Πέρασαν πολλές μέρες. Δεν πολυέδινα σημασία για το τι γινόταν στο παλιό σπίτι με τους νέους γείτονες. Εντύπωση μόνο μου έκανε ότι η γυναίκα ήταν αρκετά μεγάλη, πιο μεγάλη από τις μαμάδες μας, χοντρή, είχε γαλάζια μάτια κι έβαφε τα χείλη έντονα κόκκινα. Ο κύριος Βασίλης πάλι ήταν νέος και πολύ αδύνατος. Η κυρία Ζηνοβία, έτσι τη λέγανε, ήταν ωραία, παρά τα κιλά της, κι είχε γλυκιά φωνή, σαν τραγουδίστρια. Φορούσε κάτι γυαλιστερές εμπριμέ ρόμπες, έβγαινε στα σκαλιά της παλιάς μονοκατοικίας να καπνίσει, και καμιά φορά τάιζε στο μπαλκόνι το κοριτσάκι τους. Ασημίνα την φώναζε. Πολύ ντροπαλό, σχεδόν φοβισμένο μου φαινόταν αυτό. Πάντως τα φαγητά της κυρίας Ζηνοβίας πρέπει να ήταν πεντανόστιμα. Μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά όταν μαγείρευε.
Μια μέρα τηγάνιζε κεφτεδάκια. Ήταν απόγευμα, εμείς στα σκαλιά του σπιτιού μου και μας έτρεχαν τα σάλια. Αν και είχαμε φάει για μεσημέρι, κι ήταν νωρίς ακόμη για να ξαναφάμε, η μυρουδιά μάς είχε σπάσει τα ρουθούνια. Η κυρία Ζηνοβία το κατάλαβε, μάλλον είδε τις κλεφτές ματιές μας προς τα εκεί, και μας φώναξε. Έβαλε δυο κεφτέδες σ’ ένα πιάτο, τους έκοψε στη μέση, και περνάγαμε από μπροστά της ένας ένας ανοίγοντας το στόμα – αυτή με το πιρούνι έδινε από μισό κεφτεδάκι στον καθένα (ο Νίκος της θείας Δήμητρας έλειπε κι έτσι ήμασταν τέσσερις). Σα να κοινωνούσαμε ήταν, όλοι μας σοβαροί, να περιμένουμε υπομονετικά σε γραμμή για το πιρούνι. Όταν ήρθε η σειρά μου, πλησίασα πολύ διστακτικά. Φαίνεται το κατάλαβε, «έλα μη φοβάσαι», είπε, «θα σ’ αρέσει, αν όχι, το φτύνεις». Εγώ έκλεισα τα μάτια ασυναίσθητα κι άνοιξα το στόμα. Ο τηγανισμένος κιμάς, ζεστός ακόμη, αφράτος και γεμάτος μυρωδικά, μου έφερε ένα αίσθημα ευχαρίστησης όχι μόνο στο στόμα αλλά σε ολόκληρο το κορμί μου. Μια γλυκιά ανατριχίλα, καθώς κατέβαινε η στρογγυλή μπαλίτσα στο στομάχι μου. Δεν είχα ξανανιώσει ποτέ έτσι με φαγητό. Μέχρι τώρα νόμιζα ότι τους καλύτερους κεφτέδες τούς έκανε η μαμά. Μες στη χαρά εγώ, και θέλοντας να την πειράξω που όλη μέρα με το καινούργιο μωρό της ασχολείται κι όχι με μένα, της το ανακοίνωσα θριαμβευτικά, όταν γύρισα το βράδυ στο σπίτι: «Η κυρία Ζηνοβία φτιάχνει τους καλύτερους κεφτέδες στον κόσμο!». Το κουτάλι του μπαμπά – έτρωγε τις φακές που είχαν περισσέψει απ’ το μεσημέρι – του έπεσε από τα χέρια μέσα στο πιάτο και λέρωσε το τραπεζομάντιλο. «Και πού το ξέρεις εσύ;», σχεδόν ούρλιαξε η μαμά. Η μαμά ήταν πολύ θυμωμένη. Λογικό. Μέχρι τότε οι δικοί της κεφτέδες ήταν οι καλύτεροι. Ο μπαμπάς με κοιτούσε αυστηρά περιμένοντας τι θα απαντήσω. Ίσως ζήλεψε που εγώ έφαγα τον κεφτέ της κυρίας Ζηνοβίας κι αυτός τις φακές της μαμάς. Τους εξήγησα τι είχε γίνει, αυτοί χωρίς εξήγηση με στείλανε κατευθείαν για ύπνο. Το βράδυ έβλεπα κάτι όνειρα παράξενα. Όλη νύχτα σα τη σβούρα γυρνούσα στο κρεβάτι.
Κανά δυο μήνες μετά, τέλειωναν τα σχολεία, επέστρεφα τώρα πιο αργά στο σπίτι, άκουσα φωνές από το απέναντι σπίτι. Το κοριτσάκι, η Ασημίνα, καθόταν ζαρωμένο στα σκαλιά. Μέσα ο κύριος Βασίλης φώναζε δυνατά, μάλλον ζητούσε συγγνώμη από την κυρία Ζηνοβία, γιατί έλεγε ότι δεν έφταιγε κανείς άλλος, έφταιγε αυτός. Που την πήρε από το σπίτι που δούλευε, και την έφερε εδώ και την έκανε κυρία. Πιο πριν θα την φώναζαν μάλλον σκέτο Ζηνοβία, χωρίς το κυρία. Και κάτι για ένα σκυλί έλεγε, για ένα μπάσταρδο που είχε η Ζηνοβία, πριν γίνει κυρία, κι ούτε ξέρει ποιανού είναι, και το φρόντιζε τώρα ο κύριος Βασίλης, και γι’ αυτό μάλωσε με τους δικούς του κι αυτοί τον έδιωξαν από το δικό του το σπίτι και τώρα δουλεύει σα σκυλί για να ταΐζει αυτήν και το σκυλάκι της σ’ αυτό το αχούρι. Εγώ βέβαια σκυλάκι δεν είχα δει να έχουν στο σπίτι τους ούτε απ’ την αυλή ακούγονταν γαβγίσματα, θα το είχαν μάλλον σε κανένα κτήμα. Έριξα μια ματιά στην Ασημίνα, που είχε κατεβασμένο το κεφάλι, είχε μαζέψει χέρια και πόδια και κούρνιαζε σε μια γωνιά, και μπήκα στο σπίτι.
Η εξομολόγηση
[…]
Και η θεία Φιλίτσα λέει για την κυρία Ζηνοβία, «καλά να πάθει, τι τον ήθελε τόσον νέο άντρα, σα παιδί της ήταν, τώρα που αυτός τα ξαναβρήκε με τους γονείς του και την παράτησε στα κρύα του λουτρού και τον παντρολογούν με μια κοπέλα απ’ το χωριό του, αυτή κλαίει κι οδύρεται, εμ έτσι εύκολο είναι; μόνο με μπογιάτισμα και δικτυωτά καλτσόν τους κρατάν τόσο νέους άντρες, και όμορφους, όπως αυτός;». Αλλά τις προάλλες, «Ζηνοβία μου, έλα, έφερα λίγη σουπίτσα για σένα και την Ασημίνα σου, τόσες μέρες άρρωστη είσαι, πρέπει να στυλωθείς», εγώ έτυχε να περνάω εκείνη την ώρα μπροστά από το σπίτι τους για να αγοράσω από τον φούρνο του κυρ-Βασίλη κουλούρα με σουσάμι που μου αρέσει. Αλλά και πολλά παιδιά λένε και κάνουν άσχημα πράγματα, όχι μόνο εμείς. Περνούσαν χτες κάτι συμμαθήτριες της Ασημίνας από τη γειτονιά, αυτή ήταν στα σκαλιά μπροστά στο σπίτι τους, και τη ρωτάνε, «Ασημίνα, τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου; Ωραίο σπίτι έχετε, σαν το σαράι του Καραγκιόζη», και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Ξέρω τι θα πω στον πατέρα Κωνσταντίνο. Όταν άκουγα τη μαμά και τη θεία Φιλίτσα και τα κορίτσια να τα λένε αυτά, έκανα πολύ κακές σκέψεις, θα ήθελα να τους ρίξω πέτρες ή τουλάχιστον να πάω μπροστά τους και να τους φτύσω, αλλά δεν το έκανα γιατί και ντρεπόμουν και φοβόμουν, και πιο πολύ ντρεπόμουν επειδή φοβόμουν.
Το σύννεφο
[…]
Στις ειδήσεις εδώ και κάποιες μέρες μιλάνε συνέχεια για το Τσερνομπίλ, κι ότι πρέπει να μένουμε στα σπίτια μας, κυρίως όταν βρέχει, γιατί μπορεί να πάθουμε καρκίνο και να πεθάνουμε. Με τα παιδιά βρισκόμαστε μια στο ένα σπίτι μια στο άλλο. Πηγαίνουμε τρέχοντας. Τώρα είναι απόγευμα κι ο καιρός βροχερός. Έχει αρχίσει να ψιχαλίζει. Κάθομαι στο παράθυρο και χαζεύω έξω. Βλέπω την Ασημίνα να κάθεται στα σκαλιά του σπιτιού της. Παραξενεύομαι, γιατί δεν πρέπει να καθόμαστε έξω με τη βροχή, το είπαν και στο σχολείο και στις εφημερίδες και στις ειδήσεις. Ανοίγω το παράθυρο και της φωνάζω να μπει μέσα, καλά δε βλέπει ότι βρέχει; Αυτή δεν με ακούει ή κάνει ότι δεν με ακούει. Της ξαναφωνάζω. Τίποτα πάλι. Βάζω παπούτσια, παίρνω την ομπρέλα της μαμάς και πάω απέναντι. Η Ασημίνα με το που με βλέπει να πλησιάζω, μου φωνάζει από μακριά να φύγω, ό,τι θέλει θα κάνει, να μην μπλέκομαι, τι με νοιάζει τι θα κάνει αυτή; Νευριάζω, θυμώνω, οργίζομαι, κι εγώ δεν ξέρω τι νιώθω. Γυρνάω σπίτι και με πιάνουν τα κλάματα από τα νεύρα. Κάνει τη γενναία, δηλαδή; Ότι δεν φοβάται το Τσερνομπίλ, ενώ εμείς, αν και αγόρια, το φοβόμαστε και κλεινόμαστε μέσα; Σιγά μην ασχοληθώ ξανά μαζί της. Ούτε θα της ξαναμιλήσω, εγώ φταίω. Αλλά τέλος πάντων, έχε χάρη.
Η κυρία Πέπη
[…]
Η κυρία Πέπη μαζεύει υπογραφές. Είναι ντροπή για τη γειτονιά μας, το αντιλαμβάνεστε κι εσείς, σωστά;, τι δουλειά έχει μια πρώην ιερόδουλη να μένει εδώ; Και να πω ότι έχει αλλάξει; Ξανάρχισε να φέρνει άντρες στο σπίτι της, μεσημέρι, απόγευμα, ούτε που τη νοιάζει τι θα πει η γειτονιά. Αλλά θα μου πείτε, κυρία Κούλα μου, αλλάζει ο λύκος; Ούτε το παιδί της δεν σκέφτεται. Δεν το βλέπετε, το καημένο; Όταν έχει άντρα μέσα, το αφήνει να ξεροσταλιάζει το έρμο μόνο του στα σκαλιά.
Σπύρος Κιοσσές, Τα πρωτοβρόχια, “Οι κεφτέδες”, “Η εξομολόγηση”, “Το σύννεφο”, “Η κυρία Πέπη”, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2022
.
