Η Σάγιοκο έβλεπε τις πεταλούδες να πεταρίζουν έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο μετά το ψιλόβροχο και ήθελε να μοιράσει ξανά τους ήχους, να ξανακουρδίσει τη γλώσσα και τα ρήματα.
Ποιος το αποφάσισε, ρωτούσε ανυπόμονα, ποιος το αποδέχτηκε να ονομάζεται η ζωή ζωή, η ψυχή ψυχή, η αγάπη αγάπη; Όπως και στη γλώσσα της μητέρας της, στα ημερολόγιά της, ψυχή, νερό, μουσική, φεγγάρι ήταν ομόηχες, καθώς ομόηχες επίσης ήταν ζωή, σταλαγματιά, συνύπαρξη. Η αγάπη θα είχε ένα ανεξάντλητο πηγαίο όνομα, δίδυμο με εκείνο των ωκεανών. Η γνώση θα είχε κοινές ρίζες με την ευσπλαχνία και την άμμο. Η θλίψη θα ξεψυχούσε σε μισόκλειστα στόματα μαζί με τη μοχθηρία και την εχθρότητα, ο θάνατος θα έσβηνε δισύλλαβα.
Τα απογεύματα δεν έπαιζε φλάουτο στους γονείς της μπροστά στις μικρές αμυγδαλιές της αυλής τους· το ζωντάνευε.
Τα ποιήματα και τα βιβλία δεν τα διάβαζε· τ’ ατένιζε, όπως ατένιζε το πέλαγος και των αγαπημένων της τα πρόσωπα.
Τους στίχους τους λάξευε και τους ανέσυρε· δεν τους έγραφε.
Τα δένδρα είχαν σώματα και όχι κορμούς· οστά, όχι κλωνάρια.
Αργότερα η Άγιακο μετέγραφε, ταξινομούσε τα σκόρπια ονόματα και τ’ άστρα
κοίταζαν, κοίταζαν, ρωτούσαν
.
Μιχάλης Κονάρης, “Λεξικά του απόβροχου” από τη συλλογή Τα μολύβια της Σάγιοκο, Σμίλη, 2022
Αλλά δε θέλει να λησμονηθεί, γιατί κανείς, κανείς δεν θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει θέλει μια φορά, που τρυφερή κορόνα τους την είχαν, κι α πότε, βγάνοντας την κεφαλή στις ερημιές, τα χέρια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, τους χαραγμένους της καρπούς βύζαινε, η λύσσα λεγεών και αγέλη, τη μάταιη αυτοχειρία επαναλαμβάνοντας, το θάνατο που δίχως λόγο ξεθυμαίνει, μες στη σιωπή που παραδέρνει ασάλευτη, σιωπή του νου, απέραντη σαν τρέλα, σαν αραιό αφιόνι μαύλιζε, και δεν τολμά, μόλις μαντεύοντας τα κυανά παθήματα των βυθοδρόμων, τη θεία νόσο που ενδοστρέφει ακάλεστη, κι από μαράζι ξάσπριζε τα χείλη, κι α πότε βγάνει, ο πόνος, ποόνοι διάττοντες, βραχνάς ο αέρας σκίζοντας το στήθος, αέρας πόνος πλημμυρίζοντας σπλάχνα στεγνά, τα μάτια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, η νεκροφάνεια σαν λαγνεία την καθήλωνε, σαν πυρετός, σαν πρωτούπνι στο υγρό της μέτωπο, μ’ ένα στεφάνι φως που ζώνει τους ταξιδεμένους, όταν σηκώνονται αταξίδευτοι στα σκοτεινά, σε μέρη απόσκια και στ’ ανεσκαμμένα, κι όταν ταράζοντας τη γη προβαίνουν άλιωτοι, μ’ ένα στεφάνι φως, και ξεματώνει γλείφοντας τους χαρακωμένους της καρπούς, παραλογίζεται πως θα γινόταν άλλη, άνασσα στο βαθύ παλάτι των αγρών, αθλία φλώρα τ’ όνομά της, σαρακήνα, σαν βλασφημία, μενεξένη, άσβεστος, με το κακό του φεγγαριού αφρίζει, κι α ποτέ, γέρνει το κορμάκι της στις εξοχές, σαν ημισέληνος ωχρή ξεφέγγει, μικρή γυναίκα, γυναικίτσα, βάρβαρη, καλεί τον θάνατο, καλεί, που ήταν καλός, από μακριά σού μήνυσα, του λέει, ακραία κόρη και βαλεριανή, από μακριά, κι ετοιμαζότουν να φωνάξει δυνατά, και δε φωνάζει, δε λαλεί, δεν κλαίει.
Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, σελ. 47-48, Κέδρος 1989