RSS

Category Archives: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ (ξένη)

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Άντρας σε ρόδινο στέκι»

Το ρακί, η μιλόνγκα, τα θηλυκά, ε, μια φιλική βρισιά από το στόμα του Ροσέντο, μια φάπα που έδινε έτσι στο σωρό και που εγώ την έπαιρνα για χάδι, ε, άλλο δεν ήθελα για να ’μαι ευτυχισμένος. Είχα πέσει σε μια ντάμα που ακολουθούσε μια χαρά τα βήματά μου, σαν να τα μάντευε, που λένε, από τα πριν. Το τάνγκο μας έκανε ό,τι ήθελε: μας έσπρωχνε, μας χώριζε, μας σκόρπιζε, μας ξανάσμιγε. Έτσι γλεντούσαν οι άντρες, σαν μέσα σε όνειρο, όταν ξαφνικά μου φάνηκε πως η μουσική είχε δυναμώσει  – κι αυτό, γιατί είχε μπλεχτεί με τους κιθαριστές της άμαξας που τους ακούγαμε όλο και πιο κοντά. Ύστερα, γύρισε ο αέρας που τους έφερνε, κι εγώ αφοσιώθηκα ξανά στο σώμα μου και στο σώμα της ντάμας μου και στις περιελίξεις του τάνγκο. Και τότε ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, μια γερή γροθιά και μια φωνή. Αμέσως, γενική σιωπή, ένα σπρώξιμο της πόρτας με τον ώμο, κι ο άντρας μπήκε μέσα. Ο άντρας έμοιαζε με τη φωνή του. […] Στη γωνιά του δρόμου ήταν σταματημένη η άμαξα, με τις δυο κιθάρες όρθιες στο κάθισμα, σαν άνθρωποι. Με πίκρανε που τις είχαν παρατήσει έτσι και κανείς δεν τις φύλαγε, λες και δεν μας είχαν άξιους να βουτήξουμε δυο παλιοκιθάρες. Μου την έδωσε όταν ένιωσα πως δεν αξίζαμε τίποτα. Είχα ένα γαρίφαλο στ’ αυτί· το ’πιασα και το πέταξα σε μια λακκούβα με νερό κι έμεινα λίγο εκεί να το κοιτάζω, σαν να μην ήθελα να σκεφτώ τίποτ’ άλλο. Και τι δε θα ’δινα να ’ταν κιόλας αύριο, να ’χα βγει απ’ αυτήν τη νύχτα.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Άντρας σε ρόδινο στέκι» σελ. 83 και 87, Άπαντα τα πεζά, Ι, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

.

 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Ο χορηγός των ανομιών Μόνκ Ήστμαν»

.

Στα δεκαεννιά του, γύρω στα 1892, άνοιξε ένα πτηνοπωλείο με τη βοήθεια του πατέρα του. Η μελέτη της ζωής των ζώων και η παρατήρηση των μικρών αποφάσεων και της ανεξιχνίαστης αθωότητάς τους ήταν ένα πάθος που το κράτησε ως το τέλος της ζωής του. Στις δοξασμένες εποχές που έμελλε ν’ ακολουθήσουν, όταν αρνιόταν με περιφρόνηση τα πούρα που του πρόσφεραν φακιδιάρηδες σέιτσεμ του Τάμμανυ Χωλ, ή πήγαινε στα καλύτερα πορνεία με μια πρόωρη λιμουζίνα που έμοιαζε με φυσική κόρη γόνδολας, άνοιξε ένα δεύτερο ψευτομάγαζο με καμιά εκατοστή γατιά ράτσας και πάνω από τετρακόσια περιστέρια, που όμως δεν τα πουλούσε σε κανέναν. Τ’ αγαπούσε ένα ένα ξεχωριστά, και συχνά έκοβε βόλτες στη γειτονιά του μ’ έναν πανευτυχή γάτο στην αγκαλιά, ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν όλο ζήλια.

Ήταν ένας άντρας ολέθριος και θηριώδης· με κοντό σβέρκο, όπως του ταύρου, στέρνο στιβαρό, μπράτσα μακριά και φιλόνικα, σπασμένη μύτη, ένα πρόσωπο –παρά τις ουλές– λιγότερο σημαντικό από το σώμα, πόδια στραβά σαν του τζόκεϊ ή του ναυτικού. Μπορούσε να βγει χωρίς πουκάμισο, ακόμα και χωρίς σακάκι, αλλά ποτέ χωρίς ένα μικρό, κολοβό καπέλο πάνω στο κυκλώπειο κεφάλι του. Η ανάμνησή του είναι ολοζώντανη. Σωματικά, ο τυπικός γκάνγκστερ των ταινιών είναι δική του καρικατούρα και όχι του πλαδαρού και αστάθμητου Καπόνε. Λένε πως ο Ουόλχαϊμ προσλήφθηκε στο Χόλλυγουντ, γιατί τα χαρακτηριστικά του παρέπεμπαν απευθείας σ’ αυτά του πολύκλαυστου Μονκ Ήστμαν, ο οποίος αρεσκόταν να περιπολεί στην αχρεία επικράτειά του με μια γαλάζια περιστέρα στον ώμο, σαν ταύρος μ’ έναν πύρρουλα στη ράχη.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Ο χορηγός των ανομιών Μόνκ Ήστμαν», σελ. 56,  Άπαντα τα πεζά, Ι, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

Photo: Vivian Maier

 

Francis Picabia, Ιησούς Χριστός Ραστακουέρος, «Πόσο χρονών είσαι;»

.

Κάτω από ένα κλινοσκέπασμα, μέσα σε κάποιο δωμάτιο, σήμερα, όπου να ’ναι, κάνω έρωτα με τα χέρια ανοιχτά

Οι παχιές μαργαρίτες,

Σαν ισάριθμοι ήλιοι,

Κατακλύζουν το μυαλό μου

Το περιφραγμένο με αγκάθια

Η ευτυχία οσφραίνεται τα συντρίμμια του ίσκιου μας. Η ζωή θα έπρεπε να ήταν σαν λουτρό για να τεντώνουμε τα μέλη μας· όμως οι πράσινοι χλοοτάπητες κοκκινίζουν υπό τις φλόγες των χαδιών, όπως οι κορασίδες που δείχνουν την ήβη τους. Οι φουρνοί πηδάνε μες στο στόμα σας και μικρές κίτρινες τολύπες καπνού μπαίνουν μες στ’ αυτιά σας. Μουλιάστε τα χέρια σας μες στο ασήμι και το χρυσάφι το αρωματισμένο με βάλσαμο και βαστώντας ο ένας το μπράτσο του άλλου, με την ψυχή στα πόδια, ελάτε να με ψάξετε στον ορίζοντα.

Francis Picabia, Ιησούς Χριστός Ραστακουέρος, «Πόσο χρονών είσαι;», μτφρ.: Ευγενία Γραμματικοπούλου, εκδόσεις Οκτάνα, 2019

Artwork: Agnes Bulloche

 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας,  «Ο αναληθοφανής απατεώνας Τομ Κάστρο»

.

Ο Τομ Κάστρο, πάντα πρόθυμος, έγραψε στη λαίδη Τίτσμπορν. Για ν’ αποδείξει την ταυτότητά του, επικαλέστηκε την αξιόπιστη απόδειξη ότι είχε δυο ελιές κάτω απ’ την αριστερή θηλή, κι ένα επώδυνο (εξού και αξέχαστο) επεισόδιο από την παιδική του ηλικία, όταν τον είχαν κεντρίσει ένα σμήνος μέλισσες. Το γράμμα ήταν σύντομο και, κατ’ εικόνα του Τομ Κάστρο και του Μπόουγκλ, έβριθε ορθογραφικών λαθών. Στην επιβλητική μοναξιά ενός παρισινού ξενοδοχείου, η Λαίδη το διάβασε και το ξαναδιάβασε με δάκρυα χαράς και σε λίγες μέρες είχε βρει τις αναμνήσεις που τις ζήτησε ο γιος της.

Σ’ αυτό το ξενοδοχείο παρουσιάστηκε, στις 16 Φεβρουαρίου 1867, ο Ροτζερ Τσαρλς Τίτσμπορν. Προπορευόταν ο αφοσιωμένος υπηρέτης του Εμπενήζερ Μπόουγκλ. Ήταν μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα· τα κουρασμένα μάτια της λαίδης Τιτσμπορν ήταν πλημμυρισμένα στα δάκρυα. Ο μαύρος άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα. Το φως έπαιξε το ρόλο προσωπείου: η μητέρα αναγνώρισε τον άσωτο υιό και του άνοιξε την αγκαλιά της. Τώρα που τον είχε δίπλα της, δεν είχε ανάγκη ούτε ημερολόγιό του ούτε τα γράμματα που της είχε στείλει από τη Βραζιλία, λατρευτούς αντικατοπτρισμούς που είχαν θρέψει τη μοναξιά της επί δεκατέσσερα μαύρα χρόνια. Του τα επέστρεψε με καμάρι: δεν έλειπε ούτε ένα. Ο Μπόουγκλ χαμογέλασε όσο μπορούσε πιο διακριτικά: τώρα ήξερε πως θα έδινε σάρκα και οστά στο πράο φάντασμα του Ρότζερ Τσαρλς Τίτσμπορν.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας,  «Ο αναληθοφανής απατεώνας Τομ Κάστρο», σελ. 41, Άπαντα τα πεζά, Ι, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

Artwork: Merab Gagiladze

 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Μυθοπλασίες, «Tlon, Uqbar, Orbis Tertius»

Τα προηγούμενα αναφέρονται στις γλώσσες του νοτίου ημισφαιρίου. Σ’ εκείνες του βορείου ημισφαιρίου (για την Ursprache, του οποίο ο Ενδέκατος Τόμος περιέχει ελάχιστα στοιχεία), το πρωταρχικό κύτταρο δεν είναι το ρήμα, αλλά το μονοσύλλαβο επίθετο. Το ουσιαστικό σχηματίζεται διά της συσσωρεύσεως επιθέτων: Δε λέγεται φεγγάρι, αλλά: αιθέριο-λαμπερό πάνω σε σκούρο-στρογγυλό ή: ουράνιο-αχνό-πορτοκαλί ή μ’ οποιονδήποτε άλλο συνδυασμό. Στο παράδειγμα που διάλεξα, το πλήθος των επιθέτων αντιστοιχεί σ’ ένα πραγματικό αντικείμενο· αυτό είναι τελείως συμπτωματικό. Στη λογοτεχνία αυτού του ημισφαιρίου (όπως στον στοιχειώδη κόσμο του Μάινονγκ), αφθονούν τα ιδεατά αντικείμενα, που συντίθενται και αποσυντίθενται σ’ ένα δευτερόλεπτο, ανάλογα με τις ποιητικές ανάγκες. Πολλές φορές, τα καθορίζει απλώς ένας ταυτοχρονισμός. Υπάρχουν αντικείμενα συντεθειμένα από δύο όρους – ένας οπτικής φύσεως και έναν ακουστικής: το χρώμα της αυγής και η μακρινή κραυγή ενός πουλιού· άλλα, από περισσότερους των δύο: ο ήλιος και το νερό πάνω στο στήθος του κολυμβητή, η αχνή τρεμάμενη ρόδινη ανταύγεια που βλέπουμε όταν έχουμε κλειστά τα μάτια, η αίσθηση αυτού που αφήνεται να τον παρασύρει το ποτάμι, αλλά και το όνειρο. Αυτά τα δευτεροβάθμια αντικείμενα μπορούν να συνδυαστούν με άλλα· η διαδικασία, με τη χρήση και κάποιων συντμήσεων, είναι κυριολεκτικά άπειρη. Υπάρχουν περίφημα ποιήματα που αποτελούνται από μία και μόνη τεράστια λέξη. Η λέξη αυτή αποτελεί ταυτόχρονα κι ένα ποιητικό αντικείμενο, δημιούργημα του συγγραφέα. Παραδόξως, αυτό που καθιστά τον αριθμό τους άπειρο, είναι το γεγονός ότι κανένας δεν πιστεύει στην πραγματικότητα των ουσιαστικών.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Μυθοπλασίες, «Tlon, Uqbar, Orbis Tertius»,  Άπαντα τα πεζά, Ι, σελ. 139, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014

 

Πιερ Μερό, Εκτός πραγματικότητας

.

Στη διπλανή γκαρσονιέρα ζούσαν μια ανάπηρη και ένας χοντρός, μητέρα και γιος, δυο βλαμμένοι που είχαν καταφέρει να τινάξουν στον αέρα τη ζωή ολόκληρης της πολυκατοικίας. Ούρλιαζαν μέρα νύχτα και ξεσκίζονταν σαν κολασμένοι, ζούσαν μέσα σε μια φριχτή δυσωδία. Κατά κάποιον τρόπο τους καταλάβαινα, και κυρίως εκείνον, όταν χτυπιόταν στους τοίχους και έκλαιγε. Όπως είναι αυτονόητο, το πλατύσκαλο ήταν γεμάτο κατσαρίδες. Είχα δεκάδες στην κουζίνα μου, μαύρες, χρυσές, χοντρές, πονηρές, που έβγαιναν τη νύχτα. Και τις μελετούσα με αποστροφή και περιέργεια. Είχα αγοράσει παγίδες καλυμμένες με κόλλα και τις παρατηρούσα να ψυχορραγούν για μέρες ακίνητες, με τις κεραίες τους μόνο να τρεμουλιάζουν. Είχα επίσης ανακαλύψει αυτό που ονόμαζα πλεκτάνη της κατσαρίδας: όταν πλησίαζα καμία για να τη συνθλίψω στον τοίχο, αυτή αφηνόταν να πέσει στο πάτωμα και το έβαζε στα πόδια μ’ όλη τη δύναμή της. Οι αλκοολικές μου νύχτες, οι δαιμονισμένοι, οι ακροβατικές κατσαρίδες, όλα αυτά συνιστούσαν μια θαυμαστή μικρή αποκάλυψη. Σιγά σιγά λοιπόν κατάλαβα ότι η στρατιά στο πλατύσκαλο είχε έρθει για να μαζέψει τους γείτονές μου. Όμως εκείνοι έκαναν τον ψόφιο κοριό. Η στρατιά τελικά αποφάσισε να χτυπήσει τη δική μου πόρτα και άφησα να μπουν μια αστυνομικός και ένας πυροσβέστης. Ο πυροσβέστης ήθελε να δει εάν γινόταν να περάσουν από το παράθυρό μου για να μπουν στο σπίτι των τρελών. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να με μαζέψουν κι εμένα, έναν σαραντάρη αλκοολικό, ντυμένο μ’ ένα άθλιο μπουρνούζι, που ζούσε σε μια γκαρσονιέρα που είχε να καθαριστεί έξι μήνες και που βασάνιζε μανιωδώς εκατοντάδες κατσαρίδες μέσα σε μια αποκρουστική κουζίνα. Όμως είχαν δει πολλά τέτοια, και η αστυνομικός αστειεύτηκε μιλώντας μου για τους παλαβούς. Τελικά αποφάσισαν να επιτεθούν από τη στέγη.

Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου! Δύσκολα με φανταζόμουν να υποδέχομαι όλον αυτόν τον κόσμο με τα χάλια που είχα μετά το χθεσινοβραδινό μεθύσι. Ακούστηκε θόρυβος τζαμιού που σπάει, ουρλιαχτά και, αόριστα, πάλη. Ο πυροσβέστης δέχθηκε ένα χτύπημα με σφυρί, ύστερα ακινητοποίησε τον γιο, και ο γιος άφησε να το μαζέψουν χωρίς φασαρίες. Εν ολίγοις, ήταν ένα πρωινό σχεδόν ειρηνικό και παραδόθηκα σε γλυκές σκέψεις: μάλλον με καθησύχαζε το γεγονός ότι υπήρχαν τρελοί σ’ αυτήν τη γη, που έριχναν σφυριές όπως στο κουκλοθέατρο, που άδειαζαν τα σκουπίδια τους από το παράθυρο όποτε τους κατέβαινε, που είχαν μια εικόνα του κόσμου σαφώς πιο εξωτική από τη δική μας και, τελικά, αξιοζήλευτη ελευθερία και ατιμωρησία. Ασφαλώς και υπέφεραν. Ποιος δεν υποφέρει;

Πιερ Μερό, Εκτός πραγματικότητας, σελ. 74-76, μτφρ.: Λίνα Σιπητάνου, εκδόσεις Εστία, 2009

Artwork: Christophe Richard Wynne Nevinson

 

Κενζαμπούρο Όε, Μια προσωπική υπόθεση

.

Τρέμοντας συνέχισε να διασχίζει τον διάδρομο παραπατώντας σαν ασθενής που βρίσκεται στο στάδιο της ανάρρωσης. Καθώς προσπερνούσε το ανοιχτό παράθυρο ενός θαλάμου εξακολουθούσε να κλαίει, ασθενείς που έμοιαζαν με χορτασμένα θηρία, ξαπλωμένοι ή καθισμένοι στο κρεβάτι, τον παρατηρούσαν με ανέκφραστα πρόσωπα. Η κρίση του είχε πια υποχωρήσει όταν έφτασε σ’ ένα σημείο όπου ο διάδρομος περνούσε μέσα από μονόκλινα δωμάτια, αλλά το αίσθημα της ντροπής είχε μεταβληθεί σε κάτι συμπαγές, σαν γλαύκωμα πίσω από τα μάτια του. Κι όχι μόνο πίσω από τα μάτια το, αλλά το ’νιωθε να απλώνεται σε όλο το σώμα του. Το αίσθημα της ντροπής: ένα καρκίνωμα. Ο Μπερντ αισθανόταν την παρουσία αυτού του ξένου σώματος, αλλά του ήταν αδύνατο να ασχοληθεί μαζί του, το μυαλό του ήταν αχρηστευμένο, εξουθενωμένο. Η πόρτα ενός δωματίου ήταν ανοιχτή. Μια αδύνατη, νέα, τελείως γυμνή κοπέλα στεκόταν κοντά στην πόρτα σαν να έφραζε έτσι την είσοδο. Στο μισοσκόταδο το σώμα της έδειχνε ανώριμο. Σφίγγοντας τα στήθη της με το αριστερό της χέρι, η κοπέλα κατέβασε το δεξί της χέρι, χάιδεψε την επίπεδη κοιλιά της και το έχωσε στο τρίχωμα της ήβης της. Ύστερα, προκαλώντας τον Μπερντ με μάτια που έλαμπαν, άνοιξε τα πόδια της κι έχωσε με λαχτάρα ένα δάχτυλο στο χρυσαφένιο στόμιο γύρω από τον κόλπο της, που για μια στιγμή φωτίστηκε από το φως που έμπαινε από το παράθυρο πίσω της. Ο Μπερντ, αν και ένιωθε να τον κυριεύει μια δυνατή συμπόνια για την κοπέλα, προσπέρασε την ανοιχτή πόρτα, χωρίς να δώσει στη νυμφομανή την ευκαιρία να φτάσει στον μοναχικό οργασμό της. Το αίσθημα της ντροπής ήταν υπερβολικά έντονο μέσα του για να του επιτρέψει να ενδιαφερθεί για οποιαδήποτε άλλη ύπαρξη πέρα από τη δική του.

Κενζαμπούρο Όε, Μια προσωπική υπόθεση, σελ. 98, μτφρ.: Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτη, 1994

Artwork: Christopher Richard Wynne Nevinson 14

 

 

Philip Roth, H ταπείνωση

.

Μόλις έφυγε ο Τζέρυ, ο Άξλερ πήγε στο γραφείο του και βρήκε το αντίτυπο του Ταξιδιού της μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα. Προσπάθησε να το διαβάσει, αλλά του ήταν ανυπόφορο. Δεν πήγε πέρα από τη σελίδα 4 –εκεί έβαλε και την κάρτα του Βίνσεντ Ντάνιελς, σαν σελιδοδείκτη. Στο «Κένεντι Σέντερ» ήταν σαν να μην είχε ξαναπαίξει ποτέ και τώρα ήταν σαν να μην είχε ποτέ ξαναδιαβάσει θεατρικό έργο– σαν να μην είχε ξαναδιαβάσει αυτό το έργο. Οι προτάσεις ξετυλίγονταν χωρίς νόημα. Δεν μπορούσε να παρακολουθήσει ποιος μιλούσε. Καθισμένος εκεί, ανάμεσα στα βιβλία του, προσπαθούσε να θυμηθεί έργα στα οποία υπάρχει κάποιος ήρωας που αυτοκτονεί. Η Έντα στην Έντα Γκάμπλερ, η Τζούλια στη Δεσποινίδα Τζούλια, η Φαίδρα στον Ιππόλυτο, η Ιοκάστη στον Οιδίποδα τύραννο, όλοι σχεδόν στην Αντιγόνη, ο Γουίλι Λόμαν στον Θάνατο του εμποράκου, ο Τζο Κέλερ στο Ήταν όλοι τους παιδιά μου, ο Ντον Πάριτ στο  Ο παγοπώλης έρχεται, ο Σάιμον Στίμσον στη Μικρή μας πόλη, η Οφηλία στον Άμλετ, ο Οθέλλος στον Οθέλλο, ο Κάσσιος και ο Βρούτος στον Ιούλιο Καίσαρα, ο Γκόνεριλ στον Βασιλιά Ληρ, ο Αντώνιος, η Κλεοπάτρα, ο Αινόβαρβος, η Χάρμιον στο Άντωνιος και Κλεοπάτρα, ο παππούς στο Ξύπνα και τραγούδα, ο Ιβάνοφ στο Ιβάνοφ, ο Κονσταντίν στον Γλάρο. Κι αυτός ο εκπληκτικός κατάλογος περιλάμβανε μονάχα τα έργα στα οποία είχε κάποτε παίξει. Υπήρχαν περισσότερα, πολύ περισσότερα. Το αξιοσημείωτο ήταν η συχνότητα με την οποία εισβάλλει η αυτοκτονία στο δράμα, λες και είναι η ιδρυτική, η καταστατική συνθήκη του δράματος, που δεν στηρίζεται κατ’ ανάγκην από τη δράση, όπως αυτή υπαγορεύεται από τους μηχανισμούς του είδους. Η Ντιαρντρι στην Ντίαρντρι των θλίψεων, η Έντβιγκ στην Αγριόπαπια, η Ρεβέκκα Βεστ στο Ρόσμερσχολμ, η Κρίστιν στο Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα, ο Αίας του Σοφοκλή. Η αυτοκτονία είναι ένα θέμα που οι δραματουργοί στοχάζονται με δέος από τον πέμπτο αιώνα π.Χ., σαγηνευμένοι από ανθρώπινες υπάρξεις ικανές για αισθήματα που μπορούν να εμπνεύσουν την πιο ακραία πράξη. Θα έπρεπε να θέσει στον εαυτό του το καθήκον να ξαναδιαβάσει αυτά τα έργα. Ναι, κάθε τι το αποτρόπαιο πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά πρόσωπο. Κανένας δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν το είχε σκεφτεί διεξοδικά.

Philip Roth, H ταπείνωση, σελ. 50-52  μτφρ.: Kατερίνα Σχινά, εκδόσεις Πόλις 2010

Artwork: Mary Fedden

 

Julio Cortasar, Mάγισσα

.

Γιατί άραγε να εισβάλλει τόσο κρύο στο δωμάτιο; Είναι ξαφνικό, με αυξάνουσες ριπές. Ίσως κάποιο κρύο που προέρχεται από μέσα, σκέφτονται οι φίλοι. Δεν είναι σπάνιο στις ολονυκτίες. Λίγο κονιάκ… Κι όταν ένας απ’ αυτούς κοιτάζει τον Εστέμπιαν, άκαμπτο στο κάθισμά του, αισθάνεται σαν ένας ξαφνικός τρόμος να αναπτύσσεται και να εισβάλλει στα μαλλιά του, στα χέρια και στη γλώσσα. Μέσα από το στήθος του Εστέμπαν διακρίνονται οι ξυλόγλυπτες πλέξεις της πλάτης της πολυθρόνας. Οι υπόλοιποι ακολουθούν το βλέμμα του φίλου τους και χλομιάζουν. Το κρύο μεγαλώνει, ανεβαίνει σαν παλίρροια. Πέρα από την κλειστή πόρτα ορθώνεται ξαφνικά η πυκνή μάζα του όρους με τους ευκαλύπτους να το λούζει το φεγγάρι. Κι εκείνο αντιλαμβάνονται ότι το βλέπουν μέσα από την κλειστή πόρτα. Τώρα είναι οι τοίχοι που υποχωρούν μπρος στη θέα της εξοχής, της γειτονικής αγροικίας, όλα υπό το άγουρο φως της πανσελήνου. Και ο Εστέμπαν έχει μετατραπεί πλέον σε μια ζελατινώδη φούσκα, όμορφος κι αξιοθρήνητος στην πολυθρόνα του,  που υποχωρεί κι αυτή μπροστά στην επέλαση του τίποτα. Από τη σκεπή εισβάλλει ένας πίδακας ασημένιου φωτός που ξεθωριάζει τη μαρμαρυγή του παρεκκλησιού. Οι πέντε φίλοι αισθάνονται τώρα να φιλτράρεται μέσα από τη σόλα των παπουτσιών τους η υγρασία της φρέσκιας γης, με χορτάρι και τριφύλλια, κι όταν κοιτάζονται, ανίκανοι να εκστομίσουν την πρώτη φάση της αποκάλυψης, βρίσκονται πια μόνοι με την Πάουλα, με την Πάουλα και το παρεκκλήσι, το οποίο ανυψώνεται απογυμνωμένο στη μέση της πεδιάδας υπό την αναπόφευκτη σελήνη.

Julio Cortasar, Mάγισσα, από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 80-81, μτφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015

 

Julio Cortasar, Επιστροφή της νύχτας

.

«Αχ, ποτέ δεν έπρεπε να ξυπνήσω τόσο απότομα. Τούτη η εικόνα μου θα είχε επιστρέψει στην πυκνή φυλακή των οστών και της σάρκας. Αν έπρεπε να πεθάνω, θα είχαμε πεθάνει μαζί, χωρίς να υποστούμε αυτήν τη διάσπαση, το εύρος της οποίας δεν μπορώ να υπολογίσω… Η ζωή είναι ο χρόνος! Γιατί σφυροκοπά στο μυαλό μου αυτή η ιδέα; Η ζωή είναι ο χρόνος! Όμως αυτός ο δικός μου τωρινός χρόνος είναι πιο φρικτός κι από κάθε θάνατο. Είναι συνειδητός θάνατος, σαν να παρευρίσκομαι ως μάρτυρας της αποσύνθεσής μου από το προσκέφαλο ενός τερατώδους κρεβατιού…»

Και η ορχήστρα της αυγής συγχρόνιζε σιγά σιγά τα χάλκινα πνευστά της.

«Εκεί απέμεινα απόλυτο κενό. Εδώ είμαι ζωντανός χρόνος, θρυμματίστηκαν τα πλαίσια της πραγματικότητας! Το πτώμα μου υφίσταται, δεν αισθάνομαι πλέον τίποτα, ενώ εγώ μόλις που προσεγγίζω τη φρίκη της ανυπαρξίας μου, χρόνος αγνός που δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμία φόρμα, φάντασμα που η αυγή θα το απογυμνώσει μπροστά στα ζοφερά μάτια των ανθρώπων…»

«Και είχε σχεδόν ξημερώσει.»

«Είμαι ορατός; Είμαι αόρατος; Η γιαγιά μου μίλησε, με χάιδεψε. Όμως ο καθρέφτης αρνήθηκε να μου επιστρέψει την εικόνα μου, παρέμεινε αμετάβλητος. Ποιος είμαι; Τι τέλος θα λάβει η απαίσια αυτή κωμωδία;»

Συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν ξανά μπροστά στην είσοδο του σπιτιού. Το διαπεραστικό λάλημα του πετεινού με έλουσε με την αγωνία της αμεσότητας. Ήταν η ώρα που η γιαγιά μου έφερνε το πρωινό. Η εκκλησία στόχευε τα πρώτα της βέλη στον ουρανό, η ώρα που η γιαγιά θα έμπαινε στο δωμάτιο και θα με έβρισκε νεκρό. Κι εγώ, κοκαλωμένος στον δρόμο, θα άκουγα το ουρλιαχτό, τα πρώτα τρεχαλητά, τις άφατες κραυγές της ολοκληρωτικής αποκάλυψης.

Julio Cortasar, Η επιστροφή της νύχτας, από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 66, μετφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015

Artwork: Odilon Redon