RSS

Monthly Archives: February 2023

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Ο χορηγός των ανομιών Μόνκ Ήστμαν»

.

Στα δεκαεννιά του, γύρω στα 1892, άνοιξε ένα πτηνοπωλείο με τη βοήθεια του πατέρα του. Η μελέτη της ζωής των ζώων και η παρατήρηση των μικρών αποφάσεων και της ανεξιχνίαστης αθωότητάς τους ήταν ένα πάθος που το κράτησε ως το τέλος της ζωής του. Στις δοξασμένες εποχές που έμελλε ν’ ακολουθήσουν, όταν αρνιόταν με περιφρόνηση τα πούρα που του πρόσφεραν φακιδιάρηδες σέιτσεμ του Τάμμανυ Χωλ, ή πήγαινε στα καλύτερα πορνεία με μια πρόωρη λιμουζίνα που έμοιαζε με φυσική κόρη γόνδολας, άνοιξε ένα δεύτερο ψευτομάγαζο με καμιά εκατοστή γατιά ράτσας και πάνω από τετρακόσια περιστέρια, που όμως δεν τα πουλούσε σε κανέναν. Τ’ αγαπούσε ένα ένα ξεχωριστά, και συχνά έκοβε βόλτες στη γειτονιά του μ’ έναν πανευτυχή γάτο στην αγκαλιά, ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν όλο ζήλια.

Ήταν ένας άντρας ολέθριος και θηριώδης· με κοντό σβέρκο, όπως του ταύρου, στέρνο στιβαρό, μπράτσα μακριά και φιλόνικα, σπασμένη μύτη, ένα πρόσωπο –παρά τις ουλές– λιγότερο σημαντικό από το σώμα, πόδια στραβά σαν του τζόκεϊ ή του ναυτικού. Μπορούσε να βγει χωρίς πουκάμισο, ακόμα και χωρίς σακάκι, αλλά ποτέ χωρίς ένα μικρό, κολοβό καπέλο πάνω στο κυκλώπειο κεφάλι του. Η ανάμνησή του είναι ολοζώντανη. Σωματικά, ο τυπικός γκάνγκστερ των ταινιών είναι δική του καρικατούρα και όχι του πλαδαρού και αστάθμητου Καπόνε. Λένε πως ο Ουόλχαϊμ προσλήφθηκε στο Χόλλυγουντ, γιατί τα χαρακτηριστικά του παρέπεμπαν απευθείας σ’ αυτά του πολύκλαυστου Μονκ Ήστμαν, ο οποίος αρεσκόταν να περιπολεί στην αχρεία επικράτειά του με μια γαλάζια περιστέρα στον ώμο, σαν ταύρος μ’ έναν πύρρουλα στη ράχη.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Ο χορηγός των ανομιών Μόνκ Ήστμαν», σελ. 56,  Άπαντα τα πεζά, Ι, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

Photo: Vivian Maier

 

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, «Το ρεαλιστικό διήγημα»

.

To πέρασμα από το φανταστικό στο ρεαλισμό δεν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται, από τη στιγμή που κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς είναι η πραγματικότητα. Όλοι μας, φυσικά, έχουμε μια πραγματιστική ιδέα για την πραγματικότητα· απ’ την άλλη, όμως, η φιλοσοφία εξακολουθεί να ασχολείται με το πρόβλημα της πραγματικότητας. Ακόμα κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, φιλόσοφοι εξακολουθούν να ασχολούνται με αυτό το πρόβλημα, γιατί είτε δεν υπάρχουν λύσεις, είτε όσες υπάρχουν είναι αφελείς. Δεχόμαστε αυτό που μας δείχνουν οι αισθήσεις μας, παρά το γεγονός ότι ακόμη και ένα στοιχειώδες τεστ μπορεί να μας αποδείξει ότι οι αισθήσεις μας σφάλλουν πολύ εύκολα. Όλοι μπορούν να κάνουν πενήντα πολύ απλά τρικ για ν’ αποδείξουν πως η όσφρηση, η όραση και ό,τι άλλο μας επιτρέπει να επικοινωνήσουμε με τον έξω κόσμο, σφάλλουν με μεγάλη ευκολία· εντούτοις, με δεδομένο το ότι πρέπει να ζήσουμε και το ότι δεν μπορούμε να παραμείνουμε σε μια θεωρητική προβληματική, καταλήγουμε να δεχόμαστε την πραγματικότητα όπως μας δίδεται. Ωστόσο, η έννοια της πραγματικότητας είναι εξαιρετικά διαπερατή, αναλόγως των περιστάσεων και της οπτικής που υιοθετούμε. Επομένως, δεν είναι και τόσο εύκολο να περάσω απευθείας απ’ το φανταστικό σ’ αυτό που αποκαλείται ρεαλιστικό· υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες ζώνες, που δεν μπορώ να τις αποσιωπήσω. Σε λίγο θα μιλήσω για αμιγώς ρεαλιστικά διηγήματα, αλλά όπως το «Αποκάλυψη του Σολεντινάμε» είναι ένα διήγημα το οποίο κινείται μεταξύ των δύο κόσμων που μπορούμε να τους αποκαλέσουμε ρεαλιστικό και φανταστικό, έτσι και στη λογοτεχνία υπάρχουν και άλλες μορφές ρεαλισμού: γίνεται λόγος για τον μαγικό ρεαλισμό, απαράμιλλος μετρ του οποίου για τη Λατινική Αμερική είναι ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες· επίσης έχει γίνει λόγος και για θαυμαστό ρεαλισμό, ως παραλλαγή του μαγικού.

Όσο αναλογιζόμουν αυτά τα προβλήματα, σκέφτηκα πως θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και για συμβολικό ρεαλισμό στη λογοτεχνία. Ως κείμενο συμβολικού ρεαλισμού εννοώ ένα διήγημα –μπορεί να είναι και μυθιστόρημα–, το θέμα και την πλοκή του οποίου οι αναγνώστες μπορεί να δεχτούν ως απολύτως ρεαλιστικά, εφόσον δεν συνειδητοποιούν πως κάτω απ’ αυτή την αυστηρά ρεαλιστική επιφάνεια κάτι άλλο βρίσκεται κρυμμένο, κάτι που επίσης είναι πραγματικότητα, ακόμα πιο πολύ πραγματικότητα, μια πραγματικότητα πολύ πιο βαθιά και πολύ πιο δύσκολο να τη συλλάβουμε. Η λογοτεχνία έχει την ικανότητα να δημιουργεί κείμενα που να μας προσφέρουν μια τελείως ρεαλιστική πρώτη ανάγνωση, και μετά μια δεύτερη ανάγνωση, όπου θα διαφανεί ότι αυτός ο ρεαλισμός κρύβει στο βάθος του κάτι άλλο. Το καλύτερο που μπορώ να κάνω εν προκειμένω είναι να δώσω αμέσως ένα παράδειγμα, να προσπεράσω την καθαρή θεωρία. Για μένα ο αδιαμφισβήτητος μετρ, στον αιώνα μας, αυτού του είδους που το ονομάζω συμβολικό ρεαλισμό είναι ο Φραντς Κάφκα. […] Υποθέτω ότι όλοι έχετε διαβάσει τη Δίκη […] Συμβαίνει αρκετά συχνά στη ζωή, στη διάρκεια μιας αστυνομικής έρευνα για φόνους ή οποιουδήποτε είδους εγκληματική βία, κάποιοι ύποπτοι, ψυχολογικά ευάλωτοι, να περνάνε τραυματικές καταστάσεις όπου δεν τους χτυπάνε, δεν υπάρχει βία, αλλά απλώς τους οδηγούν βήμα βήμα  μέχρι να ομολογήσουν το έγκλημα για το οποίο τους υποπτεύονται, αλλά δεν έχουν αποδείξεις […] Μιλάμε για τους αθώους που εξαιτίας της ψυχολογικής πίεσης η οποία τους ασκήθηκε στη διάρκεια ατέλειωτων ανακρίσεων και της αργής συγκέντρωσης στοιχείων, καταλήγουν να παραδεχτούν πως έκαναν κάτι για το οποίο αρχικά δήλωναν αθώοι. Αυτό είναι κατά βάθος το θέμα του μυθιστορήματος του Κάφκα και δεν έχει τίποτα εξωφρενικό.

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, «Το ρεαλιστικό διήγημα», σελ 143-146 (αποσπασματικά), μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Όπερα, 2021

Artwork: Agnes Buloche

 

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Ποιήματα μιας ανάσας

.

ΧΑΪΚΟΥ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΥ ΓΕΡΑΝΟΥ

.
Οι φτερούγες μου:
τα δεδομένα χέρια
των ερώτων μου.

.

ΑΜΑΖΟΝΕΣ

.
Αγριόχηνες,
γενναίες αμαζόνες
στο ταξίδι τους.

.

ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΟΛΗ

.
Ούτ’ έναν στίχο
οι αχάριστες πόλεις
δεν αξίζουνε.

.

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Ποιήματα μιας ανάσας, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2021

.

Φωτό: Brassai

 

Francis Picabia, Ιησούς Χριστός Ραστακουέρος, «Πόσο χρονών είσαι;»

.

Κάτω από ένα κλινοσκέπασμα, μέσα σε κάποιο δωμάτιο, σήμερα, όπου να ’ναι, κάνω έρωτα με τα χέρια ανοιχτά

Οι παχιές μαργαρίτες,

Σαν ισάριθμοι ήλιοι,

Κατακλύζουν το μυαλό μου

Το περιφραγμένο με αγκάθια

Η ευτυχία οσφραίνεται τα συντρίμμια του ίσκιου μας. Η ζωή θα έπρεπε να ήταν σαν λουτρό για να τεντώνουμε τα μέλη μας· όμως οι πράσινοι χλοοτάπητες κοκκινίζουν υπό τις φλόγες των χαδιών, όπως οι κορασίδες που δείχνουν την ήβη τους. Οι φουρνοί πηδάνε μες στο στόμα σας και μικρές κίτρινες τολύπες καπνού μπαίνουν μες στ’ αυτιά σας. Μουλιάστε τα χέρια σας μες στο ασήμι και το χρυσάφι το αρωματισμένο με βάλσαμο και βαστώντας ο ένας το μπράτσο του άλλου, με την ψυχή στα πόδια, ελάτε να με ψάξετε στον ορίζοντα.

Francis Picabia, Ιησούς Χριστός Ραστακουέρος, «Πόσο χρονών είσαι;», μτφρ.: Ευγενία Γραμματικοπούλου, εκδόσεις Οκτάνα, 2019

Artwork: Agnes Bulloche

 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας,  «Ο αναληθοφανής απατεώνας Τομ Κάστρο»

.

Ο Τομ Κάστρο, πάντα πρόθυμος, έγραψε στη λαίδη Τίτσμπορν. Για ν’ αποδείξει την ταυτότητά του, επικαλέστηκε την αξιόπιστη απόδειξη ότι είχε δυο ελιές κάτω απ’ την αριστερή θηλή, κι ένα επώδυνο (εξού και αξέχαστο) επεισόδιο από την παιδική του ηλικία, όταν τον είχαν κεντρίσει ένα σμήνος μέλισσες. Το γράμμα ήταν σύντομο και, κατ’ εικόνα του Τομ Κάστρο και του Μπόουγκλ, έβριθε ορθογραφικών λαθών. Στην επιβλητική μοναξιά ενός παρισινού ξενοδοχείου, η Λαίδη το διάβασε και το ξαναδιάβασε με δάκρυα χαράς και σε λίγες μέρες είχε βρει τις αναμνήσεις που τις ζήτησε ο γιος της.

Σ’ αυτό το ξενοδοχείο παρουσιάστηκε, στις 16 Φεβρουαρίου 1867, ο Ροτζερ Τσαρλς Τίτσμπορν. Προπορευόταν ο αφοσιωμένος υπηρέτης του Εμπενήζερ Μπόουγκλ. Ήταν μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα· τα κουρασμένα μάτια της λαίδης Τιτσμπορν ήταν πλημμυρισμένα στα δάκρυα. Ο μαύρος άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα. Το φως έπαιξε το ρόλο προσωπείου: η μητέρα αναγνώρισε τον άσωτο υιό και του άνοιξε την αγκαλιά της. Τώρα που τον είχε δίπλα της, δεν είχε ανάγκη ούτε ημερολόγιό του ούτε τα γράμματα που της είχε στείλει από τη Βραζιλία, λατρευτούς αντικατοπτρισμούς που είχαν θρέψει τη μοναξιά της επί δεκατέσσερα μαύρα χρόνια. Του τα επέστρεψε με καμάρι: δεν έλειπε ούτε ένα. Ο Μπόουγκλ χαμογέλασε όσο μπορούσε πιο διακριτικά: τώρα ήξερε πως θα έδινε σάρκα και οστά στο πράο φάντασμα του Ρότζερ Τσαρλς Τίτσμπορν.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας,  «Ο αναληθοφανής απατεώνας Τομ Κάστρο», σελ. 41, Άπαντα τα πεζά, Ι, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

Artwork: Merab Gagiladze

 

Νίκος Παναγιωτόπουλος, Η αγάπη για την ανάγνωση

Mε δυο λόγια, το λογοτεχνικό έργο για τους αναγνώστες των «λαϊκών τάξεων» φαίνεται πλήρως αιτιολογημένο, ανεξάρτητα από την τελειότητα με την οποία πληροί την παραστατική λειτουργία του, μόνο αν το αναπαριστώμενο αντικείμενο αξίζει να παρασταθεί, αν η παραστατική λειτουργία υποτάσσεται σε μια υψηλότερη λειτουργία, όπως λ.χ. να εξυμνήσει μια πραγματικότητα άξια να λατρευτεί. Όταν οι πλέον στερημένοι ειδικής λογοτεχνικής ικανότητας έρχονται αντιμέτωποι με τα νόμιμα λογοτεχνικά έργα, τους εφαρμόζουν τα σχήματα του ήθους, τα ίδια σχήματα που δομούν τη συνηθισμένη, καθημερινή αντίληψή τους για την καθημερινή, συνηθισμένη ύπαρξη, και τα οποία, δημιουργώντας επιλογές και πρακτικές μιας αθέλητης και ασύνειδης συστηματικότητας, αντίκεινται στις πληρέστερα ή ελλιπέστερα διασαφηνισμένες αρχές μια λόγιας ή καθαρά «σχολικής», κατά βάση, αισθητικής. Το αποτέλεσμα είναι μια συστηματική «αναγωγή» των πραγμάτων της λογοτεχνικής τέχνης στα πράγματα της ζωής, μια τοποθέτηση σε παρένθεση της μορφής προς όφελος του «ανθρώπινου» περιεχομένου, κατεξοχήν βαρβαρισμός, αισθητική ανομία από τη σκοπιά της καθαρής λόγιας αισθητικής. Όλα συμβαίνουν σαν όταν η προσοχή να εστιάζει στη μορφή να εξουδετερώνει παντός είδους συναισθηματικό ή ηθικοπρακτικό ενδιαφέρον για το αντικείμενο της λογοτεχνικής παράστασης, κάθε εμπλοκή με το ίδιο «θέμα» του έργου. Αυτό είναι το θεμέλιο του «βάρβαρου γούστου» στο οποίο αναφέρονται πάντα αρνητικά οι πλέον αντιθετικές μορφές της κυρίαρχης αισθητικής, και το οποίο δεν αναγνωρίζει παρά μόνο τη ρεαλιστική, δηλαδή τη σεβαστική, σεμνή, ευπειθή παράσταση αντικειμένων προσδιορισμένων από την ομορφιά τους, από την κοινωνική τους βαρύτητα, τη χρησιμότητα ή την αναγκαιότητά τους. Κοντολογίς, η πραγματιστική και λειτουργική «αισθητική» των «λαϊκών τάξεων» που, όπως διαπιστώσαμε αλλού, απορρίπτει το ανώφελο και ματαιολογία των μορφικών ασκήσεων, κάθε είδους «τέχνη για την τέχνη», αποτελεί δομική διάσταση μιας διάθεσης με τον κόσμο, μιας έξης,  που θεμελιώνεται, σε μια ολόκληρη οικονομία της ανάγκης, με τη διπλή έννοια της λέξης: πρόκειται για την προσαρμογή στις αντικειμενικές προοπτικές του κόσμου που είναι εγγεγραμμένη στο σύστημα διαθέσεων των μελών των λαϊκών τάξεων που είναι στη ρίζα όλων των εκπληκτικών ρεαλιστικών επιλογών του αναγκαίου, οι οποίες, θεμελιωμένες στην παραίτηση από ούτως ή άλλως απρόσιτα συμβολικά οφέλη, περιστέλλουν όλες τις πρακτικές στην τεχνική τους λειτουργία και σε μια τέχνη του ζην που αποκλείει σαν «τρέλες» όλες τις καθεαυτό αισθητικές προθέσεις, και αυτές βιωμένες ως ακατανόητες και ιδωμένες ως περιττές και ανώφελες.

Νίκος Παναγιωτόπουλος, Η αγάπη για την ανάγνωση, σελ. 32 και 34, εκδόσεις Καρδαμίτσα, 2022

 

Eυτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Cirque du freak

.

Το πάρκο με τα τροχόσπιτα

και με τα μαγαζιά που κάνουν τατουάζ

γρυλίζει τον προορισμό του

ελπίζει κι ας μην κατανοεί.

Στο τσίρκο Μπέιλι η φρίκη κι η αυτάρκεια

απλή υποδιαίρεση του κόσμου.

.

[Ζώα εξωτικά στις πίσω αυλές

που ακινητούν ρόδες, κλουβιά

και σκουριασμένα φορτηγάκια

γυναίκες με μούσι ξαπλωμένες ηδυπαθώς

σε νυφικό κρεβάτι

νάνοι που μόλις γύρισαν από την εκστρατεία

αγόρια με μάσκα σκύλου και νύχια γαμψά

και νούμερα αλλόκοτα

με τέρατα, απροσάρμοστους

και πρόσωπα εκ γενετής αλλοιωμένα.]

.

Ο γίγαντας και το ηλεκτρικό κορίτσι παντρεύτηκαν

είμαι καρπός αιμομιξίας, έλεγε το παιδί αστακός

κι έχω διεστραμμένο χιούμορ.

Από την ακροβατική του κούνια

ο εναέριος τυμπανιστής

σαν άγγελος εξ ουρανού ειδοποιεί:

Φυλαχτείτε από τον άλλον

εκπέμπουν φως διαταραγμένο τα όριά του.

.

Οι ειδικοί αποφάνθηκαν:

Η αγκαθωτή αφή φέρει την κύρια ευθύνη

ο εξαίσιος παραμερισμός των περιπτύξεων

το σιωπητήριο των πουλιών.

Ποιος θα βρεθεί να τους κατηγορήσει

που κάθε τόσο θρυμματίζονται;

Ποιος θ’ αποστρέψει το βλέμμα του

απ’ την αλληγορία αυτή

την ομοούσια με την Αχερουσία;

.

Artwork: Antonello Silverini

 

Λιάνα Σακελλίου, Πάρε με σαν φωτογραφία,

.

Παραδείσιο πουλί παγιδευμένο

με ρόδινο ράμφος

η τελευταία ρέμβη σου δραπέτευσε

αφήνοντας σεντόνι σώμα τρυπημένο

το κεφάλι κρίνος

στον κάλυκά του βυθίζει

την παχιά γκρίζα γλώσσα του ο θάνατος

νωχελικά

Laterna magica

.

Λιάνα Σακελλίου, Πάρε με σαν φωτογραφία, Τυπωθήτω, 2004

Πίνακας: Albert Marquet

 

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Της μιας ανάσας ποιήματα

.

ΥΠΟΜΟΝΗ

.
Καύσων, ας είναι,
σαν ανεπιθύμητος
έρως θα διαβεί

.

ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ


Ψέματα σου ’πα
ότι δεν θα σ’ άλλαζα
με τη θάλασσα.

.

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Της μιας ανάσας ποιήματα, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2021

Πίνακας: Albert Marquet

 

Eυτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Βαρδάρης after

.

– Κοιμάται ο άνεμος ποτέ;

– Όχι. Μόνο κατεδαφίζεται.

– Έχει και φώτα ο άνεμος;

– Έχει μονάχα σωθικά, που φέγγουν από μέσα.

– Σβήνουν ποτέ τα σωθικά; Δεν σβήνουν.

Ούτε έχουν φαροφύλακες τα ερείπια

μήτε τα γερασμένα σώματα

κρυμμένους κήπους μινιατούρες

ν’ αναδυθούν απ’ την υδρία των παθών

τα βελουδένια αρώματα της νύχτας

να πεις θα πάω ένα πρωί, βρε αδερφέ

μια Κυριακή πρωί να τα επισκεφθώ

όπως θα πήγαινες να επισκεφθείς

παλαιοχριστιανικούς ναούς ή και μουσεία.

.

– Ούτε να πας, ούτε να δεις.

Και τι να δεις;

Τον άνεμο να σκουντουφλά πάνω σε λαμαρίνες

ή πέρα δώθε να κουνά κινέζικα φανάρια;

Ταντάλου, Δάμωνος, Σαπφούς

είναι ο Βαρδάρης μια παγόδα θαμπωμένη

με τα παλιά βεγγαλικά παραχωμένα

κάτω από φόρμες μαύρες σατινέ

μασίφ ανάσες, μασουράκια

άφαντο το «Μουλέν Ρουζ», το «Λαϊκόν»

μισολιωμένο χιόνι η «Tροπικάνα».

Κλείδωσαν πια τα πεζοδρόμια

ποτάμια ήταν και στέρεψαν

έξω από πόρτες δίχως χέρια.

.

– Τ’ ακούς; Βρυχάται ο καιρός.

– Υπερβολές!

Απλώς τραντάζει ο μετροπόντικας τις οροφές

κι οι κρεμασμένες λάμπες ξεσαλώνουν.

Μια νέα αρχή απ’ το σημείο μηδέν

απ’ το μηδέν ως την ακίνητη αρχή.

Ακίνητος κι ο βασιλιάς έφιππος στην πλατεία.

Καλπάζει ακίνητη η εποχή.

Σημειωτόν και προσοχή.

Ακίνητη.

Και μόνο τα γερασμένα σώματα

κινούνται στα χαλάσματα αναρχικά

και ξανανθίζουν.

.

Eυτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, από τη συλλογή Ο θυρωρός των ημερών, Κέδρος 2022

.

Αrtwork: Alexey Begak

.