.
ΙΙ.
Γιατί το άλογο το καθρεφτίζεις σε κρύσταλλα οράσεως;
Γιατί του ορμέμφυτου το ξίφος το σπάζουν αστραπές;
.
Τα κρύα βράδια γύρεψαν το πρόσωπό σου
Η σκοτεινιά της πέτρας έγινε σκοτεινιά σου
Κι όταν δε βλέπεις ούτε και το χέρι σου
Δε βλέπεις του ματιού σου το καθρέφτισμα
Ακούς το χέρι και το μάτι σου κελαηδιστή βροχή
Πάνω σε δέντρο που μετράει πυθμένες αέρος
.
Σε θαύμασα ώρα που χωρίζεις τα δυο πρόσωπα
Και τους μοιράζεις κρίνα αθώας θάλασσας
Να γίνουν ένα
.
Ποιος κεραυνός θα σε γεννοβολήσει για να πεις
Μέσα από χίλια τραύματα: υπάρχεις
Ναι υπάρχεις φαρμακερό ξίφος πίσω απ’ τη μήνιγγα
Υπάρχεις ναι υπάρχεις νύχτα δολοφονίας στο μάτι
Που κλαίει που κερδίζει που κλέβει
Που ανεβοκατεβαίνει αψίδες ναών
Θόλους αγάπης
.
Μα τα χειμέρια κρύσταλλα του φεγγαριού
Ω τα χειμέρια κρύσταλλα του φεγγαριού στη γη
Που ξυπνούν το ανοιξιάτικο φίδι στο σκίνο
Που μας οπλίζουν με καθάριο μάτι
Και θερισμοί μέσα στων ήλιων τις καταπακτές
Μας διαμορφώνουν
.
Δυνατέ άνεμε μια φορά να ταπεινωθείς και τότε
Θα δει το φίδι την απελπισία του
Ο δίκαιος την παντοδυναμία του
Το μάτι θα μεθύσει από ιώδες σύμπαν
Το σάπιο χέρι θα χαθεί στο λάκκο του
.
Δ. Π. Παπαδίτσας, Ερμηνεία πρώτη, από τη συλλογή Εν Πάτμω και δύο ερμηνείες, Ανθολογία Ε. Γαραντούδη, Η ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα.
Αrtwork: Ernest Ludwig Kirchner