
http://www.staxtes.com/2013/10/blog-post_17.html
Η σκάλα υπηρεσίας είναι σε αχρηστία πλέον. Λόγω πρόσφατης ανακαίνισης των προσωπικών αρχών μας, αποφασίσαμε να απολύσουμε την Κάντια, την υπηρέτρια, παρόλο που διέθετε όλα τα απαραίτητα προσόντα: φωτεινό χαμόγελο, ευέλικτους γοφούς, διακριτική υποτέλεια και άκρα αξιοζήλευτα σε σχέση με θέματα που άπτονται της στιβαρότητας — τα πόδια μας ενδιέφεραν κυρίως, διότι είχαμε ρητά αποφασίσει πως κάποιος, επιτέλους, θα ’πρεπε να στέκεται όρθιος εδώ μέσα. Αν και της δώσαμε τελικά το πασαπόρτι, ακολουθήσαμε, κατά την έξοδό της από την κύρια είσοδο, αξιοπρεπείς διαδικασίες, για λόγους καθωσπρεπισμού και ευγενείας, ενστερνιστήκαμε ύφος πένθιμο με συγκαλυμμένη βλοσυρότητα, λυπούμαστε ειλικρινά, της είπαμε, με χαμηλωμένο βλέμμα, όταν της χώναμε μαζί με το μηνιάτικο κι ένα λευκό μαντήλι με ξεραμένο αντίδωρο για πουρμπουάρ στην τσέπη (δεν είχαμε άλλα σταυρουδάκια), αν και προσωπικά είχα επισημάνει πως ίσως να ήταν υπερβολική η κίνηση για τα νεύρα της μητέρας, δεν μοιραζότανε ποτέ τα εκκλησιαστικά παρασκευάσματα.
Η Κάντια ήταν μία εικοσάχρονη σπιρτόζα δεσποινίς, που έτρεχε πίσω μας σκύβοντας και συλλέγοντας ό,τι ξεχνούσαμε από απροσεξία να μας υπενθυμίζει στα πατώματα. Προσωπικά, βεβαίως, αν και εκτιμούσα την εργασία και το αξιομνημόνευτο φιλότιμο —που υπήρξαν πραγματική επένδυση του οβολού μας, ήταν πολύ επίμονη σε όλους τους λεκέδες και στα άλατα—, της είχα απαγορεύσει να χρησιμοποιεί την παρκετίνη. Είχα βρεθεί πλειστάκις φαρδύς πλατύς και με τη μύτη μου χωμένη να συγυρίζω τη μούρη μου στα μαύρα καλογυαλισμένα παπούτσια του πατέρα, που ομολογουμένως δεν είχαν γνωρίσει τέτοιο θάμβος ποτέ στο παρελθόν. Από την άλλη όμως, αν και συνειδητοποιούσα τη θαυμαστή παρεκτροπή, ότι τα υποδήματα είχαν λάβει στο μυαλό του μια θέση που δεν απέδωσε ποτέ αυτός στον εαυτό του, θα προτιμούσα να με κατάπινε το πάτωμα από το να υπόκειμαι σε τέτοιες ταπεινώσεις και σε αυτή την ηλικία. Είμαι αδιάφορος για κάθε ψυχική ανάταση που με βουλιάζει, και γίνομαι σκληρός.
.
Αλλά, όπως και να έχει, την είχαμε προσλάβει ν’ απολυμαίνει τη σιωπή, καθότι υποχόνδριοι, οφείλω να το υπογραμμίσω. Εγώ, κυρίως, είχα μεγάλες ενοχλήσεις που είχαν παρεκτραπεί σε αϋπνίες από το τρίξιμό της, που έκανε γωνία με την κρυφή πόρτα πίσω απ’ το ερμάρι όπου φυλάω τ’ ασπρόμαυρά μου πανωφόρια. Στην πραγματικότητα, μιλάμε για ασπρόμαυρες γιγαντοαφίσες επώνυμων προσώπων σε άριστης ποιότητας χαρτί, που η επινοητικότητά μου με βοήθησε να τις μετατρέψω σε ενδύματα, σκεπτόμενος πως έτσι κι αλλιώς, αφού όλα θα λιώσουνε μια μέρα, όλοι οι νεκροί μας είχαν την ίδια τύχη, θα ’ταν ανώφελο να μπαίνω στον κόπο ν’ αντιμάχομαι με υλικά το χρόνο. Η μόνη ελαστικότητα που επιδείξαμε με αυτούς ήταν ότι τους επιτρέπαμε, έως τη μέρα που είχαμε την Κάντια, ν’ αράζουν τον ύπνο των σκιών τους στη σκάλα υπηρεσίας, Κάντια, την είχαμε προειδοποιήσει, να προσέχεις τις καταβάσεις στη σκάλα υπηρεσίας, κι εκείνη (πού να σας είχα να το βλέπατε!) πόσο σφριγηλά λιβάνιζε τη σφουγγαρίστρα τριγύρω από την εν αναπαύσει οικογένεια. Μόνον που, καθισμένος στο κεφαλόσκαλο, ο παππούς έστριβε πάντα το τσιγάρο του, και οι αγκώνες δυσκολεύανε τα αεράτα περάσματα της Κάντια∙ οι υπόλοιποι, σε ύπτια θέση, ήταν συνεπείς και δεν μας ενοχλούσαν, άλλαζαν θέση προφανώς τις νύχτες, παίρνοντας στα μουλωχτά εξεζητημένες στάσεις — έχω υποψίες από κάτι θροΐσματα ανάληψης που επισκέπτονταν τους εφιάλτες, όταν γυρνούσα μπρούμυτα στο στρώμα για να τους κόψω το κεφάλι.
Πάντα είχα ήσυχους εφιάλτες, μόνον λίγες φορές στίλβωναν το σεληνόφως, με αποτέλεσμα να πέφτει καρβουνιασμένο φως στη σκάλα υπηρεσίας. Ορέστη, με ρωτούσε πού και πού η Κάντια, φόρεσες μήπως απόψε τις αφίσες και κατέβηκες τη σκάλα υπηρεσίας; Άκουσα τον παππού να σου μιλάει. Όχι, απαντούσα, είχε αλλήθωρη βάρδια το φως και ο παππούς έριχνε τη σκιά του στο φεγγάρι∙ σ’ αυτές τις περιπτώσεις, Κάντια, ο παππούς κάνει ερωτήσεις για το πότε θα πεθάνει, καθόλου δεν κουνήθηκα απ’ τη θέση μου εγώ. Τι να ’λεγα;
Ήταν πραγματικά υπέροχη η Κάντια, ίσως βοηθούσε κι ο ελαφρύς της σκελετός, τ’ ανύπαρκτα στήθη και η ανασηκωμένη της μυτούλα, συντονισμένη με τους λεπτούς της αστραγάλους και την εύρωστη καμπύλη των πελμάτων, που της επέτρεπαν να κάνει υπερβάσεις στη σκουριασμένη μπάρα της σκάλας υπηρεσίας. Ο παππούς τής έδινε κάποτε το χέρι για ένα βαλς, που το καθοδηγούσε με το πνεύμα του καπνού, κάνοντας σβούρες πάνω από τους άλλους συγγενείς μας. Εκείνη έκανε και πιρουέτες, αγγίζοντας με το μεγάλο δάχτυλο τα στόματα της οικογένειας, που τότε άνοιγαν όπως μικρή τρύπα κουμπαρά, για να ψευδίσουν μικροκακίες, μειδιάζοντας γλυκά μπρος στη χορευτική νέκυια που σπαρταρούσε στις πατούσες του ωραίου ζευγαριού.
Ίσως η Κάντια να με μιμούνταν κιόλας, ήταν παρατηρητική και δεκτική στα νέα μηνύματα, καθότι εγώ από παιδί ήμουν συνηθισμένος να κινούμαι, χωρίς να ενοχλώ, με μαθηματική ακρίβεια όταν ανεβοκατέβαινα τη σκάλα υπηρεσίας — κυνηγούσα τις γάτες με σφεντόνες τρέχοντας πάνω κάτω και κάνοντας το σιδερένιο σκελετό να τρεμουλιάζει, έσπαζα αυγά, διότι μου άρεσε πολύ ο ήχος που έκαναν τα τσόφλια, κυρίως απολάμβανα το χρώμα του κρόκου πάνω στις σκουριές, ξέσκιζα σε κομματάκια λευκές χαρτοπετσέτες κι έπαιζα «χιόνι», και τ’ ωραιότερο απ’ όλα, αμόλαγα πολύχρωμους χαρταετούς στο κεφαλόσκαλο, δίπλα στον παππού.

Είχε πεθάνει πριν γεννηθώ εγώ, αλλά, όταν κόψανε το λώρο, μαζί μ’ ένα τρενάκι, ένα αρκούδι κι έναν πλαστικό στρατιώτη, κουβάλησαν και την κορνίζα του παππού στο παιδικό δωμάτιο, κι έτσι θεώρησα πως η ασπρόμαυρη φωτογραφία που ’βλεπα κρεμασμένη απέναντι από το παιδικό κρεβάτι ήτανε παιχνίδι. Όσο μεγάλωνα, επειδή θαύμαζα πολύ τα πλατιά και δυνατά του δάχτυλα, που έγερναν στην αριστερή γροθιά του με ευγένεια, χαρίζοντας θαλπωρή και ασφάλεια στα χέρια, νόμιζα πως κρατούσε όλον τον κόσμο εκεί μέσα (αλλά κάτι, δεν ξέρω τι, ίσως μ’ εμπόδιζε να βλέπω την εικόνα των ανθρώπων), ήθελα να κάνω εντελώς δικό μου τον παππού και, επειδή δεν επιτρεπόταν να παίρνουμε τα πράγματα των άλλων, σκεφτόμουν πως έπρεπε να πεθάνω εγώ, για ν’ αποκτήσω ό, τι μου άρεσε πολύ, κι έτσι έβαζα στις πρίζες τα δικά μου — είχα την εντύπωση ότι, πιέζοντας την τρύπα, θα έπαιρναν το σχήμα των δαχτύλων του παππού.
Όταν έσπασε η κορνίζα που είχα στο δωμάτιο, ένα βράδυ που ονειρευόμουν ότι η γάτα έπαιζε σφεντόνα μες στο σπίτι κι εμένα η μαμά με τιμωρούσε, επειδή αρνούμουν πεισματικά να φάω το αυγό μου και είχα μεγάλο άγχος, διότι ήταν αδύνατον να δραπετεύσω από τα χέρια της, καθώς η κουζίνα ήταν αποκλεισμένη από χιόνι, εκείνο, λοιπόν, το βράδυ κάποιος τον έβγαλε στη σκάλα υπηρεσίας, κι άλλαξε ο παππούς νεκροτοπίο. Ίσως να ήταν και καλύτερα, διότι οι νεκροί έχουν κι αυτοί ανάγκη από αέρα. Το σπίτι μας βρίσκεται σε ύψωμα και βασιλεύει μεγαλόπρεπα κι απεγνωσμένο, όπως σ’ όλα τα παραμύθια, είμαστε τυχεροί που έχουμε αυτήν τη τιμή της απομόνωσης, μας φέρει πιο κοντά στα ανθρώπινα λόγω της απόστασης από τη χλαλοή της μεγαλούπολης. Δεν έχουμε σχέσεις με κανέναν. Αυτός κάπνιζε, αμόλα καλούμπα, Ορέστη! μου ψιθύριζε με κείνο το γάργαρο χαμόγελο, που έκανε τους χαρταετούς μου να θροΐζουν και το ρυάκι του καπνού του ν’ ακολουθεί παράλληλα το νήμα, είχα ασκηθεί πολύ στον έλεγχο των ουρανών που ανοίγονταν όχι μόνον στον ορίζοντα αλλά και κάτω από τα πόδια. Συνέβη όμως. Και διώξαμε την Κάντια.

Από μία ανεξήγητη παρόρμηση και λόγω αϋπνίας, άνοιξα το ερμάρι που οδηγεί στη σκάλα υπηρεσίας, ένα βράδυ της προηγούμενης βδομάδας, ντύθηκα τις αφίσες μου, για να γλιτώσω από την ψύχρα, και στάθηκα στο κεφαλόσκαλο της σκάλας. Ο παππούς κοιμόταν. Εγώ ασπρόμαυρος κι επώνυμος, πολύ σοβαρός κι αναίσθητος, δεν αισθανόμουν τίποτε απολύτως, μάλλον χλωμός επίσης —διότι η Κάντια εκείνη την ημέρα δεν είχε απολυμάνει μόνον τη σιωπή, αλλά είχε γυαλίσει επιπλέον κι όλα τα δάκρυα που βάζουμε στις θήκες απ’ τα μαξιλάρια για να σκεβρώνουνε οι σβέρκοι, ήταν μια άχρωμη μέρα, δηλαδή, που μ’ είχε εξουθενώσει—, ξεκίνησα να κατεβαίνω τα σκαλοπάτια ένα ένα. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι, παρά το γεγονός πως έκανα προσπάθειες να μην ακούγονται τα βήματα, εγώ δεν ακουγόμουνα καθόλου, πράγμα που πρέπει να σημαίνει πως επιδιδόμουν ματαίως στην προσπάθεια. Ήταν σαν να μην ήμουνα εκεί, αλλά σε είδα, Λευκοθέα, κι ας κρυβόσουν. Μου είχαν πει να μην πιστεύω στα φαντάσματα, κι όντως δεν δίνω στις φαντασιοπληξίες σημασία, όταν βλέπω ταινίες τρόμου συχνά γελάω με τα εφέ, αλλά ήσουν εκεί, και δεν μπορώ να ξέρω τι ακριβώς ήσουν εσύ, που έτσι κατάματα με κοίταζες μέσ’ απ’ τα φυλλώματα, λες και με κρυφοκοιτούσες και πρόβαλλαν χέρια απ’ τα μάτια να μ’ αγκαλιάσουν ή να με πνίξουν, σκέφτηκα. Προς στιγμήν μού πέρασε η ιδέα πως τρελάθηκα. Λευκοθέα, είπα απαλά, να επιβεβαιώσω πως μ’ ακούς και πως δεν είχε πάθει κάτι το μυαλό μου. Ορέστη, απάντησες, μ’ ένα πυκνό σπάσιμο στα μάτια, ήξερα, λοιπόν, πως ήσουνα εκεί, διότι αλλιώς τα βλέφαρα δεν θα είχαν λόγο να προβούν σε μία τέτοια εξεζητημένη σύσπαση. Ήθελες, Λευκοθέα, να με καταπιούνε οι βολβοί σου, αλλά όμως εσύ προέβης σε κάτι εξυπνότερο, πάντα θα δήλωνες αθώα.
Πήρες, χωρίς κανέναν απολύτως ενδοιασμό, λίγη σκουριά από τη σκάλα υπηρεσίας κι άρχισες να τρίβεις το αλαβάστρινο της μίας παρειάς σου τόσο νωχελικά, που από ευγένεια το ένα μάγουλο υποχωρούσε και το κατάπινε η νύχτα, ώσπου απέμεινες, Λευκοθέα, πρόσωπο μισό. Το άλλο σου μισό το φώτιζε η σελήνη. Εδώ και τρία χρόνια έσβηνες κι από το τελευταία σωθικό, που μαρτυρούσε πως ήσουν παρούσα στην ψυχή μου, σε είχα αναγκάσει να πεθάνεις, Λευκοθέα! Αλλά εσύ, έτσι στεκόσουν ακόμα ζωντανή, ήσουν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Σου πάνε, Ορέστη, τα ρούχα που φοράς, είπες, κι εξαφανίστηκες.
Έμεινα εκεί όλο το βράδυ να κάνω παρέα στον παππού και να κρατάω τσίλιες μήπως αλλάξουν πλευρό οι πεθαμένοι και μου ζητήσουνε κι αυτοί τα ρέστα χωρίς λόγο. Σκέφτηκα πως έφταιγε η Κάντια γι’ αυτό κι όλες οι οικιακές της εργασίες, μαζί με την υπηρέτρια είχα πιάσει μεροκάματο κι εγώ να διανύω τις προσωπικές νεκραναστάσεις μου —άλλοτε σε δολοφονούσα κι αυτοκτονούσα, όταν η Κάντια έκανε γενική στο σπίτι, άλλοτε σε σκότωνα κι ένιωθα τόσο χαμερπής κι απαρατήρητος, που σε ανέσταινα ύστερα από λίγο, για να με δολοφονήσεις με τη σειρά σου εσύ και να πατσίσουμε στις ενοχές μ’ αυτόν τον τρόπο, η Κάντια έκανε εκείνες τις φορές λαμπίκο τους καθρέφτες∙ άλλοτε μας κρατούσα με το ζόρι και τους δυο μας ζωντανούς μες σ’ έναν κλίβανο απόγνωσης, και είχα αϋπνίες, έκανα ολονυχτίς βάρδιες στο σώμα από φόβο μη και σε κάνα ανάποδο συγύρισμα του ύπνου σωριαστούμε σκοτωμένοι κάτω απ’ το κρεβάτι και οι δυο μας— κι όλ’ αυτά ακολουθώντας την υπηρέτρια πάντα κατά πόδας, καθ’ όλη τη διάρκεια, Λευκοθέα, που έπαιζα στη σκάλα υπηρεσίας τούτο το παιχνίδι. Ώσπου αποφάσισα πως σε συρρίκνωσα στο σώμα, όταν κατάλαβα ή, μάλλον, ένιωσα πως δεν θα επέστρεφες ποτέ, κι άφησα την Κάντια να κάνει τη δουλειά της, να ανεβοκατεβαίνει μοναχή τη σκάλα υπηρεσίας.

Εγώ αποδέχθηκα με γενναιότητα πως ήμουν ένα αναμνηστικό απλώς της ιστορίας, που ’χε περάσει στην άλλη όχθη, και κάπου κάπου το έφερνα στο νου, όπως τα θρίλερ, και γελούσα, τότε ήταν που αποφάσισα να φτιάχνω ρούχα τις αφίσες. Τα είχα όλα αποδεχθεί, καμία πολυτέλεια ενδυμάτων δεν με συγκινούσε, άλλωστε δεν βγαίνω κι απ’ το σπίτι, μόνο για να συλλέγω τις αφίσες και για κάνα περίπατο στον περιποιημένο κήπο, που οδηγεί η σκάλα υπηρεσίας. Είπα ασπρόμαυρο… ασπρόμαυρο, Ορέστη… έτσι είναι! Θα ζεις με τις αφίσες, η Λευκοθέα τέρμα, ο παππούς στη σκάλα θα καπνίζει δίπλα στην παρέα του, η μητέρα θα μπουκώνεται μ’ αντίδωρα και θα ’χουμε ησυχία, ο πατέρας, με τα μαύρα καλογυαλισμένα του παπούτσια, θα μας κάνει την τιμή ν’ ασκούμαστε στις επικύψεις προσκυνήματος να μη σκεβρώνουμε εδώ μέσα, η Κάντια φύλακας κι ευεργέτιδα των σιωπών, το σφουγγαρόπανο οικόσημο στη βρώμα που μας τρώει. Όλα τακτοποιημένα.

Εντάξει, κύριοι! Eντάξει, τι διάολο θέλετε να κάνουμε, αφού δεν έχουμε άλλον τρόπο να μας τακτοποιήσουμε σμπαραλιασμένους κι όπως πρέπει! Και τι σας νοιάζει άλλωστε; Σας ζητήσαμε χρήματα, σας επιβαρύναμε με επισκέψεις και κεράσματα, σας κρίναμε, σας πήραμε τη θέση στο Δημόσιο, σας κλέψαμε χωράφια, σας δείραμε, σας ζητήσαμε να παρέμβετε σε θέματα που αφορούν την οικογένεια, δεν ψηφίσαμε κατά συρροήν κι όλες τις κυβερνήσεις σας, δεν είμαστε νομοταγείς; Θα πρέπει, κύριοι, που όλο και κάτι θα κρυφολέτε πίσω από τις πλάτες μας, γιατί σας ξέρω, να είμαστε μέγα υπόδειγμα για σας που έχουμε διευθετήσει τα θέματα των μνημοσύνων τόσο ευπρεπώς, και μάλιστα διακριτικά στο σπίτι … στο σπίτι μας, ακούτε; Εμείς δεν κυκλοφορούμε όπως κι όπως μες στους δρόμους, ούτε άστεγοι είμαστε ούτε φτωχοί ούτε μετανάστες ούτε τύποι φασαριόζοι. Μήπως ο παππούς σας ενοχλεί; Απαντήστε!
Μόνον η μητέρα συχνάζει στις περιφορές των επιταφίων και των εικόνων, αλλά ευπρεπώς και οπωσδήποτε μας αντιπροσωπεύει σε θέματα πίστεως και αρχών μ’ όλη τη σοβαρότητα και την αγχίνοια που έχει εδραιώσει παγκοσμίως τις πίστεις αιώνων και τις προσωπικές μας πεποιθήσεις ως εκ τούτου. Είμαστε λαοφιλείς και δημοκράτες! Είμαστε βαθιά ευλαβείς κι ευγνώμονες σε ό, τι μας στεριώνει ηθικούς και ανεπηρέαστους από ρεύματα πρόσκαιρα κι επαναστατικά κινήματα. Μόνον τα φίδια αλλάζουνε τομάρι, όχι εμείς, κι αν μη τι άλλο, πρέπει να αποδεχθείτε την ευτολμία χαρακτήρος που μας διακρίνει, για να διατηρούμε το απαραίτητο ψυχικό σθένος, που εδραιώνει και την πνευματική μας καθαρότητα. Αντέχουμε, σμπαραλιασμένοι, αλλά αντέχουμε, κι έτσι δεν συμμετέχουμε ούτε σε συνάξεις σε μπαρ, διαδηλώσεις με αμφίβολο πάντα αποτέλεσμα και, εν γένει, σε συγκεντρώσεις που προκαλούν κοινωνικούς ερεθισμούς και παρεξηγήσεις μεταξύ ανθρώπων, που στην ουσία δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε, εάν πάρει κανείς τις αποστάσεις απ’ τον εαυτό του. Προς τι όλες αυτές οι φασαρίες; Είσαστε ηλίθιοι ή κερματοδέκτες αντιποίνων; Δεν είμαστε γκεστάπο να παρακολουθούμε τι γίνεται στον κόσμο ούτε πολεμοχαρείς, είμαστε ήπιοι κι εμείς και οι νεκροί μας, αφού ούτε καν νεκροταφείο, κύριοι, δεν ζητήσαμε, τους κρατήσαμε δίπλα μας, να μη φορτώνουμε τον κόσμο μ’ άλλα απομεινάρια. Είμαστε νοικοκύρηδες! Κι αυτό τα λέει όλα! Νοικοκύρηδες!
Δεν το περίμενα όμως, Λευκοθέα, να σε δω. Δεν φανταζόμουν να με συλλάβω τόσο ασπρόμαυρο να καταρρέω σκονισμένος από τα ροκανίδια της φιγούρας σου στη σκάλα υπηρεσίας, και, μάλιστα, την ώρα που ο παππούς δεν κάπνιζε τσιγάρο. Κάπως θα με προστάτευε λίγο ο καπνός του, ίσως και να με τύλιγαν τα δαχτυλίδια, να υψωνόμουν σαν τους παλιούς χαρταετούς μου, αμόλα καλούμπα, Ορέστη! ν’ αγγίξω το μάγουλό σου που ήταν βουτηγμένο στο σκοτάδι, να το ξεπλύνω, να σε δω ολόκληρη στο πλάι του, ολόλευκη. Έτσι, για χάρη κι εξαιτίας σου, απολύσαμε την Κάντια, και από τότε καταργήσαμε τη σκάλα υπηρεσίας, Λευκοθέα!
Πίνακες: John Atkinson