RSS

Category Archives: Σκέψεις περί Αισθητικής και Λογοτεχνίας

Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου, Το ελληνικό διήγημα του 20ού αιώνα, Προσεγγίσεις, Έξι διηγήματα ασκούν κριτική σε διηγηματογράφους της γενιάς του ’30

Τι σημαίνει γίνεσαι γυναίκα;

H εξέλιξη της θεωρίας οδήγησε στην υπόθεση ότι η διάκριση μεταξύ του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου δεν είναι πλέον λειτουργική, αφού οι διαφορές που αποτυπώνονται στα σώματα,«είναι κοινωνικά ανόητες μέχρις ότου οι κοινωνικές πρακτικές τις μετατρέψουν σε κοινωνική πραγματικότητα» (Connell, 2006). Ωστόσο, η σεξουαλική διαφορά «άνδρα» – «γυναίκας» είναι απλώς δύο αντικειμενικές θέσεις που οι άνθρωποι ερμηνεύουν μέσω μιας επαναλαμβανόμενης ερμηνείας περί κοινωνικής κατασκευής ή πρόκειται πραγματικά για μια σεξουαλική διαφορά κατά τη λακανική έννοια.

Προσεγγίζοντας τη δεκαετία του ’80 γίνεται αντιληπτό ότι η έμφυλη κριτική του δεύτερου κύματος, εμφανώς εστιασμένη στη διαφορά που οδηγεί στη δημιουργία των ταυτοτήτων, δεν επαρκεί για να αναλυθούν οι έμφυλες ανισότητες που επικράτησαν στη δυτική σκέψη. Γενικότερα, ο προσδιορισμός της ταυτότητας ως «νοητικής κατασκευής που διαμορφώνεται μέσα από μακρόχρονες και πολύπλοκες ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές διαδικασίες»,[1] βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο των διαφόρων θεωρητικών αναζητήσεων που θέτουν ερωτήματα αναφορικά με τη φύση, τη μορφή και τις διαδικασίες διαμόρφωσής της. Παρόλα αυτά, ένα είναι βέβαιο: ότι η ταυτότητα εμπεριέχει την ύπαρξη του Άλλου, δηλαδή τη διαφορετικότητα.

Όπως τονίζει η Diana Fuss (1989), παρόλο που στη δυτική επιστημονική σκέψη η έννοια της ταυτότητας έχει ταυτιστεί κατά κάποιον τρόπο με την έννοια της ουσίας, ωστόσο αυτές δεν αποτελούν ταυτόσημες έννοιες. Χαρακτηριστικά σημειώνει σε μελέτη του ο Κ. Βρύζας: «Η ταυτότητα είναι μια λέξη αμφίσημη. Από τη μια μεριά, σημαίνει την απόλυτη ομοιότητα ή ισότητα ανάμεσα σε άτομα, ομάδες, απόψεις, πράγματα ή σύμβολα, τα οποία ταυτίζονται το ένα με το άλλο αντίστοιχα. Από την άλλη μεριά, αντίθετα, υποδηλώνει το σύνολο των χαρακτηριστικών που διαφοροποιούν κάποιον ή κάτι από κάτι άλλο. Και ανάμεσα υπάρχει μια αμφιβολία: ταυτότητα σημαίνει αυτό που κάποιος ισχυρίζεται πως είναι. Στην πραγματικότητα όμως, οι ορισμοί των ταυτοτήτων ανήκουν στη δικαιοδοσία εκείνων που ορίζουν, με όλες τις σημασίες της λέξης, δηλαδή σ’ αυτούς που οριοθετούν, διαμορφώνουν και εξουσιάζουν. Και τούτο, γιατί η επαλήθευση των ισχυρισμών για την ταυτότητα εξαρτάται μάλλον από τη δύναμη που έχει ο ισχυριζόμενος να επιβάλλει την άποψή του παρά από το δίκιο του» ( Βρύζας, 1997, σ. 69). Αυτό που προέχει για τους διανοητές της φεμινιστικής θεωρίας είναι όχι να καθοριστεί η ταυτότητα εντός της μεταφυσικής της ουσίας, αλλά να εντοπιστεί και να οριστεί θεωρητικά εντός της ταυτότητας.

Στο δίλημμα ταυτότητα ή διαφορά, η μεταδομιστική θεωρία αντιπαραβάλλει την προβληματική της ταυτότητας ως διαφοράς. Η ταυτότητα εμπερικλείει το φα(ντα)σματικό της άλλο, τη μη ταυτότητα που περικλείει ή αποκηρύσσεται, προκειμένου να καταστεί εφικτή η συγκρότηση του εαυτού (Αθανασίου, 2005). Πώς κατασκευάζονται οι ταυτότητες; Είναι η ερμηνευτική γλώσσα που αναλαμβάνει να οργανώσει τα νοήματα και να ερμηνεύσει τις λειτουργίες και, τελικώς, να επιβάλει, μέσω της υπονόμευσης, τις διάφορες κατηγορίες, ή μήπως η γλώσσα που εκλαμβάνει ως θέσφατο ό,τι κληρονόμησε και απλώς το διαπιστώνει; Στην παρούσα φάση, προκύπτει η αντίθεση μεταξύ επιτελεστικής ή διαπιστωτικής γλώσσας. Μια αντίθεση που καταλήγει σε «απορία»[2] (aporia), που θυμίζει το γνωστό ερώτημα περί της γένεσης της κότας ή του αυγού. (Culler, 2000).

Επιτελεστική ή διαπιστωτική γλώσσα λοιπόν, και η φεμινιστική κριτική σκέψη προχωρά στη διαπίστωση ότι η πράξη της δήλωσης ή της περιγραφής είναι στην πραγματικότητα επιτελεστική (Culler, 2013). Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι τελικά η περιγραφή και η ερμηνεία, ακόμα και η συζήτηση που, μέσω της υπονόμευσης της διαπίστωσης, οδηγεί σε μια νέα διαπίστωση.Ομοίως, και η μεταμαρξιστική θεώρηση θεωρεί τον λόγο εργαλείο για τη διαμόρφωση ταυτοτήτων, κοινωνικών στερεοτύπων με πολιτικό αντίκτυπο. Είναι φανερό πως ο Λόγος παραμένει ένα χρήσιμο εργαλείο για τη μετάδοση διαμορφωτικών ιδεών.  Κατά τον Horkheimer,  η ενότητα της ζωής υπήρξε περισσότερο κοινωνική παρά φυσική, «ο λόγος έχει εκφυλισθεί…» υποστηρίζει, γιατί «ήταν η ιδεολογική προβολή μιας ψευδούς οικουμενικότητας…», που καλλιεργήθηκε μέσω του Εργαλειακού Λόγου.[3]

.

.

Υπό το κράτος παρόμοιων θεωρήσεων και αμφισβητήσεων αναδύεται μια «επιτελεστική Θεωρία του Φύλου και της Σεξουαλικότητας» στο πλαίσιο της φεμινιστικής θεωρίας και των ομοφυλοφιλικών και λεσβιακών σπουδών. Βασική φιγούρα αυτής της θεώρησης είναι η Αμερικανίδα φιλόσοφος Judith Butler, τα βιβλία της οποίας άσκησαν σπουδαία επιρροή στον τομέα των λογοτεχνικών και πολιτισμικών σπουδών (Gender: Ο φεμινισμός και η υπονόμευση της ταυτότητας -1990, Φορείς του Matter -1993, και Excitable Speech: Μια πολιτική της ομιλίας Act -1997). Η υπόθεση της κοινωνικής κατασκευής του φύλου απασχόλησε ιδιαίτερα τη Butler, η οποία υποστήριξε ότι στις ετεροκανονιστικές συμβάσεις, όπου κυριαρχεί ο δυτικός λόγος, τα φύλα «επιβάλλεται» να παραμένουν δύο (Butler, 2009 [1990], σ. 31). Στόχος αυτής της συντηρητικής θέσης, κατά τη Butler, είναι να προκύψει η εναντίωση, υπό τη μορφή κινημάτων, όπως το φεμινιστικό κίνημα, με αίτημα ή να τις εξισώσει με το «άλλο» φύλο ή να τις εντάξει πολιτικά.

H Butler, μέσω της επιτελεστικής θεωρίας, επιχειρεί να ξεκαθαρίσει ότι τόσο το βιολογικό όσο και το κοινωνικό φύλο, στην πραγματικότητα, δεν υφίστανται παρά μόνο σαν κοινωνικές κατασκευές, οι οποίες μέσω επαναλαμβανόμενων πρακτικών μίμησης δημιουργούν μια «επίφαση μιας ουσίας» (Butler, 2009).  Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο λόγος είναι αυτός που δημιούργησε τη διπολική έννοια του φύλου, και επομένως αμφισβητεί την ύπαρξή της σε προ-λογοθετικό επίπεδο. Υιοθετώντας, κατά μια έννοια, την άποψη του Φουκώ για τη σεξουαλικότητα, αποφασίζει να διαχειριστεί τα ίδια μέσα, να διαχειριστεί τον ίδιο λόγο που καταπίεσε τη σεξουαλικότητα εξ αρχής γενομένης της διπολικότητας. Η παρώδηση της έννοιας της διαφοράς είναι η φεμινιστική πρόταση της Butler, η οποία επιλέγει να αντισταθεί στον δυτικό μύθο της Νεωτερικότητας παροτρύνοντας τις φεμινίστριες να αντιδράσουν απέναντι στην εξουσία του ίδιου του λόγου.Η ίδια χαρακτηριστικά αναφέρει: «Πράγματι, ο κατακερματισμός μέσα στον ίδιο τον φεμινισμό αλλά και η παράδοξη αντιπολίτευση του από “γυναίκες” που ο φεμινισμός ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει, συνιστούν τα βασικά θέματα που διαπραγματεύονται το Φύλο, το Γένος, καθώς και τα επιθυμητά όρια της πολιτικής των ταυτοτήτων. Η πρόταση ότι ο φεμινισμός μπορεί να επιδιώξει ευρύτερα την αντιπροσώπευση για ένα αντικείμενο που κατασκευάζεται έχει την ειρωνική συνέπεια ότι οι φεμινιστικοί στόχοι κινδυνεύουν να αποτύχουν αρνούμενοι να λάβουν υπόψη τους συστατικές εξουσίες των δικών τους παραστατικών ισχυρισμών»  (Butler, 2009).

.

.

Συνεπώς, το να γίνεσαι γυναίκα σημαίνει ότι ενδύεσαι έναν ρόλο μέσω επαναλαμβανόμενων πράξεων, οι οποίες  εξαρτώνται από κοινωνικές συμβάσεις και συνήθεις πρακτικές και κανονιστικά πρότυπα. Κατά τον ίδιο τρόπο, επιτελεστικά,  ορίζεται και η λεσβιακή ή αδερφίστικη ταυτότητα, μέσω της οποίας κληρονομείται, και η ταπείνωση ως επακόλουθο και ως άμυνα στην αντίστοιχη προσφώνηση (Butler, 2009). Το περιθώριο –ό,τι έχει χαρακτηριστεί ως διεστραμμένο ή ανώμαλο– αποτέλεσε την αφόρμηση για την αποδόμηση κοινωνικών συμβάσεων που καθορίζουν τον ρόλο της γυναίκας και για τη δημιουργία των σύγχρονων θεωρητικών κινημάτων, μέρος των οποίων υπήρξε και η φεμινιστική θεωρία. Στόχος όλων των παραπάνω θεωρήσεων υπήρξε η πολιτισμική κατασκευή του κέντρου: της ετερόφυλης φυσιολογικότητας (Culler, 2013 σ.183). […]

Artwork: Alan Mc Donald

Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου, Το ελληνικό διήγημα του 20ού αιώνα, Προσεγγίσεις, Έξι διηγήματα ασκούν κριτική σε διηγηματογράφους της γενιάς του ’30, Εκδόσεις Κομνηνός, Αθήνα 2022

.


[1] «Εμείς» και οι «άλλοι» αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Χρ. Κωνσταντοπούλου – Λ. Μαράτου-Αλιπράντη – Δ. Γερμανός – Θ. Οικονόμου (επιμ.), εκδ. τυπωθήτω Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2000, σ. 33. 

[2] «Απορία» είναι μια αναποφάσιστη αμφιταλάντευση μεταξύ επιτελεστικής και διαπιστωτικής γλώσσας η οποία καταλήγει σε αδιέξοδο. (Culler, 2000)

[3] Η ανάγκη κατά τη μαρξιστική και μεταμαρξιστική θεώρηση, βλ. Σχολή της Φραγκφούρτης, στην οποία ανήκει και ο ίδιος ο Horkheimer, της διαδικασίας της εκβιομηχάνισης, στην μετά τον Διαφωτισμό εποχή, είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο της ατομικότητας. Μετά την αποτυχημένη διάσωση του «Εγώ» το σώμα καταλήγει να «μονάχα σε μια αμφίβολη ταυτότητα». (Horkheimer Max, Το τέλος του Λόγου, μετ. Στέφανου Ροζάνη, εκδ. Έρασμος, Αθήνα 2005,σ. 35.)

 

Sigmund Freud, Ο ποιητής και η φαντασίωση

.

Θα θυμάστε πως είπαμε ότι ο ονειροπόλος αποκρύπτει εντελώς τις φαντασιώσεις του από τους άλλους, διότι διαισθάνεται ότι έχει λόγους να ντρέπεται γι’ αυτές. Θα προσθέσω εδώ ότι, ακόμη κι αν μας τις κοινοποιούσε, η αποκάλυψή τους δεν θα μας προξενούσε καμία ηδονή. Όταν μαθαίνουμε τέτοιες φαντασιώσεις νιώθουμε απέχθεια ή, το πολύ-πολύ, παραμένουμε απέναντί τους παγεροί. Όταν όμως ο ποιητής μας παρουσιάζει τα έργα του ή μας αφηγείται όσα εμείς τείνουμε να ερμηνεύσουμε ως προσωπικές του ονειροπολήσεις, αισθανόμαστε μεγάλη ηδονή, πιθανότατα ποικίλης προελεύσεως. Το επίτευγμα αυτό είναι το πιο κρυφό του μυστικό. Η αυθεντική ars poetica συνίσταται στην τεχνική υπέρβασης της απέχθειας, η οποία σχετίζεται ασφαλώς με τους φραγμούς που υψώνονται ανάμεσα σε κάθε μεμονωμένο Εγώ και τους άλλους. Δύο ειδών μέσα μπορεί να φανταστεί κανείς: ο ποιητής απαλύνει τον χαρακτήρα της εγωιστικής ονειροπόλησης με τροποποιήσεις και συγκαλύψεις, και μας εξαγοράζει με ένα καθαρά μορφολογικό, δηλαδή αισθητικό, κέρδος ηδονής, που προσφέρει με την παρουσίαση των φαντασιώσεών του. Αυτό το κέρδος ηδονής, που μας προσφέρεται προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποδέσμευση μεγαλύτερης ηδονής από βαθύτερες ψυχικές πηγές, το ονομάζουμε δελεαστική πριμοδότηση ή προηδονή. Έχω τη γνώμη μου ότι η αισθητικής φύσεως ηδονή που μας παρέχει ο ποιητής έχει πάντα τον χαρακτήρα μιας τέτοιας προηδονής και ότι η πραγματική απόλαυση του ποιητικού έργου προέρχεται από την απελευθέρωση ψυχικών μας εντάσεων. Μάλιστα, σε αυτό συμβάλλει ενδεχομένως αρκετά και το γεγονός ότι ο ποιητής μάς μεταθέτει σε μια κατάσταση που μας επιτρέπει να απολαμβάνουμε πλέον τις δικές μας φαντασιώσεις χωρίς ενοχή και χωρίς ντροπή. Εδώ βρισκόμαστε στο κατώφλι νέων ερευνών, που είναι ταυτόχρονα ενδιαφέρουσες και πολύπλοκες. Όμως, τουλάχιστον για την ώρα, φτάσαμε στο τέλος της ανάλυσής μας.

[Το κείμενο του Freud γράφηκε το 1907]

Sigmund Freud, Ο ποιητής και η φαντασίωση, σελ. 24-25, μτφρ.: Γιώργος Σαγκριώτης, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2011.

 

Roger Eliot Fry, Ο καλλιτέχνης και η ψυχανάλυση

.

Το παράθεμα του δρ. Φρόυντ μάς παρουσιάζει την εικόνα ενός λαμπρού, επιτυχημένου και ουσιαστικά μη καθαρού καλλιτέχνη – δεν χρειάζεται να διευκρινίσω ότι οι λέξεις καθαρός και μη καθαρός έχουν αυστηρά αισθητική σημασία και δεν αναφέρονται στη σεξουαλική ηθική. Με άλλα λόγια, πρόκειται για κάποιον καλλιτέχνη που πραγματοποιεί τον ονειρικό κόσμο στον οποίο εκείνος και οι θαυμαστές του βρίσκουν ιδεατή ικανοποίηση των ανικανοποίητων ενστίκτων τους. Δημιουργεί εικόνες και καταστάσεις που ανήκουν σ’ αυτόν τον φανταστικό κόσμο, όπου είμαστε ελεύθεροι να παίξουμε τον ρόλο που θεωρούμε όλοι ότι χάθηκε στην πραγματική μας ζωή. Είναι αληθές να υποστηρίξει κανείς ότι έτσι εξηγείται σχεδόν όλη η σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή. Δεν έχετε παρά να σκεφτείτε το μέσο μυθιστόρημα, ιδιαίτερα εκείνα των επιφυλλίδων που βρίσκουμε στην Daily Mail  ή στην Daily Mirror και σε άλλες εφημερίδες, οι οποίες προμηθεύουν καθημερινά με ψίχουλα φανταστικών ρομάντζων πεινασμένες γραμματείς και νοικοκυρές. Για την ακρίβεια, πιστεύω ότι οι πιο πετυχημένες και αναγνωσμένες (κυρίως γυναίκες) συγγραφείς στην πραγματικότητα δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ονειροπολούν πάνω στο χαρτί, καθώς δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί διαφορετικά η εκπληκτική τους παραγωγικότητα. Έχουν το χάρισμα να ονειρεύονται ό,τι ονειρεύεται ο μέσος άνθρωπος, και η εκπλήρωση των φαντασιώσεών τους συμπίπτει πλήρως με την εκπλήρωση των ευχών της πλειονότητας των πληθυσμού. Λιγότερο τυχεροί συγγραφείς πλάθουν συνειδητά και σκόπιμα το είδος φαντασιώσεων που πιστεύουν ότι επιθυμεί το κοινό. Οι τελευταίοι δύσκολα θα δουν τον εαυτό τους στη λίστα των ευπώλητων.

.

.

Όμως καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν ταιριάζει στα σπουδαία μυθιστορήματα – τα μυθιστορήματα που έχουν διάρκεια ασχολούνται ελάχιστα με την εκπλήρωση επιθυμιών. Αντίθετα, στηρίζουν την επίδρασή τους στην ιδιαίτερη αποστασιοποίησή τους από την ενστικτώδη ζωή. Αντί της διαστρέβλωσης της πραγματικότητας χάριν των φαντασιώσεων της λίμπιντο, επιλέγουν να μιλούν για την αδυσώπητη ακολουθία αιτίας και αποτελέσματος που συναντάμε στη ζωή. Εφιστούν την προσοχή μας στη βαθιά αδιαφορία της μοίρας απέναντι σε όλες τις ανθρώπινες επιθυμίες κι επιδιώκουν την παραγωγή ενός τελείως διαφορετικού είδους απόλαυσης, που προέρχεται ακριβώς από τη σκληρότητα της μοίρας – την απόλαυση που συνίσταται στην αναγνώριση των αναπόφευκτων ακολουθιών και είναι η ίδια η απόλαυση που βρίσκουμε στην αναπόφευκτη ακολουθία που έχουν οι νότες σε κάποιον σκοπό. Για την ακρίβεια, την απόλαυση που μας προκαλεί η θέαση των σχέσεων και των συναφειών της μορφής. Για να σας δώσω ορισμένα παραδείγματα, κάποιος που θα επιθυμούσε να διαβάσει μια ιστορία πραγματοποίησης ευχών δεν θα ανέτρεχε στις σελίδες της Μαντάμ Μποβαρύ, της Άννας Καρένινα ή, ακόμη, του Vantity Fair.

Sigmund Freud, Ο ποιητής και η φαντασίωση, από το επίμετρο: Roger Eliot Fry, Ο καλλιτέχνης και η ψυχανάλυση, μτφρ. Ρωμανός Κοκκινάκης, σελ. 43-45, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2011.

Artwork:Tom Chambers

 

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς

.

163. Στην Ελλάδα, καθώς παραβλέπουμε τη βαρύτητα του έντεχνου πεζού λόγου, αφήσαμε την υπόθεση σε δημοσιογράφους που εισβάλλουν στους τόπους της κριτικής χωρίς την εμπειρία της υψηλής λογοτεχνίας και ανίδεοι για το τι μπορεί να σημαίνει η παρέμβασή τους. Αυτά τα κενά είναι πρόδηλα στις επιλογές εύκολα προσβάσιμων έργων με συζητήσιμη λογοτεχνική δύναμη, όπως και στη φλύαρη εξιστόρηση της πλοκής τους. Χωρίς εμβάθυνση όμως στο θέμα που αποδίδει η μορφή-περιεχόμενό τους, δεν μπορεί να γίνει αξιολόγηση των έργων που θα συνέβαλλε στην αισθητική διαμόρφωση του κοινού. Αυτή την υποβάθμιση της λογοτεχνίας εξηγεί η απουσία αληθινού ενδιαφέροντος, καθώς βιβλιοπαρουσιαστές όπως και διδάσκοντες το μάθημα της λογοτεχνίας δεν έχουν πάντα σαφή εικόνα της ιστορίας του πολιτισμού και της ιστορίας της λογοτεχνίας, που θα σχημάτιζαν, αν πραγματικά τους ενδιέφερε. Συγγραφείς όπως ο Μπέρχαρντ, ο Γκάντα, η Γέλινεκ, ο Ζέμπαλντ, αλλά και άλλοι νεότεροι όπως ο Λάζλο Κραζναχορκάι ή παλαιότεροι, όπως ο Μούζιλ ή ο Μπροχ δεν είναι εύκολοι ούτε τόσο ευχάριστοι. Ο αναγνώστης δεν θα τους διάβαζε, αν ήταν στο χέρι του να επιλέξει τα εύκολα. Αν, όμως, τους βρίσκει στις Εθνικές Βιβλιοθήκες, και αν τους διαβάζει, είναι με την παρέμβαση αληθινών κριτικών, που είναι σε θέση να αναδείξουν ποιοι συγγραφείς είναι το συμβολικό κεφάλαιο της χώρας τους, αν τα έργα ανήκουν στην εγχώρια λογοτεχνία. Όλα, όμως, από κάτι αρχίζουν, ένα φευγαλέο ερέθισμα μπορεί να είναι για τον αναγνώστη η αρχή μιας ολόκληρης ιστορίας προσωπικών διεργασιών. Στο Δουβλίνο, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων εικονίζονται οι σπουδαιότεροι από τους κλασικούς Ιρλανδούς συγγραφείς, από τον Τζόναθαν Σουίφτ ως τον Μπέκετ. Στις προθήκες των δικών μας βιβλιοπωλείων δεν υπάρχει πουθενά “Η γυναίκα της Ζάκυνθος του Σολωμού”, “Η πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη”, “Η Φόνισα του Παπαδιαμάντη”, “Το αμάρτημα της μητρός μου” του Βιζυηνού ή το “Θέλετε να χορέψομε, Μαρία; ” της Μ. Αξιώτη, “Η βάρδια” του Καββαδία, και τόσα άλλα.

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς, Μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας, σ. 195-196, Γαβριηλίδης 2016.

Πίνακας: Joel Meyerowitz

 

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς

112. Οι αυθεντικοί συγγραφείς, όταν διαβάζουμε τα έργα τους, μας δημιουργούν ένα είδος αφωνίας που παθαίνουμε όταν, όχι τόσο σπάνια, μας κάνουν να αισθανθούμε, θαυμασμό, δέος ή έκσταση, που μας βοηθούν να καταλάβουμε ότι η τέχνη του λόγου είναι ένα είδος έσχατης πράξης. Ο αληθινός συγγραφέας φτιάχνει έναν κόσμο εξακοντίζοντας στον δεδομένο και υπαρκτό ένα βλέμμα ικανό να τον ματιάξει, να τον ταράξει, να τον αρρωστήσει και να τον συνεφέρει, καθώς μετακινείται σε περισσότερο βάθος, κατευθυνόμενο στην ουσία των πραγμάτων, που είναι η ειδοποιός διαφορά τους, η κρυμμένη, δηλαδή, αλήθεια τους.

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς, μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας, σελ. 145, Γαβριηλίδης, 2015

Πίνακας:Linda Touby

 

 

 

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς

114. Με τα κατασκευάσματα που προσποιούνται τις λογοτεχνικές δημιουργίες θα νόμιζε κανείς ότι συμβαίνει ό,τι και με τις απομιμήσεις που προσποιούνται τα πρωτότυπα· διαβάζοντάς τα, ο αναγνώστης γλιτώνει κόπο, όπως κι ο καταναλωτής, αγοράζοντάς τα, γλιτώνει χρήματα. Ότι το χρήμα είναι το κατ’ εξοχήν τέχνημα αποφυγής του κόπου και του χρόνου που απαιτούν όλα τα δύσκολα εγχειρήματα –των καλλιτεχνών μη εξαιρουμένων– είναι κοινό μυστικό που μας αποκάλυψε ο Μαρξ στα Χειρόγραφα του ’44. Γλιτώνοντας κόπο και χρόνο, γλιτώνουμε σωματική και ψυχική καταπόνηση. Μαζί, όμως, χάνουμε και όλα τα πολύτιμα που δύσκολα κτώνται, συμπεριλαμβανομένης της παιδείας, της αισθητικής απόλαυσης, της ευαισθησίας. Με αυτήν τη διάθεση, είτε εκδίδουμε πλοκές που βοηθούν τους αναγνώστες να σκοτώσουν την ώρα τους είτε τους λέμε παραμύθια που θωπεύουν τη νάρκη τους, και στις δύο περιπτώσεις τους οδηγούμε στην αποβλάκωση που προκαλεί ανασφάλεια. Μύρια όσα κακά έπονται. Γιατί θέλει πολύ χρόνο για να γίνεις νοήμων και ευαίσθητος. Και μόνο το ένα χιλιοστό αυτού του χρόνου αρκεί για να γίνεις απαθής και ανόητος.

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς, μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας, σελ. 146, Γαβριηλίδης, 2015

Πίνακας: Henri Matisse

 

 

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς

163. Στην Ελλάδα, καθώς παραβλέπουμε τη βαρύτητα του έντεχνου πεζού λόγου, αφήσαμε την υπόθεση σε δημοσιογράφους που εισβάλλουν στους τόπους της κριτικής χωρίς την εμπειρία της υψηλής λογοτεχνίας και ανίδεοι για το τι μπορεί να σημαίνει η παρέμβασή τους. Αυτά τα κενά είναι πρόδηλα στις επιλογές εύκολα προσβάσιμων έργων με συζητήσιμη λογοτεχνική δύναμη, όπως και στη φλύαρη εξιστόρηση της πλοκής τους. Χωρίς εμβάθυνση όμως στο θέμα που αποδίδει η μορφή-περιεχόμενό τους, δεν μπορεί να γίνει αξιολόγηση των έργων που θα συνέβαλλε στην αισθητική διαμόρφωση του κοινού. Αυτήν την υποβάθμιση της λογοτεχνίας εξηγεί η απουσία αληθινού ενδιαφέροντος, καθώς βιβλιοπαρουσιαστές όπως και διδάσκοντες το μάθημα της λογοτεχνίας δεν έχουν πάντα σαφή εικόνα της ιστορίας του πολιτισμού και της ιστορίας της λογοτεχνίας που θα σχημάτιζαν, αν πραγματικά τους ενδιέφερε. Συγγραφείς όπως ο Μπέρχαρντ, ο Γκάντα, η Γέλινεκ, ο Ζέμπαλντ, αλλά και άλλοι νεότεροι όπως ο Λάζλο Κραζναχορκάι ή παλαιότεροι, όπως ο Μούζιλ ή ο Μπροχ δεν είναι εύκολοι ούτε τόσο ευχάριστοι. Ο αναγνώστης δεν θα τους διάβαζε, αν ήταν στο χέρι του να επιλέξει τα εύκολα. Αν, όμως, τους βρίσκει στις Εθνικές Βιβλιοθήκες, και αν τους διαβάζει, είναι με την παρέμβαση αληθινών κριτικών, που είναι σε θέση να αναδείξουν ποιοι συγγραφείς είναι το συμβολικό κεφάλαιο της χώρας τους, αν τα έργα ανήκουν στην εγχώρια λογοτεχνία. Όλα, όμως, από κάτι αρχίζουν, ένα φευγαλέο ερέθισμα μπορεί να είναι για τον αναγνώστη η αρχή μιας ολόκληρης ιστορίας προσωπικών διεργασιών. Στο Δουβλίνο, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων εικονίζονται οι σπουδαιότεροι από τους κλασικούς Ιρλανδούς συγγραφείς, από τον Τζόναθαν Σουίφτ ώς τον Μπέκετ. Στις προθήκες των δικών μας βιβλιοπωλείων δεν υπάρχει πουθενά “Η γυναίκα της Ζάκυνθος του Σολωμού”, “Η πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη”, “Η Φόνισα του Παπαδιαμάντη”, “Το αμάρτημα της μητρός μου” του Βιζυηνού ή το “Θέλετε να χορέψομε, Μαρία; ” της Μ. Αξιώτη, “Η βάρδια” του Καββαδία, και τόσα άλλα.

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς, Μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας, σ. 195-196, Γαβριηλίδης 2016.

Αrtwork : Sarah Wickings

 

 

Νuccio Ordine, Η χρησιμότητα του άχρηστου

Κι όμως ο Τζωρτζ Στάινερ, μέγας υπερασπιστής των κλασικών και ουμανιστικών αξιών «που ευνοούν τη νοητική ζωή», μας θυμίζει ότι, ταυτόχρονα, με δραματικό τρόπο «η άλλη κουλτούρα και η πεφωτισμένη ορθότητα δεν μπόρεσαν να είναι ένα αποτελεσματικό φράγμα στη βαρβαρότητα του ολοκληρωτισμού». Πολλές φορές, δυστυχώς, είδαμε στοχαστές και καλλιτέχνες να εμφανίζονται αδιάφοροι μπροστά σε απάνθρωπα μέτρα, ή και ηθικά συνένοχοι δικτατόρων και καθεστώτων που τα επέλεγαν. Είναι αλήθεια. Αυτό το σοβαρό πρόβλημα που θέτει ο Στάινερ μού φέρνει στο νου τον θαυμάσιο διάλογο μεταξύ Μάρκο Πόλο και Κουμπλάι Χαν που κλείνει τις Αόρατες πόλεις του Ιταλο Καλβίνο. Πιεσμένος από τις ανησυχίες του μονάρχη, ο ακούραστος ταξιδιώτης μάς προσφέρει μια δραματική τοιχογραφία της κόλασης που μας περιβάλλει:

«Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που αφορά το μέλλον· αν υπάρχει μια κόλαση, είναι αυτή που υπάρχει ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε καθημερινά, που διαμορφώνουμε με τη συμβίωσή μας. Δύο τρόποι υπάρχουν για να μην υποφέρουμε. Ο πρώτος είναι για πολλούς εύκολος: να αποδεχτούν την κόλαση και να γίνουν τμήμα της μέχρι να καταλήξουν να μην τη βλέπουν πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή προσοχή και διάθεση για μάθηση: να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο» (Italo Calvino, Οι αόρατες πόλεις, μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2004, σ. 198).

Τι όμως μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε, μέσα στην κόλαση, αυτό που δεν είναι κόλαση; Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς με απόλυτο τρόπο σε αυτό το ερώτημα. Ο ίδιος ο Καλβίνο στο δοκίμιό του Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς, παρότι αναγνωρίζει ότι «οι κλασικοί μάς είναι χρήσιμοι για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε και πού έχουμε φτάσει» (Italo Calvino, Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς, μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σ. 23), μας εφιστά την προσοχή να μη σκεφτούμε ότι πρέπει να διαβάσουμε τους κλασικούς, επειδή οι κλασικοί «χρησιμεύουν» σε κάτι. Διότι, την ίδια στιγμή, ο Καλβίνο υποστηρίζει ότι « να διαβάζουμε τους κλασικούς είναι καλύτερο από το να μην τους διαβάζουμε».

«Η κουλτούρα, όπως ο έρωτας –παρατηρεί πολύ σωστά ο Ρομπ Ρίμεν – δεν έχει τη δύναμη να εξαναγκάζει. Δεν προσφέρει εγγυήσεις. Παρ’ όλα αυτά, η κουλτούρα και η ελεύθερη διαπαιδαγώγηση μάς προσφέρουν τη μοναδική πιθανότητα να κατακτήσουμε και να υπερασπιστούμε την ανθρώπινη αξιοπρέπειά μας». Ιδού γιατί πιστεύω ότι, σε κάθε περίπτωση, είναι καλύτερο να συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε με τη σκέψη ότι οι κλασικοί και η διδασκαλία τους, ότι η καλλιέργεια του περιττού και αυτού που δεν παράγει κέρδος, μπορούν να μας βοηθήσουν να αντισταθούμε, να κρατήσουμε ζωντανή την ελπίδα, να διακρίνουμε εκείνη την ακτίνα φωτός που μας επιτρέπει να διατρέξουμε μια αξιοπρεπή πορεία.

Παρ’ όλα αυτά, ανάμεσα σε τόσες αβεβαιότητες, ένα πράγμα είναι σίγουρο: αν αφήσουμε να πεθάνει οτιδήποτε το αφιλοκερδές, αν εγκαταλείψουμε τη δημιουργό δύναμη του άχρηστου, αν ακούμε αποκλειστικά το θανατερό τραγούδι των σειρήνων που μας ωθεί να κυνηγούμε το κέρδος, θα είμαστε σε θέση να παράγουμε μονάχα μια άρρωστη και χωρίς μνήμη συλλογικότητα, ή οποία θα καταλήξει να χάσει την έννοια του εαυτού της και της ζωής. Και τότε, όταν η απερήμωση του πνεύματος θα μας έχει πλέον εξαντλήσει, θα είναι πραγματικά δύσκολο να φανταστούμε ότι ο ανόητος homo sapiens θα μπορέσει ακόμα να παίξει έναν ρόλο για να κάνει πιο ανθρώπινη την ανθρωπότητα…

Νuccio Ordine, Η χρησιμότητα του άχρηστου, σελ. 31-34, μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Άγρα 2014

Artwork: DuyHuynh

 

 

Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου: Κική Δημουλά, Όταν η υλικότητα διαμαρτύρεται

Η Κική Δημουλά, ανήκοντας στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, δεν ξεστρατίζει τον βηματισμό της από τον κυρίαρχο προβληματισμό αλλά και το ύφος αυτής της γενιάς, που οπωσδήποτε τη συγκλονίζουν θέματα υπαρξιακού προβληματισμού, ιδωμένα όμως υπό το πρίσμα μιας ανεπιτήδευτης και κάποτε ειρωνικής ματιάς. Εκείνο, ωστόσο, που διαφοροποιεί τη γραφή της είναι, απ’ τη μια οι ιδιάζουσες γλωσσικές ακροβασίες, οι οποίες μάλιστα στοιχειοθετούνται σ’ ένα κλίμα διαρκούς πειραματισμού που αιφνιδιάζει, κι απ’ την άλλη η εξόχως διεισδυτική εισβολή που επιχειρεί σε καταστάσεις τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού χώρου. Θαρρείς και η ιδιότροπη και ανατρεπτική ονοματοδοσία που αποπειράται, δεν είναι παρά η παιγνιώδης μα και βαθιά σαρκαστική στάση που επιλέγει να τηρήσει απέναντι στη φαινομενικά δίπολη ζωή. Όχι, τέτοιες ψευδαισθήσεις μακριά από εμάς. Και βέβαια μακριά και από εκείνη. Αγαπάει τις λέξεις η Δημουλά, τις αγαπάει τόσο, που τις μεταχειρίζεται σαν πρόσωπα, σαν χαρακτήρες που έχουν τη δική τους προσωπικότητα, όντα που αποφασίζει να τα ανασύρει απ’ την αδράνειά τους, να παίξουν ρόλο σοβαρό στη μεγάλη συζήτηση που έχει ανοιχτεί μες στις σελίδες της για θέματα που αφορούν στη μνήμη, τη λήθη, το χρόνο, τη φθορά. Αν δεν υπήρχε στη γραμματική το οξύμωρο ως σχήμα, είμαι απολύτως πεπεισμένη ότι εκείνη θα το επινοούσε. Το ποιητικό της ιδίωμα άλλωστε συνίσταται στην παιγνιώδη και ανατρεπτική σύνταξη, στους τολμηρούς συνδυασμούς έμψυχων και αφηρημένων, συγκεκριμένων και μεταφορικών, «ο έρωτας είναι αυτόχειρας» διαπιστώνει. Συνίσταται όμως και στις πολλαπλές αμφισημίες των λέξεων, στις μετωνυμίες, την υποκειμενοποίηση των εννοιών, στις συνεχείς επαναλήψεις, στον ελλειπτικό λόγο. Συνήθως, ουσιαστικοποιεί το επίθετο ή επιθετοποιεί το ουσιαστικό: «μεσίστιο μέλλον», «ισόγεια μνήμη», «πριονωτό ανεπίστρεπτο», «νοσταλγία δισύλλαβη», λέει αναφερόμενη στο σύζυγό της Άθω, και συνεχίζει «τοκογλύφος πλευρά του Αδάμ», «φορτηγό κλάμα», «ιστιοφόρα φωνή», ενώ αλλού συνδυάζοντας ρήματα με ουσιαστικά θα την ακούσουμε να λέει: «εκφωνείς γραμματόσημα». Κι αναρωτιέται ίσως κανείς, προς τι όλη αυτή η υποστασιοποίηση των εννοιών, η αιρετική αποδόμηση της γλώσσας, «ο υπερρεαλισμός της γραμματικής και του συντακτικού», όπως σημείωνε ο Τάσος Ρούσσος. Μα είναι προφανές. Δεν την αντέχει η Δημουλά την οριστικότητα των απωλειών, δε συμβιβάζεται με τα κοινώς αποδεκτά περί του αμετάκλητου, όπως άλλωστε και κάθε ποιητής. Διατηρεί όμως μέσα της βαθιά κι εκείνη την παιδική αθωότητα, που την γεμίζει έστω με την ψευδαίσθηση κάποιας ελπίδας. Τι κάνει λοιπόν; Αναποδογυρίζει τα πράγματα, μήπως και βρει κρυμμένο μέσα τους κάτι που της διέφυγε, κάτι που ίσως αναιρεί το προδιαγεγραμμένο, έναν κρυμμένο κωδικό αριθμό που θα ξεκλειδώσει τη σφραγισμένη μοίρα μας. Τι καταλάβαμε τόσους αιώνες, άλλωστε, με την ορθόδοξη διατύπωση και καταγραφή της διαμαρτυρίας μας;

Ακολουθώντας το πρωτόκολλο της σύνταξης, μήπως μπορέσαμε έστω και ελάχιστα να αποδράσουμε απ’ τη συντεταγμένη πορεία όλων των αβοήθητων, που οδεύει προς το θάνατο; Αστείο και να το συζητάμε. Ας ειρωνευτούμε και ας παίξουμε λοιπόν και προπαντός ας μην την παίρνουμε και τόσο σοβαρά την ειλημμένη απόφαση περί του μέλλοντός μας. Προς τι να παραδίδεται η φευγαλέα μας ύπαρξη στη νευρικότητα και την αμηχανία. Σοφό λοιπόν να καλυφθεί η προδιαγεγραμμένη απόσταση μέχρι το αμετάκλητο με κάποιους – έστω προσποιητά – αγέρωχους βηματισμούς. Τουλάχιστον, με τη Δημουλά να γράφει, μοιάζει σαν να διαμαρτύρεται εγγράφως η υλικότητά μας για εκείνη τη διαβεβαίωση που αργοπορεί, να καταγγέλλεται – μ’ άλλα λόγια – αυτή η βραδυπορία. Αυτός είναι και ο λόγος που η αφηγηματική γραφή της αφορίζει και γνωματεύει, μιλώντας εξ ονόματος όλων μας. Γιατί η απόγνωση είναι υπόθεση του καθενός, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας. Το σημειώνω αυτό, γιατί κατά κόρον αναφέρθηκε ότι η ποίηση της Δημουλά απευθύνεται κυρίως στις γυναίκες. Το «Λίγο» όμως αφορά όλους μας, το ανολοκλήρωτο και το ημιτελές αποδεικνύεται εντέλει η μοναδική ισότητα σε τούτη τη ζωή. Ένα παράπονο λοιπόν κι ένας θυμός διατρέχει τους στίχους της Δημουλά για «Το λίγο του κόσμου», και όλες οι επαναλήψεις που της χρεώνονται δεν είναι παρά περίτεχνες μεταμφιέσεις της ίδιας απαράλλαχτης ανάγκης της ν’ ακούσει μιαν απόκριση, ένα ψέλλισμα έστω κάποιας υποτυπώδους δικαιολογίας απ’ την πλευρά του Θεού για την ακατανόητη άλυτη αφασία του που τράβηξε σε μάκρος.Του παραπονιέται λοιπόν και του δηλώνει την παραίτησή της απ’ τον μάταιο και μονομερή αγώνα προσέγγισής του. «… αχ, πανάλαφρος απέμεινε ο θάνατος του πόθου μου για σένα/ φυσικό / έχει κλαπεί από μέσα του το σώμα / μέτρα πόσους αιώνες ήκμασε φρενήρες / σφαδάζοντας επάνω / στην παγερή απάρνησή σου γαντζωμένο / και τώρα που αποχωρούν / αι μυροφόροι μοίραι μία μία / κι έμεινα μόνη μες στο άδειο γεγονός / ανασηκώνοντας το καπάκι που σκεπάζει / αυτά εδώ τα πτώματα που γράφω / και θλιμμένη γελώ παρατηρώντας / πώς ζάρωσε τι γερόντιο έθιμο απέμεινε / ο έρως μου για σένα / αλλά και τι γραΐδιο κωμικό τι μάταιο / η μη ανταπόκρισή σου / τετέλεσται όλα Χριστέ μου. / Τήρησα ωστόσο ευλαβώς / το έθιμο της οδύνης και φέτος». (Η λύτρωση της Μαγδαληνής, «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως») Δήμιος και ιεροεξεταστής του εαυτού της, με ειλικρίνεια αφοπλιστική βάζει το δάχτυλο ‘επί τον τύπον των ήλων’, εκθέτει και εκτίθεται επιδείχνοντας ωμότητα και τόλμη, που όμως στο βάθος της είναι απείρως σπλαχνική. Δεν μπορώ σαφώς να διαπιστώσω πόσος Κάλβος και πόσος Καρυωτάκης, πόσος Καβάφης και πόσος Παπατσώνης κυκλοφορούν στις φλέβες της γραφής της.

.

.

.

.

Εκείνο όμως που εμφανώς τη διατρέχει είναι η ίδια απόγνωση απέναντι στην απουσία του έρωτα, η απόγνωση από την απουσία των αγαπημένων ακόμα κι η απόγνωση, όταν η έμπνευση ή και η ευρηματικότητα τής γυρίζουν επιδεικτικά την πλάτη.«Άγραφων στίχων βρίσκω μισάνοιχτη την πόρτα. / Σπρώχνω ελαφρά το τρίξιμο να μπω / κι από το βάθος βάθος μού απαντά / μια αγριοφωνάρα / πως έχουνε γραφτεί». Αποφεύγοντας συστηματικά η Δημουλά τους εύκολους συναισθηματισμούς και το μελόδραμα, επιλέγει κάποτε ακόμη και το λαϊκό λεξιλόγιο, όπως: «αιώνες κοιλαράδες βραδυκίνητοι», «τζαμπατζήδες θεατρόφιλοι βράχοι», για να αιφνιδιάσει όμως αμέσως παρακάτω με την οξύτητα του μελαγχολικού αποφθέγματος: «Το σκληρό έμαθα πώς χαράζει / αλλά όχι πώς χαράζεται». Πέραν των άλλων, εκείνο που καθιστά και σε ένα άλλο επίπεδο ιδιαίτερη τη γραφή της είναι η συνομιλία, ο διαρκής διάλογος που ανοίγει όχι μόνο με τον εαυτό της, όχι μόνο με τους συνήθεις ύποπτους της ποίησης, τους φίλτατους νεκρούς, αλλά και με όλους εμάς τους ζωντανούς, τους αναγνώστες της καθώς και μ’ εκείνους τους επικριτές που της χρεώνουν νοησιαρχούμενη γραφή, επαναλαμβανόμενα θεματικά και εκφραστικά μοτίβα. «Με καταγγέλλουν / η ανανέωση και η ποικιλία / πως διακινώ μπαγιάτικες ποσότητες / με αποτέλεσμα να εθίζεται η ανία».
(Πάλι σε συγχωρώ, «Ήχος απομακρύνσεων») και αλλού στην ίδια συλλογή:«Ναι δίκιο έχεις: κόπωση θεμάτων. / Ίσως να έφταιξε εν μέρει / ότι δε βγήκα παραέξω από την ίδια στάση. / Ίσως, ίσως λέω αν είχα ταξιδέψει / σ’ ένα ωραίο νησί από μακριά / να σε υποδέχεται στ’ άσπρα ντυμένος ο ασβέστης / και ριγηλό να παιανίζει το έλλην μπλε / των παραθύρων / κάποια θα βρίσκαν να νοικιάσουν αλλαγή / τα θέματά μου». (Αντιγραφείς αισιοδοξίας ΙΙ). Η Δημουλά, κινούμενη με δεδομένη την άρνηση κάθε εξιδανικευτικού πλαισίου, ρίχνει λοξές, χλευαστικές ματιές στα σοβαρά και τα συγκινημένα, και με κινήσεις τελετουργικές αφαιρεί ένα – ένα τα βαριά φορέματα που ντύνουν το δραματικό της όποιας αδυναμίας μας. Στρέφει λοιπόν τους δυνατούς της προβολείς στα ασήμαντα και καθημερινά, παρέχει στέγη και τροφή στα αθέατα και αφανή, που ξεφεύγουνε της όρασής μας και τέλος με ποιήματα σφυριά καρφώνει μικρές διακριτικές ταμπελίτσες στο κάτω – κάτω μέρος των αμελητέων, προκειμένου να σηματοδοτήσει το πέρασμά τους. Άλλωστε, έχει πολύ βαθιά συναισθανθεί πως αυτό το μάταιο παιχνίδι ερμηνειών και αποκαλύψεων, που αιώνες τώρα παίζεται ανάμεσα σ’ εμάς και όλα τα μεγάλα, μα αποκεκρυμμένα, είναι εδώ και καιρό οριστικά χαμένο. Τεμαχίζει λοιπόν τα ένδοξα αδιέξοδά μας και αναψηλαφεί τις πολλαπλές προδοσίες. Δε γλιτώνει όμως ούτε η ίδια απ’ την αναψηλάφηση και τον τεμαχισμό. Σε έναν αέναο και μαζοχιστικό – θα λέγαμε – αυτοδιασυρμό, παρατηρεί, σαρκάζει και τελικά ομολογεί.«Δυσπνέεις. Κατανοητό. / Πνιγηρή του καθενός μας η δύση. / Κάνε όμως κάτι, σκαρφάλωσε / ή / χτύπα συνθηματικά τον τοίχο / του διπλανού τρόμου / ή / έστω θυμήσου λίγο παράθυρο / άσε κουφωτό ένα λάθος / να μπαίνει ελάχιστος άνθρωπος / ίσα να φέγγει να διακρίνεις / να μη χτυπάς επάνω στις κόγχες / της επίγνωσης». (Δυσπνέεις. Κατανοητό, «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως»)

Χαρακτηριστική επίσης είναι και η τάση γνωμάτευσης που διακρίνει τη γραφή της, προσφέροντάς μας διαμάντια αποφθεγματικού λόγου πικρών διαπιστώσεων. Και είναι πικρών, αφού ανάγλυφη και έκτυπη προβάλλει πάντοτε η ίδια δραματική διαπίστωση που αφορά στην έννοια του Πάντα, του Μαζί, του Ολόκληρου. Ό,τι εμπεριέχει την αίσθηση της πληρότητας λειτουργεί στην ποίηση της Δημουλά ως λέξη «αξιολύπητη», αφού μονίμως αυτοδιαψεύδεται.«Άλλο ένα σπάσιμο του Ολόκληρου. / Όλο σπάζει αυτό, / πριν καν υπάρξει σπάζει / και σαν να είναι γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό, / για να μην είναι. / Ολόκληρη ζωή σου λέει ο άλλος. / Από πού ως πού ολόκληρη / μ’ ένα σπασμένο πάντα μέτρο που κρατάτε / και μετράμε; / Αξιολύπητη λέξη το Ολόκληρο. / Σωματώδης αλλοπαρμένη περιφέρεται. / Γι’ αυτό τη φωνάζουν τρελή τα μπατίρια μεγέθη». (Σκόνη, «Το τελευταίο σώμα μου») Στη δέκατη τρίτη ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά, «Τα εύρετρα», ο αμφίσημος λόγος, οργανωμένος και πάλι γύρω απ’ τον υπαρξιακό πυρήνα, συνομιλεί με ό,τι αποδεικνύεται προκλητικά ανθεκτικό, τη φθαρτότητά μας. Μόνο που αυτή τη φορά η φθορά δε λειτουργεί αντανακλαστικά, ως παρατήρηση δηλαδή της σταδιακής αφαίρεσης που υφίσταται η ζωτικότητα έμψυχων και άψυχων. Στις μέχρι τώρα συλλογές η φωνή της ποιήτριας διατηρούσε τη χροιά εκείνη που παρέπεμπε σε υποκείμενο που διαπίστωνε και θρηνούσε για τις απώλειές του τόσο αναφορικά με την εξωγενή όσο και σχετικά με την εσώτερη πραγματικότητα. Μια καταγραφή των αποριών, του θυμού και της αγανάκτησης, κάτι που προσέδιδε στο σύνολο της γραφής της τον αέρα μιας καταγγελίας. Σάρκαζε, θύμωνε, ειρωνευόταν, φέρονταν σαν έφηβη που διαδήλωνε στις πλατείες με πανό και τηλεβόα. Στα «Εύρετρα» τολμά να προχωρήσει παραπέρα και όχι βέβαια να οπισθοχωρήσει. Μπορεί να βγαίνει απ’ την πορεία, να παρατάει το φωνακλάδικο συλλαλητήριο και να αποφασίζει να πάρει το δρόμο για το σπίτι. Κι αυτό βεβαίως σε καμιά περίπτωση δεν είναι υποχώρηση, αφού σ’ αυτή τη μοναχική πορεία προς το ένα, το για πάντα και από πάντα σπίτι, το σπίτι δηλαδή από εδώ και πέρα, το αιώνιο, δε σταματά ούτε λεπτό να ανεμίζει το ίδιο γνωστό πανό της διαμαρτυρίας της. Μόνο που τώρα είναι πιο ουσιαστική, αφού, γενόμενη η ίδια ταυτόχρονα λαός και αρχηγός μαζί, πορεύεται προς την ωριμότητα, αυτήν που κατά την άποψή της αποκτά εκείνος που παύει πλέον να απορεί. Η έφηβη λοιπόν των συλλαλητηρίων ξεντύνεται το έκπληκτο, αιφνιδιασμένο βλέμμα της – η εξοικείωση άλλωστε με τις απώλειες είναι συντελεσμένη προ πολλού – και προσανατολίζεται σε μια νέα μορφή ιδιότυπης αντίστασης. Εξηγούμαι: αφού δεν μπορεί να κατανοήσει, αφού δε στάθηκε καμιά δικαιολογία αρκούντως πειστική για το αναπότρεπτο της κατάληξής μας, αποφασίζει να έχει λόγο έστω για τα διαδικαστικά.

Ziegfeld Model - Non-Risque - by Alfred Cheney JohnstonΠροτρέχει συνεπώς και προοικονομεί, και μια και δεν της πέφτει λόγος κανένας για το «αν θα…», τουλάχιστον απαιτεί να έχει άποψη για το «πώς θα…», αρνούμενη να αφήσει το μέλλον της απουσίας της στα χέρια της τυχαιότητας: «…σταγόνες θέλω να μεταφέρουν / στον ώμο τους με ευλάβεια / όλων μαζί των μεγάλων θλίψεων / τη μικροσκοπική σωρό / αντί λουλούδια άγριες σταγόνες του αγρού / θέλω να με οδηγούν προφυλαγμένη / απ’ τις θανατηφόρες λακκούβες / της μακαρίας οδού…» (Αλλήλων τα βάρη)
και παρακάτω:«…στη στάχτη θα μ’ εμπιστευτώ / το χώμα μού πέφτει βαρύ / δεν μπορείς ν’ ανασάνεις / σε πιέζουν από πάνω και οι γλάστρες / που φέρνουν οι δικοί σου / βαραίνει και το πολύ νερό που πίνουν / εσένα σε περονιάζει η υγρασία / εχθρός για το αυχενικό σου…» Κι ενώ στο «Χαίρε ποτέ» στο ποίημα (Απροσδοκίες) το «στερνοπαίδι της όνειρο» ήταν τότε να «μη γερνάει μόνη» είκοσι δύο χρόνια μετά, στα «Εύρετρα», γράφει: «Το τελευταίο όνειρο / ξέρεις τι μου προτείνει; / να με πάει με το έλκηθρό του εκεί που ζουν οι πιγκουίνοι / εκεί ονειρεύομαι να ξενιτευτεί η θερμοκρασία του σώματός μου …ώσπου να εθιστεί σ’ αυτό το ψύχος / η αντοχή μου / και να εσωστραφώ σε πιγκουίνο / για να μην τρέμω / ό,τι και αν συμβεί / κρύο ποτέ να μην ξανααισθανθώ / ζέστη ποτέ να μην ξαναγαπήσω». (Στην ξενιτιά του σώματος). Ziegfeld Model - Non-Risque - by Alfred Cheney Johnston Από το σύνολο πάντως της ποιητικής της Δημουλά προκύπτει πως, όπου και αν στράφηκε, είτε αυτό ήταν ο ίδιος ο Θεός είτε ήταν ο έρωτας είτε ακόμα και η ζωή, εισέπραξε μια γενναιότατη προδοσία, που διέψευσε τις υψηλές της προσδοκίες. Στη συνέχεια την είδαμε να ψαλιδίζει λίγο – λίγο τα φτερά αυτών των προσδοκιών, να γίνεται πιο συγκαταβατική, να αρκείται και στα λίγα, να προτείνει μάλιστα τρόπους να βολευτούν και, αν γίνεται, ακόμη και να συνδυαστούν τα πράγματα. Θα πει απευθυνόμενη στο Θεό: «Δε γίνεται τουλάχιστον να μένεις / μια βδομάδα εδώ και μια στο πατρικό σου; / Θαύμα μεγάλο είσαι πια μπορείς / να επιβληθείς στη διανομή σου».
(«Ήχος απομακρύνσεων», Μεγάλη Πέμπτη) Στα «Εύρετρα» ωστόσο, βλέποντας να μη λαμβάνεται σοβαρά η πρότασή της, Τον καταγγέλλει για την εγκατάλειψή μας και την παράδοσή μας στην αιώνια πείνα για το αιώνιο: «…αν είχες, Κύριε και συ / ευλογήσει την παρουσία σου / δε θα μας είχε αφήσει / τόσο νηστικούς / σήμερον». Απογοητευμένη λοιπόν απ’ τη ζωή – που κατ’ ευφημισμόν ή «από λεπτότητα» ονομάστηκε έτσι, αντί να αποκαλείται «συντομία» – διαψευσμένη από την παραμορφωτική τάση του έρωτα, που πάντα είναι εφήμερος και βασανιστικά μονομερής, αλλά και από τις όποιες μεταφυσικές ελπίδες της παραιτημένη, καταφεύγει οριστικά πλέον στη γραφή ανακαλύπτοντας σ’ αυτήν στοιχεία αθανασίας: «…Μεταξύ του υπάρχω και του παύω / του μιλώ και του σώπασα / η μόνη κερδισμένη είναι / η διάσημη εκείνη πολεμική ανταποκρίτρια / η γραφή. / Θρασύτατη λογοκλόπος ανίερη / αντιγράφει / και το μιλώ και το σώπασα να υπάρχω / επιδέξια παραποιημένο σε / διαρκώ / στου χαρτιού το εχέμυθο αυτί». («Τα εύρετρα», Η θρασεία λογοκλόπος) Αιχμηρά τα ποιήματα αλλά και ο χρόνος που με περιορίζει σε λιγοστές επισημάνσεις που αδικούν και την ποιήτρια και τις προθέσεις μου. Κι επειδή τίποτα δε δύναται να είναι εντέλει ολόκληρο, αναγκάζομαι να κλείσω εδώ αυτή την ανολοκλήρωτη προσέγγιση για μια ποιήτρια που μίλησε ωστόσο εξ’ ολοκλήρου για τις απώλειές μας.

Αrtwork: Angie Young; Kamil Vojnar; Julia Geiser

 

Σωτήρης Τριβιζάς, Η τέχνη της ανάγνωσης

O αναγνώστης διαβάζει αργά, προσπαθώντας να εναρμονίσει το ρυθμό της ανάγνωσης με τους εσωτερικούς ρυθμούς της αφήγησης. Πολλές φορές απολαμβάνει δύο και τρεις φορές την ανάγνωση κάποιας σελίδας ή αφήνεται σε μία μυστική ονειροπόληση, η οποία αποτελεί μέρος της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ εκείνου και του συγγραφέα. Ο αναγνώστης έχει την ικανότητα να διαβάζει ακόμα και ανάμεσα στις γραμμές, γιατί ξέρει ότι αυτές οι μικρές σιωπές που δημιουργούνται στα κενά της αφήγησης είναι αποκλειστικά δικός του χώρος: χώρος για να συλλογιστεί, για να δημιουργήσει, να ονειρευτεί. Ποτέ ο αναγνώστης δεν αφήνει αδιάβαστες σελίδες, για να φτάσει πιο σύντομα στο τέλος του βιβλίου. Για τον αναγνώστη σημασία έχει το ταξίδι, όχι ο προορισμός. (…)

Τυχαίνει κάποτε ορισμένα βιβλία ν’ αντιστέκονται στην πράξη της ανάγνωσης. Ο αναγνώστης πλήττει, δυσανασχετεί, χασμάται, συλλαμβάνει τον εαυτό του να παραβλέπει παραγράφους ή ακόμη και ολόκληρες σελίδες του βιβλίου. Δύο πράγματα είναι πιθανόν να συμβαίνουν: ή το βιβλίο είναι πράγματι κακό, οπότε ο αναγνώστης δικαιούται να το ενταφιάσει στη βιβλιοθήκη του αναλογιζόμενος με πίκρα την αστοχία της επιλογής του, ή ο ίδιος δεν είναι ακόμα έτοιμος για την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου. Σ’ αυτήν τη δεύτερη περίπτωση ο αναγνώστης επανέρχεται μετά από μήνες ή και χρόνια και ανακαλύπτει στο βιβλίο που δεν κατόρθωσε να διαβάσει ένα αυθεντικό αριστούργημα. Το δέχεται χωρίς έκπληξη, γιατί ο αναγνώστης ξέρει ότι και αυτός ωριμάζει, όπως ακριβώς τα βιβλία. (…)

Σωτήρης Τριβιζάς, Η τέχνη της ανάγνωσης, από τη συλλογή δοκιμίων Το πνεύμα του λόγου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000

Αrtwork: Anna Nemoy

.

.