RSS

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Της μιας δραχμής

10 Jan

.

i.

Λεγεώνες ανάπηρων σπερμάτων γυρνούν σημειωτόν την πλάτη σε άρρενος ελλείψεις

Ελαφρά τη καρδία αυτές, μ’ αεράκι νυχτός, στοιχήματα στοιχίζουν λυρικά υπό τους ήχους κιθάρας, μπουζουκιού, ακορντεόν

Αφού για όλα τα παράταιρα ευθύνες επιρρίπτονται στην έκλειψη σελήνης, κι άστρα χτυπάνε στην κούνια παλαμάκια

Κροκάλες-οδαλίσκες στολίζουν τους χωρίς κόμη συνειρμούς των αγοριών

Ενώ ιμάτια παρθένων (μπορεί και φαντασμάτων) αδράχνουν την άπνοια της νύχτας σ’ ένα καλάθι με βατράχια και κουλούρια

Βότσαλα, αραχνούλες, αχινοί αναρριχώνται στα παράθυρα, με σκαλωσιές ονείρου θερινού κι ένα σκισμένο φανελάκι

Οι εφιάλτες ρίχνουν το εσώρουχο στην κλίνη, ορμούν οργίλοι ν’ αγκαλιάσουν κορμιά μισά ή μοναχά

Ο Ιουλιέτος ροχαλίζει μ’ ένα μικρό μπισκότο στα χεράκια

Πηδάει γενναία η Ρωμαία στο κενό με κίτρινες μποτούλες κι ένα σιθρού με κερασάκια κι ανανάδες

Εκείνος αρπάζει πυρσούς, ποτήρια, ξυράφια, βυζαίνει με άγριους λυγμούς  βεντούζα στη λευκή της την πλατούλα

Φυσά ψυχή, την ανασταίνει πυρωμένη πριγκηπέσα απ’ τα ρημάγματα τσ’ αγάπης κι απ’ τα κατάγματα της γης

Μες στο παράφορό τους σμίξιμο σπορά στον ελαιώνα μ’ αίμα, φωτιές, κραυγές σε χρώματα οργίλα του μαβιού

Κατ’ αυστηρή παράδοσιν, έτσι λαμβάνει χώρα το πανηγύρι του Πολιούχου του Φωτός

Σε θέρη πνιγηρής στοργής κι απάτης τρυφερής

ii.

Γύρω από εξέδρες, στην πλατεία, με γλυκερά σουξέ παράφωνοι ερωτιδείς μες στα κουρέλια τους συρρέουν

Ψάλλουν, σε μια τυχαία σειρά παραλλαγών, λόγια απλά και με πυγμή –  που άλλοτε οι πρώην εραστές θα είχαν μάλλον παρακούσει

Ο Κοντορεβυθούλης με βρόμικα νύχια, σε βαρκάκι, ξαίνει ανέμελος μαλλάκι της γριάς, κι ας έχασε τον δρόμο

Η Κοκκινοσκουφίτσα ζώνεται τα ρούχα της νεκρής Σαλώμης, τρίβει του λύκου τα μπράτσα, την κοιλιά, τους μυς, τα τατουάζ και τα λυτά χρυσά μαλλιά του

Μυριάδες δάχτυλα υμνούν και ικετεύουν τη σελήνη να ρίξει φως στις νάρκες που κουβαλάνε οι πατούσες της αγάπης

Μια μαύρη γάτα ξεκαρδίζεται στα γέλια που είναι η μόνη εφτάψυχη εκεί, και τραγουδάει «τα κολοκυθάκια και τ’ αγά-αγαπουλάκια»

Νυφίτσες αγκαλιάζουν λαμέ ποντίκια φτερωτά, χορεύουν βαλς σ’ έναν λοφίσκο ροζ με πούπουλα και ουροβόρα φίδια μυθικά

Σαμάνοι πετροβολούν τη νύχτα, λίτρα σαμπάνιας κατεβάζουν και ταβόρ

Τον χρόνο στη θάλασσα πετούν, για να ψαρέψουν στις αβύσσους τον δικό τους

Όταν απ’ την ορχήστρα με ρομφαία βαράει το ρεφρέν σ’ ενός κατάμαυρου αγγέλου τη γυάλινη φωνή:

Άοσμη πόλη

τη νύχτα μου μαραίνουν

φρέσκα γιασεμιά

Γεια και χαρά, αγάπες, γεια του θανατά! [ρεφρέν]

Από τη συλλογή «Μικρό μνημόσυνο ερωδιών στις λέξεις»

Πίνακες: Γιώργος Ρόρρης

.

 

Leave a comment