RSS

Category Archives: Μαρία Μανδάλου

Μαρία Μανδάλου, Ισοσκελές διάβημα

.

Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν χωράνε οι παχύσαρκοι,
Οι μύωπες πλέον χειρουργούνται,
Αλλά πληθαίνουν, μάνα μου, οι τετραπληγικοί,
Με τη ρομφαία παρελαύνουν τα μέλη του αντικαπνιστικού,
Παλιές πουτάνες που ντύθηκαν το ράσο.
Ένας ευκοίλιος καιρός μάς παρασέρνει στον τορό του,
Ενώ σωρεύονται οι φύλακες στα τείχη.
Χιλιάδες οι πνιγμένοι με τα φουσκωτά
Στο Γιβραλτάρ και στον Αχέροντα.
Ζυγιάζει προς τ’ αποδώ η πλάστιγγα της αμαρτίας
Κι ο μεταπράτης Έκτορας σε χάνδακα τυφλό
Βαφτίζει τον Παράκελσο μαύρο της φαρμακείας.

Ισοσκελές διάβημα από τη συλλογή Μεταποιητική της ενοχής και άλλα ποιήματα (Τυπωθήτω, σειρά Λάλον Ύδωρ, 2009)

Artwork:Lars Henkel

 

Μαρία Μανδάλου, Παρείσακτος

.

Το βράδυ εκείνο που τον κράτησα στην αγκαλιά μου γυμνό, σάρκα λευκή, ολότελα άτριχο, σώμα φιδιού απ’ αυτά που δεν μου γουστάρουν, μες στον ιδρώτα τα ξανθά του μαλλιά, μεσοκαιρίτης με κάτι μάτια σεληνιασμένα, πάντρεμα θάλασσας και χλοϊσμένης γης, μου ιστόρησε εύθραυστος την αναπάντεχη συφορά, σωστός λαβύρινθος, με δίχως μινώταυρο ωστόσο, καιρός καχεκτικός και μαραζιάρης, ρωτάκιζε τις λέξεις και παγιδευόταν στα φλασμπάκ που ήρθε κι έπεσε σ’ όλους τους νερόλακκους μέσα, ξεκινώντας απ’ αυτούς της βροχής, έπειτα μέσα στα ποτάμια, στις κολυμπήθρες, και η πρώην από κοντά να κρατάει ομπρέλα ανοιχτή στην καταιγίδα να του παραστέκεται.

Κι εκεί που τα ιστορούσε μεθυσμένος απ’ το τσιγαριλίκι, του ανέβαινε η πίεση κι εγώ έβλεπα κεράσι το σώμα του, καρπό τραγανό που τον τρυγούσα αναισθήτως, σηκώθηκε να πιει νερό, φοβήθηκα μη μου μείνει στα χέρια, στα σκέλια ανάμεσα, τον ονειρεύτηκα κένταυρο να λούζεται στη λασπουριά, το πόσα λίγα ήξερα γι’ αυτόν, ένας άγνωστος, πνιγμένος στο γαλάζιο των ματιών του, Την ουτοπία να βαστήξουμε, όλο μουρμούριζε, τρελός από έρωτα, λαβωμένος από θλίψη.

Κι εγώ, ανείπωτος βρικόλακας, να του ρουφάω κερασάκια τις λέξεις για ένα κείμενο φτωχό, για μια σελίδα νοσηρές σημειώσεις κάτι σαν ποίηση, λαϊκό ανάγνωσμα στερημένο πνοής και φιλότητας.

Μαρία Μανδάλου, Παρείσακτος από τη συλλογή Μεταποιητική της ενοχής και άλλα ποιήματα (Τυπωθήτω, σειρά Λάλον Ύδωρ, 2009)

Artwork: Ray Caesar

 

Μαρία Μανδάλου, Του κουραμπιέ άσμα πρώτο και έσχατον

Λευκός και πασπαλένιος, με αμυγδάλου ψήγματα τραγανιστά στο στήθος και στον αφαλό, και σ’ άλλα μέρη απόκρυφα, γλυκάνισου σημάδια πιπεράτα στα χλωρά του σπλάχνα, λευκός και άμωμος στα μάτια της Κυράς του, που μ’ έγνοια παρήγορη στον κόρφο της τον έπλαθε, γάλα οργή τον βύζαινε με βιάση χεροκάμωτη, ανά έτος η θυσία στον Αϊ-Πειρασμό, και ποιo του λοιπού το αποτέλεσμα, που όλο αυτός τριβόταν άμμος και χιονιάς και πάλι μέσα της χανόταν, σφραγίζοντας ετούτη την αλλόκοτη μοιχεία με την περίσσια των δακρύων του, αγνά και βουτυράτα, ενδελεχώς και αεί ανακυκλούμενος προς τέρψιν πιστών τε και απίστων…

Πίνακας:James Abbott McNeil Whistler

 

Tags:

Μαρία Μανδάλου, Αποδόμηση

Παρά των ημερών το θάμβος και τη γλυκιά των ύμνων θαλπωρή, τις πασχαλιές και τις γαζίες και των χελιδονιών την άμωμον αντίφαση, «να γίνει το σκοτάδι φως», εκείνη πέτρα έμενε στο αγενές του θυμικού, στη νοσηρή νωχέλεια των αναμνήσεων, στην ηδυπάθεια μελάγχλωρης ακινησίας. Κλέος ανάκλιντρο. Τα ψυχομουνικά στο φόρτε τους. Από το στρώμα το ορθοπεδικό σε όρθρο καναπέ και τούμπαλιν προς έω, με στόμφο ανέβαζε κατέβαζε τα στόρια σαν σηκωνότανε να ξεπιαστεί, χάζευε με τα φώτα, γουλίτσες σαν πουλάκι έπινε το μεταλλικό νερό, άναβε τσιγάρο, το ’σβηνε βιαστικά, ενοχές ηγερίες… Άλλαζε θέση κι ο σελιδοδείχτης στο βιβλίο. Παραπέτασμα καπνού. Το ραδιόφωνο εν ενεργεία. Λαίμαργα σχόλια, νοσταλγικά ασμάτια, διαφημίσεις, δελτίο καιρού, έξω ο δρόμος σε αέναη βουή, ιερή συμμαχία.

Βέλαζε και τον σφάξανε. Τον κρέμασαν, αφού τον έγδαραν στο τσιγκέλι να στραγγίξει, του ’δεσαν χέρια πόδια στο παλούκι, τις αρχαίες ρωγμές γέμισαν μ’ αλατοπίπερο, τον έχωσαν με κόπο στον ξυλόφουρνο. Κι από κάτω ένα ταψί πατάκες, να πέφτουν τα ζουμιά, να νοστιμίσουν. Έρρεε από νωρίς το μπρούσκο, οι γυναίκες πήραν να φτιάσουνε τις πίτες, σπανάκι φρέσκο, λεβοδιές, καυκαλίθρες και μάραθο, είχανε πλύνει και τις αντεριές, έβαλαν τα σπληνάντερα και τα κοκορέτσια, στο λιόκαμα μέσα τις σούφλες γύριζαν οι άντρες, κι όλο που έπιναν κρασί και το πικάπ έπαιζε τα δημοτικά του Κάβουρα, που σε μεγάλη εκτίμηση τον είχαν. Το μαντρί, η Βασίλω, τα γίδια και οι αγκορτσές, οι προξενήτρες και η Χάρμαινα.

Ο πατέρας την έστειλε με δυο παγούρια για νερό, μια θλίψη δίχως όνομα την έτρωγε, άι σιχτίρι πια και τα νταούλια τους και τα κλαρίνα, ποτέ της δεν τα χώνεψε. Μωρή, κοντούλα λεϊμονιά… Νεράιδες τάχα μου την πλάνεψαν στου Γιωργαντά τη βρύση, κάτω στις καρυδιές, τήνε περπάτησαν μια στάλα στο ρουμάνι, ένα λεπτό κρεμμύδι έπαιξαν μαζί, σύξυλη την παράτησαν μετά, γινήκανε μπουχός. Με σκαμπίλια τη σήκωσαν από λήθαργο σώστη. Ρέκαζε η μάνα της κ’ η γραία μαδούσε τα μάγουλά της, που να σε κάψει ο οξαποδώ, παλιοφήλυκο! Ξεσκλίδια ο Θείος αμνός, σάρκες μπουκώναν στόματα αιθυλικά σε γλέντι δίχως έρμα. Τυφλή παρθενία εις εσμό ευωχούντων θυσία. Ανάβυσσος. Οι τύψεις την εξώθησαν στο γκρίζο. Σαράκι την έτρωγε, που δεν του κράτησε το χέρι την ώρα της φυγής, τα χλοερά μαλλάκια του στα δάχτυλά της όνειρο να πλέξει, μια λέξη να του συλλαβίσει ακριβή, σαράκι και την κουφοτρώει.

Φτάνει ως εδώ του γείτονος τώρα η κνίσα, οργή ορφανή μεταμέλειας, την ώρα που φυλάνε καραούλι οι ξωθιές να πιάσουν τον απήγανο αμνό, ξανά, στα πράσα…

Πίνακας: Antonio Donghi

.

 

 

Tags: