RSS

Category Archives: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ (ξένη)

Μίλα Χάγκοβα, Διαύγεια

.

9

Δεν μπορούν να σταματήσουν ν’ αγαπούν

Δεν μπορούν να σταματήσουν ν’ αγαπούν. Δύο απ’ τις πολλές τους μητέρες

αιωνίως κάνουν κύκλο και τους τραβούν μέσα στην άβυσσο. Μια πληγή ανοίγει.

Την πίνουν με μια ρουφηξιά. Στέλνουν σήματα γουργουρίζοντας σιγανά

στα τηλέφωνα. Συγγένεια χωρίς πρόσωπο.

Η ζαφειρένια άβυσσος κλείνει. Έχουν ένα μάτι σε κάθε παλάμη.

Παίζουν και κερδίζουν στο πρόσωπο ενός γρήγορα ιπτάμενου Αγγέλου.

Μες στην οικειότητα των γυμνών ήχων.

.

10

Επίμονες μεταβλητές επιφάνειες

Επίμονες μεταβλητές επιφάνειες ακτινοβολούν μέσα απ’ το τελικό δέρμα.

Αμετακίνητα ζώα αφήνουν το αποτύπωμά τους: η αγάπη δεν χρειάζεται να θυμίζει τον έρωτα. Μας βάζει ιεραρχικά στη σωστή θέση.

Στο κρυμμένο πλέγμα του διχτυού το μάτι το συλλαμβάνει: o πόνος πηγάζει απ’ τον χωρισμό:

ζώντας ανάμεσα από αιώνιους βράχους

Μας δοκιμάζει ο Θεός για το πόσο μπορούμε ν’ αντέξουμε;

Μίλα Χάγκοβα, Διαύγεια, από την ανθολόγηση ποιημάτων της Η εξαφάνιση των αγγέλων, μτφρ. Πηνελόπη Ζαλώνη, εκδόσεις Βακχικόν, 2021

Artwork: Κonstantin Κacev

 

Αντόνιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου, Ακόμη [αποσπασματικά]

.

Το φως αναγγέλλεται στα μαχαίρια και μπαίνουν ζητιάνοι
στην αγορά. Η ασταμάτητη ομιλία κυκλωμένη από καρπούς.

Ακόμη είναι όμορφο και μίζερο, λέει συλλαβές ακριβείς,
διασχίζει τη λησμονιά.

***

Πουλιά. Διασχίζουν βροχές και χώρες στο λάθος των
μαγνητών και των ανέμων, πουλιά που πέταγαν ανάμεσα στην οργή
και το φως.

Γυρίζουν ακατανόητα κάτω από νόμους από ίλιγγο και
λησμονιά.

***

Αυτή η ώρα δεν υπάρχει, αυτή η πόλη δεν υπάρχει, εγώ δεν βλέπω
αυτές τις λεύκες, τη γεωμετρία τους στη δροσιά.

Όμως,  αυτές είναι οι εξαφανισμένες λεύκες,
ίλιγγος της παιδικής μου ηλικίας.

Α, κήποι, α νούμερα.

***

Βάλε τα χείλη σου στα καλαμάκια όπως κάνει ο θεός που
κλαίει στις ντουλάπες σου, αυτός που μιλάει ανάμεσα σε
κίτρινα δόντια· σφύρα στα καλαμάκια της οδύνης και, στη
καθαρότητα των άδειων ωρών, θυμήσου την μπατονέτα του
πατέρα σου, τη μοναξιά των περιστεριών των χαμένων στην
αιωνιότητα.

***

.

Υπάρχει ένα χόρτο που το όνομά του δεν είναι γνωστό· έτσι
υπήρξε η ζωή μου.

Γυρίζω στο σπίτι διασχίζοντας τον χειμώνα· λησμονιά και φως
πάνω στα υγρά ρούχα. Οι καθρέφτες είναι άδειοι και στα
πιάτα τυφλή η μοναξιά.

Α, η καθαρότητα των εγκαταλειμμένων μαχαιριών.

***

Σεντόνι μαύρο στην ευσπλαχνία:
η γλώσσα σου σε ένα ιδίωμα ματωμένο.
Σεντόνι ακόμα στην άρρωστη υπόσταση,
αυτή που κλαίει στο στόμα σου και το δικό μου
και, διασχίζοντας γλυκά πληγές
δένει τα οστά μου στα ανθρώπινα οστά σου
Μην πεθαίνεις πια σε μένα, αλάτι της γλώσσας μου.
Δωσ’ μου το χέρι για να μπω στο χιόνι.

Αντόνιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου, Ακόμη [αποσπασματικά]

Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης

Artwork: Jamie Heiden

 

Aντόντιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου: Ο φύλακας του χιονιού [αποσπασματικά]

[…]

Στη μέθη τον περιστοίχιζαν γυναίκες, σκιά, αστυνομία,
άνεμος.

Έβαζε φλέβες στα μαβιά ρείκια ίλιγγο στην
καθαρότητα· το μαινόμενο άνθος της πάχνης ήταν γαλάζιο
στο αυτί του.

Ρόδα, ερπετά και κουτάλια ήταν όμορφα ενόσω
παρέμεναν στα χέρια του.

***

Κάθε πρωί έβαζε στα ρυάκια ατσάλι και δάκρυα και
εκγύμναζε τα πουλιά στο τραγούδι της οργής: το
ρυάκι καθαρό για την κόρη τη γλυκιά ηλίθια: το γαλάζιο
νερό για τη γυναίκα χωρίς ελπίδα, αυτή που μύριζε ίλιγγο
και φως, μόνη στον οχετό ανάμεσα σε λευκές σημαίες, κρύα
κάτω από την ιτιά και με τα βλέφαρα ήδη κίτρινα από έρωτα.

***

Το κρασί ήταν γαλάζιο στο ατσάλι (α, διαύγεια
της Παρασκευής) και μέσα στα μάτια του. Απαλά, διάκρινε
τις μολυσματικές αιτίες: μεγάλα άνθη ακίνητα και η λάμψη,
η μαύρη ταινία στη σιωπή των ερπετών.

***

Aντόντιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου: Ο φύλακας του χιονιού [2] [αποσπασματικά]

Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης

Αrtwork: Claude Renaud

 

Αντόνιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου: Γεωργικά [αποσπασματικά]


.

Αυτό το σπίτι υπήρξε ταγμένο στην καλλιέργεια και το θάνατο.

Στο εσωτερικό του εξαπλώνονται οι τσουκνίδες, βαραίνουν τα άνθη
πάνω στα ξύλα τρομοκρατημένα απ’ τη βροχή.

***

Το κορμί λάμπει στο βαθύ μονοπάτι, μπρος στην
κοτσίδα του σπάρτου και τα ντουλάπια τα προορισμένα στα
κυδώνια και τις σκιές.

Ξαφνικά, ο θρήνος ανάβει τους στάβλους.

Μια γειτόνισσα πλένει ρούχα πένθιμα και τα χέρια της είναι
λευκά ανάμεσα στη νύχτα και το νερό.

***

Φοράδες γόνιμες στο φωσφορισμό. Θυμάμαι το
φόβο και την ευτυχία στα μαλλιά μου χαραγμένα από
την αστραπή· κατόπιν, το νερό και η λησμονιά.

Φορές βλέπω τη λάμψη του βουνού πάνω στις
μεγάλες μηχανές της θλίψης.

***

Έκπληξη, λάμψη: το γεράκι ακίνητο, και η χαίτη τού

αγριοκάλαμου, και, πάνω στο νερό, τα χέρια μου μπρος

στα σκονισμένα βάτα.

Βάζω τους μαύρους καρπούς στο στόμα, και η γλύκα τους είναι από
άλλον κόσμο

σαν τη σκέψη μου σαρωμένη από το φως.

***

Είδα την ηρεμία στα μάτια των βοδιών των προορισμένων στα
βιομηχανικά μαχαίρια, και τ’ άλογα ακίνητα μέσα
στη θλίψη·

μετά, ο ασβέστης, το φως του στις παλιές και μεγάλες
σχισμές κατοικημένες από κλάματα.

***

Τεντώνω το κορμί μου πάνω στα ξύλα τα γδαρμένα από
τα δάκρυα, μυρίζω τη λινάτσα και τη σκιά.

Αχ, η μορφίνη στην καρδιά μου: κοιμάμαι με τα μάτια
ανοιχτά μπρος στη λευκή περιοχή την εγκαταλειμμένη από τις
λέξεις.

***

Αντόνιο Γκαμονέδα, Βιβλίο του κρύου, Γεωργικά [1], αποσπασματικά

Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης

Πίνακας: Albert Marquet

 

Raul Bribete, Εξαφάνιση

Πλησιάζω έναν φίλο, του σφίγγω το χέρι.
Οι φακοί των γυαλιών του βγάζουν λάμψεις ηλεκτρικές
ο σκελετός τους μοιάζει πιο βαρύς από εκείνους
στα ρετρό γυαλιά των μοτοσικλετιστών.
Μέσα σ’ αυτό το φως τα γυαλιά του
φαίνονται τόσο μεγάλα όσο δυο μηχανές μοτοσικλέτας.

Μου διαβάζει λίγα ποιήματα στην απόλυτη σιωπή
της κουζίνας
η σιωπή είναι σχεδόν εκκωφαντική
όμως παρ’ όλα αυτά, κάτι με φωτίζει.

Πίσω από τους μεγάλους φακούς, τα μάτια του φίλου
μου γερνούν
ακολουθώντας το τικ-τακ της καρδιάς του
και τα γυαλιά με τους λαμπερούς ηλεκτρικούς φακούς
μου χαρίζουν βαθιά ηρεμία
όπως ένα φθορίζον ελατήριο
που ρυθμικά γλιστράω από το ένα χέρι μου
στο άλλο.


Δεν ξέρω πόσος χρόνος έχει περάσει
πιάνω τον εαυτό μου να έχει αφήσει την καρέκλα
και ν’ ανοίγει άσκοπα μια ντουλάπα
απ’ όπου χώμα, χώμα μονάχα
ξεχύνεται στο δωμάτιο.
Ο φίλος μου ανοίγει το στόμα και χώμα
χώμα μονάχα
ρέει σαν ποταμός πάνω στο τραπέζι της κουζίνας
από το μισάνοιχτο στόμα του
υγρό χώμα πιτσιλάει τα πάντα γύρω.

Αρχίζω να φοράω τα παπούτσια μου
που ξεχειλίζουν χώμα.
Πλησιάζω ξανά τον φίλο μου,
του σφίγγω το χέρι

Aπό την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου: Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020.

Artwork: Johann Fournier

 

Marco Pogacar, Κυριακή, νωρίς το απόγευμα


Σπρώχνω τη νύχτα σ’ ένα σατανικό e-mail
και τη στέλνω σε ολόκληρο το έθνος.
αν και ένα τραγούδι χρειάζεται κάτι περισσότερο.
παραείναι εύκολο να φύγει έτσι.
Αυτό που χρειάζεται, παραδείγματος χάριν,
είναι να πεις: Κυριακή σήμερα, νωρίς το απόγευμα
κάπου πανηγυρίζουν αγόρια,
επειδή η ομάδα τους κέρδισε,
το καλοκαίρι ξέσπασε σε γόνατα, σε μαζεμένα μαλλιά
που βλέπουμε κυρίως στα κορίτσια.
να πεις, να φύγει, να πήξει
ένα κομμάτι γαλατένιας πέτσας καρφωμένης στον ουρανό,
ενώ οι λέξεις κάτω απ’ το τραπέζι στριμώχνονται
σαν πόδια, μυρωδιές βαριές και αποπνικτικές
σαν ποντίκια της ψυχής. περισσότερα. χρειάζονται πολύ
πολύ περισσότερα. και μπαίνω γρήγορα στο τραγούδι
όπως ένα στήθος μπαίνει στο βρέφος-Ιησού:
είναι καυτή Κυριακή, νωρίς το απόγευμα
και οι άνθρωποι τρελαμένοι από το φως, περιμένουν
να έρθει το πρωί για ν’ ανοίξουν το e-mail

Aπό την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου: Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020.

Artwork: Marcos Guinoza

 

Μarco Pogacar, Ο άνθρωπος δειπνεί με τις παντόφλες του πατέρα του


.

Αυτό που λέμε σύνορα τώρα είσαι εσύ.
Ήταν Μάιος, αργός και βαρετός,
ο δρόμος ξεκοιλιασμένος από οδικά έργα, το χιόνι
ξαφνικό, στεγνό.
Για να πω την αλήθεια:
Δεν χρωστούσα τίποτα σε κανέναν.
Στεκόμουν δίπλα στις πόρτες, το νερό
παγωμένο από τον φόβο μούσκευε την πλάτη μου
κι όταν έκλεισα τα μάτια, είδα
πoπ κορν να ορμάνε στο αλάτι τους και ήξερα
πως κάτι νύχτες τα κουκούτσια μαυρίζουν σαν περιτ-
τώματα.
Μπήκα μέσα για ν’ αντικρίσω την αηδιαστική σκηνή:
όχι αγάπη, ηλιθιότητα, ηλιθιότητα είναι η καρδιά τού
κόσμου –
και τώρα μ’ εκείνες τις παντόφλες, τρώω και κλαίω,
μόνο τρώω και κλαίω μες στο σπίτι.

Aπό την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου: Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020.

Πίνακας: Nicolas Martin

 

Αndrija Radulović, Άρλεκιν


.

Το όνομά σου αναλώθηκε στην ποίηση
Εσύ, Λαίδη Τάνταλε, κάνεις τη μέρα μου να μοιάζει
σαν αιωνιότητα
η μουσική σου και ο Ματίς σου
ο Μπράντο και ο Τοτό
ο Μπαλτίς κι ο σκύλος σου ο Άρτσιμπαλντ
που τρώει μεγάλα κομμάτια ανανά
και οι άρλεκιν χαρακτήρες σου
χορεύεις με τις σκιές τους στο σκοτάδι
στο τέλος ζητάς την εικόνα μου, τη φτιαγμένη από κερί
με περιμένεις να λάμψω σαν εκείνο τον στίχο
της πρώτης μας φοράς
μη μιλάς
γύρισε πίσω στα χρώματά σου

Aπό την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου: Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020.

Πίνακας: Ann Magill

 

Olja Savičević Ivančević, Το σώμα της μητέρας μου



Τα παιδιά δεν είναι δίκαια, ένα παιδί κρατά στη μνήμη του όσα
έχει λάβει το σώμα της: ένα φιλί αποδιωγμένο με θυμό και μια
στιγμή που εκείνη με κλωτσά, ελαφρά μα σταθερά, κάτω από το
φουστάνι. Αργότερα, θυμάμαι αυτά που της έδωσα, όταν έτρεχα
με φόρα προς το σώμα της, και τις μεγάλες ζεστές αγκαλιές.
Το σώμα της είναι μια χορδή και είναι έτοιμο ν’ αποσυρθεί.
Μαλακό απ’ έξω, σουπιά και κόκαλα σουπιάς, από μέσα έχει
σπάσει, ένα ένα κοκαλάκι.

Αγγίζω τη μαμά με το μέτωπο και τα μάγουλα: η νευρώδης
ύπαρξή της, λεπτή και δυνατή. Η μητρότητα είναι αυταπόδεικτη
και άχρηστη, όπως τα πυροτεχνήματα, τα μπολ και οι λεπίδες,
στήθη δυσανάλογα μεγάλα για τόσο αδύνατο σώμα και μεγάλα
λευκά δόντια φτιαγμένα για πλατιά χαμόγελα. Το λεπτό σώμα
της μητέρας μου κυρτωμένο σαν ερωτηματικό, μια παράπλευρη
απώλεια. Μέσα της έχει σκόνη, στάχτη και χιονοθύελλα.

Χάνει κοκάλινα χτενάκια εκεί στις ρίζες των μαλλιών μου και
λέει: Πού άφησα τα δάχτυλά μου; Βάζει τα χέρια στο κεφάλι
μου, βάζει το κεφάλι της στα χέρια μου. Αυτό είναι, αυτό είναι.
Έτσι μυρίζει ένα κορίτσι που το φροντίζουν καλά οι νοσοκόμες.

Πίνακας: Leon de Smedt

Aπό την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου: Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020.

 

Nenad Milošević, Νοέμβριος


Όπως όλοι οι άστεγοι φοβάμαι τον χειμώνα
η κάρτα ανεργίας, χαρτί
όπου ακουμπάω το πεπρωμένο μου.

Τα ιστορικά γεγονότα ξεθωριάζουν
σαν απόδειξη ταμειακής μηχανής
σε τσέπη καλοκαιρινού πουκάμισου.

Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου.
Σκέψη και περιγραφή, σώμα και υποκείμενο.
Η μοντέρνα λυρική ποίηση συνεπάγεται
ελευθερία σκέψης και συνείδησης· η μετωνυμία,
σπασμένο πόδι της μεταφοράς.

Γονείς, δάσκαλοι και γιατροί μ’ έχουν κρατήσει στη ζωή.

Κρέμομαι σαν τρεμουλιαστή λευκή λάμπα στο ξέφωτο,
πίσω απ’ τον αδελφό, την αδελφή μου και το κουνιστό
αλογάκι,
στην πρόσοψη του σπιτιού της Μάρθας

Aπό την ανθολογία Βαλκάνιων ποιητών Οι στίχοι είναι ο χρυσός κανόνας του εφήμερου, μτφρ.: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, επιμέλεια ελληνικού κειμένου: Ιφιγένεια Σιαφάκα, εκδόσεις Ρώμη, 2020.

Πίνακας: Konstantin Kacev