Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν
με του Καιρού τα αλλάματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κι εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν
και των Αρμάτω’ οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,
του Έρωτα οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη
αυτά να μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
ν’ αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέρας
μιά Κόρη κι έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα’ ομάδι
σε μια Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.
Kαι τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,
οι ομορφιές τση ήσαν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
Xαριτωμένο θηλυκό την ήκαμεν η Φύση,
κι η σιάτση δεν ευρίσκετο σ’ Aνατολή και Δύση.
Kαι τ’ όνομά του νιούτσικου Pωτόκριτο το λέγαν,
ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα
κι όλες τσι χάρες π’ Oυρανός και τ’ Άστρη εγεννήσαν,
μ’ όλες τον εμοιράνανε, μ’ όλες τον εστολίσαν.
Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ’ άνθρωπο αναπεύγει,
και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,
ήπαιρνεν το λαγούτο του, κι εσιγανοπορπάτει,
κι εκτύπαν το γλυκιά γλυκιά ανάδια στο Παλάτι
στο χώμα το ανάλογο νερό.
Τ’ όνομά σου: ψωμί στο τραπέζι
Τ’ όνομά σου: νερό στην πηγή.
Τ’ όνομά σου: αγιόκλημα αναρριχώμενων άστρων.
Τ’ όνομά σου: παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα στην πρώτη του Μάη
.
Τ’ όνομά σου: ρινίσματα ήλιου
Τ’ όνομά σου: στροφή από φλάουτο τη νύχτα.
Τ’ όνομά σου : στα χείλη των αγγέλων τριαντάφυλλο.
[Τ’ όνομά σου: κουδούνισμα αλόγων που σέρνουν την άνοιξη πίσω τους]
[Τ’ όνομά σου: βροχούλα στου σπορέα το μέτωπο
Τ’ όνομά σου: περίσσευμα στου βοσκού την καλύβα
Τ’ όνομά σου: τοπίο χωρισμένο με χρώματα]
Τ’ όνομά σου: δυο δρυς που το ουράνιο τόξο στηρίζει τις άκρες του.
Τ’ όνομά σου: ένας ψίθυρος απ’ αστέρι σε αστέρι
Τ’ όνομά σου: μουρμούρισμα ρυακιών μεταξύ τους
Τ’ όνομά σου: μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο
Τ’ όνομά σου: ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο σε μιαν άμπωτη ήλιου.
[Τ’ όνομά σου: ροδόφυλλο σ’ ενός βρέφους το μάγουλο
Τ’ όνομά σου: πεντάγραμμο στις κεραίες των γρύλων
Τ’ όνομά σου: ο Ηνίοχος στην άμαξα του ήλιου.]
Τ’ όνομά σου: πορεία πέντε κύκνων που σέρνουν την πούλια μεσούρανα
Τ’ όνομά σου: Ειρήνη στα κλωνάρια του δάσους.
Τ’ όνομά σου: Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων
[Τ’ όνομά σου: Ειρήνη στις ρότες των πλοίων
Τ’ όνομά σου: ένας άρτος, βαλμένος στην άκρη της γης που περίσσεψε]
Τ’ όνομά σου: αέτωμα περιστεριών στον ορίζοντα.
Τ’ όνομά σου: αλληλούια πάνω στο Έβερεστ
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.
Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες;
Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες
Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ’ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη «…η σμέρνα γεννάει συνέχεια. Γεννάει πολλά αβγά και τα μικρά της μεγαλώνουν γρήγορα. Το αρσενικό (σμύρος) διαφέρει από το θηλυκό (σμύραινα). Το θηλυκό είναι μικρό και ποικιλόχρωμο και το αρσενικό είναι μονόχρωμο και δυνατό ενώ το χρώμα του είναι σαν του πεύκου. Επίσης έχει πολλά εσωτερικά και εξωτερικά δόντια…». Κατά τον Ησύχιο η λέξη «μύραινα» χρησιμοποιούνταν ως υβριστική λέξη. Ο Φώτιος αναφέρει: «Μύραινα, επί του κακού λέγεται, ω Έχιδνα» ενώ κατά τον ίδιο συγγραφέα υπάρχει κωμικός στίχος που αναφέρει «Ω προδότι και παράνομε, και μύραινα σύ».Η αρχαία ύβρις, που φαίνεται ότι έχει επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας, αναφερόταν προς δόλια, επικίνδυνη γυναίκα. Η σμέρνα αναφέρεται και ως εκλεκτό έδεσμα στους «Δειπνοσοφιστές» του Αθηναίου ενώ οι Ρωμαίοι εκτρέφανε σμέρνες για το κρέας τους. Ο Νίκανδρος Κωλοφόνιος στα «Θηριακά» του αναφέρει: «Η σμέρνα βγαίνει έξω στη γη, φωνάζει και φοιτά δίπλα στο φίδι, όπως οι εραστές…» Η τελευταία δοξασία έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας στην Λέσβο. Ο τοπικός θρύλος λέει πως κάποια δυσοίωνη πανσέληνο οι σμέρνες βγαίνουν στη στεριά και ζευγαρώνουν με τα φίδια. Μια δοξασία που ο Καββαδίας έκανε στίχο:«…το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα». Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι ο λαός προσέδωσε στη σμέρνα χαρακτηριστικά δόλου, προδοσίας και ανατριχιαστικής σκληρότητας.
Οι ήρωες είναι πάντα ευγενικοί.
Γεννιούνται μ’ ένα χρυσαφένιο χρώμα,
μ’ όνειρα που τους τα φτιάχνει η συννεφιά,
μ’ ελπίδες που φυτρώσαν μες στο χώμα…
Οι ήρωες δεν έχουν μυστικά.
Δεν ταξιδεύουνε ποτέ σε ξένα μέρη.
Γίνοντ’ αγάλματα ψυχρά, μα εθνικά
κι έχουν για συντροφιά τους ένα περιστέρι…
Οι ήρωες είναι πάντα ευγενικοί.
Κάνουν πως, τάχα, λεπτομέρειες δε θυμούνται…
Κι όταν η νύχτα τούς σκεπάζει με σιωπή,
πετάν’ το θρύλο στα πουλιά κι αποκοιμιούνται…
Σπασμένο καράβι νά ’μαι πέρα βαθιά
έτσι νά ’μαι
με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά
να κοιμάμαι Νά ν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω γύρω
με κουφάρι γειρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω Νά ’ν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι νά ’ναι
και τα βράχια κατάπληκτα και τ’ αστέρια μακριά
να κοιτάνε Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι Έτσι νά ’μαι καράβι γκρεμισμένο νεκρό
έτσι νά ’μαι
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό
να κοιμάμαι
Αρχίζει ο θρήνος της κιθάρας
σπάζουν οι κούπες της αυγής.
Αρχίζει ο θρήνος της κιθάρας.
Δεν ωφελεί κι αν πεις να πάψει.
Δεν το μπορείς να πεις να πάψει.
Κλαίει, κλαίει μονότονα
όπως κλαίει το νερό
όπως κλαίει ο άνεμος
πάνω απ’ το χιόνι. Άϊ κιθάρα, άϊ καρδιά
πληγωμένη,
πληγωμένη από πέντε λόγχες.
Federico Garcia Lorca
Απόδοση στα ελληνικά Β.Πετρή
.
Λόρκα: Η εμμονή του θανάτου συναντά τις εμμονές της πραγματικότητας
ή
“ δολοφονημένος απ’ τον ουρανό ”
Δολοφονημένος απ’ τον ουρανό.
Ανάμεσα στα οχήματα που παν ως το ερπετό
και στα σχήματα που ψάχνουνε το κρύσταλλο,
θ’ αφήσω να μακρύνουν τα μαλλιά μου.
Με το κουτσουρεμένο δέντρο που δεν τραγουδά
και το παιδί με το λευκό από αυγό πρόσωπο.
Με τα ζωάκια που έχουνε σπασμένο το κεφάλι
και το νερό κουρελιασμένο απ’ τα ξερά τα πόδια.
Με όλα εκείνα που έχουνε μια κούραση κωφάλαλη
και μια πνιγμένη πεταλούδα μες στο μελανοδοχείο.
Σκοντάφτοντας
στο διαφορετικό μου πρόσωπο της κάθε μέρας
Δολοφονημένος απ’ τον ουρανό!
“Επιστροφή από περίπατο” 6 Σεπτεμβρίου 1929. Federico Garcia Lorca, Ποιητής στη Νέα Υόρκη, μτφρ: Βασίλης Λαλιώτης, εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 1993.
.
Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, από τους μεγαλύτερους ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς του 20oύ αιώνα, γεννήθηκε το 1898 στο Φουέντε Βακέρος, ένα μικρό χωριό της Ανδαλουσίας, και δολοφονήθηκε στις 18 Αύγουστο του 1936 από τους οπαδούς του Φράνκο. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος κτηματίας της περιοχής και η μητέρα του δασκάλα, από την οποία ο Φεδερίκο έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Στη συνέχεια σπουδάζει στη Νομική και Φιλοσοφική Σχολή της Γρανάδας, ασχολείται με τη μουσική (μαθαίνει πιάνο και κιθάρα) και με τη ζωγραφική.
.
.
Θα σχετιστεί με σπουδαίους καλλιτέχνες της εποχής (Νταλί, Ντε Φάλια, Μπουνιουέλ, Γιλιέν κ.ά). Συνεργάστηκε με τον Ντε Φάλια για τη διάσωση του κάντε χόντο — βαθύ τραγούδι που έχει τις ρίζες του στη μουσική των Ινδιών και που κουβάλησαν οι τσιγγάνοι μαζί τους και το οποίο διαφοροποιείται από το φλαμένκο, που μορφοποιείται περίπου τον 18ο αι. Το 1928 ο Λόρκα θα γίνει διάσημος με το Ρομανθέρο Χιτάνο (τσιγγάνικα τραγούδια, όπου προβάλλεται το ανδαλουσιανό στοιχείο). Θα κατηγορηθεί από τον Νταλί και τον Μπουνιουέλ για συμβατικότητα στη γραφή και για λυρισμό, ο οποίος επαναφέρει τα παρελθοντικά ποιητικά μοτίβα. Αργότερα (1929) θα επισκεφτεί τις Η.Π.Α, όπου θα διαμείνει εννέα μήνες,θα συνεχίσει το ποιητικό του έργο και θα δώσει διαλέξεις. Η συλλογή Ποιητής στη Ν. Υόρκη είναι ένα σχόλιο για την αποπνευματοποίηση και αποσύνθεση της μεγάλης πόλης, όπως επίσης και μία κοινωνική διαμαρτυρία. Χρησιμοποιείται η αυτόματη γραφή και το έργο του χαρακτηρίζεται συνήθως ως υπερρεαλιστικό. Ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι στην Κούβα (1930) θα επιστρέψει στη Μαδρίτη και θα αναλάβει το πανεπιστημιακό θέατρο “Λα Μπαράκα”, δημιουργείται ένας περιοδεύων φοιτητικός θίασος, ο οποίος παρουσιάζει σε ολόκληρη την Ισπανία θεατρικά έργα της ισπανικής παράδοσης. Ταυτόχρονα ανεβάζονται έργα στην Ισπανία και δημοσιεύεται το ποιητικό του έργο. Ως σκηνοθέτης θα ταξιδέψει στην Αργεντινή (1933), με έναν νεοσύστατο θίασο. Εκεί θα ανεβάσει το Ματωμένο γάμο και άλλα θεατρικά του έργα. Το 1934 επιστρέφει στην Ισπανία, όπου συνεχίζει το έργο του έως και τον πρόωρο θάνατό του.
Έργα: α) ποίηση: Μπαλάντα της πλατεϊτσας, Ρομανθέρο Χιτάνο, Ποιητής στη Ν. Υόρκη κ.ά. β) θέατρο: Ματωμένος γάμος, Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, Γέρμα, Η θαυμαστή μπαλωματού κ.ά.
.
.
Πίνακας: Μenchu Gamero
.
Τα πρώτα του χρόνια τα έζησε δίπλα στη φύση, στον κάμπο της Γρανάδας, γεγονός που στιγματίζει ολόκληρο το ποιητικό και το θεατρικό του έργο:το ανδαλουσιανό τοπίο, ο χαρακτήρας και η κουλτούρα του περνούν με τη ζωντανή εικονοποιητική τους ανάπλαση στο έργο του Λόρκα. Επαναλαμβανόμενα μοτίβα όπως αυτά του φεγγαριού και του χιονιού, της φυσικής ζωής του κάμπου (λουλούδια, φυτά, ζώα, ποτάμια),των αυστηρών ηθών που θυμίζουν αρκετά παλαιότερα ήθη και της ελληνικής κοινωνίας, του έρωτα και του πάθους, των ηλιοκαμμένων αντρών με τα λευκά πουκάμισα, των κοριτσιών με τα πολύχρωμα ή κατάμαυρα πένθιμα φουστάνια, την αυστηρή σπανιόλικη ηθική και τα κρυμμένα πάθη, τους ήχους του ανέμου, της θάλασσας που συναντιούνται με τους ρυθμούς του flamenco, τους καλπασμούς των αλόγων,τους αλαλαγμούς των πανηγυριών και τις κραυγές των βεντετών, το μέτρημα του χρόνου στο λιοπύρι ή στην ανδαλουσιανή νύχτα και τέλος το μαχαίρι και ο θάνατος. Ο θάνατος καταδυναστεύει όλο το έργο του Λόρκα, όπως καταδυνάστευε την ίδια τη ζωή του. Επαναλαμβάνεται είτε μέσα από περισσότερο συμβολικούς δρόμους και υπερρεαλιστικά σχήματα,όπως κυρίως στη συλλογή “Ποιητής στη Νέα Υόρκη”, είτε με τη ρεαλιστική περιγραφή και δραματοποίηση, όπως στα περισσότερα θεατρικά του έργα. Όπως και νά ’χει, εκείνο που διακρίνει το έργο του Λόρκα είναι το έντονο λυρικό στοιχείο, οι εκπληκτικές εικονοποιήσεις, το πάθος και το συγκινησιακό φορτίο που κουβαλούν οι λέξεις και διαχέουν οι ήχοι και η μουσικότητα της γλώσσας του, οι συλλήψεις του κόσμου του, που είναι πρώτιστα εξακτινώσεις των αισθήσεων. Ο Λόρκα είναι η Ισπανία και το ντουέντε της…Ο ίδιος λέει: “Η Ισπανία καίγεται αδιάκοπα απ’ το ντουέντε! Γιατί είναι μια χώρα αρχαίας μουσικής και αρχαίου χορού, όπου το ντουέντε στίβει λεμόνι από ξημέρωμα. Μια χώρα θανάτου, μια χώρα ανοιχτή στο θάνατο.” (Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ντουέντε, μτφρ: Ολυμπία Καράγιωργα, εκδόσεις “ Εστία ”, Αθήνα 1998).
Η φιγούρα του Λόρκα είναι μελαγχολική, ο ίδιος ποτέ δεν μπόρεσε να συμβιβαστεί με την αυστηρή ηθική της εποχής του, η ομοφυλοφιλία του – ακόμη και σήμερα στην Ισπανία τείνει στο να αποσιωπάται σε συνδυασμό με τις πολιτικές του θέσεις και τον τρόπο της δολοφονίας του. Το γεγονός σχολιάστηκε έντονα από τον ξένο τύπο κατά τις εκδηλώσεις, που έγιναν το 1998 στην Ισπανία, για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Λόρκα- υπήρξε παράγοντας που συχνά τον έφερε σε σύγκρουση και του δημιούργησε προβλήματα. Ακούγεται και η άποψη ότι ο ποιητής δε δολοφονήθηκε μόνο γιατί ήταν κομμουνιστής, αλλά και γιατί υπήρξε ομοφυλόφιλος. Πολλοί το συνδυάζουν με κάποιες πληροφορίες σχετικές με την ώρα της δολοφονίας και με το γεγονός
ότι ο Λόρκα δολοφονήθηκε πισώπλατα.
Λέγεται ότι το ποίημα
“Ρομάντσα της ισπανικής πολιτοφυλακής”
υπήρξε η αιτία της δολοφονίας του
(Μαύρα τ’ άλογά τους είναι./Και τα πέταλά τους μαύρα./Πάνω στις κάπες τους γυαλίζουν/κεριού και μελανιού λεκέδες.[ ] Μα η Χωροφυλακή/ προχωράει σπέρνοντας φλόγες,/όπου πια γυμνή και νέα καίγεται η φαντασία./Η Ρόσα δε λος Καμπόριος,/κλαίει στην πόρτα καθισμένη/ με τα δυο στήθη κομμένα/και βαλμένα σ’ ένα δίσκο./Κι άλλα τρέχανε κορίτσια/να τ’ακολουθάν χωρίστρες/σ’ έναν αέρα όπου σκάγαν/ρόδα από μπαρούτι μαύρο..) 5
.
.
Ο Λόρκα πάντως δεν αναμείχθηκε ενεργά στην πολιτική, η στρατευμένη τέχνη ήταν κάτι εξάλλου που όπως δήλωνε δεν τον αφορούσε. Ο ίδιος δηλώνει για τα πολιτικά του φρονήματα:“ Πιστεύω πως, επειδή είμαι γραναδίνος, έχω την τάση να νιώθω συμπάθεια για τους κατατρεγμένους: τον τσιγγάνο, το μαύρο, τον εβραίο, το μαυριτανό· που τους κουβαλούμε μέσα μας ”(1931).6
Ένα μήνα πριν από το θάνατό του έλεγε στον ποιητή Ντάμασο Αλόνσο “Δε θα γίνω ποτέ πολιτικοποιημένος. Είμαι επαναστάτης, γιατί δεν υπάρχουν αληθινοί ποιητές που να μην είναι επαναστάτες. Δε συμφωνείς; Αλλά να γίνω πολιτικοποιημένος; Ποτέ !” 7. Το ίδιο διάστημα δήλωνε μεταξύ άλλων σε κάποιον δημοσιογράφο για το περιβόητο ποίημα:“ …Έλαβα πρόσφατα μια δικαστική κλήση, κι έμεινα κατάπληκτος. Γιατί όσο και να προσπάθησα να θυμηθώ, δε βρήκα καμιάν εξήγηση, μήτε μπόρεσα να φανταστώ τι τρέχει. Πήγα λοιπόν στο δικαστήριο, και ξέρεις τι μου είπαν; Ούτε λίγο ούτε πολύ, ένας – κάποιος κύριος απ’ την Ταραγόνα, που μου είναι τελείως άγνωστος, μου έκανε μήνυση για τη Ρομάνθε της Ισπανικής Χωροφυλακής, που είχα δημοσιεύσει πριν από οχτώ χρόνια στο Ρομανθέρο Χιτάνο!…Φυσικά, εξήγησα με πολλές λεπτομέρειες στον εισαγγελέα το θέμα της ρομάνθε, τις ιδέες μου για τη Χωροφυλακή, την ποίηση, τις ποιητικές εικόνες, το σουρεαλισμό, τη λογοτεχνία και δε συμμαζεύεται. Ήταν πολύ ξύπνιος ο άνθρωπος, και φυσικά έμεινε ικανοποιημένος”.8
.
.
Δολοφονήθηκε στις 19/8/1936. Μαζί με ένα κουτσό δάσκαλο,το γιο του και δύο άσημους ταυρομάχους…“Το έγκλημα έγινε κάπου διακόσια μέτρα μακριά από μια παράξενη πηγή με παγωμένο αναβράζον νερό που σήμερα αποτελεί τουριστικό αξιοθέατο και που οι Ισπανοί το ονομάζουν Φουέντε Γκράντε, δηλαδή Μεγάλη Πηγή, ενώ οι Άραβες στον καιρό τους την ονόμαζαν Αϊναδαμάρ, δηλαδή Πηγή των Δακρύων.”( Νίκος Γκάτσος).9 H επίσημη εκδοχή της δολοφονίας του Λόρκα είναι “τραυματισμός σε εμπόλεμη κατάσταση ”…
Ιφιγένεια Σιαφάκα, Μια ματιά στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, εκδόσεις Γρηγόρη, 2000
Υπάρχει ο θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο πριν την εκτέλεση
είδε τον ήλιο να υψώνεται πίσω από το κεφάλι του στρατιώτη
Και τότε είπε:
– Παρόλα αυτά ο ήλιος ανατέλλει…
Πιθανόν αυτή να ήταν η αρχής του ποιήματος/
Να θυμάσαι τα τοπία
πίσω από τα παράθυρα των δωματίων των γυναικών,
πίσω από τα παράθυρα στα διαμερίσματα των συγγενών,
πίσω από τα γραφεία των συνεργατών.
Να θυμάσαι τα τοπία
πίσω από τους τάφους των ομοϊδεατών.
Να θυμάσαι
πόσο αργά πέφτει το χιόνι,
όταν μας καλεί ο έρωτας.
Να θυμάσαι τον ουρανό,
που απλώνεται πάνω στην υγρή άσφαλτο,
όταν μας θυμίζουν την αγάπη προς τον πλησίον.
Να θυμάσαι
πως σέρνονται πάνω στο τζάμι οι θολές σταλαγματιές της βροχής,
παραμορφώνοντας τις αναλογίες των κτιρίων,
όταν μας εξηγούν τι πρέπει να κάνουμε.
Να θυμάσαι
πως πάνω απ’ την αφιλόξενη γη
σβήνει τα τελευταία απλωμένα χέρια
ο σταυρός.
Μια φεγγαρόλουστη νύχτα
να θυμηθείς την μεγάλη σκιά,
που έπεφτε από ένα δέντρο ή έναν άνθρωπο.
Μια φεγγαρόλουστη νύχτα
θα θυμηθείς τα μεγάλα κύματα του ποταμού,
που λάμπουν θαρρείς κι είναι πτυχές φορεμένου παντελονιού.
Και την αυγή,
θα θυμηθείς τον δρόμο,
από τον οποίο θα σε οδηγήσουν οι φρουροί.
Να θυμηθείς
πως ανατέλλει ο ήλιος
πάνω από τους ξένους σβέρκους των φρουρών.
1959
.
.
Στέλλα Ουράνια Δούμου, Στη μνήμη του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
σιδερένιες οι μέλισσες που πλαγιάσαν στο αίμα βουίζοντας θάνατο. κορμί σιωπηλό τις αγκάλιασε. το άγνωστο χώμα βύζαξε άπληστα τον Τσιγγάνο-Νεκρό και από τότε μέλι ξερνάει και σίδερο. μόνο η νύχτα το ξέρει.
φαγωμένη σελίδα η Γρανάδα στη σιωπή την απώτατη κάηκε και στραβώσαν οι ρίζες του κόσμου.
μα το είπες: «στη στάχτη ωριμάζει ο καρπός του ντουέντε»
.
.
2.
Έτσι οι φίλοι μας ντόπιοι και ξένοι, γνωστοί και άγνωστοι, με άλλο χρώμα από το φυσικό μας, άλλους ντουνιάδες με προορισμό να κατοικούν ή να εξαλείφονται και άλλα πλυμένα ενδύματα άπλυτα εν οίκω ή εν δήμω πουλημένα, με ήθη διάφορα στην υπνοβασία
και στην παρασκευή κόκκινης σάλτσας ή λαχανικών για τα βραστά, με ρίγες χοντρές λεπτές ξεθωριασμένες στα σώβρακα και μ’ άλλο υλικό (μεταξωτό ή φτηνοτσίτι) να ντύνουνε τα μαξιλάρια και
τις νύφες, με προτιμήσεις άλλες στους βλαστούς και στους καρπούς μες στα δοχεία στο σαλόνι ή στο μπάνιο, με βλέψεις λίγο έως πολύ
μεγαλεπήβολες και τολμηρές στην ποιητική επούλωση του κόσμου
Ὀλοι, όμως, οι φίλοι, μηδενός εξαιρουμένου απαγχονίστηκαν στο τελευταίο γράμμα ατενίζοντας το μέλλον της τελείας
Και με φτωχό ή μεγαλορρήμον ευχολόγιο υπέρ της της ανοησίας αναπαύσεως στις κάσες αγχινοίας στις κηδείες Με άλλη εφεύρεση ξυρίσματος των παρειών ή του αιδοίου ή απολέπισης των ηθικώνν οχλήσεων Με άλλα οξύμωρα ωριμότητας Μεταφορές του απωθημένου Μετωνυμίες Που με την αρωγή τους προήγαγαν το έλασσον σε κρείσσον Για να εξεγερθούν ασύλληπτες οι φράσεις — ένα απλούστατο παράδειγμα σας δίνω:
δυο παραμάνες, σαν μπαντερίγιες σφηνωμένες, στο δεξιό αυτί ενός πορτοκαλιού δεινόσαυρου Αυλαία Αυτός σφαδάζει Αυλαία Αρμέγει μια γελάδα κάθε που ακούγεται ένας τουφεκισμός από Γκουέρνικα και πυρακτώνει το νίκελ στους αθίγγανους μαστούς του Φεδερίκο
Διάλειμμα Οι παραμάνες τα βράδια μετατρέπονται όταν κοιμούνται όλοι σε αυτί Και το αυτί τρομάζει από χαρά Kαι μεταλλάσσεται αμέσως σε δεινόσαυρο Αυλαία— Έτσι αντιλαμβανόμαστε πάρα πολύ καλά ότι οι παραμάνες βρίσκονται εκεί για να προϊστορήσουν όλα τα τσιμπήματα ασφάλειας στα ζώα Ναι Όλοι το καταλάβαμε αυτό
Ουαί Κι αν όχι Δεν πειράζει Από το ακατάληπτο προέρχεται η σοφία Μπορούμε να μας συγχωρήσουμε έτσι πανέμορφους με αχυρένιο φωτοστέφανο και τους πορτοκαλιούς δεινόσαυρους στα χείλη και με αυτό το μεγαλειώδες σε καρέ σχηματισμούς χωνάκι από
σοκολατένια άγνοια που λιώνει στα ατσαλάκωτα λινάρια
γιατί έτσι είναι Αυτό : Γενναιοδωρεί εκρήξεις ηδονής και στο χυδαίο ακόμη Για να ορθώνει απ’ το μηδ/έν το έν α