RSS

Category Archives: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ (Ελληνική)

Λιάνα Σακελλίου, Η Γέννηση 1

.

.

.

Πάλλονταν στον αέρα τα χέρια του

και τα πόδια μου ανοιχτά και μετέωρα

σαν των βατράχων.

.

Μου έδειξε τον πλακούντα

που ήρεμα στριφογύριζε

στα επιδέξια δάχτυλα.

.

Ληθάργησα στον βυθό μου.

Αίφνης μου ακούμπησε στο στήθος

νωπό νεογνό.

.

Αυτό λοιπόν είναι η γέννα;

Τρόμος πρωτόγονος·

πρωτόγνωρη μνήμη νερού;

.

Λιάνα Σακελλίου, Η Γέννηση 1,  από τη συλλογή Σκιασμών, 4χ4 (Κουτσουμπέλη, Νικοπούλου, Σακελλίου, Χριστοδούλου)

Πίνακας: Mary Fedden

 

Μιχάλης Κονάρης, Τα μολύβια της Σάγιοκο

.

Η Σάγιοκο έβλεπε τις πεταλούδες να πεταρίζουν έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο μετά το ψιλόβροχο και ήθελε να μοιράσει ξανά τους ήχους, να ξανακουρδίσει τη γλώσσα και τα ρήματα.

Ποιος το αποφάσισε, ρωτούσε ανυπόμονα, ποιος το αποδέχτηκε να ονομάζεται η ζωή ζωή, η ψυχή ψυχή, η αγάπη αγάπη; Όπως και στη γλώσσα της μητέρας της, στα ημερολόγιά της, ψυχή, νερό, μουσική, φεγγάρι ήταν ομόηχες, καθώς ομόηχες επίσης ήταν ζωή, σταλαγματιά, συνύπαρξη. Η αγάπη θα είχε ένα ανεξάντλητο πηγαίο όνομα, δίδυμο με εκείνο των ωκεανών. Η γνώση θα είχε κοινές ρίζες με την ευσπλαχνία και την άμμο. Η θλίψη θα ξεψυχούσε σε μισόκλειστα στόματα μαζί με τη μοχθηρία και την εχθρότητα, ο θάνατος θα έσβηνε δισύλλαβα.

Τα απογεύματα δεν έπαιζε φλάουτο στους γονείς της μπροστά στις μικρές αμυγδαλιές της αυλής τους· το ζωντάνευε.

Τα ποιήματα και τα βιβλία δεν τα διάβαζε· τ’ ατένιζε, όπως ατένιζε το πέλαγος και των αγαπημένων της τα πρόσωπα.

Τους στίχους τους λάξευε και τους ανέσυρε· δεν τους έγραφε.

Τα δένδρα είχαν σώματα και όχι κορμούς· οστά, όχι κλωνάρια.

Αργότερα η Άγιακο  μετέγραφε, ταξινομούσε τα σκόρπια ονόματα και τ’ άστρα

κοίταζαν, κοίταζαν, ρωτούσαν

.

Μιχάλης Κονάρης, “Λεξικά του απόβροχου” από τη συλλογή Τα μολύβια της Σάγιοκο, Σμίλη, 2022

Πίνακας: Catherine Chaloux

 

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Ποιήματα μιας ανάσας

.

ΧΑΪΚΟΥ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΥ ΓΕΡΑΝΟΥ

.
Οι φτερούγες μου:
τα δεδομένα χέρια
των ερώτων μου.

.

ΑΜΑΖΟΝΕΣ

.
Αγριόχηνες,
γενναίες αμαζόνες
στο ταξίδι τους.

.

ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΟΛΗ

.
Ούτ’ έναν στίχο
οι αχάριστες πόλεις
δεν αξίζουνε.

.

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Ποιήματα μιας ανάσας, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2021

.

Φωτό: Brassai

 

Eυτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Cirque du freak

.

Το πάρκο με τα τροχόσπιτα

και με τα μαγαζιά που κάνουν τατουάζ

γρυλίζει τον προορισμό του

ελπίζει κι ας μην κατανοεί.

Στο τσίρκο Μπέιλι η φρίκη κι η αυτάρκεια

απλή υποδιαίρεση του κόσμου.

.

[Ζώα εξωτικά στις πίσω αυλές

που ακινητούν ρόδες, κλουβιά

και σκουριασμένα φορτηγάκια

γυναίκες με μούσι ξαπλωμένες ηδυπαθώς

σε νυφικό κρεβάτι

νάνοι που μόλις γύρισαν από την εκστρατεία

αγόρια με μάσκα σκύλου και νύχια γαμψά

και νούμερα αλλόκοτα

με τέρατα, απροσάρμοστους

και πρόσωπα εκ γενετής αλλοιωμένα.]

.

Ο γίγαντας και το ηλεκτρικό κορίτσι παντρεύτηκαν

είμαι καρπός αιμομιξίας, έλεγε το παιδί αστακός

κι έχω διεστραμμένο χιούμορ.

Από την ακροβατική του κούνια

ο εναέριος τυμπανιστής

σαν άγγελος εξ ουρανού ειδοποιεί:

Φυλαχτείτε από τον άλλον

εκπέμπουν φως διαταραγμένο τα όριά του.

.

Οι ειδικοί αποφάνθηκαν:

Η αγκαθωτή αφή φέρει την κύρια ευθύνη

ο εξαίσιος παραμερισμός των περιπτύξεων

το σιωπητήριο των πουλιών.

Ποιος θα βρεθεί να τους κατηγορήσει

που κάθε τόσο θρυμματίζονται;

Ποιος θ’ αποστρέψει το βλέμμα του

απ’ την αλληγορία αυτή

την ομοούσια με την Αχερουσία;

.

Artwork: Antonello Silverini

 

Λιάνα Σακελλίου, Πάρε με σαν φωτογραφία,

.

Παραδείσιο πουλί παγιδευμένο

με ρόδινο ράμφος

η τελευταία ρέμβη σου δραπέτευσε

αφήνοντας σεντόνι σώμα τρυπημένο

το κεφάλι κρίνος

στον κάλυκά του βυθίζει

την παχιά γκρίζα γλώσσα του ο θάνατος

νωχελικά

Laterna magica

.

Λιάνα Σακελλίου, Πάρε με σαν φωτογραφία, Τυπωθήτω, 2004

Πίνακας: Albert Marquet

 

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Της μιας ανάσας ποιήματα

.

ΥΠΟΜΟΝΗ

.
Καύσων, ας είναι,
σαν ανεπιθύμητος
έρως θα διαβεί

.

ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ


Ψέματα σου ’πα
ότι δεν θα σ’ άλλαζα
με τη θάλασσα.

.

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Της μιας ανάσας ποιήματα, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2021

Πίνακας: Albert Marquet

 

Eυτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Βαρδάρης after

.

– Κοιμάται ο άνεμος ποτέ;

– Όχι. Μόνο κατεδαφίζεται.

– Έχει και φώτα ο άνεμος;

– Έχει μονάχα σωθικά, που φέγγουν από μέσα.

– Σβήνουν ποτέ τα σωθικά; Δεν σβήνουν.

Ούτε έχουν φαροφύλακες τα ερείπια

μήτε τα γερασμένα σώματα

κρυμμένους κήπους μινιατούρες

ν’ αναδυθούν απ’ την υδρία των παθών

τα βελουδένια αρώματα της νύχτας

να πεις θα πάω ένα πρωί, βρε αδερφέ

μια Κυριακή πρωί να τα επισκεφθώ

όπως θα πήγαινες να επισκεφθείς

παλαιοχριστιανικούς ναούς ή και μουσεία.

.

– Ούτε να πας, ούτε να δεις.

Και τι να δεις;

Τον άνεμο να σκουντουφλά πάνω σε λαμαρίνες

ή πέρα δώθε να κουνά κινέζικα φανάρια;

Ταντάλου, Δάμωνος, Σαπφούς

είναι ο Βαρδάρης μια παγόδα θαμπωμένη

με τα παλιά βεγγαλικά παραχωμένα

κάτω από φόρμες μαύρες σατινέ

μασίφ ανάσες, μασουράκια

άφαντο το «Μουλέν Ρουζ», το «Λαϊκόν»

μισολιωμένο χιόνι η «Tροπικάνα».

Κλείδωσαν πια τα πεζοδρόμια

ποτάμια ήταν και στέρεψαν

έξω από πόρτες δίχως χέρια.

.

– Τ’ ακούς; Βρυχάται ο καιρός.

– Υπερβολές!

Απλώς τραντάζει ο μετροπόντικας τις οροφές

κι οι κρεμασμένες λάμπες ξεσαλώνουν.

Μια νέα αρχή απ’ το σημείο μηδέν

απ’ το μηδέν ως την ακίνητη αρχή.

Ακίνητος κι ο βασιλιάς έφιππος στην πλατεία.

Καλπάζει ακίνητη η εποχή.

Σημειωτόν και προσοχή.

Ακίνητη.

Και μόνο τα γερασμένα σώματα

κινούνται στα χαλάσματα αναρχικά

και ξανανθίζουν.

.

Eυτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, από τη συλλογή Ο θυρωρός των ημερών, Κέδρος 2022

.

Αrtwork: Alexey Begak

.

 

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Και τι πιστεύει ο ποιητής;

.

– Ότι το έγκλημα

θα αθωώσει για μια στιγμή τον δράστη του

πως η βαρύτητα μιας βλεφαρίδας

κι ενός δαφνόφυλλου το σύρσιμο

θ’ ανασηκώσουν κύματα

και τα θεμέλια μιας πόλης σκοτεινής

στο διάφανο θα τα μετατοπίσουν

.

ότι η γλώσσα

την καλοσύνη των φτερών θα εγκαινιάσει

κι οι μονομάχοι

– νηφάλιοι και πρωινοί –

με τα πνιγμένα βρέφη αγκαλιά

απ’ την ασάλευτη σκιά

μες στον ναό μιας τάξης σχολικής

θα προχωρήσουν.

.

Αrtwork: Albert Marquet

.

Eυτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, από τη συλλογή Ο θυρωρός των ημερών, Κέδρος 2022

 

Δημήτρης Καλοκύρης, Το αύριο της νύχτας

.

2.

Κάθε φορά που ταξιδεύεις σε μια άλλη ηλικία

είναι σαν να πρωτοβλέπεις τις κατόψεις

του λαβύρινθου

με το μελάνι και το κάρβουνο σημαδεύοντας

το νήμα και τη στάθμη στα εδάφη της ζωής.

.

Μ’ αυτή την τεχνική ξεγελάει ο άνθρωπος το θάνατο.

Η τέχνη είναι ένας τρόπος

ν’ αλλάζουν μέσα σου οι πορείες των πραγμάτων.

.

Το Ίλιον δεν αλώθηκε με άρματα ή μηχανισμούς

 αλλά με ένα ξύλινο κουτί σε σχήμα αλόγου

– και μάλιστα ελληνικής κατασκευής.

.

Artwork: Jan Sluijters

.

 

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως

.

.

Αλλά δε θέλει να λησμονηθεί, γιατί κανείς, κανείς δεν θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει θέλει μια φορά, που τρυφερή κορόνα τους την είχαν, κι α πότε, βγάνοντας την κεφαλή στις ερημιές, τα χέρια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, τους  χαραγμένους της καρπούς βύζαινε, η λύσσα λεγεών και αγέλη, τη μάταιη αυτοχειρία επαναλαμβάνοντας, το θάνατο που δίχως λόγο ξεθυμαίνει, μες στη σιωπή που παραδέρνει ασάλευτη, σιωπή του νου, απέραντη σαν τρέλα, σαν αραιό αφιόνι μαύλιζε, και δεν τολμά, μόλις μαντεύοντας τα κυανά παθήματα των βυθοδρόμων, τη θεία νόσο που ενδοστρέφει ακάλεστη, κι από μαράζι ξάσπριζε τα χείλη, κι α πότε βγάνει, ο πόνος, ποόνοι διάττοντες, βραχνάς ο αέρας σκίζοντας το στήθος, αέρας πόνος πλημμυρίζοντας σπλάχνα στεγνά, τα μάτια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, η νεκροφάνεια σαν λαγνεία την καθήλωνε, σαν πυρετός, σαν πρωτούπνι στο υγρό της μέτωπο, μ’ ένα στεφάνι φως που ζώνει τους ταξιδεμένους, όταν σηκώνονται αταξίδευτοι στα σκοτεινά, σε μέρη απόσκια και στ’ ανεσκαμμένα, κι όταν ταράζοντας τη γη προβαίνουν άλιωτοι, μ’ ένα στεφάνι φως, και ξεματώνει γλείφοντας τους χαρακωμένους της καρπούς, παραλογίζεται πως θα γινόταν άλλη, άνασσα στο βαθύ παλάτι των αγρών, αθλία φλώρα τ’ όνομά της, σαρακήνα, σαν βλασφημία, μενεξένη, άσβεστος, με το κακό του φεγγαριού αφρίζει, κι α ποτέ, γέρνει το κορμάκι της στις εξοχές, σαν ημισέληνος ωχρή ξεφέγγει, μικρή γυναίκα, γυναικίτσα, βάρβαρη, καλεί τον θάνατο, καλεί, που ήταν καλός, από μακριά σού μήνυσα, του λέει, ακραία κόρη και βαλεριανή, από μακριά, κι ετοιμαζότουν να φωνάξει δυνατά, και δε φωνάζει, δε λαλεί, δεν κλαίει.

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, σελ. 47-48, Κέδρος 1989

Artwork:Αnne Magill