψαράς, ονειρευτής κι ονειρεμένος, γλυκά τρομάζοντας, αλαφροΐσκιωτος στα κρύα στενά –

μα φέγγε του να δει και νά ’ρθει.

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, σελ. 58, Κέδρος 1989

Αrtwork: Anna Ådén