RSS

Category Archives: Έφη Γιαννοπούλου, Θεόφιλος Τραμπούλης: Οι συγγραφείς ως οργανικοί διανοούμενοι: H ανάδειξη μιας λογοτεχνικής

Image

Έφη Γιαννοπούλου, Θεόφιλος Τραμπούλης: Οι συγγραφείς ως οργανικοί διανοούμενοι: H ανάδειξη μιας λογοτεχνικής «φουρνιάς» (2o μέρος)

Έφη Γιαννοπούλου, Θεόφιλος Τραμπούλης: Οι συγγραφείς ως οργανικοί διανοούμενοι: H ανάδειξη μιας λογοτεχνικής «φουρνιάς» (2o μέρος)

Στη δεκαετία του 1990 αλλά και του 2000 νέα λογοτεχνικά περιοδικά αναδεικνύουν και καθιερώνουν μια γενιά πεζογράφων δίνοντας έμφαση σε κριτήρια όπως η νεότητα, η εμπορική επιτυχία και η αδιαμεσολάβητη αφήγηση της σύγχρονης πραγματικότητας. Οι εκπρόσωποί της κυριαρχούν στον δημόσιο λόγο μέχρι σήμερα υπό την ιδιότητα του συγγραφέα.

Tο Μάιο του 2004, το περιοδικό να ένα μήλο, το οποίο διηύθυνε η δημοσιογράφος Λώρη Κέζα, διοργάνωσε στην Πάρο, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Διήγηση, μια διήμερη συνάντηση συγγραφέων με θέμα συζήτησης την Ελίζαμπεθ Κοστέλο, το μυθιστόρημα του Τζ. Κούτσι, βραβευμένου την προηγούμενη χρονιά με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στη συζήτηση, η οποία έγινε στο «Σπίτι της λογοτεχνίας», τον ξενώνα φιλοξενίας μεταφραστών και λογοτεχνών που ίδρυσαν από κοινού το ΕΚΕΜΕΛ και ο τότε δήμαρχος Πάρου Γιάννης Ραγκούσης, συμμετείχε «ο ανθός της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας», σύμφωνα με τον Πέτρο Τατσόπουλο, που είχε καλύψει το θέμα για λογαριασμό των Νέων. Η συζήτηση εκείνη και το άρθρο του Τατσόπουλου είναι από πολλές απόψεις αξιομνημόνευτα. Η Ελίζαμπεθ Κοστέλο είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες νωρίτερα από τις εκδόσεις Διήγηση σε μετάφραση του ίδιου του εκδότη. Ήταν μια από τις πιο κωμικά κακές μεταφράσεις των τελευταίων ετώνapple («ο κύβος του Ρουβίκωνα» έγραφε ο μεταφραστής, αποδίδοντας τον κύβο του Ρούμπικ, σε ένα από τα δεκάδες παραδείγματα μεταφραστικής αστοχίας) και αργότερα αναθεωρήθηκε ριζικά. Η Ελίζαμπεθ Κοστέλο είναι ένα λόγιο και δύσκολο μυθιστόρημα, γεμάτο ενδολογοτεχνικές αναφορές και παραπομπές στην ιστορία της φιλοσοφίας. Το λογοτεχνικό επίτευγμα του Κούτσι είναι ο τρόπος με τον οποίο κατορθώνει να συγκροτήσει μυθοπλασία μέσα από έναν απόλυτα επιστημονικό δοκιμιακό λόγο για το κακό, την ενοχή, το χρόνο, το γήρας, την ίδια τη γραφή. Με το λογοτεχνικό αυτό σχέδιο ωστόσο δεν συμφώνησαν οι περισσότεροι από τους λογοτέχνες της Πάρου. «Είναι ένα βιβλίο αυτοαναφορικό, ένα παιχνίδι του Κούτσι με τη δική του περσόνα. Είναι εχθρικός προς τον αναγνώστη ο χωρισμός σε τόσο μεγάλα κεφάλαια» επισήμαινε ο Αύγουστος Κορτώ. «Στο βιβλίο επικρατούν συντριπτικά οι σελίδες στοχασμού επί των αφηγηματικών, των σελίδων δράσης», τόνιζε ο Χρήστος Χωμενίδης. Η Ελένη Ζαχαριάδου πάλι πίστευε, επικρίνοντας τον Κούτσι, πως «εάν ήταν όλοι οι ήρωές μου κακοί, μπορεί όντως να ασκούσα ολέθρια επίδραση στον αναγνώστη». Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία πως η αντιπαραβολή των λογοτεχνικών μεθόδων των ελλήνων πεζογράφων από τη μια και του Κούτσι από την άλλη είναι σχετικά ασύμμετρη. Εντούτοις, οι απόψεις τους για την Ελίζαμπεθ Κοστέλο, όπως τις μετέφερε και τις σχολίασε ο Π. Τατσόπουλος, είναι ενδεικτικές μιας λογοτεχνικής στάσης, την οποία στο προηγούμενο τεύχος του UNFOLLOW αποκαλέσαμε ηθογραφική, ισχυριζόμενοι πως συνδέεται δομικά με την οξύτητα και την ηθικολογία που χαρακτηρίζει τον σημερινό δημόσιο πολιτικό λόγο των ίδιων λογοτεχνών. Πρόκειται για μια αδυναμία επαναπλαισίωσης, ένα συστατικό αντιδιανοουμενισμό, που αρνείται στο έργο τέχνης τη δυνατότητα να ορίσει εκείνο τους όρους πρόσληψης και αξιολόγησής του. Υπάρχει μόνο στο βαθμό που μπορεί να είναι επιτυχημένο, ευανάγνωστο από το ευρύτερο δυνατό κοινό, καταξιωμένο από συστήματα πολιτικής, οικονομικής, ηθικής κυριαρχίας. apples-

Παραδόξως, η συνάντηση δεν άφησε κανένα ίχνος στο περιοδικό που τη διοργάνωσε ή μάλλον άφησε ένα ελάχιστο: ο Κώστας Κατσουλάρης, συνεργάτης τόσο του μήλου όσο και των εκδόσεων Διήγηση, σε ένα κείμενο με τίτλο «Πατροκτόνοι χωρίς πατέρα» κατηγόρησε τη νέα λογοτεχνική γενιά για απουσία θεωρητικής συγκρότησης και επισήμανε τον κίνδυνο να μείνει ορφανή χωρίς να αναζητήσει ποτέ τον πατέρα της, παραθέτοντας μάλιστα τέτοιους δυνητικούς αλλά και ματαιωμένους λογοτεχνικούς Λαΐους, από τον Σαίξπηρ ως τον Προυστ και βέβαια τον ίδιο τον Κούτσι. Προφανώς η συνάντηση είχε διαψεύσει τις προσδοκίες των διοργανωτών της και το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες ήταν ήδη συνεργάτες του περιοδικού δεν άφηνε περιθώρια για σαφέστερες αναφορές. Σε κάθε περίπτωση το να ένα μήλο ήταν ένα περιοδικό που αποτύπωσε και συνόψισε τα χαρακτηριστικά της αστικής αυτής ηθογραφίας, αν και βέβαια στις σελίδες του φιλοξενήθηκαν και συγγραφείς εντελώς διαφορετικής πνοής και προσανατολισμού όπως ο Χ. Χρυσόπουλος, ο Β. Χατζηγιαννίδης, ο Χ. Αστερίου ή ο Ν. Βλαντής: απουσία κριτικού και δοκιμιακού λόγου, προσήλωση σε μια κατά το μάλλον ή ήττον γραμμική εξιστόρηση με έμφαση στην περιπέτεια, την παραδοξολογία και την ανατροπή, υποτυπώδης ιστορικός και πολιτικός στοχασμός. Τα σημειώματα εξάλλου της εκδότριας δείχνουν με διάφορους τρόπους τη γενική αυτή ιδέα για τη λογοτεχνία που υπηρετούσε το περιοδικό. Ένα κείμενο π.χ. της Άντζελας Δημητρακάκη για το βραζιλιάνικο μοντερνιστικό «μανιφέστο της ανθρωποφαγίας» δημοσιεύεται με την έμμεση προειδοποίηση στο εκδοτικό σημείωμα: «Αν κάποιο μελέτημα με τις [4!] υποσημειώσεις του φαίνεται βαρύ…». Σε επίπεδο ορολογίας, το περιοδικό εγκαταλείπει (και μάλλον σωστά) τον όρο «γενιά» για να τον αντικαταστήσει με τη «φουρνιά», η «κριτική» γίνεται «άποψη» ή «εντυπώσεις», τα κείμενα δηλώνονται συχνά με όρους όπως «ιστορία», «περιπέτεια», «αληθογράφημα». Η απουσία κριτικών σημειωμάτων σε κάποιο τεύχος προαναγγέλλεται από τη Λώρη Κέζα με τη φράση «τα ξίφη μπήκαν στις θήκες». apples 4Νόμιμη, προφανώς, η ρήξη με την παραδοσιακή ορολογία της θεωρίας της λογοτεχνίας ενισχύει την άποψη ωστόσο ότι η ομάδα του περιοδικού θεωρεί τη λογοτεχνία κατά κύριο λόγο ως αδιαμεσολάβητη αφήγηση της πραγματικότητας και την κριτική ως προσωπική αντιπαράθεση. Το να ένα μήλο στην ουσία θέλησε να γίνει το λογοτεχνικό περιοδικό μιας ιδεολογικής και γραμματολογικής θέσης που αρνήθηκε τη λογοτεχνικότητα στη λογοτεχνία. Ίσως γι’ αυτό η έκδοσή του να μην άφησε κάποιο ανεξίτηλο στίγμα. Μια δεκαετία ωστόσο νωρίτερα, ένα άλλο περιοδικό, τα Ρεύματα, επιτελεί μια λειτουργία αντίστοιχη με το να ένα μήλο. Στο τεύχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1996, δημοσιεύει το αποτέλεσμα μιας έρευνας για τους «καλύτερους νέους έλληνες συγγραφείς». Στο εξώφυλλο ο χάρτης της Ελλάδας, η ελληνική σημαία και μια νεαρή κραδαίνουσα πένα αντί λόγχης. Οι επτά καλύτεροι νέοι συγγραφείς αναδεικνύονται με ψηφοφορία μεταξύ 50 ομοτέχνων τους που έχουν εκδώσει τουλάχιστον ένα βιβλίο και που το 1996 δεν έχουν ξεπεράσει το 40ό έτος της ηλικίας τους. Ευτράπελη συνέπεια, ο Σωτήρης Δημητρίου, συγγραφέας μιας ποιητικής συλλογής και μιας συλλογής διηγημάτων, καλείται ως μέλος της κριτικής επιτροπής να αξιολογήσει συγγραφείς μόλις ένα ως τρία χρόνια νεότερούς του και με πολύ μεγαλύτερο συγγραφικό έργο. Οι επτά νικητές είναι οι: Α. Ασωνίτης, Θ. Γρηγοριάδης, Β. Ραπτόπουλος, Π. Τατσόπουλος, Σ. Τριανταφύλλου, Μ. Φάις και Χ. Χωμενίδης.

Ο Ντίνος Σιώτης, εκδότης του περιοδικού, προτείνει στον αναγνώστη να κρατήσει το τεύχος και να το ανοίξει το 2011 για να διαπιστώσει κατά πόσον δικαιώθηκε η εν λόγω έρευνα. Τα σημειώματά μας, με ένα χρόνο καθυστέρηση, επιχειρούν να απαντήσουν κατά κάποιον τρόπο σ’ αυτό το ερώτημα. Όχι εάν οι εν λόγω συγγραφείς δικαίωσαν την έρευνα, αλλά ποια λογοτεχνία κυριάρχησε κατά κύριο λόγο από τη δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα.apple 6 Γιατί στην πραγματικότητα, εάν εξαιρέσουμε ορισμένους θύλακες, ορισμένες μεμονωμένες περιπτώσεις λογοτεχνών ή παρέες γύρω από έντυπα και άλλους πόλους συγκρότησης, η λογοτεχνία που κυριάρχησε, η λογοτεχνία που «εκπροσώπησε» τη λογοτεχνία σε πεδία εκτός του λογοτεχνικού, στις τηλεοπτικές συζητήσεις αίφνης, στις στήλες των freepress, στα καλοκαιρινά αφιερώματα των εντύπων και στις δεξιώσεις της Προεδρίας της Δημοκρατίας, υπηρέτησε έναν συγκεκριμένο αναπαραστατικό τρόπο: γραμμικό, εχθρικό προς τον αναστοχασμό για τη γραφή, καχύποπτο προς τις ανθρωπιστικές και τις μεταστρουκτουραλιστικές σπουδές, αδύναμο να αρθρώσει μια αφηγηματική ή κοινωνική πολυφωνία. Κατορθώνοντας ωστόσο να διεκδικήσει και να κατοχυρώσει μια προνομιακή θέση στον δημόσιο λόγο: δεν είναι συμπτωματικό βέβαια που οι συγγραφείς οι οποίοι σήμερα μιλούν από την αναγνωρίσιμη θέση του συγγραφέα είναι όσοι ανήκουν σε αυτό τον αναπαραστατικό τρόπο. Οι υπόλοιποι είναι εγκλωβισμένοι σε μια αμήχανη απεύθυνση εντός ενός οικείου και ασφαλούς πεδίου. Είναι από την άλλη σαφές πλέον πως μια νέα γενιά λογοτεχνών έχει αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της, μια γενιά που βρίσκεται από πολλές απόψεις στον αντίποδα της προηγούμενης. Με δεδηλωμένη πρόθεση ανάμιξης των ειδών, με κλίση προς την αφαίρεση παρά προς την αφήγηση, με οξύ πολιτικό και υπαρξιακό λόγο, με αναζήτηση της αναγνώρισης εντός του καλλιτεχνικού πεδίου και απαξίωσης των παραδοσιακών μέσων φαίνεται να διαθέτει εργαλεία καταλληλότερα για τη διαχείριση και τη διατύπωση της σημερινής συγκυρίας.

To κείμενο δημοσιεύτηκε στο Unfollow 13

http://unfollow.com.gr/index.php/home/item/160-unfollow-13.html

http://rednotebook.gr/details.php?id=8597

Το 1ο μέρος εδώ

http://wp.me/p2VUjZ-2Qn

.

.