RSS

Author Archives: Ιφιγένεια Σιαφάκα - Ifigeneia Siafaka

About Ιφιγένεια Σιαφάκα - Ifigeneia Siafaka

Η Ιφιγένεια Σιαφάκα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Αποφοίτησε από το τμήμα Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και έκτοτε έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός, κειμενογράφος, μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής και έχει ασχοληθεί με το θέατρο, το χορό και τη γραφιστική. Άρθρα, κριτικές και αποσπάσματα δημιουργικής γραφής (ποίηση, στίχος, διήγημα, μυθιστόρημα) έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και συνεχίζουν να δημοσιεύονται έως σήμερα. Έχει γράψει ποίηση, μυθιστόρηματα, διηγήματα και δοκίμια. Από το 2016 επιμελείται την ετήσια περιοδική ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου Dip generation. Ο ιστότοπος Ενύπνια Ψιχίων είναι η προσωπική της ιστοσελίδα.

Κατερίνα Λιάτζουρα, Λευκοί νάνοι

.

[…]

Και

να μελετάς να έρθει

με χάρτινο περίβλημα

και φουστάνι αερικού

 σε βουνοκορφή

 νεκρική ταφή

 και να πιάνεις μυστρί και καλέμι

 να σμιλέψεις ιδρώτα

 μνημείο και ουρανό

 μια αγκαλιά βροχή λίγα χρυσάνθεμα

 και η βίδα να οξειδώνεται

 η προσπάθεια πολύ

 και

να προστάζει:

στεφανώσου τον χρησμό τον διφορούμενο και σταύρωσε εκείνους τους ταλαίπωρους χρυσαετούς στη μνήμη ή στον ομφαλό του μονάκριβου πατέρα, τρέξε, τρέξε στα άδυτα κοντά στη μάντισσα [θέα σ’ εκείνη την ιέρεια με δάφνες πέλανο και άλλους θησαυρούς και αναθεμάτισε την τύχη του κόσμου τη λοξή στην έκστασή σου πάνω γιατί κάθαρση ο κόσμος σου δεν πρόκειται να βρει αν την αμφισημία των πραγμάτων αγαπήσεις

Κατερίνα Λιάτζουρα,  Λευκοί νάνοι, σελ. 25-26, εκδόσεις Βακχικόν, 2022

Artwork: Julia Geiser

 

Πιερ Μερό, Εκτός πραγματικότητας

.

Στη διπλανή γκαρσονιέρα ζούσαν μια ανάπηρη και ένας χοντρός, μητέρα και γιος, δυο βλαμμένοι που είχαν καταφέρει να τινάξουν στον αέρα τη ζωή ολόκληρης της πολυκατοικίας. Ούρλιαζαν μέρα νύχτα και ξεσκίζονταν σαν κολασμένοι, ζούσαν μέσα σε μια φριχτή δυσωδία. Κατά κάποιον τρόπο τους καταλάβαινα, και κυρίως εκείνον, όταν χτυπιόταν στους τοίχους και έκλαιγε. Όπως είναι αυτονόητο, το πλατύσκαλο ήταν γεμάτο κατσαρίδες. Είχα δεκάδες στην κουζίνα μου, μαύρες, χρυσές, χοντρές, πονηρές, που έβγαιναν τη νύχτα. Και τις μελετούσα με αποστροφή και περιέργεια. Είχα αγοράσει παγίδες καλυμμένες με κόλλα και τις παρατηρούσα να ψυχορραγούν για μέρες ακίνητες, με τις κεραίες τους μόνο να τρεμουλιάζουν. Είχα επίσης ανακαλύψει αυτό που ονόμαζα πλεκτάνη της κατσαρίδας: όταν πλησίαζα καμία για να τη συνθλίψω στον τοίχο, αυτή αφηνόταν να πέσει στο πάτωμα και το έβαζε στα πόδια μ’ όλη τη δύναμή της. Οι αλκοολικές μου νύχτες, οι δαιμονισμένοι, οι ακροβατικές κατσαρίδες, όλα αυτά συνιστούσαν μια θαυμαστή μικρή αποκάλυψη. Σιγά σιγά λοιπόν κατάλαβα ότι η στρατιά στο πλατύσκαλο είχε έρθει για να μαζέψει τους γείτονές μου. Όμως εκείνοι έκαναν τον ψόφιο κοριό. Η στρατιά τελικά αποφάσισε να χτυπήσει τη δική μου πόρτα και άφησα να μπουν μια αστυνομικός και ένας πυροσβέστης. Ο πυροσβέστης ήθελε να δει εάν γινόταν να περάσουν από το παράθυρό μου για να μπουν στο σπίτι των τρελών. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να με μαζέψουν κι εμένα, έναν σαραντάρη αλκοολικό, ντυμένο μ’ ένα άθλιο μπουρνούζι, που ζούσε σε μια γκαρσονιέρα που είχε να καθαριστεί έξι μήνες και που βασάνιζε μανιωδώς εκατοντάδες κατσαρίδες μέσα σε μια αποκρουστική κουζίνα. Όμως είχαν δει πολλά τέτοια, και η αστυνομικός αστειεύτηκε μιλώντας μου για τους παλαβούς. Τελικά αποφάσισαν να επιτεθούν από τη στέγη.

Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου! Δύσκολα με φανταζόμουν να υποδέχομαι όλον αυτόν τον κόσμο με τα χάλια που είχα μετά το χθεσινοβραδινό μεθύσι. Ακούστηκε θόρυβος τζαμιού που σπάει, ουρλιαχτά και, αόριστα, πάλη. Ο πυροσβέστης δέχθηκε ένα χτύπημα με σφυρί, ύστερα ακινητοποίησε τον γιο, και ο γιος άφησε να το μαζέψουν χωρίς φασαρίες. Εν ολίγοις, ήταν ένα πρωινό σχεδόν ειρηνικό και παραδόθηκα σε γλυκές σκέψεις: μάλλον με καθησύχαζε το γεγονός ότι υπήρχαν τρελοί σ’ αυτήν τη γη, που έριχναν σφυριές όπως στο κουκλοθέατρο, που άδειαζαν τα σκουπίδια τους από το παράθυρο όποτε τους κατέβαινε, που είχαν μια εικόνα του κόσμου σαφώς πιο εξωτική από τη δική μας και, τελικά, αξιοζήλευτη ελευθερία και ατιμωρησία. Ασφαλώς και υπέφεραν. Ποιος δεν υποφέρει;

Πιερ Μερό, Εκτός πραγματικότητας, σελ. 74-76, μτφρ.: Λίνα Σιπητάνου, εκδόσεις Εστία, 2009

Artwork: Christophe Richard Wynne Nevinson

 

Κενζαμπούρο Όε, Μια προσωπική υπόθεση

.

Τρέμοντας συνέχισε να διασχίζει τον διάδρομο παραπατώντας σαν ασθενής που βρίσκεται στο στάδιο της ανάρρωσης. Καθώς προσπερνούσε το ανοιχτό παράθυρο ενός θαλάμου εξακολουθούσε να κλαίει, ασθενείς που έμοιαζαν με χορτασμένα θηρία, ξαπλωμένοι ή καθισμένοι στο κρεβάτι, τον παρατηρούσαν με ανέκφραστα πρόσωπα. Η κρίση του είχε πια υποχωρήσει όταν έφτασε σ’ ένα σημείο όπου ο διάδρομος περνούσε μέσα από μονόκλινα δωμάτια, αλλά το αίσθημα της ντροπής είχε μεταβληθεί σε κάτι συμπαγές, σαν γλαύκωμα πίσω από τα μάτια του. Κι όχι μόνο πίσω από τα μάτια το, αλλά το ’νιωθε να απλώνεται σε όλο το σώμα του. Το αίσθημα της ντροπής: ένα καρκίνωμα. Ο Μπερντ αισθανόταν την παρουσία αυτού του ξένου σώματος, αλλά του ήταν αδύνατο να ασχοληθεί μαζί του, το μυαλό του ήταν αχρηστευμένο, εξουθενωμένο. Η πόρτα ενός δωματίου ήταν ανοιχτή. Μια αδύνατη, νέα, τελείως γυμνή κοπέλα στεκόταν κοντά στην πόρτα σαν να έφραζε έτσι την είσοδο. Στο μισοσκόταδο το σώμα της έδειχνε ανώριμο. Σφίγγοντας τα στήθη της με το αριστερό της χέρι, η κοπέλα κατέβασε το δεξί της χέρι, χάιδεψε την επίπεδη κοιλιά της και το έχωσε στο τρίχωμα της ήβης της. Ύστερα, προκαλώντας τον Μπερντ με μάτια που έλαμπαν, άνοιξε τα πόδια της κι έχωσε με λαχτάρα ένα δάχτυλο στο χρυσαφένιο στόμιο γύρω από τον κόλπο της, που για μια στιγμή φωτίστηκε από το φως που έμπαινε από το παράθυρο πίσω της. Ο Μπερντ, αν και ένιωθε να τον κυριεύει μια δυνατή συμπόνια για την κοπέλα, προσπέρασε την ανοιχτή πόρτα, χωρίς να δώσει στη νυμφομανή την ευκαιρία να φτάσει στον μοναχικό οργασμό της. Το αίσθημα της ντροπής ήταν υπερβολικά έντονο μέσα του για να του επιτρέψει να ενδιαφερθεί για οποιαδήποτε άλλη ύπαρξη πέρα από τη δική του.

Κενζαμπούρο Όε, Μια προσωπική υπόθεση, σελ. 98, μτφρ.: Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτη, 1994

Artwork: Christopher Richard Wynne Nevinson 14

 

 

Δημήτρης Καλοκύρης, Το αύριο της νύχτας

.

2.

Κάθε φορά που ταξιδεύεις σε μια άλλη ηλικία

είναι σαν να πρωτοβλέπεις τις κατόψεις

του λαβύρινθου

με το μελάνι και το κάρβουνο σημαδεύοντας

το νήμα και τη στάθμη στα εδάφη της ζωής.

.

Μ’ αυτή την τεχνική ξεγελάει ο άνθρωπος το θάνατο.

Η τέχνη είναι ένας τρόπος

ν’ αλλάζουν μέσα σου οι πορείες των πραγμάτων.

.

Το Ίλιον δεν αλώθηκε με άρματα ή μηχανισμούς

 αλλά με ένα ξύλινο κουτί σε σχήμα αλόγου

– και μάλιστα ελληνικής κατασκευής.

.

Artwork: Jan Sluijters

.

 

Philip Roth, H ταπείνωση

.

Μόλις έφυγε ο Τζέρυ, ο Άξλερ πήγε στο γραφείο του και βρήκε το αντίτυπο του Ταξιδιού της μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα. Προσπάθησε να το διαβάσει, αλλά του ήταν ανυπόφορο. Δεν πήγε πέρα από τη σελίδα 4 –εκεί έβαλε και την κάρτα του Βίνσεντ Ντάνιελς, σαν σελιδοδείκτη. Στο «Κένεντι Σέντερ» ήταν σαν να μην είχε ξαναπαίξει ποτέ και τώρα ήταν σαν να μην είχε ποτέ ξαναδιαβάσει θεατρικό έργο– σαν να μην είχε ξαναδιαβάσει αυτό το έργο. Οι προτάσεις ξετυλίγονταν χωρίς νόημα. Δεν μπορούσε να παρακολουθήσει ποιος μιλούσε. Καθισμένος εκεί, ανάμεσα στα βιβλία του, προσπαθούσε να θυμηθεί έργα στα οποία υπάρχει κάποιος ήρωας που αυτοκτονεί. Η Έντα στην Έντα Γκάμπλερ, η Τζούλια στη Δεσποινίδα Τζούλια, η Φαίδρα στον Ιππόλυτο, η Ιοκάστη στον Οιδίποδα τύραννο, όλοι σχεδόν στην Αντιγόνη, ο Γουίλι Λόμαν στον Θάνατο του εμποράκου, ο Τζο Κέλερ στο Ήταν όλοι τους παιδιά μου, ο Ντον Πάριτ στο  Ο παγοπώλης έρχεται, ο Σάιμον Στίμσον στη Μικρή μας πόλη, η Οφηλία στον Άμλετ, ο Οθέλλος στον Οθέλλο, ο Κάσσιος και ο Βρούτος στον Ιούλιο Καίσαρα, ο Γκόνεριλ στον Βασιλιά Ληρ, ο Αντώνιος, η Κλεοπάτρα, ο Αινόβαρβος, η Χάρμιον στο Άντωνιος και Κλεοπάτρα, ο παππούς στο Ξύπνα και τραγούδα, ο Ιβάνοφ στο Ιβάνοφ, ο Κονσταντίν στον Γλάρο. Κι αυτός ο εκπληκτικός κατάλογος περιλάμβανε μονάχα τα έργα στα οποία είχε κάποτε παίξει. Υπήρχαν περισσότερα, πολύ περισσότερα. Το αξιοσημείωτο ήταν η συχνότητα με την οποία εισβάλλει η αυτοκτονία στο δράμα, λες και είναι η ιδρυτική, η καταστατική συνθήκη του δράματος, που δεν στηρίζεται κατ’ ανάγκην από τη δράση, όπως αυτή υπαγορεύεται από τους μηχανισμούς του είδους. Η Ντιαρντρι στην Ντίαρντρι των θλίψεων, η Έντβιγκ στην Αγριόπαπια, η Ρεβέκκα Βεστ στο Ρόσμερσχολμ, η Κρίστιν στο Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα, ο Αίας του Σοφοκλή. Η αυτοκτονία είναι ένα θέμα που οι δραματουργοί στοχάζονται με δέος από τον πέμπτο αιώνα π.Χ., σαγηνευμένοι από ανθρώπινες υπάρξεις ικανές για αισθήματα που μπορούν να εμπνεύσουν την πιο ακραία πράξη. Θα έπρεπε να θέσει στον εαυτό του το καθήκον να ξαναδιαβάσει αυτά τα έργα. Ναι, κάθε τι το αποτρόπαιο πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά πρόσωπο. Κανένας δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν το είχε σκεφτεί διεξοδικά.

Philip Roth, H ταπείνωση, σελ. 50-52  μτφρ.: Kατερίνα Σχινά, εκδόσεις Πόλις 2010

Artwork: Mary Fedden

 

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως

.

.

Αλλά δε θέλει να λησμονηθεί, γιατί κανείς, κανείς δεν θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει θέλει μια φορά, που τρυφερή κορόνα τους την είχαν, κι α πότε, βγάνοντας την κεφαλή στις ερημιές, τα χέρια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, τους  χαραγμένους της καρπούς βύζαινε, η λύσσα λεγεών και αγέλη, τη μάταιη αυτοχειρία επαναλαμβάνοντας, το θάνατο που δίχως λόγο ξεθυμαίνει, μες στη σιωπή που παραδέρνει ασάλευτη, σιωπή του νου, απέραντη σαν τρέλα, σαν αραιό αφιόνι μαύλιζε, και δεν τολμά, μόλις μαντεύοντας τα κυανά παθήματα των βυθοδρόμων, τη θεία νόσο που ενδοστρέφει ακάλεστη, κι από μαράζι ξάσπριζε τα χείλη, κι α πότε βγάνει, ο πόνος, ποόνοι διάττοντες, βραχνάς ο αέρας σκίζοντας το στήθος, αέρας πόνος πλημμυρίζοντας σπλάχνα στεγνά, τα μάτια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, η νεκροφάνεια σαν λαγνεία την καθήλωνε, σαν πυρετός, σαν πρωτούπνι στο υγρό της μέτωπο, μ’ ένα στεφάνι φως που ζώνει τους ταξιδεμένους, όταν σηκώνονται αταξίδευτοι στα σκοτεινά, σε μέρη απόσκια και στ’ ανεσκαμμένα, κι όταν ταράζοντας τη γη προβαίνουν άλιωτοι, μ’ ένα στεφάνι φως, και ξεματώνει γλείφοντας τους χαρακωμένους της καρπούς, παραλογίζεται πως θα γινόταν άλλη, άνασσα στο βαθύ παλάτι των αγρών, αθλία φλώρα τ’ όνομά της, σαρακήνα, σαν βλασφημία, μενεξένη, άσβεστος, με το κακό του φεγγαριού αφρίζει, κι α ποτέ, γέρνει το κορμάκι της στις εξοχές, σαν ημισέληνος ωχρή ξεφέγγει, μικρή γυναίκα, γυναικίτσα, βάρβαρη, καλεί τον θάνατο, καλεί, που ήταν καλός, από μακριά σού μήνυσα, του λέει, ακραία κόρη και βαλεριανή, από μακριά, κι ετοιμαζότουν να φωνάξει δυνατά, και δε φωνάζει, δε λαλεί, δεν κλαίει.

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, σελ. 47-48, Κέδρος 1989

Artwork:Αnne Magill

 

Δημήτρης Καλοκύρης, Κρούσματα

.

ΤΟ «ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ»

Όταν η πολιτική ορίζεται ως τέχνη του εφικτού

η Τέχνη ασκεί πολιτική του ανέφικτου

.

Η ΓΡΑΦΗ

Συνοπτικά, η λογοτεχνία αντιλαμβάνεται το Νόημα σαν μια υδρόγειο σφαίρα, την οποία σουτάρει ο Χρόνος προς τα δίχτυα της μνήμης. Τα χρέη του τερματοφύλακα πληρώνει ο καθρέφτης.

.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Ο ρυθμός να προηγείται του λόγου.

Συνεπώς, το μυστικό της ποίησης δεν είναι το ρίμα,

το μυστικό της ποίησης είναι το ρήμα.

.

Δημήτρης Καλοκύρης, Ισαύρων, «Κρούσματα»,  σελ. 14-15, εκδόσεις Άγρα, 2015

Αrtwork: Jan Sluijters

 

Julio Cortasar, Mάγισσα

.

Γιατί άραγε να εισβάλλει τόσο κρύο στο δωμάτιο; Είναι ξαφνικό, με αυξάνουσες ριπές. Ίσως κάποιο κρύο που προέρχεται από μέσα, σκέφτονται οι φίλοι. Δεν είναι σπάνιο στις ολονυκτίες. Λίγο κονιάκ… Κι όταν ένας απ’ αυτούς κοιτάζει τον Εστέμπιαν, άκαμπτο στο κάθισμά του, αισθάνεται σαν ένας ξαφνικός τρόμος να αναπτύσσεται και να εισβάλλει στα μαλλιά του, στα χέρια και στη γλώσσα. Μέσα από το στήθος του Εστέμπαν διακρίνονται οι ξυλόγλυπτες πλέξεις της πλάτης της πολυθρόνας. Οι υπόλοιποι ακολουθούν το βλέμμα του φίλου τους και χλομιάζουν. Το κρύο μεγαλώνει, ανεβαίνει σαν παλίρροια. Πέρα από την κλειστή πόρτα ορθώνεται ξαφνικά η πυκνή μάζα του όρους με τους ευκαλύπτους να το λούζει το φεγγάρι. Κι εκείνο αντιλαμβάνονται ότι το βλέπουν μέσα από την κλειστή πόρτα. Τώρα είναι οι τοίχοι που υποχωρούν μπρος στη θέα της εξοχής, της γειτονικής αγροικίας, όλα υπό το άγουρο φως της πανσελήνου. Και ο Εστέμπαν έχει μετατραπεί πλέον σε μια ζελατινώδη φούσκα, όμορφος κι αξιοθρήνητος στην πολυθρόνα του,  που υποχωρεί κι αυτή μπροστά στην επέλαση του τίποτα. Από τη σκεπή εισβάλλει ένας πίδακας ασημένιου φωτός που ξεθωριάζει τη μαρμαρυγή του παρεκκλησιού. Οι πέντε φίλοι αισθάνονται τώρα να φιλτράρεται μέσα από τη σόλα των παπουτσιών τους η υγρασία της φρέσκιας γης, με χορτάρι και τριφύλλια, κι όταν κοιτάζονται, ανίκανοι να εκστομίσουν την πρώτη φάση της αποκάλυψης, βρίσκονται πια μόνοι με την Πάουλα, με την Πάουλα και το παρεκκλήσι, το οποίο ανυψώνεται απογυμνωμένο στη μέση της πεδιάδας υπό την αναπόφευκτη σελήνη.

Julio Cortasar, Mάγισσα, από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 80-81, μτφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015

 

Julio Cortasar, Επιστροφή της νύχτας

.

«Αχ, ποτέ δεν έπρεπε να ξυπνήσω τόσο απότομα. Τούτη η εικόνα μου θα είχε επιστρέψει στην πυκνή φυλακή των οστών και της σάρκας. Αν έπρεπε να πεθάνω, θα είχαμε πεθάνει μαζί, χωρίς να υποστούμε αυτήν τη διάσπαση, το εύρος της οποίας δεν μπορώ να υπολογίσω… Η ζωή είναι ο χρόνος! Γιατί σφυροκοπά στο μυαλό μου αυτή η ιδέα; Η ζωή είναι ο χρόνος! Όμως αυτός ο δικός μου τωρινός χρόνος είναι πιο φρικτός κι από κάθε θάνατο. Είναι συνειδητός θάνατος, σαν να παρευρίσκομαι ως μάρτυρας της αποσύνθεσής μου από το προσκέφαλο ενός τερατώδους κρεβατιού…»

Και η ορχήστρα της αυγής συγχρόνιζε σιγά σιγά τα χάλκινα πνευστά της.

«Εκεί απέμεινα απόλυτο κενό. Εδώ είμαι ζωντανός χρόνος, θρυμματίστηκαν τα πλαίσια της πραγματικότητας! Το πτώμα μου υφίσταται, δεν αισθάνομαι πλέον τίποτα, ενώ εγώ μόλις που προσεγγίζω τη φρίκη της ανυπαρξίας μου, χρόνος αγνός που δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμία φόρμα, φάντασμα που η αυγή θα το απογυμνώσει μπροστά στα ζοφερά μάτια των ανθρώπων…»

«Και είχε σχεδόν ξημερώσει.»

«Είμαι ορατός; Είμαι αόρατος; Η γιαγιά μου μίλησε, με χάιδεψε. Όμως ο καθρέφτης αρνήθηκε να μου επιστρέψει την εικόνα μου, παρέμεινε αμετάβλητος. Ποιος είμαι; Τι τέλος θα λάβει η απαίσια αυτή κωμωδία;»

Συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν ξανά μπροστά στην είσοδο του σπιτιού. Το διαπεραστικό λάλημα του πετεινού με έλουσε με την αγωνία της αμεσότητας. Ήταν η ώρα που η γιαγιά μου έφερνε το πρωινό. Η εκκλησία στόχευε τα πρώτα της βέλη στον ουρανό, η ώρα που η γιαγιά θα έμπαινε στο δωμάτιο και θα με έβρισκε νεκρό. Κι εγώ, κοκαλωμένος στον δρόμο, θα άκουγα το ουρλιαχτό, τα πρώτα τρεχαλητά, τις άφατες κραυγές της ολοκληρωτικής αποκάλυψης.

Julio Cortasar, Η επιστροφή της νύχτας, από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 66, μετφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015

Artwork: Odilon Redon

 

Julio Cortasar, Σύντομο μάθημα ωκεανογραφίας

Μη φοβάσαι, Αστάρτη! Η τραγωδία σου θα ειπωθεί, όπως η θλίψη και η νοσταλγία σου. Όμως εγώ θα τη διηγηθώ λυρικά, καθώς εδώ, στον πλανήτη από τον οποίο εξαρτάσαι, αξιολογείται περισσότερο ο τρόπος από την ηθική*. Άφησέ με να διηγηθώ πως στα παλιά τα χρόνια η καρδιά σου ήταν μια ανεξάντλητη πηγή απ’ όπου έρεαν οι ποταμοί της φιλήδονής σου περιφέρειας, διαβρώνοντας με αδηφαγία τα βουνά, τρομοκρατημένοι αλπινιστές, πάντοτε σε φθίνουσα πορεία, μέχρις ότου σμίξουνε όλοι, έπειτα από κενόδοξες μεταλλάξεις, στο μέγα ρεύμα της πλάτης σου, που τους οδηγούσε στον ΩΚΕΑΝΟ. Στον πολύμορφο Ωκεανό, τον έμπλεω από κεφαλές και στήθη**.

Ήταν η εποχή του υδάτινου ρεύματος με το ευρύ εκπέτασμα, με τα λησμονημένα πλέον νερά των εφηβικών παιχνιδισμάτων. Η Σελήνη ήταν η κόρη και ο ποταμός της έπλεκε μια πλεξούδα, καθώς κατερχόταν από τη λεπτή δίοδο ανάμεσα στις ωμοπλάτες της, πυρώνοντάς την με το παγωμένο του χέρι στο σημείο όπου τα νεφρά αναρριγούν όπως τα πουλάρια κάτω από το σπιρούνι. Έτσι, ατέρμονα, η πλεξούδα αυτή κατερχόνταν περιπλεγμένη σε ορυκτά τοπία, επιβοηθούμενη από αυτά σε με μεγάλη προθυμία ως σύνοψη αχανέστατων υδρογραφιών.

[…]

Να προσθέσω κάτι ακόμα; Θλιβερό, είναι θλιβερό να παραβρίσκεσαι στην άφιξη εκείνων των υδάτων που συγκρούστηκαν στο έδαφος με ένα μουντό πλατάγισμα για να κρεμαστούν εν συνεχεία σαν σάλια από εμετό, λεκιασμένα από την πρωτόγονη σκωρία, και κατακάθισαν στις αβύσσους απ’ όπου διέφευγε με φρικτά ουρλιαχτά ο αέρας… Ω, Αστάρτη, καλύτερα να σωπάσω πια. Είναι προτιμότερο να ακουμπήσω στην κουπαστή των πλοίων όταν η νύχτα σού ανήκει, κοιτώντας τα δελφίνια που ανεβοκατεβαίνουν σαν καρουζέλ και επιστρέφουνε στη θάλασσα, που αναδύονται ξανά και ξανά για να επιστρέψουν στη φυλακή τους. Και, να βλέπω, μελαγχολικότατη Αστάρτη, πως τα δελφίνια πηδάνε προς τα σένα, αναζητώντας σε, καλώντας σε. Πόσο πολύ μοιάζουν με τους Σεληναίους, τη γαλανή φυλή ατρακτοειδούς υπόστασης, με τις καλοκάγαθες συνήθειες και την καρδιά μονίμως ξέχειλη. Ξέχειλη τώρα πια από τα παρεπόμενα ρυπαρού μεθυσιού κι έχοντας διατηρήσει με τη βία ό,τι απέμεινε από το φως της εικόνας σου, που φωσφορίζει σε ένα μικροσκοπικό μαργαριτάρι για το καθένα από αυτά στο πιο βαθύ της νύχτας σου. 

**Hommage à Hésiode. Γαλλικά στο πρωτότυπο. Σ.τ.Μ.

Julio Cortasar, Σύντομο μάθημα ωκεανογραφίας από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 124-125 και σελ. 129, μτφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015

Artwork: Anne Siems