Η Ιφιγένεια Σιαφάκα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Αποφοίτησε από το τμήμα Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και έκτοτε έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός, κειμενογράφος, μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής και έχει ασχοληθεί με το θέατρο, το χορό και τη γραφιστική. Άρθρα, κριτικές και αποσπάσματα δημιουργικής γραφής (ποίηση, στίχος, διήγημα, μυθιστόρημα) έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και συνεχίζουν να δημοσιεύονται έως σήμερα. Έχει γράψει ποίηση, μυθιστόρηματα, διηγήματα και δοκίμια. Από το 2016 επιμελείται την ετήσια περιοδική ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου Dip generation. Ο ιστότοπος Ενύπνια Ψιχίων είναι η προσωπική της ιστοσελίδα.
Κάτω από ένα κλινοσκέπασμα, μέσα σε κάποιο δωμάτιο, σήμερα, όπου να ’ναι, κάνω έρωτα με τα χέρια ανοιχτά
Οι παχιές μαργαρίτες,
Σαν ισάριθμοι ήλιοι,
Κατακλύζουν το μυαλό μου
Το περιφραγμένο με αγκάθια
Η ευτυχία οσφραίνεται τα συντρίμμια του ίσκιου μας. Η ζωή θα έπρεπε να ήταν σαν λουτρό για να τεντώνουμε τα μέλη μας· όμως οι πράσινοι χλοοτάπητες κοκκινίζουν υπό τις φλόγες των χαδιών, όπως οι κορασίδες που δείχνουν την ήβη τους. Οι φουρνοί πηδάνε μες στο στόμα σας και μικρές κίτρινες τολύπες καπνού μπαίνουν μες στ’ αυτιά σας. Μουλιάστε τα χέρια σας μες στο ασήμι και το χρυσάφι το αρωματισμένο με βάλσαμο και βαστώντας ο ένας το μπράτσο του άλλου, με την ψυχή στα πόδια, ελάτε να με ψάξετε στον ορίζοντα.
Ο Τομ Κάστρο, πάντα πρόθυμος, έγραψε στη λαίδη Τίτσμπορν. Για ν’ αποδείξει την ταυτότητά του, επικαλέστηκε την αξιόπιστη απόδειξη ότι είχε δυο ελιές κάτω απ’ την αριστερή θηλή, κι ένα επώδυνο (εξού και αξέχαστο) επεισόδιο από την παιδική του ηλικία, όταν τον είχαν κεντρίσει ένα σμήνος μέλισσες. Το γράμμα ήταν σύντομο και, κατ’ εικόνα του Τομ Κάστρο και του Μπόουγκλ, έβριθε ορθογραφικών λαθών. Στην επιβλητική μοναξιά ενός παρισινού ξενοδοχείου, η Λαίδη το διάβασε και το ξαναδιάβασε με δάκρυα χαράς και σε λίγες μέρες είχε βρει τις αναμνήσεις που τις ζήτησε ο γιος της.
Σ’ αυτό το ξενοδοχείο παρουσιάστηκε, στις 16 Φεβρουαρίου 1867, ο Ροτζερ Τσαρλς Τίτσμπορν. Προπορευόταν ο αφοσιωμένος υπηρέτης του Εμπενήζερ Μπόουγκλ. Ήταν μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα· τα κουρασμένα μάτια της λαίδης Τιτσμπορν ήταν πλημμυρισμένα στα δάκρυα. Ο μαύρος άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα. Το φως έπαιξε το ρόλο προσωπείου: η μητέρα αναγνώρισε τον άσωτο υιό και του άνοιξε την αγκαλιά της. Τώρα που τον είχε δίπλα της, δεν είχε ανάγκη ούτε ημερολόγιό του ούτε τα γράμματα που της είχε στείλει από τη Βραζιλία, λατρευτούς αντικατοπτρισμούς που είχαν θρέψει τη μοναξιά της επί δεκατέσσερα μαύρα χρόνια. Του τα επέστρεψε με καμάρι: δεν έλειπε ούτε ένα. Ο Μπόουγκλ χαμογέλασε όσο μπορούσε πιο διακριτικά: τώρα ήξερε πως θα έδινε σάρκα και οστά στο πράο φάντασμα του Ρότζερ Τσαρλς Τίτσμπορν.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Ο αναληθοφανής απατεώνας Τομ Κάστρο», σελ. 41, Άπαντα τα πεζά, Ι, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014.
Mε δυο λόγια, το λογοτεχνικό έργο για τους αναγνώστες των «λαϊκών τάξεων» φαίνεται πλήρως αιτιολογημένο, ανεξάρτητα από την τελειότητα με την οποία πληροί την παραστατική λειτουργία του, μόνο αν το αναπαριστώμενο αντικείμενο αξίζει να παρασταθεί, αν η παραστατική λειτουργία υποτάσσεται σε μια υψηλότερη λειτουργία, όπως λ.χ. να εξυμνήσει μια πραγματικότητα άξια να λατρευτεί. Όταν οι πλέον στερημένοι ειδικής λογοτεχνικής ικανότητας έρχονται αντιμέτωποι με τα νόμιμα λογοτεχνικά έργα, τους εφαρμόζουν τα σχήματα του ήθους, τα ίδια σχήματα που δομούν τη συνηθισμένη, καθημερινή αντίληψή τους για την καθημερινή, συνηθισμένη ύπαρξη, και τα οποία, δημιουργώντας επιλογές και πρακτικές μιας αθέλητης και ασύνειδης συστηματικότητας, αντίκεινται στις πληρέστερα ή ελλιπέστερα διασαφηνισμένες αρχές μια λόγιας ή καθαρά «σχολικής», κατά βάση, αισθητικής. Το αποτέλεσμα είναι μια συστηματική «αναγωγή» των πραγμάτων της λογοτεχνικής τέχνης στα πράγματα της ζωής, μια τοποθέτηση σε παρένθεση της μορφής προς όφελος του «ανθρώπινου» περιεχομένου, κατεξοχήν βαρβαρισμός, αισθητική ανομία από τη σκοπιά της καθαρής λόγιας αισθητικής. Όλα συμβαίνουν σαν όταν η προσοχή να εστιάζει στη μορφή να εξουδετερώνει παντός είδους συναισθηματικό ή ηθικοπρακτικό ενδιαφέρον για το αντικείμενο της λογοτεχνικής παράστασης, κάθε εμπλοκή με το ίδιο «θέμα» του έργου. Αυτό είναι το θεμέλιο του «βάρβαρου γούστου» στο οποίο αναφέρονται πάντα αρνητικά οι πλέον αντιθετικές μορφές της κυρίαρχης αισθητικής, και το οποίο δεν αναγνωρίζει παρά μόνο τη ρεαλιστική, δηλαδή τη σεβαστική, σεμνή, ευπειθή παράσταση αντικειμένων προσδιορισμένων από την ομορφιά τους, από την κοινωνική τους βαρύτητα, τη χρησιμότητα ή την αναγκαιότητά τους. Κοντολογίς, η πραγματιστική και λειτουργική «αισθητική» των «λαϊκών τάξεων» που, όπως διαπιστώσαμε αλλού, απορρίπτει το ανώφελο και ματαιολογία των μορφικών ασκήσεων, κάθε είδους «τέχνη για την τέχνη», αποτελεί δομική διάσταση μιας διάθεσης με τον κόσμο, μιας έξης, που θεμελιώνεται, σε μια ολόκληρη οικονομία της ανάγκης, με τη διπλή έννοια της λέξης: πρόκειται για την προσαρμογή στις αντικειμενικές προοπτικές του κόσμου που είναι εγγεγραμμένη στο σύστημα διαθέσεων των μελών των λαϊκών τάξεων που είναι στη ρίζα όλων των εκπληκτικών ρεαλιστικών επιλογών του αναγκαίου, οι οποίες, θεμελιωμένες στην παραίτηση από ούτως ή άλλως απρόσιτα συμβολικά οφέλη, περιστέλλουν όλες τις πρακτικές στην τεχνική τους λειτουργία και σε μια τέχνη του ζην που αποκλείει σαν «τρέλες» όλες τις καθεαυτό αισθητικές προθέσεις, και αυτές βιωμένες ως ακατανόητες και ιδωμένες ως περιττές και ανώφελες.
Νίκος Παναγιωτόπουλος, Η αγάπη για την ανάγνωση, σελ. 32 και 34, εκδόσεις Καρδαμίτσα, 2022
Τα προηγούμενα αναφέρονται στις γλώσσες του νοτίου ημισφαιρίου. Σ’ εκείνες του βορείου ημισφαιρίου (για την Ursprache, του οποίο ο Ενδέκατος Τόμος περιέχει ελάχιστα στοιχεία), το πρωταρχικό κύτταρο δεν είναι το ρήμα, αλλά το μονοσύλλαβο επίθετο. Το ουσιαστικό σχηματίζεται διά της συσσωρεύσεως επιθέτων: Δε λέγεται φεγγάρι, αλλά: αιθέριο-λαμπερό πάνω σε σκούρο-στρογγυλό ή: ουράνιο-αχνό-πορτοκαλί ή μ’ οποιονδήποτε άλλο συνδυασμό. Στο παράδειγμα που διάλεξα, το πλήθος των επιθέτων αντιστοιχεί σ’ ένα πραγματικό αντικείμενο· αυτό είναι τελείως συμπτωματικό. Στη λογοτεχνία αυτού του ημισφαιρίου (όπως στον στοιχειώδη κόσμο του Μάινονγκ), αφθονούν τα ιδεατά αντικείμενα, που συντίθενται και αποσυντίθενται σ’ ένα δευτερόλεπτο, ανάλογα με τις ποιητικές ανάγκες. Πολλές φορές, τα καθορίζει απλώς ένας ταυτοχρονισμός. Υπάρχουν αντικείμενα συντεθειμένα από δύο όρους – ένας οπτικής φύσεως και έναν ακουστικής: το χρώμα της αυγής και η μακρινή κραυγή ενός πουλιού· άλλα, από περισσότερους των δύο: ο ήλιος και το νερό πάνω στο στήθος του κολυμβητή, η αχνή τρεμάμενη ρόδινη ανταύγεια που βλέπουμε όταν έχουμε κλειστά τα μάτια, η αίσθηση αυτού που αφήνεται να τον παρασύρει το ποτάμι, αλλά και το όνειρο. Αυτά τα δευτεροβάθμια αντικείμενα μπορούν να συνδυαστούν με άλλα· η διαδικασία, με τη χρήση και κάποιων συντμήσεων, είναι κυριολεκτικά άπειρη. Υπάρχουν περίφημα ποιήματα που αποτελούνται από μία και μόνη τεράστια λέξη. Η λέξη αυτή αποτελεί ταυτόχρονα κι ένα ποιητικό αντικείμενο, δημιούργημα του συγγραφέα. Παραδόξως, αυτό που καθιστά τον αριθμό τους άπειρο, είναι το γεγονός ότι κανένας δεν πιστεύει στην πραγματικότητα των ουσιαστικών.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Μυθοπλασίες, «Tlon, Uqbar, Orbis Tertius», Άπαντα τα πεζά, Ι, σελ. 139, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014
Όταν κάνεις μια επανάσταση, την κάνεις σε όλα τα επίπεδα· κι αφού μιλάμε για τα τρία επίπεδα ενός μυθιστορήματος, ναι, πρέπει να την κάνεις στην εξωτερική πραγματικότητα· ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να την κάνεις και στην πνευματική δομή των ανθρώπων που θα ζήσουν αυτή την επανάσταση και θα δρέψουν τους καρπούς της. Αν δεν προσέξουμε, η γλώσσα μπορεί να εξελιχθεί σε ένα απ’ τα χειρότερα κελιά που μας περιμένουν. Μέχρι κάποιου σημείου, μπορεί να παραμείνουμε αιχμάλωτοι των απόψεών μας, επειδή οι σκέψεις μας εκφράζονται με περιορισμό και περιοριστικό τρόπο, έναν τρόπο κάθε άλλο παρά ελεύθερο, αφού πρέπει να διαταχθούν υπακούοντας σ’ ένα συντακτικό, έναν τρόπο που τον κληρονομούμε κι εμείς, ακόμα κι αν αργότερα μπορεί ν’ αλλάξουμε τους τύπους.
Κατά τη γνώμη μου, ένα από τα εξοχότερα παραδείγματα είναι η Σοβιετική Επανάσταση. Στις αρχές της εμφανίζεται ένας ποιητής, ο Μαγιακόφσκι, ο οποίος διαλύει τη γλώσσα της ποίησης και της πρόζας, και δημιουργεί μια νέα γλώσσα, κάτι που δεν είναι εύκολο, δεν είναι αμέσως ευκολονόητο και περιέχει εικόνες δύσκολες και ιλιγγιώδεις, αλλά μέλλει ν’ αποδειχθεί πως ο λαός του τον καταλαβαίνει και τον αγαπά – ο Μαγιακόφσκι ήταν ο πιο αγαπημένος ποιητής στην πρώτη φάση της Σοβιετικής Επανάστασης. Με τον καιρό, αρχίζει να εμφανίζεται αργά αργά μια εμπλοκή στο θέμα της γλώσσας· δεν παρουσιάζεται κανένας άλλος Μαγιακόφσκι και εκδίδεται μια ποίηση που μπορεί μεν να είναι όσο θέλετε επαναστατική, αλλά εκφράζεται και πάλι σε μια γλώσσα συμβατική, γεμάτη κοινοτοπίες, που δεν έχει πια εκείνη την εκρηκτικότητα, εκείνο το χαστούκισμα κατάμουτρα, που ήταν το πρώτο μήνυμα του Μαγιακόφσκι (το αναφέρω σαν παράδειγμα-κλειδί, αλλά μπορεί να ισχύσει σε κάθε δράση που μεταμορφώνει την πραγματικότητα).
Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, «Κουτσό, Βιβλίο του Μανουέλ, Ο Φαντομάς εναντίον των πολυεθνικών βρικολάκων», σελ 264-265, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Όπερα, 2021