RSS

Daily Archives: 23/12/2022

Julio Cortasar, Mάγισσα

.

Γιατί άραγε να εισβάλλει τόσο κρύο στο δωμάτιο; Είναι ξαφνικό, με αυξάνουσες ριπές. Ίσως κάποιο κρύο που προέρχεται από μέσα, σκέφτονται οι φίλοι. Δεν είναι σπάνιο στις ολονυκτίες. Λίγο κονιάκ… Κι όταν ένας απ’ αυτούς κοιτάζει τον Εστέμπιαν, άκαμπτο στο κάθισμά του, αισθάνεται σαν ένας ξαφνικός τρόμος να αναπτύσσεται και να εισβάλλει στα μαλλιά του, στα χέρια και στη γλώσσα. Μέσα από το στήθος του Εστέμπαν διακρίνονται οι ξυλόγλυπτες πλέξεις της πλάτης της πολυθρόνας. Οι υπόλοιποι ακολουθούν το βλέμμα του φίλου τους και χλομιάζουν. Το κρύο μεγαλώνει, ανεβαίνει σαν παλίρροια. Πέρα από την κλειστή πόρτα ορθώνεται ξαφνικά η πυκνή μάζα του όρους με τους ευκαλύπτους να το λούζει το φεγγάρι. Κι εκείνο αντιλαμβάνονται ότι το βλέπουν μέσα από την κλειστή πόρτα. Τώρα είναι οι τοίχοι που υποχωρούν μπρος στη θέα της εξοχής, της γειτονικής αγροικίας, όλα υπό το άγουρο φως της πανσελήνου. Και ο Εστέμπαν έχει μετατραπεί πλέον σε μια ζελατινώδη φούσκα, όμορφος κι αξιοθρήνητος στην πολυθρόνα του,  που υποχωρεί κι αυτή μπροστά στην επέλαση του τίποτα. Από τη σκεπή εισβάλλει ένας πίδακας ασημένιου φωτός που ξεθωριάζει τη μαρμαρυγή του παρεκκλησιού. Οι πέντε φίλοι αισθάνονται τώρα να φιλτράρεται μέσα από τη σόλα των παπουτσιών τους η υγρασία της φρέσκιας γης, με χορτάρι και τριφύλλια, κι όταν κοιτάζονται, ανίκανοι να εκστομίσουν την πρώτη φάση της αποκάλυψης, βρίσκονται πια μόνοι με την Πάουλα, με την Πάουλα και το παρεκκλήσι, το οποίο ανυψώνεται απογυμνωμένο στη μέση της πεδιάδας υπό την αναπόφευκτη σελήνη.

Julio Cortasar, Mάγισσα, από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 80-81, μτφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015

 

Julio Cortasar, Επιστροφή της νύχτας

.

«Αχ, ποτέ δεν έπρεπε να ξυπνήσω τόσο απότομα. Τούτη η εικόνα μου θα είχε επιστρέψει στην πυκνή φυλακή των οστών και της σάρκας. Αν έπρεπε να πεθάνω, θα είχαμε πεθάνει μαζί, χωρίς να υποστούμε αυτήν τη διάσπαση, το εύρος της οποίας δεν μπορώ να υπολογίσω… Η ζωή είναι ο χρόνος! Γιατί σφυροκοπά στο μυαλό μου αυτή η ιδέα; Η ζωή είναι ο χρόνος! Όμως αυτός ο δικός μου τωρινός χρόνος είναι πιο φρικτός κι από κάθε θάνατο. Είναι συνειδητός θάνατος, σαν να παρευρίσκομαι ως μάρτυρας της αποσύνθεσής μου από το προσκέφαλο ενός τερατώδους κρεβατιού…»

Και η ορχήστρα της αυγής συγχρόνιζε σιγά σιγά τα χάλκινα πνευστά της.

«Εκεί απέμεινα απόλυτο κενό. Εδώ είμαι ζωντανός χρόνος, θρυμματίστηκαν τα πλαίσια της πραγματικότητας! Το πτώμα μου υφίσταται, δεν αισθάνομαι πλέον τίποτα, ενώ εγώ μόλις που προσεγγίζω τη φρίκη της ανυπαρξίας μου, χρόνος αγνός που δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμία φόρμα, φάντασμα που η αυγή θα το απογυμνώσει μπροστά στα ζοφερά μάτια των ανθρώπων…»

«Και είχε σχεδόν ξημερώσει.»

«Είμαι ορατός; Είμαι αόρατος; Η γιαγιά μου μίλησε, με χάιδεψε. Όμως ο καθρέφτης αρνήθηκε να μου επιστρέψει την εικόνα μου, παρέμεινε αμετάβλητος. Ποιος είμαι; Τι τέλος θα λάβει η απαίσια αυτή κωμωδία;»

Συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν ξανά μπροστά στην είσοδο του σπιτιού. Το διαπεραστικό λάλημα του πετεινού με έλουσε με την αγωνία της αμεσότητας. Ήταν η ώρα που η γιαγιά μου έφερνε το πρωινό. Η εκκλησία στόχευε τα πρώτα της βέλη στον ουρανό, η ώρα που η γιαγιά θα έμπαινε στο δωμάτιο και θα με έβρισκε νεκρό. Κι εγώ, κοκαλωμένος στον δρόμο, θα άκουγα το ουρλιαχτό, τα πρώτα τρεχαλητά, τις άφατες κραυγές της ολοκληρωτικής αποκάλυψης.

Julio Cortasar, Η επιστροφή της νύχτας, από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 66, μετφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015

Artwork: Odilon Redon

 

Julio Cortasar, Σύντομο μάθημα ωκεανογραφίας

Μη φοβάσαι, Αστάρτη! Η τραγωδία σου θα ειπωθεί, όπως η θλίψη και η νοσταλγία σου. Όμως εγώ θα τη διηγηθώ λυρικά, καθώς εδώ, στον πλανήτη από τον οποίο εξαρτάσαι, αξιολογείται περισσότερο ο τρόπος από την ηθική*. Άφησέ με να διηγηθώ πως στα παλιά τα χρόνια η καρδιά σου ήταν μια ανεξάντλητη πηγή απ’ όπου έρεαν οι ποταμοί της φιλήδονής σου περιφέρειας, διαβρώνοντας με αδηφαγία τα βουνά, τρομοκρατημένοι αλπινιστές, πάντοτε σε φθίνουσα πορεία, μέχρις ότου σμίξουνε όλοι, έπειτα από κενόδοξες μεταλλάξεις, στο μέγα ρεύμα της πλάτης σου, που τους οδηγούσε στον ΩΚΕΑΝΟ. Στον πολύμορφο Ωκεανό, τον έμπλεω από κεφαλές και στήθη**.

Ήταν η εποχή του υδάτινου ρεύματος με το ευρύ εκπέτασμα, με τα λησμονημένα πλέον νερά των εφηβικών παιχνιδισμάτων. Η Σελήνη ήταν η κόρη και ο ποταμός της έπλεκε μια πλεξούδα, καθώς κατερχόταν από τη λεπτή δίοδο ανάμεσα στις ωμοπλάτες της, πυρώνοντάς την με το παγωμένο του χέρι στο σημείο όπου τα νεφρά αναρριγούν όπως τα πουλάρια κάτω από το σπιρούνι. Έτσι, ατέρμονα, η πλεξούδα αυτή κατερχόνταν περιπλεγμένη σε ορυκτά τοπία, επιβοηθούμενη από αυτά σε με μεγάλη προθυμία ως σύνοψη αχανέστατων υδρογραφιών.

[…]

Να προσθέσω κάτι ακόμα; Θλιβερό, είναι θλιβερό να παραβρίσκεσαι στην άφιξη εκείνων των υδάτων που συγκρούστηκαν στο έδαφος με ένα μουντό πλατάγισμα για να κρεμαστούν εν συνεχεία σαν σάλια από εμετό, λεκιασμένα από την πρωτόγονη σκωρία, και κατακάθισαν στις αβύσσους απ’ όπου διέφευγε με φρικτά ουρλιαχτά ο αέρας… Ω, Αστάρτη, καλύτερα να σωπάσω πια. Είναι προτιμότερο να ακουμπήσω στην κουπαστή των πλοίων όταν η νύχτα σού ανήκει, κοιτώντας τα δελφίνια που ανεβοκατεβαίνουν σαν καρουζέλ και επιστρέφουνε στη θάλασσα, που αναδύονται ξανά και ξανά για να επιστρέψουν στη φυλακή τους. Και, να βλέπω, μελαγχολικότατη Αστάρτη, πως τα δελφίνια πηδάνε προς τα σένα, αναζητώντας σε, καλώντας σε. Πόσο πολύ μοιάζουν με τους Σεληναίους, τη γαλανή φυλή ατρακτοειδούς υπόστασης, με τις καλοκάγαθες συνήθειες και την καρδιά μονίμως ξέχειλη. Ξέχειλη τώρα πια από τα παρεπόμενα ρυπαρού μεθυσιού κι έχοντας διατηρήσει με τη βία ό,τι απέμεινε από το φως της εικόνας σου, που φωσφορίζει σε ένα μικροσκοπικό μαργαριτάρι για το καθένα από αυτά στο πιο βαθύ της νύχτας σου. 

**Hommage à Hésiode. Γαλλικά στο πρωτότυπο. Σ.τ.Μ.

Julio Cortasar, Σύντομο μάθημα ωκεανογραφίας από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 124-125 και σελ. 129, μτφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015

Artwork: Anne Siems

 

Maurice Blanchot, Η τρέλα της ημέρας

Είμ’ εγωιστής; Μόνο για μερικούς ανθρώπους αισθάνομαι κάτι, οίκτο για κανέναν, επειδή σπάνια νιώθω την ανάγκη να αρέσω, σπάνια την ανάγκη να μου αρέσουν, κι εγώ, που για τον εαυτό μου δεν αισθάνομαι σχεδόν τίποτα, μόνο μέσα τους υποφέρω, έτσι ώστε και η παραμικρή ενόχλησή τους μού γίνεται απέραντη δυστυχία κι ωστόσο, αν χρειαστεί, χωρίς δεύτερη κουβέντα τους θυσιάζω, τους αφαιρώ κάθε αίσθημα ευτυχίας (είναι και φορές που τους σκοτώνω). [Σελ. 13]

Πρέπει να το παραδεχτώ: έχω διαβάσει πολλά βιβλία. Όταν εγώ εξαφανιστώ, όλοι αυτοί οι τόμοι ανεπαίσθητα θ’ αλλάξουν· όσο μεγαλύτερα τα περιθώρια, τόσο πιο άνανδρη η σκέψη. Ναι έχω μιλήσει σε πάρα πολλούς ανθρώπους, αυτό είναι κάτι που μ’ εντυπωσιάζει σήμερα· το κάθε άτομο υπήρξε για μένα ένας λαός. Αυτός ο απέραντος άλλος με απέδωσε στον εαυτό μου πολύ περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα. Τώρα, η ζωή μου έχει μια σταθερότητα εκπληκτική· ακόμα και οι θανάσιμες αρρώστιες με θεωρούν απρόσβλητο. Ζητώ συγγνώμη, αλλά πρέπει να θάψω μερικούς πριν έρθει η σειρά μου. [ Σελ. 15]

Maurice Blanchot, Η τρέλα της ημέρας, μτφρ.: Δημήτρης Δημητριάδης, Εκδόσεις Άγρα, 1973

Artwork: Alex Colville

 

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως

.

.

Φέγγε του, φέγγε του να περπατεί και πάγωσε, αστροπελέκι που καλά ξεφανερώνει, τον νυσταγμό με τα πολλά του πρόσωπα, φίλυπνα πάθη, το ακαριαίο, κι όσα η τύχη επιλέγει κάποτε,

και σαν βροντή που έδενε τους όρκους, με βια μετρώντας, μια το βάθος των πληγών, και μια την τρομερή τους υγρασία, υπέροχος ζεύει τον μαύρο του ξανά, τον μαύρο του με κλάματα καβαλικεύει, μάτια μου, τι κακό σε βρήκε, τι κακό, σαν την αυγή που τον βυθίζει και τον παίρνει, κι ολάνθιζε, στα υπερώα εραστής, τρελός ψαράς, ονειρευτής κι ονειρεμένος, γλυκά τρομάζοντας, αλαφροΐσκιωτος στα κρύα στενά –

μα φέγγε του να δει και νά ’ρθει.

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, σελ. 58, Κέδρος 1989

Αrtwork: Anna Ådén