Πολύ συχνά η αλήθεια, μολονότι θεωρείται, τουλάχιστον κατά τη σωκρατική ερμηνεία της, μία και μοναδική, μπορεί και εμφανίζεται σε πολλές εκδοχές. Αλλάζει σκευή και μεταμφιεσμένη κυκλοφορεί με πολλά πρόσωπα. Έως ότου, κάποια στιγμή, έστω και αργά, η βολική σχετικότητα και η σοφιστεία ακυρώνονται, εκ των πραγμάτων, και φανερώνεται ποιος όντως διέπραξε το σκοτεινό έγκλημα. Ανάλογα είναι και όσα σχετίζονται με την έννοια και την ουσία της δημοκρατίας, αφού, εντέλει, όλα συνδέονται μεταξύ τους — η διαστρεβλωμένη αλήθεια συγγενεύει με τη στρεβλή δημοκρατία, την ανήθικη οικονομική πολιτική, τη στραβή Δικαιοσύνη, τη θλιβερή Παιδεία. Αυτή η εκλεκτική συγγένεια στρεβλωμένης αλήθειας και δημοκρατίας εμφανίζεται πολύ καθαρά στις μέρες μας, καθώς κυκλοφορούν πολλές μαζί δημοκρατίες. Αριστερές, δεξιές, κομμουνιστικές, σοσιαλιστικές, εθνικοσοσιαλιστικές. Τελευταία αποκτήσαμε και τη χρυσαυγήτικη εκδοχή της.
Ερωτήματα: ζούμε, όντως, έναν δημοκρατικό πλουραλισμό, όπως λένε, που αφήνει όλες τις φωνές να ακουστούν και όλα τα λουλούδια να ανθίσουν; Ή, μήπως, περνούμε, χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνονται όλοι, έναν βαρύ, βαθύ, επικίνδυνο εκφυλισμό της δημοκρατίας μας; Κατά συνέπεια, μπορούν να επιτρέπονται όλα σε μια δημοκρατία, μέσα στην οποία άλλες, ψευδώνυμες, κουκουλοφόρες κάποτε «δημοκρατίες» απεργάζονται την καταστροφή της μητέρας/τροφού; Πού είναι άραγε τα όρια της δημοκρατίας, αν όντως υπάρχουν όρια;
Η άποψή μας (και, ευτυχώς, όχι μόνο δική μας) είναι πως μέσα σε μια ευνομούμενη —όνομα και πράγμα— δημοκρατία όλες οι φωνές μπορούν να ακούγονται, όλες οι δραστηριότητες επιτρέπονται, αρκεί να τhttps://ifigeneiasiafaka.files.wordpress.com/2013/02/magda-almy-wiltedroses_improved.jpgηρούνται ευλαβικά οι νόμοι. Απαρέγκλιτα, καθολικά. Είτε έχουμε να κάνουμε με κόμματα ή με ομάδες, είτε με άτομα μεμονωμένα, οι νόμοι της δημοκρατίας είναι κοινοί για όλους. Ούτε υπάρχει τίποτε ανώτερο από τους νόμους της δημοκρατίας, επειδή, πολλές φορές, μας δίνεται η εντύπωση πως έχουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιούμε τα δημοκρατικά κατοχυρωμένα δικαιώματά μας εναντίον της ίδιας της δημοκρατίας. Αλλά —καλό είναι να το καταλάβουμε κάποτε— δεν υπάρχει κανένα αυθαίρετα προβαλλόμενο «δίκαιο του εργάτη» που να είναι πάνω από τη δημοκρατία, πάνω από το δίκαιο της ευνομούμενης δημοκρατικής πολιτείας. Δεν υπάρχει καμία κομματική «ηθική» και κομματική «αλήθεια» που να ακυρώνει τη δημοκρατική ηθική. Όλα τα δεινά που μας βαραίνουν σήμερα προέρχονται, κατά κύριο λόγο, από την υβριστική περιφρόνηση της δημοκρατικής ηθικής, από το γεγονός ότι εμείς οι ίδιοι επιτρέψαμε στον κομματικό και συνδικαλιστικό αμοραλισμό να διαφεντεύει τη δημοκρατία.
Και για να πάμε παρακάτω. Έχουμε άραγε, και ως άτομα πλέον, το δικαίωμα, καλυπτόμενοι πίσω από την ανωνυμία ή την ψευδωνυμία, φορώντας κάποτε τη μάσκα της φάρσας, να προσβάλλουμε και να υβρίζουμε άλλους, προβάλλοντας μάλιστα ως ασπίδα προστασίας μας τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της έκφρασης; Το Διαδίκτυο προσφέρει (άλλοτε ως ευλογία, άλλοτε ως κατάρα) τη δυνατότητα σε όλους μας να εκφράζουμε τις απόψεις μας ελεύθερα και ανεξέλεγκτα, να καταγγέλλουμε, να αποκαλύπτουμε, να σατιρίζουμε, να διαφωνούμε. Ποτέ άλλοτε, όσο σήμερα, ένα μόνο άτομο, όπως ένας χρήστης του Διαδικτύου, δεν είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει φωνή δική του. Ποτέ άλλοτε η δημοκρατία δεν είχε τόσες φωνές. Αλλά, την ίδια στιγμή, ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τόσους ανώνυμους υβριστές. Ποτέ άλλοτε τόσοι πολλοί δεν μπορούσαν να προσβάλλουν ανώνυμα και ατιμώρητα άλλους. Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα της ανωνυμίας και της ελευθεροτυπίας.
Είμαστε εναντίον οποιασδήποτε λογοκρισίας.
Χαιρόμαστε που το Διαδίκτυο (facebook, twitter κ.ά.) προσφέρει σε αναρίθμητους χρήστες τη δυνατότητα να εκφρασθούν ελεύθερα, ακόμη και ανώνυμα. Χωρίς φοβίες και αναστολές. Η ανωνυμία αυτή (ή η ψευδωνυμία) λίγο πρέπει να μας απασχολεί, επειδή οφείλουμε πρωτίστως να σεβόμαστε τον τρόπο με τον οποίο ο άλλος επιθυμεί να παρουσιάζει τις απόψεις του. Το θέμα, λοιπόν, το πρόβλημα είναι αλλού — κατά πόσον αυτή η προσωπίδα γίνεται ασπίδα για προσβλητική και συκοφαντική συμπεριφορά. Στην περίπτωση αυτή το αναφαίρετο δικαίωμα για ελεύθερη έκφραση του ενός στερεί από τον άλλον το αναφαίρετο επίσης δικαίωμα να υπερασπισθεί την προσωπικότητά του. Αυτή λοιπόν η ψευδωνυμία είναι επικίνδυνη. Αντιδημοκρατική, αντιδεοντολογική και κατακριτέα. Αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό είναι επικίνδυνες οι πολλές σκοτεινές, μασκαρεμένες δημοκρατίες που πάντοτε κυκλοφορούσαν στον τόπο μας, όπως κυκλοφορούν και σήμερα. Εμφανίζονται πίσω από πολλά «δημοκρατικά» προσωπεία, προκλητικές και υβριστικές. Νόθες. Μπασταρδεμένες. Επικίνδυνες για τη μάνα/τροφό δημοκρατία. Αυτή με το καθαρό, τίμιο πρόσωπο.
Γιώργης Γιατρομανωλάκης,Ψευδώνυμη δημοκρατία
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=488969
————
Σχόλιο: Αφού συμφωνήσω απόλυτα με το κείμενο του Γιώργη –ένα κείμενο στο οποίο συναντά κανείς όλες τις αρχές και τις αξίες της κλασικής παιδείας, τις οποίες είχα τη μεγάλη τύχη να τις γευτώ και από το στόμα ενός πραγματικά μεγάλου δάσκαλου και σημείου αναφοράς για μένα στον τομέα μου– θα έλεγα ότι το αίτημα της ανάδυσης αφενός ενός όντος ως «προσώπου» και υπο/κειμένου ενός αληθούς και συνειδητού λόγου και αφετέρου ως φορέα ευθύνης έναντι, πρωτίστως, του εαυτού/ Άλλου, και κατ’ επέκτασιν του άλλου σε κοινωνικό επίπεδο (δύο σταθερών δηλαδή που θεμελιώνουν το δημοκρατικό ιδεώδες), ανήκε πάντα στη σφαίρα του ιδεατού και ήταν προσεγγίσιμο από τη μειονότητα.
Ωστόσο, αυτή η αποεπένδυση του προσώπου, η αποπροσωποποίηση με όλα τα συνακόλουθα «ψευδο-» φαίνεται να παίρνει πλέον διαστάσεις επιδημίας. Ο λόγος είναι απλός: εκεί όπου στο παρελθόν, εκ των πραγμάτων, είχε κανείς να προσπαθήσει πολύ για να αρθρώσει έναν «λόγο δημόσιο» και, υπό την έννοια αυτή, να πληρώσει και ένα τίμημα, προκειμένου να το επιτύχει (πράγμα το οποίο λειτουργούσε και ανασταλτικά, διότι το αίτημα συνοδευόταν και από την έννοια της ευθύνης, καθώς «εμφανιζόταν» ως πρόσωπο για να «ζητήσει το λόγο»), σήμερα ο αιτών δεν έχει να προσπαθήσει για τίποτε απολύτως.
Αυτό σημαίνει ότι ήδη απουσιάζει εκείνο το σκέλος της δημοκρατίας που αναγνωρίζει την ύπαρξη του ατόμου ως υπάρχοντος σε σχέση με κάποιον άλλον. Αυτή, άλλωστε, είναι και η λειτουργία του βλέμματος, της φωνής, της ακοής, της αφής και όλων των αισθήσεων που συμμετέχουν στην αλληλεπίδραση επί του πραγματικού με κάποιον άλλον. Μόνος του δεν υπάρχει κανείς και σε καμία σχέση. Αυτή όμως η ανθρώπινη λειτουργία της διάδρασης πλέον ακυρώνεται μέσα από τη διαδικτυακή πραγματικότητα. Στην ουσία, είναι ο άλλος που ακυρώνεται, διότι επαναδημιουργείται μόνον φαντασιακά και ως κατασκεύασμα. Επιπλέον, καθένας υπάρχει από μόνος του μπρος από μία οθόνη, αναπτύσσοντας σχέση με ένα μηχάνημα, το οποίο ως χρήστης μπορεί να το εξουσιάσει κατά βούλησιν, έχοντας εκ παραλλήλου την ψευδαίσθηση ότι με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αναπαράγει και την οποιαδήποτε σχέση με τον ίδιον ακριβώς τρόπο που αυτή λαμβάνει χώρα επί του πραγματικού. Πρόκειται όμως, στην πραγματικότητα, για έναν μονόλογο με τον εαυτό, που δημιουργεί το «αντικείμενό» του και του τα «επιτρέπει» όλα, καθότι αδιαφανής, ασφαλής και αδρανής.
Γυμνός, για παράδειγμα, δεν κάνει κανείς διάλογο με έναν συνομιλητή σε δημόσιο χώρο, μπορεί να κάνει όμως «διάλογο» μπροστά σε έναν υπολογιστή, ή ψευτοδιάλογο καλύτερα, εφόσον το ιδιωτικό εμπλέκεται βίαια με το δημόσιο.Τη γύμνια μου δεν την μοιράζομαι με τον οποιοδήποτε. Υπάρχει ένα όριο, που συνιστά και σύμβολο για το πώς και υπό ποιες συνθήκες περνώ από τον ιδιωτικό βίο στη δημόσια ζωή. Ήδη, ακόμη και αν δεν είμαι γυμνός, αυτό το επικοινωνιακό πέρασμα εισάγει τον ισοπεδωτικό μηχανισμό τού όλα επιτρέπονται, επειδή ακριβώς είμαι αόρατος, ενώ συνομιλώ για την πολιτική φορώντας τις πιτζάμες μου. H παρουσία του προσώπου ως σώματος, στην πραγματική επικοινωνία, και μία γενικώς αποδεκτή κοινωνική ηθική που μας απαγορεύει να κυκλοφορούμε γυμνοί σε δημόσιους χώρους, συνιστά συμβολικά ένα όριο. Kαι το όριο αφενός επιβάλλει τον νόμο, αλλά και η τήρηση του νόμου απαιτεί το όριο. Η σχέση είναι αμφίδρομη. Η διαχωριστική γραμμή, στο απλό παράδειγμα του «απαγορεύεται να εμφανίζεσαι γυμνός σε δημοσίους χώρους», επιτάσσει και μία συμπεριφορά που από την πλειονότητα είναι «σεβαστή». Τα εισαγωγικά οφείλονται στο ότι είναι αμφισβητήσιμο το κίνητρο της συμπεριφοράς : Yπακούω στην εντολή από φόβο, ως αντικείμενο απέναντι στο λόγο ενός μέτρ ή από επιθυμία και ως υποκείμενο στο λόγο ενός Άλλου, ο οποίος ταυτίζεται και με το λόγο ενός «μετρ»; Στην τελευταία περίπτωση, ο κύριος είμαι εγώ, το όριο είμαι εγώ, ο νόμος είμαι εγώ.
Η όποια λοιπόν ηθική είναι θέμα ορίου και κοινού κώδικα, που συνδράμουν την επικοινωνία. Αυτές όμως οι δύο σταθερές εκλείπουν αυτομάτως στο διαδίκτυο, διότι εκλείπουν οι νόμοι και οι περιορισμοί, ή ακόμη και αν δεν απουσιάζουν, δεν υπάρχουν ικανοί θεματοφύλακες.Οι σταθερές αυτές δε γίνονται σεβαστές παρά μόνον από ανθρώπους που υπάγονται στη δεύτερη κατηγορία. Έτσι, φθάνουμε στο παρακάτω οξύμωρο: υπό το πρόσχημα του φερετζέ, εάν ανήκουμε στην πρώτη κατηγορία, αναδυόμαστε όπως πραγματικά είμαστε. Το λιγότερο, θλιβεροί. Και αυτό είναι επικίνδυνο, διότι σε καμία έκφανση του κοινωνικού βίου ποτέ δεν επιτράπηκαν τα πάντα. Η διαδικτυακή πραγματικότητα, όσο και να αφήνει την εντύπωση ότι είναι δημοκρατική, δίνοντας το βήμα σε όλους, στην πραγματικότητα είναι ισοπεδωτική, διότι απουσιάζουν αξίες και κριτήρια. Ακόμη και όταν συμμετέχει κανείς με το πραγματικό του όνομα, αλλά ο ίδιος δεν χαρακτηρίζεται από παιδεία, αποκτά αυτομάτως εκείνο το χαρακτηριστικό που η ψυχολογία του όχλου έχει περιγράψει με ακρίβεια. Εκεί η ταύτιση με τους πολλούς προσφέρει μία φαντασιακή δύναμη που όλα τα επιτρέπει, όλα τα νομιμοποιεί, κανοντάς τα και δυνατά και θεμιτά. Το άτομο συγχωνεύεται, συνταυτιζόμενο με την ομάδα, γίνεται ανώνυμο, απο:υποκειμενοποιείται. Εύκολα δεν σπάει κανείς μόνος του μία βιτρίνα, αλλά μπορεί να τη σπάσει ευκολότερα και χωρίς ίχνος ενοχής με την παρέα του. Ακόμη και σε στιγμές πανικού, μεμονωμένα, ο άνθρωπος αντιδρά με σύνεση μεγαλύτερη. Η λογική του όχλου μετατοπίζει την ευθύνη σε κάτι γενικό και δύσκολα προσδιορίσιμο, σε μια ομάδα, ομάδα που είναι ανώνυμη, δυνατή, άμοιρη ευθυνών και επομένως σίγουρη ότι μπορεί να δράσει παραβατικά χωρίς να τύχει ουδεμίας τιμωρίας.
Αυτή ακριβώς η ψευτοδύναμη, η ψευτομαγκιά, στο πλαίσιο της λειτουργίας των ομάδων, διά μέσου της συγχώνευσης με τα υπόλοιπα μέλη τους, περνάει πλέον και στο διαδίκτυο. Ο χρήστης θεωρεί ότι είναι δυνατός, ενώ αυτόματα μετατρέπεται και σε ανώνυμο, όχι απλώς επειδή δεν έχει όνομα ή πραγματικό όνομα, αλλά επειδή, κυρίως, τη λειτουργία της ομάδας την αναλαμβάνει πλέον η οθόνη. Η οθόνη τον ρουφάει και γίνεται αόρατος, ταυτίζεται με αυτό που είναι απέναντί του, χωρίς όμως να τον βλέπει.
Η λειτουργία του βλέμματος στην πραγματική επικοινωνία είναι καταλυτική. Άλλωστε το βλέμμα είναι εκείνο που μας καθιστά πρόσωπα ή μας αποκηρύσσει, το βλέμμα μίας καλής μητέρας, ενός αυστηρού δασκάλου, του ιερέα, το βλέμμα της Μέδουσας, το βλέμμα του συντρόφου κοκ. Η απουσία του όμως επανεισάγει έμπροσθεν της οθόνης όλη την ιστορία ανάδυσης κάθε υποκειμένου. Εκεί όπου αυτή η υποκειμενοποίηση, διά μέσου ενός άλλου, υπήρξε προβληματική έρχεται… «να πάρει πίσω το αίμα της». Είναι εκείνο το…«τώρα που δε με βλέπεις, να δεις τι θα σου κάνω, διότι, όταν με έβλεπες, με ακύρωνες. Όπως δεν με είδες εσύ, τώρα δε θα σε βλέπω εγώ, με τη σειρά μου, και θα σε τυραννήσω, ή θα κάνω κρυφά ό, τι δεν μου επέτρεψαν ποτέ ή θα πω ό, τι δεν τολμώ να πω όταν με κοιτάζεις.Είμαι ελεύθερος επιτέλους!».
Πάρα πολύ εύκολα, λοιπόν, με μεγάλη άνεση, ο οποιοσδήποτε μπορεί να χρησιμοποιήσει τον συνομιλητή του ως το κακό αντικείμενο ή ως αντικείμενο φαντασιακό, ποτέ ως υπαρκτό υποκείμενο με σάρκα και οστά, για να αναπαράγει σχέσεις που του είναι αδύνατον να φέρει σε πέρας στην πραγματικότητα, αποποιούμενος κάθε ευθύνη και νιώθοντας, επομένως, απενοχοποιημένος για την οποιαδήποτε έκβαση της επικοινωνίας. Σε τοίχους του φέις άνθρωποι δέχονται ανεπανάληπτες προσβολές από τυχάρπαστους που μάχονται αποκυήματα της φαντασίας τους. Άνθρωποι που προσβάλλουν, επιτίθενται, υπεισέρχονται στην προσωπική ζωή των άλλων, διαβάλλουν, συκοφαντούν, εν συνεχεία με μεγάλη ευκολία αποσύρονται, εξαφανίζονται από την πραγματική ζωή, σαν να μη συνέβη απολύτως τίποτε, είτε δολίως συνεχίζουν το έργο τους. Το δικαίωμα στην επιλογή είναι δεδομένο, το δικαίωμα όμως σε τέτοιου τύπου επιθετικότητα, δε γνωρίζω ποιος νοήμων θα μπορούσε να το κατανοήσει ή να το δικαιολογήσει.
Ας μην αναφερθώ στα τερατουργήματα των χάκερς, που πριμοδοτούν τη βία, χρησιμοποιώντας μέσα που είναι δύσκολο να ανιχνευθούν, ούτε σε περιπτώσεις ανθρώπων με υψηλή κοινωνική θέση, που ακριβώς επειδή είναι ευυπόληπτοι πολίτες ο… νόμος φοβάται να τους πλησιάσει, διότι είναι αυτοί που τον κρατούν στα χέρια τους, ούτε στους απατεωνίσκους και τους κλέφτες που αναζητούνε πελατεία, ασκώντας επίσης ευυπόληπτα επαγγέλματα. Ο άλλος κατ’ αυτόν τον τρόπο μετατρέπεται σε αντικείμενο, σε πράγμα προς χρήσιν και προς τέρψιν. Εάν ο νεοφιλελευθερισμός εξουδετερώνει το άτομο και τη δημοκρατία, όχι μόνον επειδή είναι μονόδρομος, αλλά κυρίως επειδή οι υποστηρικτές του είναι αόρατοι, τότε και το διαδίκτυο συνιστά μια νεοφιλελεύθερη μινιατούρα, κινούμενη ακριβώς στην ίδια σφαίρα μιας υποτιθέμενης παγκοσμιοποιημένης επικοινωνίας, που στην ουσία ακυρώνει το υποκείμενο, καθιστώντας το ανύπαρκτο, διότι δεν μπορεί να αμυνθεί. Η προσωπική μου εμπειρία αλλά και οι εμπειρίες άλλων ανθρώπων το επαληθεύουν σε πλείστες περιπτώσεις.
Συνεπώς, τα οφέλη της διαδικτυακής επικοινωνίας, είναι υπαρκτά σε ένα πρώτο επίπεδο και μόνον στην περίπτωση που κανείς γνωρίζει το πώς παίζεται, από την πλειονότητα, το παιχνίδι στην οθόνη. Πώς με εξαιρετική ευκολία η απαγόρευση γίνεται προσταγή, οι ασυνείδητες επιθυμίες και τα κοινωνικά προσχήματα γίνονται κατάπτυστες διαδικτυακές πραγματικότητες, πώς οι ευνουχισμοί και τα συμπλέγματα έρχονται στην επιφάνεια, πώς η ματαιοδοξία, ο ναρκισσισμός και η https://ifigeneiasiafaka.files.wordpress.com/2013/02/joachim-beuckelaer-a-vegetable-seller-2-oil-painting1.jpgανάγκη επιβεβαίωσης φορτώνονται μαζί με τα προγράμματα του υπολογιστή πάνω στην οθόνη και, εν συνεχεία, στην πλάτη όσων ανέμελοι κυκλοφορούν. Είναι πολύ ενδιαφέρον να δει, για παράδειγμα, κανείς τις φωτογραφίες προσώπων στο διαδίκτυο, οι οποίες όμως δεν αντιστοιχούν στην πραγματική εικόνα του χρήστη. Κοιτάξτε με, γίνομαι ένας άλλος! Μόνον και μόνον αυτή η επιλογή είναι αρκετή για να συνειδητοποιήσει κανείς την πρόθεση για την εξαπάτηση του βλέμματος, πόσο μάλλον όταν η εξαπάτηση, εν συνεχεία, λαμβάνει χώρα και στην πραγματικότητα.
Έρευνες αποδεικνύουν ότι ένα πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό συμμετεχόντων είναι ψυχωτικοί, κυρίως δε παρανοϊκοί, οι οποίοι νιώθουν να καταδιώκονται από το βλέμμα του άλλου, νιώθουν ότι απειλούνται. Το διαδίκτυο, λοιπόν, τους διασφαλίζει, προτείνοντας ως καταφύγιο μία οθόνη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, πλέον ασφαλείς, μπορούν να καταδιώξουν με προσβλητικές ή παραβατικές συμπεριφορές τον υποτιθέμενο εχθρό. Υπό την έννοια αυτή, οφείλει να κρατήσει κανείς μέγιστες αποστάσεις. Η ενημέρωση δεν είναι κακή, όπως επίσης και μία τυπική συνδιαλλαγή, το υπόλοιπο όμως πλέγμα είναι προβληματικό και άκρως επικίνδυνο.
Κι επειδή η οθόνη αιχμαλωτίζει, μπορεί κανείς να θέσει το εξής ερώτημα: στην πραγματική ζωή μου θα δεχόμουν να έχω απέναντί μου έναν άγνωστο συνομιλητή με καλυμμένο πρόσωπο; Η απάντηση είναι προφανής. Και τότε γιατί το δέχομαι εδώ; Διότι έχω κι εγώ το πρόσωπό μου καλυμμένο. Ο ψυχικός μου κόσμος είναι όμως το ίδιο καλυμμένος; H ηθική μας είναι κοινή, το πνευματικό επίπεδό μας, το ήθος, οι προθέσεις μας, η σημασία που αποδίδουμε στην επικοινωνία; Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί για τίποτε από αυτά και, υπό την έννοια αυτή, όλα τα μηνύματα μπορεί να έχουν πρώτο συνθετικό το ψευδό-: ψευτοφιλίες, ψευτοαρέσκειες, ψευτοέρωτες, ψευτοπάθη με πρόσωπα, γνωστικά ή καλλιτεχνικά αντικείμενα. Ποτέ το φαίνεσθαι δε βρήκε καλύτερα τον ορισμό του. Ποτέ η εικόνα δεν καθρεφτίστηκε με τέτοια επιτυχία μπροστά σε μια εικόνα.
Γι’ αυτό είναι φενάκη να ισχυρίζεται κανείς ότι το διαδίκτυο μπορεί να υποκαταστήσει τη λειτουργία των παραδοσιακών τρόπων επικοινωνίας. Παλιά υπήρχαν τα πάρτι, οι κοινωνικές συνευρέσεις, οι παρέες, υπήρχε η αμεσότητα που έδινε την εκαιρία τουλάχιστον σε μιαν αναγνωριστική πρώτη επαφή μαζί με την ανάληψη της ευθύνης των ανθρώπων. Τώρα αυτό εκλείπει, και οι σχέσεις αλλοτριώνονται ακόμη περισσότερο, νιώθουμε ότι γίνονται περισσότερο εύκολες, αλλά πέφτουμε σε παγίδα. Τα φαστ φούντ δεν μπόρεσαν ποτέ να αντικαταστήσουν ένα καλομαγειρεμένο πιάτο. Μεγάλες εταιρείες στη Λατινική Αμερική αποσύρονται, διότι οι άνθρωποι ξαναγυρνούν στα παραδοσιακά τους πιάτα. Από την αυτοκρατορία της ψευτοκουλτούρας, της ψεύτικης κοινωνικής εικόνας, η οποία συντηρήθηκε χρόνια όχι μόνο μέσα από τα επίπλαστα κοινωνικά κριτήρια των γιάπηδων αλλά και από έναν άκρατο συντηρητισμό για το κοινωνικά αποδεκτό, από τους συμβατικούς γάμους και τις βολεμένες επαγγελματικές επιλογές, τώρα που η οικονομική πραγματικότητα έχει αλλάξει, έχουμε το πέρασμα του ψευδό- στην οθόνη του υπολογιστή μας.Ψευτοσελίδες κουλτούρας και λογοτεχνίας, ψευτοποιητές και ψευτολογοτέχνες, ψευτοεταιρείες παροχής υπηρεσιών, ψευτοσχέσεις και ψέματα. Πρόκειται για ενός νέου τύπου ψευδοεπικοινωνία, για μία πρόφαση επιθυμίας επικοινωνίας σε όλα τα επίπεδα και για ένα γλειφιντζούρι απελευθέρωσης της δυναμικής του ατόμου, για ένα σπατάλημα άπειρου χρόνου στο ψευδό-
Η όποια ανεπάρκεια μετατρέπεται σε επάρκεια, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και ένα ψευδομασκάρεμα προστίθεται στην ήδη μασκαρεμένη μας οντότητα. Μας διαφεύγει όμως ότι η επιθυμία μας για το οτιδήποτε συμπεριλαμβάνει και το ρίσκο μιας αποτυχίας, ότι τίποτε δεν ειναι δεδομένο, ότι το πρότυπο της δημοκρατίας στη χώρα που τη γέννησε ήταν το αιέν αριστεύειν, ότι η δημοκρατία ασκήθηκε σε ανοιχτούς χώρους και χωρίς καλύμματα, ότι όσοι είχαν το βήμα βρίσκονταν ταυτόχρονα και σε πλήρη έκθεση με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπαγόταν. Ότι ο αδρανής πολίτης δεν υπήρξε ποτέ ιδανικό της δημοκρατίας. Πολύ περισσότερο ο ψεύτης ή ο απατεώνας. Πρόκειται για μία ακόμη στρέβλωση των ιδεών, για έναν ακόμη ισοπεδωτικό μηχανισμό, όπως αυτόν που η λογική της υποκουλτούρας μετέφερε στα σπίτια μας με τις τηλεοράσεις. Τα ροζ μυθιστορήματα από τα περίπτερα πέρασαν στα ράφια, οι ροζ ιστορίες από τις κρεβατοκάμαρες στο σαλόνι μας, οι ροζ σχέσεις και η παράνοια του δρόμου, του γραφείου, της πεθεράς και του παππού στις οθόνες μας.
Είτε πρόκειται για προσωπικές σχέσεις είτε για βιβλίο είτε για εφημερίδα κλπ. τη σχέση με τον άνθρωπο και το χαρτί τίποτε δεν μπορεί να την αντικαταστήσει και ούτε, άλλωστε, χρειάζεται να την αντικαταστήσει. Ακόμη κι ένα καλό άρθρο στο διαδίκτυο, για να διαβαστεί σωστά, πρέπει να περάσει για εκτύπωση. Είναι ψευδές ότι, για παράδειγμα, ένα ηλεκτρονικό περιοδικό διαβάζεται, επειδή η πρόσβαση είναι εύκολη. Μπορεί να είναι οικονομικό, αλλά το κλικ που η στατιστική δίνει στη σελίδα δεν εγγυάται και την ανάγνωσή του. Άλλωστε τα φορμάτ είναι τόσο αποκρουστικά, που με δυσκολία μένει κανείς πάνω απο ένα λεπτό στις περισσότερες σελίδες.
Η «εκδημοκράτιση» επιπλέον της φασιστικής ιδεολογίας δεν είναι καινούργια, ηχεί έντονα επειδή παίρνει μεγαλύτερη διάσταση. Προσωπικά, θεωρούσα πάντα οξύμωρη την παρουσία φασιστικών κομμάτων στα Κοινοβούλια, διότι η ελευθερία του λόγου δεν μπορεί να «νομιμοποιεί» την ανελευθερία του λόγου. Είναι διαφορετικό το «επιτρέπω να υπάρχει ή αποδέχομαι ότι υπάρχει κάτι, ανεξάρτητα από το αν συμφωνώ ή όχι» από το «νομιμοποιώ την ύπαρξή του, επειδή απλώς υπάρχει».
Όταν νομοθετώ εναντίον του εγκλήματος, δεν μπορώ την ίδια στιγμή να νομοθετώ και υπέρ του. Αποδέχομαι την ύπαρξη του καρκίνου ως αρρώστια, αλλά δεν την νομιμοποιώ, αντιθέτως τη μάχομαι, ακριβώς επειδή την αποδέχομαι, αλλά ως κάτι κακό. Νομίζω ότι η μεγαλύτερη παρανόηση οφείλεται στο εξής: στο ότι η δημοκρατία στην ουσία της έχει ως βάση το «επιτρέπω». Συμβαίνει όμως το αντίθετο, έχει ως βάση το «απαγορεύω», το όριο και τον νόμο. Ένα υγιές «απαγορεύω» με γνώμονα των ανθρωπισμό και την ελευθερία, που συνιστά δέσμευση αναγνώρισης ορίων.
Αυτή η αναγνώριση έρχεται ως αποτέλεσμα μίας άλλης εσωτερικής αναγνώρισης, που αποκηρύσσει τις παιδικές φαντασιώσεις του είμαστε ένα και το αυτό είτε ο θάνατός σου η ζωή μου, φαντασιώσεις που απαγορεύουν τη συνύπαρξη εντός ορίων, αρνούμενοι τη δυνατότητα ύπαρξης χώρου και για τους δύο. Αυτό το φαντασιακό ψυχικό στένεμα είναι που στενεύει και τα όρια της δημοκρατίας. Η δημοκρατία όμως έχει αρκετό χώρο για όλους, υπό τον όρο ότι όλοι συμφωνούν με αυτήν τη διαπίστωση. Τα φασιστικά ή απολυταρχικά ή θεοκρατικά καθεστώτα διαφωνούν, το ίδιο και όσοι κρύβονται πίσω από μία οθόνη και θεωρούν ότι ο κόσμος τους ανήκει.
Πίνακες: Magda Almy, Antonio de Pereda, Anthony Ackrill, Joaquin Beuckelaer, Ηans Holbein