.
Η Σάγιοκο έβλεπε τις πεταλούδες να πεταρίζουν έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο μετά το ψιλόβροχο και ήθελε να μοιράσει ξανά τους ήχους, να ξανακουρδίσει τη γλώσσα και τα ρήματα.
Ποιος το αποφάσισε, ρωτούσε ανυπόμονα, ποιος το αποδέχτηκε να ονομάζεται η ζωή ζωή, η ψυχή ψυχή, η αγάπη αγάπη; Όπως και στη γλώσσα της μητέρας της, στα ημερολόγιά της, ψυχή, νερό, μουσική, φεγγάρι ήταν ομόηχες, καθώς ομόηχες επίσης ήταν ζωή, σταλαγματιά, συνύπαρξη. Η αγάπη θα είχε ένα ανεξάντλητο πηγαίο όνομα, δίδυμο με εκείνο των ωκεανών. Η γνώση θα είχε κοινές ρίζες με την ευσπλαχνία και την άμμο. Η θλίψη θα ξεψυχούσε σε μισόκλειστα στόματα μαζί με τη μοχθηρία και την εχθρότητα, ο θάνατος θα έσβηνε δισύλλαβα.
Τα απογεύματα δεν έπαιζε φλάουτο στους γονείς της μπροστά στις μικρές αμυγδαλιές της αυλής τους· το ζωντάνευε.
Τα ποιήματα και τα βιβλία δεν τα διάβαζε· τ’ ατένιζε, όπως ατένιζε το πέλαγος και των αγαπημένων της τα πρόσωπα.
Τους στίχους τους λάξευε και τους ανέσυρε· δεν τους έγραφε.
Τα δένδρα είχαν σώματα και όχι κορμούς· οστά, όχι κλωνάρια.
Αργότερα η Άγιακο μετέγραφε, ταξινομούσε τα σκόρπια ονόματα και τ’ άστρα
κοίταζαν, κοίταζαν, ρωτούσαν
.
Μιχάλης Κονάρης, “Λεξικά του απόβροχου” από τη συλλογή Τα μολύβια της Σάγιοκο, Σμίλη, 2022
Πίνακας: Catherine Chaloux
