Έτσι, ενώ ως παιδί υπήρξα χαρούμενη και όλες οι φωτογραφίες μου με δείχνουν ευτυχισμένη, μετά μελαγχόλησα. Μου ήρθε πολύ βαρύς αυτός ο εγκλεισμός και ίσως μου έδωσε μία λάθος εικόνα για τη ζωή. Όλα ήσαν αμαρτία μεγάλη. Όλα. Αφού και στα βιβλία ακόμη βάζανε μπάντες. Στα βιβλία πι-χι της Ντελύ, τα οποία είναι τα πιο ανώδυνα που μπορείς να φανταστείς. Άμα πλέον οι νέοι ερωτεύονταν και φιλιόντουσαν. Βάζανε μία μπάντα εκεί, οπότε εμείς τα παίρναμε κρυφά στους κοιτώνες και τα κρατούσαμε αντίθετα προς το φως, ψάχνοντας γι’ αυτό το φιλί απ’ όλες τις άκρες. Όχι δεν ήταν λαγνεία. Ήταν μια κανονική φυσική περιέργεια. Ούτε κάναμε τίποτα. Δεν μπορώ να πω για τις άλλες, πάντως όχι εγώ. Ούτε και για τις καλόγριες ξέρω τι έκαναν. Ίσως μία να ήταν λεσβία. Ίσως, γιατί κάποια φίλη μου, η Κατρίν, είπε στους γονείς της ότι εκείνη τη χάιδευε. Την έπιανε και τα λοιπά. Οπότε ξέσπασε ένα σκάνδαλο, αλλά τι γινόταν μεταξύ τους δεν ξέρω. Μπορεί και να μη γινότανε τίποτα. Όμως αυτό που είπες δεν το έμαθα, όχι. Τουλάχιστον τότε. Επίδοση ανάγκης. Το είπες ωραία∙ αλλά θα μπορούσε να είναι και επίδοση μοναξιάς, γιατί το δοκίμασα αργότερα. Πολύ αργότερα και κάτω από άλλες συνθήκες. Από πλήξη. Από βαρεμάρα, και όταν δεν υπήρχαν καν λόγοι. Μόνο που αυτό δεν σου δίνει χαρά. Σε ανακουφίζει απλώς. Σπαράζεις μια στιγμή, σα να χωρίζονται τα κύτταρά σου στα δύο μέσα στο σκοτάδι τους, και μετά νιώθεις άδειος τελείως και ακόμα πιο μισός από πριν. Τέτοια απελπισία. Αλλά μπορεί και να ψεύδομαι εδώ. Δεν ξέρω. Μπορεί να είναι αυτό το περίεργο πράγμα, αυτές οι δυσκολίες που είχα ανέκαθεν. Γιατί ενώ ανακάλυψα το σεξ νήπιο σχεδόν, έρωτα πρωτοέκανα αργά. Αργά ακόμα και με τα μέτρα της εποχής μου. Στην Ιταλία με κάποιον που δεν είμαι σίγουρη ότι μου άρεσε. Αλήθεια δεν μου άρεσε, και είχα συμπληρώσει τα είκοσι τρία. Αυτή η πρώτη φορά που λένε ότι σε σφραγίζει. Κολοκυθόπιτα. Για μένα ήταν απόφαση παρμένη με το μυαλό και κανένα ίχνος δεν έχει μείνει επάνω μου. Καμία συγκίνηση, ή έστω η ανάμνησή της. Ούτε και κανένα σοκ, όπως με το δόντι μου αίφνης. Το πρώτο δόντι που έπρεπε να φτιάξω, και ήταν περίπου την ίδια εποχή. Το είχε χτυπήσει τερηδόνα, και δεν εννοώ το φόβο του τροχού ή τον πόνο, γιατί δεν πόνεσε διόλου και άλλωστε χρειάστηκε να φτιάξω και άλλα δόντια αργότερα. Εννοώ αυτό το παράξενο συναίσθημα που κράτησε ένα μήνα περίπου. Ήταν η πρώτη «ρωγμή» και, παρόλο που είχε αποκατασταθεί τόσο ανώδυνα, για μερικές ημέρες η γλώσσα μου πήγαινε από μόνη της, ξανά και ξανά ερεθισμένη, στο ίδιο σημείο. Ερεθισμένη και ενοχλημένη από το αδρανές ξένο στοιχείο που είχε σφηνωθεί στον οργανισμό μου, αλλά είχε σφηνωθεί και στο εγώ μου επίσης, σαν αγκάθι φραγκόσυκου, και μου πήρε ένα μήνα να το ξεχάσω. Δεν ξέρω. Και όλα αυτά είναι τόσο ιδιωτικά. Δεν ξέρω αν ήμουν ένας άνθρωπος πολύ αισθησιακός. Πρέπει να αγαπάω κάποιον για να μπορέσω να λειτουργήσω. Και τώρα είναι πλέον σαν να έχει κλείσει ο κύκλος και έχω τόσα σφραγίσματα.
Εκείνη τη χρονιά, η πόλη είχε γεμίσει πόρνες. Φτηνές, πρόθυμες, φανατικές πόρνες. Τα μεσοφόρια τους ανέμιζαν στις δημοσιές, στα πάρκα, στους αυλόγυρους των εκκλησιών, κάνοντας τους άντρες να παραληρούν, τα βρέφη να μορφάζουν, και τα γατιά να ξύνουνε με τα νύχια τους τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων μέχρι να στάξει σκουριά. Ο αέρας μύριζε μελάνι και οι μασχάλες τους χαρτί. Οι καλές κυράδες παραμέριζαν με αηδία στη θέα τους και γυρνούσαν στο σπίτι όλο γινάτι να κοπανίσουνε γυαλί μες στις φακές που βράζαν στο ζουμί τους. Οι αυλές των σχολείων καγκελώθηκαν ανελέητα, τα νοσοκομεία προσέλαβαν φρουρούς που βλοσυρούσαν ντούροι στην είσοδο νύχτα-μέρα, τα νεκροτομεία αμπαρώθηκαν με νταβραντισμένες σιδεριές, ε ναι λοιπόν, οι πόρνες αυτές ήταν αδίστακτες. (…) Ναι, τον καιρό εκείνο, τα γράμματα τα είχανε για ντροπή στην πόλη όπου μεγάλωνα, ήταν λέει σημάδι εκφυλισμού να κυλιέσαι στα σεντόνια ενός μυθιστορήματος ή να φτιάχνεις στίχους που να σαρώνουν χαρατζάτα τις σκωταριές της ψυχής σου, γιατί όλα αυτά σε κάνουν χλαπάτσουρα, παρλιακό και χλωμιασάρη. Γλέντα τη ζωή με θάρρος, γιατί ναι αναλφάβητος ο χάρος, έλεγε το σουξέ της εποχής, που τραγουδιόταν βιμπράτο στις γιορτές μυδοπίλαφου και κουτσομούρας ή στους αγώνες τσιπουροποσίας τις οποίες οργάνωνε ο δήμος της πόλης τακτικά σε πλατείες και πεζοδρόμους. Κάποια λιγοστά βιβλιοπωλεία που δεν είχαν μεταλλαχτεί σε μεγαλογυράδικα προσπαθούσαν να ξεπουλήσουν το στοκ λογοτεχνίας που τους είχε απομείνει, ενώ τα δυσεύρετα νέα βιβλία κινούνταν χέρι-χέρι, με περιτύλιγμα πολίτικου παστουρμά, ώστε ο κάτοχός τους ν’ αποφύγει τις ροχάλες των συμπολιτών του καθ’ οδόν προς το γιατάκι του. Όσο για τους συγγραφείς, τύλιγαν τα διπλόπιτα πίσω απ’ τον πάγκο, μουστάρδα-κέτσαπ βάζω; και φουντούλωναν τα κάρβουνα με το σεσουάρ, φορώντας τ’ αντερά τους καλτσοδέτες. Άσκοπος α λώβα, μα συνέβαινε. Να λοιπόν η Σούλα καθώς πλησιάζει. Με τα μαλλιά της κοντά κουρεμένα καρέ να τσιγαρίζουν τον ήλιο μες στις ξανθιές τους ανταύγειες, με τα πράσινα μάτια της, με τις αντσούγιες της, με τα όλα της. Είπα με τις αντσούγιες της γιατί, όπως όλοι σας βλέπετε, κρατά στο δεξί της χέρι ένα μεγάλο στρογγυλό μεταλλικό κουτί με αντσούγιες Καλλονής. Πλησιάζει στο παγκάκι μας, κάθεται ανάμεσά μας, κοιτάζει εμένα, λήγω επιτόπου, κοιτάζει το ανστουζόκουτο, παφλάζει επιτόπου, κοιτάζει τον Αρίστο, κιμαδιάζεται επιτόπου, και του ψιθυρίζει «Θέλεις;» (…) Βρίσκεται τώρα καθισμένη στο κρεβάτι κι έχει δίπλα της το κουτί με τις αντσούγιες, ενώ ο θείος κάθεται σε μια καρέκλα απέναντί της. Κάτι λένε. Κοπιάστε ν’ ακούσετε. (…) Α: Είσαι καιρό στην πιάτσα; Σ: Πέντε μήνες Α: Φοιτήτρια; Σ: Φιλολογίας Α: Kαι πώς σου φαίνεται αυτή η δουλειά; Σ: Μας κυνηγάνε πολύ, δεν ξέρω αν θα συνεχίσω (…) Σ: Πού προτιμάς; Α: Στο κρεβάτι Σ: Είμαι καλή, θα δεις Α: Έχουμε τίποτα το σπέσιαλ σήμερα; Σ: Δεκαοχτάρα και αβάδιστη. Θα ’σαι ο πρώτος της (…) Α: Θέλω να πιάσω Σ: Μη βιάζεσαι Α: Θέλω να μυρίσω Σ: Σε λίγο. Η Σούλα άπλωσε το χέρι της και ξεβίδωσε το αντσουγόκουτο. Έβγαλε από μέσα του ένα μάτσο χειρόγραφα και τα ’βαλε στη χούφτα. (…) Σ: Είναι το πρώτο της διήγημα. Είσαι ο πρώτος της αναγνώστης. Το πρωί μου το ’δωσε. Και τσιμουδιά σε κανέναν.Άρχισε να διαβάζει αργά, με καθαρή φωνή και απαλές αναπνοές, που ταξίδευαν τις φράσεις με το αέρινο σκάφος τους μέχρι τα άνηβα αυτιά μου, μετατρέποντας το κορμάκι μου σ’ έναν τριχωτό βιοπουρέ. Οι λέξεις έμπαιναν στο πλυσταριό και διακόρευαν την έλαινα του μυαλού μου, η οποία έβοσκε μέχρι εκείνη τη μέρα μόνο κουτσουλιές και θολό κάτουρο μες στο λογοκότετσο αυτής της πόλης όπου ζούσα έντεκα χρόνια τώρα. Η φωνή της Σούλας τραγάνιζε το ξεροκόματο της ψυχής μου, ενώ την ίδια στιγμή στη θέση του φούσκωναν αμπντάλικα τσουρέκια, γκοτζαμάν βουτυρωμένα αφρολέξ ζυμαριού που ξεχείλιζαν πάνω σε ταμαχιάρικα τραπέζια από φράσεις πρωτάκουστες, αγνώριστες, ξέσαλες, πάνω στην πίστα της ζωής μου, σαν τα μαλλιά της τρελής στο αλώνι με τα δρακοτόμαρα. Είχα πάθει λογοτεχνία επιτόπου. Όσο η Σούλα διάβαζε, έβλεπα τον θείο να συσπειρώνεται πάνω στο στρώμα, ν’ αναστενάζει βαριά, να διογκώνεται ελαστικά κι ύστερα να ρεύει τους χυμούς του κατακόρυφα μέσα στο βόγκο του, σαν μια βαριά αιμορροΐδα που πάλλεται χορταστικά πάνω στα καπούλια μιας φοράδας ψυχής. Πέρασαν χρόνια από τότε. Η εκπόρνευση ιστοριών συνέχισε να τιμωρείται ανελέητα. Οι αναγνώστριες επί χρήμασι, όπως η Σούλα, κυνηγήθηκαν λυσσασμένα. Το ίδιο και οι συγγραφείς που διακινούσαν τα έργα τους χρησιμοποιώντας τες. Ο θείος καταδικάστηκε να φτυαρίζει τα μυδοκαύκαλα από τους δρόμους. Όσο για μένα, που μου ’γινε συνήθεια να συχνάζω στα πάρκα, μια πόρνη αρσενική, να τα χαΐρια μου. Και τώρα, κελιώτες αδελφοί μου, ό, τι προαιρείστε. Από ευρώ και πάνω, μουστερήδες μου.
Σάκης Σερέφας, Το μάταιο με θέα (Πορνείας το ανάγνωσμα), σελ. 119 έως τέλος (αποσπασματικά), Εκδόσεις Κέδρος, 2004
Κατηφορίζει σε μια φιλόξενη παραλία, καταφεύγει στο μοναδικό δέντρο, στέκεται στη σκιά. Ανοίγει την εφημερίδα της προηγουμένης που έφερε χθες το βράδυ το Κάμιρος και την κλείνει αμέσως, οι πληροφορίες είναι ανύπαρκτες, όλα αυτά τα σάπια νέα είναι ανύπαρκτα, αληθινά κι όμως ανύπαρκτα, πραγματικά κι όμως ανύπαρκτα, μακρινά, ψεύτικα. Όταν υπήρχε αυτός ο κόσμος στο πτώμα του οποίου έχουν γαντζωθεί οι εφημερίδες η πραγματικότητα ήταν άγνωστη στους δημοσιογράφους. Οι δημοσιογράφοι έγραφαν άλλα και η Ρέα Φραντζή πήγαινε σε πάρτυ, ήταν Σάββατο και πήγαινε σε πάρτυ, κάθε μέρα ήταν Σάββατο, κάθε μέρα είχε αγωνία. Όλη η εβδομάδα ήταν ένα τεράστιο Σάββατο, ακόμα και η Κυριακή ξεκινούσε σαν Σάββατο και μόνο από το απόγευμα της Κυριακής μέχρι τη Δευτέρα ήταν άλλη μέρα. Γινόταν μια τρομακτική πάλη ανάμεσα στο απόγευμα της Κυριακής και όλες τις υπόλοιπες ώρες και μέρες της εβδομάδας. Με τη βοήθεια των εφημερίδων το απόγευμα της Κυριακής νίκησε και όλες οι υπόλοιπες ώρες και μέρες της εβδομάδας διαλύθηκαν, εξαφανίσθηκαν, συντρίφθηκαν από ειδήσεις, σχόλια, αναλύσεις, εκτιμήσεις, ολοσέλιδα πολιτικά κόμικς, γνώμες, προβλέψεις, σενάρια, οικονομικές σελίδες κίτρινες, μικρές αγγελίες μπλε, μικρά πολιτιστικά ένθετα, ειδικά έντυπα αφιερωμένα στον εαυτό τους, προφητείες, έρευνες, νέες ειδήσεις, νέες ανταποκρίσεις, ειδήσεις που μας έρχονται αυτήν τη στιγμή, τηλεφωνήματα στον αέρα, κασέτες που ηχογραφήθηκαν πριν από μια ώρα, αναλύσεις που μας έρχονται αυτήν τη στιγμή, στατιστικές που μας πληροφορούν τι κάνουμε και ποιοι είμαστε αυτήν τη στιγμή, συνδεόμαστε αυτήν τη στιγμή με τον ανταποκριτή μας, αφήνει ανοιχτή τη γραμμή και θα συνδεθούμε κάποια άλλη στιγμή, ακούστε τώρα, διαβάστε τώρα, δείτε τώρα τι έγινε, τι θα γίνει αυτήν τη στιγμή. Κάποτε δεν υπήρχε αυτή η στιγμή, υπήρχε μόνο το αιώνιο Σάββατο, η Ρέα Φραντζή πήγαινε σε πάρτυ, έπρεπε ν’ αρέσει.
Η Έρση έπρεπε ν’ αρέσει, η Μίνα έπρεπε ν’ αρέσει, η Βάνα είχε αγωνία γιατί έπρεπε ν’ αρέσει. Κάθε μέρα έπρεπε ν’ αρέσουν και τώρα δεν τις νοιάζει πια, σ’ όποιον αρέσουν, σε κανένα να μην αρέσουν δεν τις νοιάζει πια, το Σάββατο νικήθηκε κατά κράτος από το απόγευμα της Κυριακής με τη βοήθεια των εφημερίδων. Το τεράστιο Σάββατο παραχώρησε τη θέση του σ’ αυτό το μικρό ανάπηρο Σάββατο, οι εφημερίδες δεν άφησαν να υπάρχει μόνο Σάββατο, πώς θα υπήρχαν οι εφημερίδες μ’ ένα ατέλειωτο Σάββατο κι ένα ελάχιστο απόγευμα της Κυριακής όλο κι όλο; Όταν όλη η βδομάδα είναι Σάββατο παρασύρεσαι σιγά σιγά και δεν σε ενδιαφέρει καμιά είδηση, δεν υπάρχει κανένα νέο, όλες οι πληροφορίες είναι νερόβραστες, όλες οι πληροφορίες μιλάνε για τον απογοητευμένο κόσμο του μελαγχολικού απογεύματος της Κυριακής, όλα τα νέα είναι οι νεκροθάφτες της πραγματικής ζωής που αρχίζει μόλις τώρα που πρέπει να αρέσεις, τώρα που είναι Σάββατο.
Χρήστος Βακαλόπουλος, Η γραμμή του ορίζοντος, σελ. 65-66, Εκδόσεις της Εστίας, 1996
Είχε μιαν ακόρεστη ανάγκη να παίρνει και να δίνει, με σώμα και μυαλό, έλιωνε ολόκληρη μένοντας ακατανίκητη αθώα. Όταν φτάναμε, σχεδόν τρέχοντας, λαχανιασμένοι, τη γωνιά μας ή το δέντρο μας, ή χανόμασταν μέσα στην καλύβα και στεριώναμε την πόρτα με μια σανίδα που είχαμε βρει ώστε να μην μπορεί να την ανοίξει κανείς εύκολα στα ξαφνικά, άρπαζε το κεφάλι μου με τα χέρια της και τα στόματά μας ψάχνανε άγρια να βρούνε το ένα το άλλο, τα σώματά μας πιεζόντανε από τη μέση και κάτω, μικρά λάγνα κουνήματα που μας κάνανε να νιώθουμε λιποθυμία. Κι ύστερα απότομα, σχεδόν επιθετικά, αρχίζαμε να ψάχνουμε ο ένας τον άλλον, της σήκωνα το φουστάνι με ανυπάκουο χέρι, εκείνη μου ξεκούμπωνε το παντελόνι, καμιά φορά σπάζοντας και κανένα κουμπί πάνω στη βία της. Αυτή η πρώτη μας επαφή σχεδόν πάντα τέλειωνε για μένα πριν καλά καλά προλάβει να ελευθερώσει το κορμί μου από τα ρούχα μου. Μου ήτανε αρκετό να καταλάβω το χέρι της να γλιστράει προς τα κει για να εκμηδενιστώ ολόκληρος. Είχε παραδεχτεί πολύ κεφάτα αυτή την κατάσταση και με πείραζε κιόλας. Όμως αμέσως μετά από μένα ήτανε η δική της σειρά κι αυτό ήτανε και για μένα σημαντικό, ανάγκη μου έντονη να αισθανθώ τη χαρά της να συνεχίζει και να συμπληρώνει τη δική μου.
.
.
Κι έτσι, μόλις ησύχαζα για λίγες στιγμές (τις μοναδικές εκείνες στιγμές που ακολουθούνε το τελείωμα, όταν η δύναμή μου είχε χυθεί από μέσα μου και ήμουνα σαν ένα μικρό παιδί κι εκείνη μπορούσε να μου κάνει οτιδήποτε, ακόμη και να με σκοτώσει κι εγώ να το δεχτώ χωρίς αντίσταση καμιά, κι όμως το μόνο που έκανε, μ’ εκείνη την ενστικτώδη γυναικεία σοφία της, ήτανε να μου κρατάει το κεφάλι και να το χαϊδεύει, φιλώντας με στο λαιμό στα μάγουλα στο μέτωπο και:«έλα, αγάπη μου, έλα να, καλά, αγάπη μου, σ’ αγαπώ» φιλώντας με, χαϊδεύοντας το κεφάλι μου, τρυφερά και γλυκά, κι οι σπασμοί μου αραιώνανε και χαλάρωνα κι αφηνόμουνα στη δύναμή της και την προστασία της), μόλις συνερχόμουνα και ξανάνιωθα άντρας κι έτοιμος να της δώσω αυτό που τώρα εκείνη περίμενε δικαιωματικά από μένα, την πίεζα επάνω μου με πια προστατευτική κατακτητικότητα που την καταλάβαινε αμέσως, ήξερε το νόημά της κι έτσι ανταποκρινότανε αμέσως, με πρόθυμη ετοιμότητα, αυτή τώρα το παιδί στα χέρια μου και η γυναίκα και η ερωμένη, αναλωμένη αναλωμένη από την ίδια της την αγάπη. (…)
Yπήρχανε στιγμές που (όπως κρυβόμασταν μέσα στην καλύβα ή ακουμπούσαμε στο μεγάλο δέντρο ή καθόμασταν στο τοιχάκι, ακούγοντας την ουρά του σκύλου μας να χτυπάει ή τη θάλασσα ή τον άνεμο, με το φουστανάκι της σηκωμένο και το κορμί μου σφηνωμένο ανάμεσα στους μηρούς της ή κρατημένο από τα χέρια της που είχανε αποχτήσει πια μια ιδιαίτερη πείρα πώς να το χαϊδεύουνε, τα στόματά μας άγρια κολλημένα μαζί, οι γλώσσες μας να παλεύουνε η μια με την άλλη, τα δάχτυλά μου να την εξερευνούνε κάτω από το ρούχο της, οι δυο μας σχεδόν κανιβαλικοί μες στην αναλωτική μας επιθυμία του ενός για τον άλλο, τρέμοντας, λαχανιάζοντας, ώσπου ερχότανε το τέλος για δεύτερη και τρίτη φορά, κοινό πια και ταυτόχρονο και για τους δυο μας, μια παραφροσύνη μοιρασμένης χαράς, η τελική επικοινωνία, η ίδια η ουσία του σώματός μας) αισθανόμουνα τα φυσικά όρια του εαυτού μου να διαλύονται και να ξαπλώνονται και να την περιτυλίγουνε, να την αφομοιώνουνε όπως η αμοιβάδα την τροφή της, να την παίρνω τελείως μέσα μου, να την κάνω ένα με μένα— κι έτσι οριστικά κι ανέκκλητα δική μου. Καμιά φορά φοβούμαι μήπως κάποτε έρθει η ώρα που το μυαλό μου θ’ αρχίσει να ξεχνάει τις λεπτομέρειες. Με τρομάζει απέραντα αυτή η σκέψη. Θέλω να κρατήσω για πάντα στη μνήμη μου το καθετί που συνέβηκε ανάμεσά μας, κάθε παραμικρή στιγμή — κάθε φορά που μου ’πε «σ’ αγαπώ», κάθε φορά που μ’ άγγιξε μ’ εκείνον τον τρόπο που μόνο εκείνη, από το ένστικτό της, ήξερε. Να θυμούμαι όχι μόνο όσα ειπωθήκανε μα κι όλες τις σιωπές μας. Οι άνθρωποι πεθαίνουνε μόνο όταν τους ξεχάσουμε. Αυτή πρέπει να μείνει ζωντανή όσο ζω κι εγώ — και πέρα από μένα. Ζωντανή έτσι όπως τη γνώρισα καθώς άνθισε κάτω από τα μάτια μου, τα χέρια μου, τα φιλιά μου.
Σημείωση: O Νίκος Κοκάντζης ανήκει στην κατηγορία των «συγγραφέων του ενός βιβλίου». Η ιστορία του είναι αυτοβιογραφική, πράγμα που δηλώνεται και εξαρχής στο βιβλίο. Αλλά τι κι αν έγραψε μόνον αυτό; H Tζιοκόντα κατείχε και θα κατέχει υψηλή θέση στην ελληνική λογοτεχνία. Ένα βιβλίο κι ένας συγγραφέας του ενός βιβλίου, κάποτε, βαραίνουν πολύ περισσότερο στις συνειδήσεις, από «βιβλία» πολυγραφότατων «συγγραφέων» παρόμοιων ερωτικών ιστοριών ή ιστορίων που εννοείται ότι ανιχνεύουν το ερωτικό και σεξουαλικό κομμάτι, οι οποίοι δεν καταφέρνουν, ωστόσο, να μας πείσουν ούτε για το ταλέντο τους ούτε για την «αγαθότητα» της γραφής τους. Ο Κοκάντζης έχει το πλεονέκτημα να είναι άκρως ερωτικός με αισθητική, χωρίς να γίνεται χυδαίος ή πορνογράφος, διότι υπήρξε έντιμος πρωτίστως απέναντι σε ό, τι ένιωσε, στον τρόπο που το επεξεργάστηκε ύστερα από 30 χρόνια, και παντελώς αδιάφορος επιπλέον στο να αγγίξει μία «πιασάρικη ιστορία», για να δρέψει τις γελοίες δάφνες της εμπορικότητας. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις στην Ελλάδα που ένα βιβλίο κάνει εκδόσεις, γιατί απλώς είναι έντιμο, αυθεντικό και αληθινό, και όχι απλώς πραγματικό. Το σώμα για τον Κοκάντζη είναι ιερό σε όλες τις εκφάνσεις και τις διαστάσεις του. Δεν είναι ασφαλώς Εμπειρίκος, για να βάζει στο παιχνίδι μια γλώσσα που διαρρηγνύει τους παρθενικούς υμένες της λαλιάς και να ανυψώνει με υπερρεαλιστικά σχήματα το ρεαλισμό της ανθρώπινης ψυχής.Έχει όμως το σπάνιο ταλέντο να διηγείται ισορροπημένα σε φόρμα και περιεχόμενο μιαν ιστορία. Από την άλλη έχει την ευγένεια της ψυχής, τη γνώση (ψυχίατρος γαρ) το ήθος κι εκείνες τις αξίες, για να γνωρίζει τα όρια και τις ισορροπίες ανάμεσα στην πορνογραφία, στο καλοφτιαγμένο ερωτογράφημα και στην ερωτική ιστορία. Δεν είναι μονοδιάστατος, ερμηνεύει τον έρωτα, αιτιολογεί τις συγγραφικές του επιλογές, αγγίζοντας με αισθητική και αμεσότητα τις πιο λεπτές χορδές της ανθρώπινης ψυχής. Το ήθος και η αισθητική στη γραφή του αντικατοπτρίζει και το ήθος του γράφοντος, και μάλιστα όταν αφενός η σεξουαλικότητα δεν συνιστά συνειδητά ή ασυνείδητα ταμπού στο σύστημα αξιών και αφετέρου δεν προσπαθεί κανείς να διαρρήξει ανοιχτές θύρες με χοντροκομμένες, ωμές και αντιαισθητικές περιγραφές και αποφάνσεις του δρόμου, οι οποίες επιπλέον δεν στηρίζονται και δεν υποστηρίζονται από κανένα γνωσιολογικό υπόβαθρο.
.
.
Η εμπειρία ή η παρατήρηση από μόνη της και κάποτε η προσπάθεια αντιγραφής άλλων ικανών και ταλαντούχων συγγραφέων δεν είναι ικανά να δώσουν λογοτεχνία. Η Τζιοκόντα, κατά την άποψή μου, για όλους τους παραπάνω λόγους συνιστά υπόδειγμα και ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους που φιλοξενεί η ελληνική λογοτεχνία. Εάν δεν είσαι Εμπειρίκος, τουλάχιστον πρέπει να έχεις την ευαισθησία, την αισθητική και την πέννα του Κοκάντζη, για να κάνεις λογοτεχνία και όχι «εξυπνακίστικες» προσεγγίσεις αγγίζοντας τα σεξουαλικά όργανα των ηρώων σου.
Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα τ’ αγιάζι σιγοπνέει μέσα στην κάμαρα, φτάνει αδύναμο ως το κρεβάτι και δροσίζει τ΄ ολόγυμνο κορμί της. Ανακουφίστηκε, την έπιασε κάτι σαν αποκάρωμα∙ κι αποκοιμήθηκε. Μα δεν ήταν ύπνος αυτός. Ήταν μια κακή νάρκη, ένα λάφιασμα. Κάθε τόσο τα όνειρα την ανατάραζαν, τη στριφογύριζαν στο κρεβάτι με μοχθηρία, ώσπου το κορμί της κουράστηκε να παλεύει με τους ίσκιους. Απόμεινε μπρουμυτισμένη. Ο νυχτερινός αγέρας γίνηκε χίλια χέρια, μύρια πονηρά δάχτυλα που τη χάιδευαν στο ριζάφτι, στο μάκρος της ραχοκοκαλιάς, με περίτεχνα παιχνιδίσματα, να χαλαρώσουν το σφίξιμο των μερών της. Αυτό της άρεσε. Χαμογέλασε, μες στον ύπνο της∙ και χάθηκε σ’ ένα γκρεμό, σ’ ένα πέσιμο απέραντο, ιλιγγιακό. Στο βάθος του γκρεμού ήταν ένας άντρας. Δεν τον είδε∙ δεν πρόφτασε να τον δει. Ώσπου να γυρίσει, αυτός είχε κιόλας έρθει από πίσω της∙ την άρπαξε στα δυνατά της χέρια, κόλλησε το κορμί του στο κορμί της και την έσφιξε τόσο, που η ανάσα της κόπηκε σε λόξυγκα ηδονής.
Είδε κι άλλα όνειρα, πολλά, ανακατωμένα και παράλογα. Μόλις τα ’βλεπε, αμέσως τα ξεχνούσε. Περνούσαν, το ’να πίσω απ’ τ’ άλλο, σαν μια ανόητη κι ανιαρή κινηματογραφική ταινία, που δεν εντυπώνει την παραμικρή εικόνα στη μνήμη. Μα κάθε τόσο ο άντρας του γκρεμού ξαναγύριζε. Πεταγόταν αναπάντεχα, τη στιγμή που ούτε υποψιαζόταν την παρουσία του. Ερχόταν πάντοτε από πίσω της, μουλωχτός και θεληματικός, για να την αγκαλιάσει με δύναμη κυρίαρχη και να τη ρίξει σ’ ηδονική εξουθένωση. Αυτό γίνηκε πολλές φορές, αμέτρητες, κι ολοένα μέσα στον ακαθόριστο συρφετό των ονειρικών εικόνων. Ήρθε όμως η στιγμή που όλος αυτός ο μπερδεμένος όγκος των ονείρων άρχισε να παίρνει μορφή πιο συγκεκριμένη.
Βρισκόταν, λέει, κάτω στο λιμάνι. Είναι νύχτα, φυσάει νοτιάς χλιαρός, ψιλοβρέχει. Στέκεται, λέει, στον ντόκο και κοιτάζει ένα βαπόρι, που σιγολικνίζεται πάνω στα θολά νερά. Είν’ ένα βαπόρι σκοτεινό κι ακαθόριστο, κάτι σα θεριό κόσμου φανταστικού, με φτερούγες αναδιπλωμένες και ράμφος γρυπό. Ουρλιάζει, λέει, τα βαπόρι, σαν να του ξερίζωναν τα σπλάχνα. Πάνω στη γέφυρα ο Μηνάς στέκεται ακίνητος, στητός, με θειαφένια μορφή και μάτια θολά∙ μάτια από γυαλί άψυχο, που δεν κοιτούν πουθενά. Τα μακριά κέρινα δάχτυλά του είναι γαντζωμένα στην κουπαστή. Είναι αλύγιστα, κοκαλωμένα, σαν δάχτυλα ανθρώπου που πριν ξεψυχήσει αρπάζεται απ’ τα ξέφτια της ζωής του κόσμου τούτου. Η Μαρίνα απλώνει τα χέρια προς τον Μηνά. « Mη φύγεις!Μη φύγεις!» θέλει να του πει. Μα όσο κι αν προσπαθεί, φωνή δεν βγαίνει από το στόμα της. (…) Στέκεται, κοιτάζει ολόγυρα∙ και βλέπει την Αννούλα να βρίσκεται πλάι της. Φοράει το γαλάζιο φορεματάκι με τ’ ασημένια φτερά, το καπέλο με το χρυσό ράμφος. Είναι μια μικρή Χίμαιρα, που χαμογελάει βαριεστημένα. Και να, η μικρή Χίμαιρα προχωρεί στην άκρη της προκυμαίας∙ να, μ’ ένα ελαφρό πήδημα πέφτει στο νερό. «Αννούλα! Παιδί μου! Θα πνιγείς!» θέλει να φωνάξει. Θέλει, μα δεν μπορεί. Θέλει να τρέξει, να σώσει την κόρη της. Θέλει, μα δεν μπορεί. Η φωνή της είναι παγωμένη, τα πόδια της μαρμαρωμένα. Αλλά για ποιο λόγο να τρέξει; H Αννούλα έπεσε στη θάλασσα δίχως να βουλιάξει. Περπατάει πάνω στο νερό, όπως θα περπατούσε πάνω στο χώμα.
.
Μ. Καραγάτσης, Η μεγάλη Χίμαιρα, σελ. 284-286 (αποσπασματικά), Εκδόσεις της Εστίας, 33η έκδοση, 2004
Χωμένος στο βαθύ πανωφόρι του με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του και τα πόδια κολλημένα στο ύψος των γονάτων ο Ιωσήφ Κρέιν υποκρίνεται πως κοιτά έξω απ’ το παράθυρο. «Είναι όπως η έρημος», σκέφτεται, και η εικόνα στο μυαλό του έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με την οργιώδη βλάστηση του αρχαίου δάσους που διανύουν, όλα είναι όπως η έρημος με τους αμέτρητους αεικίνητους αμμόλοφούς της, που στα μάτια του αδαή περιηγητή μοιάζουν όμοιοι και νεκροί. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα αφελής ή ανόητος για να το πιστέψει, και ο ίδιος υπήρξε δέσμιος αυτών των δύο κακών για μεγάλο χρονικό διάστημα —μεγαλύτερο απ’ αυτό των περισσότερων ανθρώπων που είχε συναντήσει. Σήμερα, σχεδόν μισό αιώνα αργότερα γνωρίζει το μυστικό της ερήμου. Δεν είναι ο πανόπτης άνεμος που χρησιμοποιεί τους αμμόλοφους για να κάνει αισθητό το θρίαμβό του, για να πλανέψει το μυαλό και να το αναγκάσει να υποταχθεί στο κενό της ανυπαρξίας ή στη ματαιότητα των ψευδαισθήσεων, αλλά είναι οι αμμόλοφοι εκείνοι που τον χρησιμοποιούν για την ατέρμονη μετακίνησή τους, τη συνεχή έκταση του βασιλείου τους, την επίτευξη του στόχου τους, την απόκρυψη κάθε ίχνους ζωής. Οι περισσότεροι αναζητούν στην άβυσσο του ωκεανού τα μυστικά της μητρικής δύναμης αυτού του κόσμου. Άλλοι στέκουν άφωνοι στην καταστροφική βουή του ανεμοστρόβιλου, μερικοί αρκούνται στις βίαιες μεταμορφώσεις των ποταμών λάβας που ξερνά η γη από τα έγκατά της και κάποιοι ευφάνταστοι κοιτούν πάνω ψηλά από τον ουρανό στους σιωπηλούς πλανήτες. Πόσο φρικτά αστοχούν. Γι’ αυτόν υπάρχει μόνον η έρημος. Η μόνη πραγματική δύναμη αυτού του κόσμου κρύβεται κάτω από το ξανθό δέρμα της. Εκεί που ο ωκεανός επιστρατεύει το γιγάντιο κύμα ή το ύπουλο ρεύμα, η έρημος σιωπά και περιμένει. Εκμεταλλεύεται την ορμή του ανεμοστρόβιλου και έπειτα τον ειρωνεύεται, γιατί αυτό που καταφέρνει εκείνος περιστασιακά εκείνη το έκανε από πάντα. Το πλήθος των κυττάρων της περιγελά τον αριθμό των άστρων και των πλανητών που διακόπτουν τη σκοτεινιά του βραδινού ουρανού. Οι ασύλληπτες για κάθε νου αποστάσεις που μας χωρίζουν από εκείνους τους άγνωστους τόπους χάνουν το νόημά τους απέναντι στην τερατώδη απόσταση μεταξύ δύο κόκκων άμμου που βρίσκονται στα άκρα του δικού της σύμπαντος. Η απεραντοσύνη της, αρχέγονη, αυτόνομη, σχεδόν μαγική, περικλείει με σοφία κάθε τμήμα της σαν ευγενικός δεσπότης τους υπηκόους του. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο, τόσο παράλογα διασπαρμένο που να συναντήσει ένα τόσο συμπαγές και ανίκητο σύνολο και αυτή είναι η απόδειξη της μεγαλοφυΐας της. Αόριστη, ανάγλυφη, σκληρή, απρόβλεπτη, μυστηριώδης, διάφανη, φωτεινή, μοναδική. Να μερικοί χαρακτηρισμοί πλούσιοι σε νόημα που θα μπορούσαν, και από μόνοι τους ακόμη, να περιγράψουν έναν ολόκληρο κόσμο, αλλά δεν αρκούν όλοι μαζί, για να αναπαραστήσουν τη σοφία έστω ενός κόκκου άμμου από τη μεγάλη έρημο. Το να είσαι διάσπαρτος είναι διαφορετικό από το να είσαι κατακερματισμένος. Αυτός μας διδάσκει η ακεραιότητά της. Η σπουδαιότητα της στοιχειώδους κατανόησης αυτού του μηνύματος ισοδυναμεί με εκείνη των αυριανών επιτευγμάτων της επιστήμης του Αρχιμήδη. Όποιος το επιθυμεί πραγματικά είναι ελεύθερος να δοκιμάσει την τύχη του. Προσοχή όμως, ισχύει και εδώ ο νόμος των Βαβυλωνίων: η άγνοια οδηγεί a priori στην ενοχή».
.
Kωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης, Η συνάντηση, σελ. 68-71, Εκδόσεις Ίνδικτος, 2001
Στην αμμουδιά, στρώσαμε κουβέρτα, πολύ κοντά στο κύμα ήθελε η Αφροδίτη. Την απιθώσαμε, είχε κρυάκι και φρεσκαδούρα, και όλες μας ανατριχιασμένες. Το κύμα επιτσίλιζε την Αφροδίτη, όμως αυτηνής το δέρμα δεν ανταποκρινόταν, δεν σήκωνε ανατριχίλα. Ήταν σαν αδέσποτη ιδιοκτησία, μία αποσκευή που την κουβάλησαν για να την παραλάβει το πρωινό πλοίο της γραμμής και δεν την επήρε. Και απ’ αυτό εγώ κατάλαβα πως η Αφροδίτη πεθαίνει, που δεν την ανατρίχιαζε. Αδίκως τινάζονταν καταπάνω της οι πιτσιλιές και η αρμύρα του κύματος, καμία ανταπόκριση από την Αφροδίτη. Μόνο χαμογελούσε ξεθωριασμένα. Εστρώσαμε εμείς και φάγαμε σταφίδα και δύο κυδώνια ψημένα με πετιμέζι∙ η Αφροδίτη δεν πεινούσε καθόλου, κράταγε δυο σπυριά σταφίδα στη χούφτα της, δεν πεινάει εδώ κι ένα μήνα είπε η μάνα της. Το μόνο καλό από τη συχνή γεύση του αίματος στο στόμα της: που της έφυγε κάθε πείνα. Εμείς οι άλλες εφάγαμε. Η Αφροδίτη μόνο κοίταζε τη θάλασσα και κρατούσε τα δύο σπυριά σταφίδα και λιαζόταν και κοίταζε τη θάλασσα και εκάλυψε με την κουβέρτα τα πόδια της που είχαν γίνει παιδικά, και τ’ απομεσήμερο εφώναξε ξαφνικά ζήτω, μία φορά. Και μετά εσιώπησε.
Παύλος Μάτεσις, Η μητέρα του σκύλου, σελ. 54-55, 46η έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001
Ο Αδελφός αμίλητος υψώνει μιαν αμείλιχτη ασπίδα προς τον αποκαθηλωμένο με την άταφη σιωπή και η αιματηρή του στύση αιματώνει τα γυναικεία πέπλα. Μιλά κι αντηχούν οι αιώνες σαν στοές. Εκείνη την ώρα είχε μιαν επικίνδυνη ομορφιά σαν μολυσμένη, λευκή μέσα στο χώμα σαν μυτερό κόκαλο θεού και μέσα σε χώματα και αίματα που άχνιζαν.
—Kύριε Επαμεινώνδα, είστε πολύ καλός άνθρωπος, είπε η Βηθσαβέ γλείφοντας στα χείλη της το ζεστό και λευκόχρυσο μέλι που τα είχε πλημμυρίσει. Στις τελευταίες συναντήσεις, προς χάριν ποικιλίας, όπως η ίδια έλεγε, καθοδηγούσε το γλυκό αφανισμό του ιατρού, πότε στον ουρανίσκο της και πότε κατάμουτρα, εκθειάζοντας τη γεύση του μέλιτος που της θύμιζε κάτι μεταξύ θάλασσας και ακακίας. Έπειτα, πάντα με το τσιγάρο στα χείλη, καθρεφτιζόταν στον καθρέφτη και θαύμαζε κάθε φορά τη νέα ζωγραφική σύνθεση που προέκυπτε στο πασαλειμμένο από τις μπογιές και το σπέρμα πρόσωπό της.
—Κοιτάξτε, κύριε Επαμεινώνδα, κοιτάξτε ένα καραβάκι με πανιά, δείχνοντας με το δάχτυλό της μία μουτζούρα στο πιγούνι της, η οποία βεβαίως μόνο σε καραβάκι δεν παρέπεμπε
—Ναι, ναι, το βλέπω, το βλέπω. Είναι καταπληκτικό. Βλέπεις και δυο γλάρους που πετάνε πάνω από το κατάρτι; είπε ο Επαμεινώνδας, έκθαμβος και αποχαυνωμένος, δείχνοντας δύο υπολείμματα μαύρης μπογιάς, που βεβαίως δεν παρέπεμπαν ούτε σε γλάρο ούτε σε σπουργίτι ούτε σε τίποτα.
Τι αθωότης ! Τι γλυκύτης ! σκεφτόταν ο Επαμεινώνδας, τη στιγμή που μια νευρικότητα διακατείχε τη Βηθσαβέ. (…)
—Mίλησέ μου, μικρή μου, μίλησέ μου. Δεν με εμπιστεύεσαι;
—Μόνον εσάς εμπιστεύομαι, κύριε Επαμεινώνδα, μόνον εσάς.
—Μίλησέ μου, λοιπόν.
—Αχ, κύριε Επαμεινώνδα, αναστέναξε βαθιά η Βηθσαβέ. (…)
—Kύριε Επαμεινώνδα, η μαμά λέει, κι εγώ την πιστεύω τη μαμά, πως τα πράγματα έχουνε δύο όψεις. Την κακή και την καλή και χρησιμεύουν και για το καλό και για το κακό. Όπως η φωτιά. Με τη φωτιά μπορεί να γίνει στάχτη ένα σπίτι ή να καεί ένα όμορφο δάσος, αλλά με τη φωτιά ψήνονται οι ομελέτες, κι οι ομελέτες εμένα μου αρέσουν πολύ, κατέληξε η Βηθσαβέ κατενθουσιασμένη από τα ακατάρριπτα επιχειρήματά της.
—Πολύ ωραία, της είπα με κάποια, μικρή ομολογώ, ανακούφιση. Όμως υπάρχουν κάποια πράγματα, όπως αυτό εδώ το πιστόλι, που χρησιμοποιούνται μόνο για κακό σκοπό.
—Μα, κύριε Επαμεινώνδα, πώς λέτε τέτοια πράγματα, είπε η Βηθσαβέ απογοητευμένη.
—Ό, τι κι αν σκέφτεσαι, σ’ το υπόσχομαι, Βηθσαβέ, δεν πρόκειται να σε απογοητεύσω, της είπα απογοητευμένος από την απογοήτευσή της. Μίλησέ μου, ποια είναι η καλή χρήση του πιστολιού που κρατάς; Πες μου να το μάθω κι εγώ. Μπορεί να έχεις δίκιο, την καθησύχασα.
—Το ήξερα πως θα συμφωνούσατε μαζί μου, κύριε Επαμεινώνδα, το ήξερα. Είστε πολύ καλός μαζί μου. Που λέτε, αυτό το πιστόλι είναι ένα Σμιθ εντ Ουέσον. Ναι, δεν μπορώ να πω, έχει κακή φήμη, σκοτώνει τους ανθρώπους, αλλά σκοτώνει τους εχθρούς ή τους κακούς ανθρώπους. Όμως σας ορκίζομαι πως είναι και για άλλα πράγματα, πολύ ωραία πράγματα, πάρα πολύ ωραία πράγματα, είπε η Βησθαβέ, ενθαρρυνόμενη από τη συγκατάβασή μου. ( …)
—To πιστόλι θα σας αρέσει ακόμη περισσότερο, επέμεινε. Το πιστόλι είναι το κάτι άλλο.
—Πώς το ξέρεις ; ρώτησα άναυδος
—Το έχω δοκιμάσει. Δε θα σας πρότεινα ποτέ κάτι που δεν το έχω δοκιμάσει. Είναι το κάτι άλλο. Είναι το ρίγος. Είναι του κεραυνού η ανατριχίλα. Είναι πλημμύρα της φωτιάς, κατέληξε ενθουσιασμένη. Αυτό το πιστόλι, αντί για έξι σφαίρες, έχει μόνο μία στη θαλάμη του.
—Αυτό το παιχνίδι ονομάζεται ρώσικη ρουλέτα, της είπα έντρομος, ξέψυχος ( …)
—Θα ξεκινήσω εγώ, είπε η Βησθαβέ, και με χέρι σταθερό βύθισε την κάννη του όπλου στο στενότατο άνοιγμα των εξαίσιων οπισθίων της. Με θολωμένο μάτι από την ηδονή, με κοίταζε κατάματα, εκβάλλοντας καπνούς από το στόμα της. “Κεραυνός, κεραυνός”, ψιθύριζε ασθμαίνοντα. “Πλημμυρίζω, πνίγομαι, πλημμυρίζω”, παραληρούσε. Το παγωμένο σίδερο εντός της τής προκαλούσε σπασμούς σπάνιας έντασης. Και μέσα στον αλλόφρονα σπαραγμό της ακούστηκε ο μεταλλικός ήχος της σκανδάλης. Κάτι σαν ωκεάνιο κύμα κινήθηκε, μία παλίρροια. Και σωριάστηκε στο κρεβάτι μου. Αναστέναξα από ευτυχία. Το όπλο δεν είχε εκπυρσοκροτήσει μέσα της. Η θεά μου ήταν ζωντανή.
Σε λίγες στιγμές η Βηθσαβέ άρχισε να σαλεύει. Σηκώθηκε αργά, με δάκρυα στα μάτια και τράβηξε το πιστόλι από τη σαγηνευτική θήκη των οπισθίων της.
—Τώρα, κύριε Επαμεινώνδα, η σειρά σας, μου είπε με τρεμάμενη από την ηδονή φωνή. ( …)
Ηδονή και αγωνία σφιχταγκαλιασμένες, πριν ηχήσει το μέταλλο της σκανδάλης, λίγο πριν εκπυρσοκροτήσει το όπλο, πριν εκραγούν τα σωθικά μου! Κι εγώ μέσα σε μια δίνη πόνου, δακρύων και έρωτα, έβλεπα όπως σε όνειρο, έβλεπα ό,τι ακόμη δεν είχε συμβεί, έβλεπα ό, τι δεν θα μπορούσα να δω αν συνέβαινε, έβλεπα πέραν του χρόνου, έβλεπα τη Βηθσαβέ, έβλεπα τη Βηθσθαβέ να σπαράζει πάνω στο άψυχο σώμα μου, έβλεπα τη Βηθσαβέ ανάμεσα σε ένα πλήθος ανδρών και γυναικών, τη Βηθσαβέ και τη Λέιλα πίσω από τα μαύρα γυαλιά τους να δακρύζουν ήρεμα και διακριτικά ανάμεσα σ’ ένα πλήθος μαυροντυμένων ανδρών και γυναικών που με συνόδευαν στην τελευταία μου κατοικία, τη Βηθσαβέ και τη Λέιλα, τη Βηθσαβέ…
Σημείωση: πρόκειται για ένα καλογραμμένο ερωτογράφημα του Ανδρέα Στάικου, που πέραν των άλλων (όπως πολύ εύστοχα σημείωσε ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης στην παρουσίαση του βιβλίου στον Ιανό), σε μορφολογικό επίπεδο, όσον αφορά δηλαδή τη δόμηση του βιβλίου, συναντούμε ένα ενδιαφέρον πέρασμα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση, την αφήγηση του παντογνώστη αφηγητή, στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση προς το τέλος του. Ο παντογνώστης αφηγητής ταυτίζεται στο τέλος με τον συγγραφέα της ιστορίας (όχι απαραίτητα με τον συγγραφέα του βιβλίου) και, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, οι αποστάσεις μηδενίζονται.
Κατά την άποψή μου, αυτή η μετάλλαξη του προσώπου έχει ενδιαφέρον, διότι πρόκειται για τη χρονική στιγμή όπου ήρωας μέσα από τη σεξουαλική πράξη θα συναντήσει το θάνατο. Τη στιγμή επίσης του θανάτου ο ίδιος, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση πλέον, θα γίνει πάλι παρατηρητής των πραγμάτων και του εαυτού του, παίρνοντας απόσταση και παρατηρώντας το ίδιο του το σώμα και τα τεκταινόμενα. Στην ουσία πρόκειται για ένα ενδιαφέρον κυκλικό σχήμα, το οποίο δίνεται με διαφορετική μορφή. Εάν νοηματοδοτηθεί, πίσω από αυτό το συγγραφικό εύρημα, υπάρχει το εξής μήνυμα σε όλο το βιβλίο: εγώ ο ζωντανός-νεκρός, ο θεατής του θανάτου μου.
(H γραφή bold της παρούσας ανάρτησης του κειμένου του Ανδρέα Στάικου αντιστοιχεί στη γραφή italics της έκδοσης).
Yπάρχει μια αράχνη που δεν κάνει ιστό, αλλά φτιάχνει τη φωλιά της στο χώμα. Σκάβει βαθιά και ύστερα την κλείνει από μέσα με μια πορτούλα. Η μεγάλη κοιλιά της είναι γεμάτη με δηλητηριώδες υγρό. Μπορείς να τη βγάλεις έξω από τη φωλιά της μόνο αν την εκνευρίσεις. Παίρνεις ένα λεπτό κλαδάκι και, αφού τρυπήσεις την πορτούλα, το χώνεις μέσα, ξανά και ξανά, ερεθίζοντάς την. Κάποια στιγμή θα γραπωθεί απ’ αυτό, και τότε είναι εύκολο να τη σύρεις έξω.Έξω τα έχει εντελώς χαμένα. Περπατάει πολύ αργά. Την περιεργάζεσαι και μετά την πατάς με το παπούτσι. Δεν πρέπει να τηναφήσεις να φύγει, γιατί μπορεί να τη φάει κανένα ζώο, κανένας γάιδαρος, και να ψοφήσει. Στο χωριό τη λέμε φαλάγγι. Εδώ στην Αθήνα δεν ξέρω πώς τη λένε.
.
.
To 1964, o Bαγγέλης παντρεύτηκε την Ελένη, και ύστερα την πήρε και φύγανε από το χωριό. Στο χωριό δεν μπορούσαν να σταθούν, γιατί η μάνα της δεν ήθελε τον Βαγγέλη για γαμπρό. Λένε ότι η γριά ήταν τόσο αντίθετη, που την είχε μέρες κλειδωμένη στο σπίτι. Όμως ο Βαγγέλης μπήκε κρυφά από το παράθυρο και την έκλεψε. Μπορεί, όμως, και να μην είναι αλήθεια. (…) H Ελένη σκούπιζε και μαγείρευε. Τον ξυπνούσε η μυρωδιά από το φαγητό. Ήταν σπουδαία μαγείρισσα. Αλλά και σπουδαία γυναίκα. Πολύ όμορφη. Η πιο όμορφη του χωριού. Και τον Βαγγέλη τον λέγανε τσίφτη. Σχολείο δεν πήγε καθόλου, ή μπορεί να πήγε κάνα δυο χρόνια, ίσα για να μάθει να διαβάζει και να γράφει. Ήταν τσίφτης, γιατί ήξερε όλα τα κόλπα. Τα πιο πολλά είχαν να κάνουν με τα ζώα. Πώς να δέσεις κονσερβοκούτια στην ουρά της γάτας. Πώς να ρίξεις νέφτι στον πισινό της γάτας αλλά και του σκύλου. Πώς να κυνηγήσεις λαγούς. Και κοτσύφια. Και τσίχλες. Πώς να στήσεις δόκανα για αλεπούδες και ασβούς
.
.
Τώρα που έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε, αναρωτιέται και αυτός πώς τα έκανε όλα αυτά. Έχει τύψεις. Τώρα έχουν μια γάτα, που την προσέχουν καλύτερα κι από παιδί. Δεν απόκτησαν παιδί. Τη γάτα τη λένε Τατιάνα. Κοιτάει καμιά φορά τη γάτα στα μάτια, κι αναρωτιέται αν αυτή γνωρίζει το παρελθόν του. Τόσα λένε για τα ζώα, για την έκτη αίσθηση που διαθέτουν. Μπορεί να ξέρει η γάτα. Αλλά μάλλον τον έχει συγχωρέσει, γιατί όλο πάνω του τρίβεται και νιαουρίζει.
.
.
Πάνος Τσίρος, Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα (Το μάτι της Ελένης), σελ. 15, 16, 17, 18, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2007