RSS

Category Archives: Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Ο μονόλογος του κλέφτη

Εγώ είμαι αυτός που κρύβεται
πίσω απ’ την απουσία
τα βράδια ωστόσο κατοικώ
σ’ ένα χρυσωρυχείο.

Φοβάμαι το αιφνίδιο
τρέμω τα καλοκαίρια
μα πιότερο απ’ την ερημιά
η ασθένεια με πονά
των συμπτωμάτων.

Κλέβω χαρτονομίσματα
βιβλία διαβασμένα
κι από τα ρούχα ειδικά
αυτά που έχουν τσέπες.

Η απελπισία των χεριών
συχνά μ’ εξαναγκάζει
να μετατρέπομαι σε ηχώ
των άηχων βημάτων.

Των μεγαφώνων η σιγή
και η μελαγχολία
είναι απλώς η αφορμή
για τη λαθροχειρία.

Κυρίως νομίζω ευθύνεται
η σκοτεινή αγκαλιά μου.

Σας κλέβω μόνο την αφή
το άγγιγμα που αφήσατε
πάνω στις πορσελάνες
γιατί είν’ απόκρημνη η ζωή
δίχως το άλλο σώμα
και τελευταία πετάγομαι
κλαίω μέσα στον ύπνο.

Φιλάργυρος της αφαίρεσης
δανείζομαι το παρελθόν
γυρεύω οικογένεια
συλλέγω από απόγνωση
μεταξωτές αισθήσεις.

Κι όσο εγώ σώζομαι κρυφά
στις αμυχές της σάρκας
γίνεστε εσείς η υπογραφή
της άγραφης ζωής μου.
Γι’ αυτό σας λέω, πιστέψτε με:

Δεν είμαι κλέφτης, μα τυφλός
που βλέπει με τα χέρια…
Φάντασμα που ψαχουλεύει αμίλητο
να βρει δικαιολογίες
ν’ ακούσει γύρισμα κλειδιών
το άνοιγμα μιας πόρτας
ή μια προστακτική φωνή
να του φωνάζει

μείνε.

Artwork: Michele Durazzi

 

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Ο μονόλογος του κλέφτη, από τη συλλογή Αφόρετα θαύματα, Κέδρος, 2016

 

 

 

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Τα παλιωμένα σπίτια

.

Ποιο απ’ τα δυο;
Περασμένα μεσάνυχτα και κάνει πρόβες η μπάντα
ή σαλπίζουν στη θύελλα τα ερειπωμένα σπίτια;

Πολιορκημένα από μια θλίψη παμπάλαια
σε περιπτύξεις που επιδίδεται με το ματαιωμένο
μεταφέρουν λαθραία νύχτα και μέρα στο υπόγειο
πληγές
πληγές και χρόνια
και κάτι χάρτινα κιβώτια με καμένα κεράκια
απομεινάρια απ’ τα γενέθλια
κάποιας νοικάρισσας νεότητας.

Κι έχουν μιαν εγκαρτέρηση τα παλιωμένα σπίτια
θαρρείς και οι εντοιχισμένοι
γνωστοί και άγνωστοι νεκροί
φορώντας τα καλά τους
και ακίνητοι
σαν για να βγουν φωτογραφία
περιμένουν το γνέψιμο
τις κλειδώσεις που θα λύσει
και τα φτερά μ’ ένα άγγιγμα
θα ξεκολλήσει απ’ τους ώμους.

.

.

Μέχρι τότε
με δάχτυλα ασκημένα να ψηλαφούν το αόρατο
σπρώχνουν τους τοίχους για να βγουν
σκοτάδια απόκρημνα μετατοπίζουν
η πέτρινη εχεμύθεια προδίδει τα μυστικά της
φλούδες ασβέστη στο δωμάτιο χιονίζει

και όλοι πια μαθαίνουμε
γιατί βαθαίνουν οι ρωγμές
στα παλιωμένα σπίτια.

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα, Eκδόσεις Καστανιώτης, 2004

Πίνακες: Egon Schiele

 

Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου, Ρεζεντά

Εκείνη: – Δεν ομοιοκαταληκτούσανε ποτέ
τα λόγια μου με τη φωνή μου.
Κι ήμουν αυτό που αρνιόμουν ηχώ από βράχια που έπεφταν
ίχνη γεμάτη μιας αφής
που όμως της λείπαν δάχτυλα
–κάποιος μετράει
επάνω στο σεντόνι τα λεφτά του
τα βρίσκει πάντοτε λειψά–
μια επανάληψη αστροφεγγιάς
κι ύστερα πάλι το άδειο
και όταν λέμε άδειο
δεν εννοούμε τη σιωπή
αλλά να ζεις το αταίριαστο
κι άφαντος να ’ναι ο κήπος.

Εκείνος: – Μην παραδίνεσαι, μικρή μου Ρεζεντά, ανέλπιστα κάποια στιγμή
τα αδύνατα μπορούν να γίνουν δυνατά
κι ας αναβοσβήνει σταθερά τα φώτα της
η ηλικία του καθρέφτη –
θα λήξει κάποτε κι αυτή σύντομη σαν διήγηση με έκβαση προβλεπόμενη –
κι ας είναι αφηρημένοι οι δικαστές
και σιωπηλοί οι άγιοι μες στα εορτολόγια.
Η απάντηση θα ’ρθει μια βραδιά
όταν οι επιζήσαντες σχίσουν μεμιάς
του κόσμου όλα τα σεντόνια
–τι θά ’βρουν τότε
να φορέσουν τα φαντάσματα
ποια τύψη θα εφεύρει ο θάνατος
για να μας διεκδικήσει;

Εκείνη: – Μα τι κουβέντες, κύριε,
τι απερισκεψία
κι αν όσα αισιόδοξα μου υπόσχεστε
αίφνης πραγματοποιηθούν
– για τα σεντόνια, λέω, τα σχισμένα –
τότε όλο αυτό το θέατρο σκιών
πού θα παιχτεί
κι εμείς που ως γνωστόν
φοβόμαστε το χιόνι
χωρίς μία παράσταση
πώς θα περάσουμε το απόγευμα
πριν τη Μεγάλη Νύχτα;

Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου «Το Επιδόρπιο», Κέδρος 2012 (Υποψήφιο για Κρατικό Βραβείο)

Πίνακες: Akira Chinen


 

 

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Οικογενειακή υπόθεση

.

Στα σπίτια μέσα οι λέξεις είναι χωρισμός
μια ύπουλη λιτάνευση ληγμένων υποσχέσεων
μια ανόητη υπομονή ανάμεσα σε δυο πνιγμούς
τη λάμψη των χρυσών δαχτυλιδιών
και τη φριχτή αναπνοή του γηραλέου ζώου.


Πονάνε οι ταγμένοι να ημερέψουν
τη φωνή τής μέσα χορωδίας
ματώνουν ολομόναχοι
μες στην κρυψώνα του καημού
καμιά φορά πάνω χιμούν στους προβολείς
κι ύστερα επιστρέφουνε πάλι στο ίδιο ψέμα


βολεύονται όπως όπως
σ’ αυτό το θερμοκήπιο κλουβί
που βλέπει στον ακάλυπτο
κι έχει την πλάτη του στραμμένη στα διλήμματα.


Θαμπό και νοτισμένο το κλουβί
θαρρείς κι αχνίζουν δάκρυα σε κελιά
πριν από την εκτέλεση
μα το αποδίδουν έντεχνα
στην αχνιστή τους σούπα.


Κάποτε, ένας απ’ αυτούς
—περιορισμένων μάλλον αντοχών—
σαν άστρο πέφτει αιφνίδια μες στο φωταγωγό
ψελλίζοντας για τελευταία φορά
χαϊδευτικά το όνομά του.


Οι υπόλοιποι γδέρνουν επάνω κάτω το παρκέ
κάποιοι επιλέγουν καθιστή διαμαρτυρία
κι ελάχιστοι πιο τολμηροί ανοίγουν
τα προσχέδια
φωτογραφίζουνε
ασκήσεις επί χάρτου και μακέτες
κι εκδίδουνε τα Άπαντα
ποιημάτων που δεν τύπωσαν ποτέ
ποιημάτων που ούτε γράφτηκαν.


Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Οικογενειακή υπόθεση, από τη συλλογή «Το Επιδόρπιο», Κέδρος 2012 (Υποψήφιο για Κρατικό Βραβείο)

Πίνακας: Carlo Russo

.

.