Tο επίτευγμα της ορμής άγνωστο περιθώριο. Βεβαίως και φύονται οι γκρεμοί. Αρκεί κενό και αόρατο κάλλος.
Ξεκούμπωτο το κεφάλι, μετ’ ου πολύ, και ημίσκληρο. Στην τραχεία όλα τα σκουριασμένα νανουρίσματα. Η τελευταία ώρα ήταν έξαψη σπλάχνων ανάδρομων και το σύμπαν αδιαφόρησε. Καθότι δεν εκτιμά τις υπερβάσεις. Κάθε ειρκτή ανοιχτή. Θέλεις μένεις, θέλεις βγαίνεις. Μην εξηγείς το φως σαν να’ τανε μουντζούρα
Σκουριασμένο σούρουπο
με θύλακες νύχτας να παραμονεύουν,
γωνία ασήμαντης οδού και βορεινής ακτής
μιας σύμπτωσης
άγγιξες την άκρη του βιαστικού παλτού μου
και σταμάτησες.
Φύσηξε για λίγο μια άρρωστη νιότη
πολύ λίγο, να, ώσπου να πάρεις σχήμα.
Ψέλλισες κάτι. Σε άγνωστη γλώσσα μου φάνηκε.
Νόμισες πως εντυπωσιάστηκα.
«Μα, είσαι πεθαμένος από χρόνια»
σου είπα ατάραχα «δεν το ήξερες;»
Σε κήδεψα σ’ έναν φριχτό κήπο
από μπελαντόνες στη μέση της θάλασσας.
Γύρω-γύρω άλειψα άβυσσο σιωπής.
Τη μύτη σου, την κήδεψα χωριστά
σ’ ένα κουτί από αμίαντο
γιατί άνθιζε ψέματα συνεχώς.
Το όνομά σου το ’τριψα στα πουλιά
που ’θέλαν να πεθάνουν.
Τον όρκο σου τον κρέμασα
στο φεγγάρι να σκιάζονται
τα μικρά κορίτσια
πριν κερώσουν με το αίμα τους το νήμα της αγάπης
«Τι να την κάνω τη συγγνώμη σου τώρα;»
είπα, και συνέχισα το δρόμο μου
βάζοντας δύο κέρματα
στα μάτια του γερο-ζητιάνου
που άκουσε τα ιώδη και πέτρωσε.
Στο μεταξύ είχε νυχτώσει πολύ…
Μέσα κι έξω από το σώμα.
Ω των χειλιών πορφυροί ανθώνες,
μαύρα των μαλλιών μελάνια γράφουνε πόθους
σε γυάλινα δάση, πώς, πώς να σε κόψω Ω χαρά, που διαβολικά έρπεις
στις φλέβες…
Στην ευπείθεια του λαιμού το μαδριγάλι της λαιμητόμου
θα χιμήξει, κόκκινη άρπα μες στη λευκότητα…
Το σκηνικό
είχε από καιρό στηθεί:
Το έρημο σπίτι,
τα πεινασμένα δωμάτια,
και μια σκόνη εγκάθετη
τραβούσε απ’ τα μαλλιά
την ακαμψία των πεθαμένων επίπλων.
Αίφνης,
ο ξερόβηχας ενός πίνακα
αιωρήθηκε.
«Πώς κατορθώνονται,
οι πινελιές να ρέουν
να μιλούν, να ανασαίνουν;»
Κοιτούσα με μάτια γυμνά
την αυλή
που ήταν άμμος και την πατούσα
και τη θάλασσα που έτριζε ήρεμα
καθώς άνεμος κανένας δεν
κινούσε το δειλινό τοπίο,
δεν το παράλλασσε και δεν το αιφνιδίαζε.
Μια πολτώδης σιωπή.
Η γυναίκα κοιτούσε. Το φόρεμά της
δροσερό, στο κίτρινο δοσμένο.
Ένα κουκούλι που την γεννούσε.
Το θέαμα εξελίχθηκε:
Το πλάσμα αυτό το δειλινό
στης θάλασσας την πρώτη αγρύπνια
έμοιαζε να προσεύχεται,
όταν απροσδόκητα
πέρασε ένα φεγγάρι. Αιχμηρό.
Σχίστηκαν ήχοι
στης βεντάλιας της το ολόγραμμα,
μετακινήθηκαν βουνά και ο ορίζοντας,
Γυρίσανε τα συκώτια τ’ ουρανού
και μελάνιασε ο τόπος,
καθώς γρυλίσαν μέσα της
τα μέγιστα της λύπης τα μυδράλια.
Και τότε πρόσεξα. Το είδα καλά,
από τα μάτια της,
από τα μάτια της
έβγαινε όλη αυτή η θάλασσα…
Όταν βγήκα στο δρόμο χρόνια μετά
ήταν πρωί,
ήταν χειμώνας,
και είχα λερώσει
τα ρούχα μου με κίτρινη μπογιά.
α, ναι…
«κι έκλαιγε ένα πουλί σαν άνεμος»
Ο ουρανός γέμισε δαντέλες και κηλίδες.
Σημάδι πως κάτι θα ερχόταν. Μια μπόρα ίσως, μια αλλαγή.
Το ρολόι συστρεφόταν σα φίδι
ακολουθώντας τη θάλασσα
που σάπιζε στην άκρη.
Τα πυροτεχνήματα φτιάχνανε ωραίες κουρτίνες μπροστά από το μάτι της κρυμμένης στην κάμαρα γυναίκας που κάτι σημάδευε στο υφαντό, σκοτάδι ίσως και τελείες πουλιών. Το πρόσωπό της ήταν όλο μια προσευχή. δεν είχε στόμα.
Μια λύρα με επτά φωνές θρύλησε στον αέρα ενόσω μια ανεμώνη από αμμωνία, καθάριζε το επικείμενο τοπίο – που είχε διαφύγει της προσοχής εραστών εν ευθυμία. Κάτι ερχόταν, μια μπόρα ίσως μια αλλαγή.
Η νύχτα έδειξε τα δόντια της, μα ευπρεπώς. Κι ο κρόκος της σελήνης , υδραργυρικώς υποβάσταζε το σκοτάδι όταν: ένα χέρι τράβηξε το κορδόνι της γέφυρας όλων αυτών, ένα σκυλί αλύχτησε κι ύστερα πέθανε σαν χελιδόνι, και η γνωμάτευση του ταριχευμένου γεωμέτρη, ασαφής: «Δεν ξέρω, παιδί μου, να διαβάζω τα ιώδη. Και η λέξη Οδυσσέας μελανιάζει».
Από τη βραβευμένη ποιητική συλλογή «Χαμηλές οκτάβες»
Ο χρόνος μετρήθηκε με τη βαριά βραχνάδα του πενθοφόρου, το ρόδι που έσκασε ήταν η καρδιά της και η λάμψη που άστραψε στις αμμουδιές του αυτιού της ήταν μια γκρι σταγόνα παραμύθι.
Eίχε ταξιδέψει τόσο, που η ζωή του εντέλει συνέβη μέσα στο εμβαδόν μιας βαλίτσας.
Τα βράδια, η ζωή του έβγαινε απ’ αυτόν το στενό ταχτοποιημένο περιβάλλον κι έψαχνε στα σκουπίδια να βρει κάτι να φάει. Κι εκεί έβρισκε μικρά ποιήματα που του έγλειφαν τα χέρια.
Και κάποτε πρόδωσε το δρόμο, φορώντας καρφιά, αντί για παπούτσια.
Και το ποίημα και η φωτό είναι από τον τοίχο της Στέλλας Δούμου στο facebook.
– Τί κάνεις εκεί, κοριτσάκι μου; είπε η Νύχτα.
– Φυτεύω μανδραγόρες, κυρία, στον αγρό.
– Και τί θα τους κάνεις εσύ τους μανδραγόρες, κοριτσάκι μου;
– Τη ρίζα τους θα νανουρίζω να μην κλαίει μες στο βαθύ σκοτάδι.
Κρέμασε, καλή κυρία, το φεγγάρι σου για σκιάχτρο…
– Σ’ αυτόν τον τόπο που φυτεύεις δεν ζούνε πια οι παιδικές ηλικίες. Και το χώμα
είναι νεκρό, δεν ανασαίνει. Γιατί δεν κάνεις δικό σου παιδί να το νανουρίζεις;
.
.
– Γιατί απ’ τη μεριά που έσπασε ο χρόνος, καλή κυρία, ξεχύθηκε
μια πολυτάραχη βροχή, κι εκεί που φιλιόντουσαν δυο δρόμοι, χάθηκε το παιδί μου
κι ας του ’χα ράψει επάνω στα μαλλιά του άνεμο
στις τσέπες σπόρους της αυγής και την αγάπη μου να γλείφει όταν διψάει.
Μην το ’δες, καλή κυρία; Φορούσε ακόμα τα ρούχα του τα παιδικά
και είχε βαμμένο το στόμα από σταφύλια και φιλιά
και στου μετώπου του το μάρμαρο
σημάδι έλαμπε, του αθώου.
Στον 29ο λογοτεχνικό διαγωνισμό 2011 υποβλήθηκαν συνολικά 140 έργα: 88 ποιητικές συλλογές, 48 πεζογραφήματα και 4 δοκίμια. Από το χώρο της Ποιήσεως έτυχαν διακρίσεως 7 έργα. Από αυτά, τα 3 έλαβαν Βραβείο (Α, Β, Γ, Δ) και τα 4 ‘Έπαινο.
ΠΟΙΗΣΗ
ΒΡΑΒΕΙΑ:
A’ ΒΡΑΒΕΙΟ: Αύξων αριθμός 67, Ψευδώνυμο: Ερμίνα Μαυρομιχάλη. Τίτλος : « Χαμηλές Οκτάβες».
Η συλλογή αποτελείται από 22 αυτοτελή τιτλοφορημένα ποιήματα. Την ποιητική γραφή του Βιβλίου αυτού χαρακτηρίζουν η τολμηρή μεταφορικότητα, η κρυπτικότητα του νοήματος, η χρήση έντονων ποιητικών εικόνων, η αρκετά συχνή καταφυγή στο μύθο, ιδίως τον οδυσσειακό, προκειμένου να εκφραστούν μύχιες καταστάσεις , ψυχοσυναισθηματικές εντάσεις ή και αγωνίες ενός ποιητικού υποκειμένου συχνά προσδιορισμένου γραμματικά ως γυναικείου.
Η μεγάλη ένταση, ωστόσο, των συναισθημάτων ελέγχεται και συγκρατείται χάρη στον χαμηλό τόνο της ποιητικής έκφρασης (έτσι μπορεί να ερμηνευτεί και ο τίτλος χαμηλές οκτάβες), ο οποίος επιτυγχάνεται μέσω της ασφαλούς γνώσης των ποιητικών τεχνικών και της επιδέξιας χρήσης, ιδίως, του μύθου, που κάνει καθολικά τα νοήματα. Η μορφή των ποιημάτων είναι ο ελεύθερος στίχος χωρίς ιδιαίτερη ρυθμική οργάνωση.
Τσούχτρες σκιές στριμώχνονται στην παλίρροια του καθρέφτη. Παράξενο. Είναι όλες στραμμένες προς το μέλλον. Στο άγριο χρονικό των αντικατοπτρισμών, το κερί προσπαθεί να κρατηθεί ατάραχο.
Μωβ δρόμοι, μωβ πόλη, τα παράθυρα βρίθουν
απαγγελίες αλογόνων άστρων
και τεχνάσματα της επίκουρης νύχτας.
Γεράκια βγαίνουν από σαξόφωνα.
Τροχασμοί πιάνων
σε ανάκλιντρο αίσθημα – και
λίγα λέω.
Ουίσκι με γεύση τύρφης κι ομίχλης
από μέρη φωλιασμένα στη σκουριά των φάρων
από μέρη κρεμασμένα στη διαδρομή ακέφαλων ιππέων.
Μαύρη πιατέλα με παχουλά φωνήεντα
ο ουρανός.
Κι η σάλτσα του φεγγαριού γλυκόξινη.
Η λειτουργία της μουσικής θερμή
στον ύπερό της.
Καπνοί αναθρώσκουν παρελθόν κρεολών
κι επίγευση βούτυρου, βανίλιας και βυθού.
Βυθοί φωνών, του βραχνού χρόνου η πίστωση
σε λαρύγγια επενδυμένα βελούδο.
Τόσα φασματικά έμπλαστρα
τόση λιπαρότητα θαυμάτων
στις δοσοληψίες της νύχτας
και συ να επιμένεις
να δειπνήσεις
ελαφρά;
Πλευρώτους αγκαλιά με πεφταστέρια για μένα. Και blues για να ορκιστώ πως θα χορτάσω.