.
ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ I
.
Ολονύχτια αιώρηση
– ξερό και παγωμένο το χαμόγελο
πέρα δώθε στον ουρανό.
.
Με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου
έβγαλε προσεχτικά από την αγχόνη το κεφάλι
μετά το κόκκινο κασκόλ
τα ματωμένα ρούχα.
Ντύθηκε το κοστούμι της δουλειάς
το φρέσκο χαμόγελο
την ευτυχία της ημέρας.
Της παρωδίας άνοιξε την αυλαία
μπήκε στο δεύτερο λεωφορείο
–το πρώτο μ’ άλλους ευτυχείς αυτόχειρες γεμάτο
ανάσανε βαθιά.
.
Και τράβηξε κατά τον ημερήσιο πόνο.
.
.
ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ II
.
Έβγαλε το κόκκινο σκουφάκι
από την τσέπη το περίστροφο
το έστρεψε στο τέταρτο του φεγγαριού
και του αιώνα
ύστερα
στον από χρόνια τρύπιο κρόταφο.
Τίναξε τα μυαλά και τη ζωή της στον αέρα
θα ’λεγαν.
Στον παγωμένο της νύχτας αέρα.
.
Η κρύα κάννη θα περνούσε απαρατήρητη.
.