Ήταν ευδιάθετη και δεν δίστασε να μου εκφράσει την αιτία: «Στον δρόμο τυχαία έπεσα επάνω του. Η ερωτική ιστορία μας παλιά και με διακυμάνσεις μέσα στον χρόνο. Με χαιρέτισε φιλώντας τρυφερά κι απαλά τα χείλη μου. Εγκάρδιος, προσηνής, αλλά και κάπως πτοημένος από μοναξιά κι αντιξοότητες. Επιβεβαίωνε τον ανδρισμό του που τον άφησα να με φιλήσει στο στόμα. Με είχε ανάγκη, του έδινα μια ανάσα ζωής.
Κι όπως στεκόμασταν, πάλι μ’ απαλό φιλί στα χείλη μ’ αποχαιρέτισε. Οι δρόμοι μας χώριζαν.
Σαν ηλιαχτίδα που θωπεύει –που κράτησα κι αποθαύμασα– η ανέλπιστη τρυφερότητά του».
Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Σαν ηλιαχτίδα από την ποιητική συλλογή Ντελικάτη γυναίκα, εκδόσεις Πόλις, 2021
Θηλιά το σινιάλο του θανάτου, ασφυκτικό το πείσμα του. Σαν τον κακούργο έρχεται απρόσκλητα, χαρακιές κι εγκοπές αφήνει στο σώμα.
Αναλαμβάνει τη μέθοδο της κατακρεούργησης.
ΠΛΗΓΜΑΤΑ
Οι βαριές λύπες και το άλγος που αφήνουν δεν είναι προ των πυλών.
Τα οικτρά που φοβόσουν, οι βαριές, τραγικές λύπες έχουν μπει στη ζωή σου να σε καταποντίσουν. Μέσα στα πλήγματα και τη λαίλαπα του άλγους θα κριθείς αν θα αντέξεις
Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Σινιάλο, Πλήγματα από την ποιητική συλλογή Ντελικάτη γυναίκα, εκδόσεις Πόλις, 2021
Όλο πόζα είσαι.
Το κάθε τι επάνω σου εκπέμπει έπαρση.
Όμως κάτω από την επιφάνεια
διακρίνω τις ανασφάλειές σου,
που σε μπερδεύουν, σε υποσκάπτουν.
Την έπαρσή σου
— εντελώς όπως ένα βλαβερό απόβλητο —
σου την επιστρέφω.
Αrtwork: Holly Coulis
Αλεξάνδρα Μπακονίκα, από τη συλλογή Ο κόσμος απροκάλυπτα, Εντευκτήριο 2017.
Πρότεινε στη μικρή παρέα μας να κολυμπήσουμε
στη διπλανή, καταγάλανη παραλία.
Μπήκαμε όλοι στη βάρκα του.
Οδηγούσε τη μηχανή,
όταν ξανοιχτήκαμε, με γλυκό βλέμμα στράφηκε σε μένα
— αναμφίβολα του άρεσα —
«Και τώρα τραγούδησέ μας ό,τι πιο πολύ σου κάνει κέφι».
Χαμογελώντας το απέφυγα, γιατί είμαι σχεδόν παράφωνη.
Από τη στιγμή που μπήκαμε στη βάρκα
μου έδειξε την εύνοιά του.
Εκεί, στ’ ανοιχτά της θάλασσας,
και τι δεν θα έδινα να μπορούσα να ανταποκριθώ
με ένα τραγούδι.
Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Βάρκα στ’ ανοιχτά από τη συλλογή Ο κόσμος απροκάλυπτα, Εντευκτήριο 2018
Μαγεύτρα, γόησσα. Από καιρό την πολιορκούσε. Τον κάλεσε σπίτι της για ένα πάρτι με φίλους. Έμενε σε μονοκατοικία, ο κήπος γεμάτος ψηλά δένδρα. Στο σαλόνι ζεστή και λαμπερή η ατμόσφαιρα. Εκείνη καθόταν στο πάτωμα, μιλούσε κι όλοι την άκουγαν. Ερωτοκτυπημένος κόρωνε, πλάνταζε από πόθο. Σε ό,τι εκείνη έλεγε θα ήθελε να είχε πιο δυνατά επιχειρήματα, να τη στριμώξει στα λόγια, να την υποτάξει τουλάχιστον με αυτό τον τρόπο, αφού δεν έβρισκε το σώμα της. Η ερωτομανία του κατέφυγε στα γλυκά που με το λευκό χρώμα τους συνταίριαζαν με το χιόνι που έπεφτε έξω. Τάραξε τους μπεζέδες και ιδίως τους κουραμπιέδες.
Aς υποθέσουμε ότι υπάρχει μια ποιήτρια ονόματι Aλεξάνδρα Mπακονίκα, την οποία ο πολύς κόσμος αγνοεί. H Mπακονίκα δεν είχε την τύχη να είναι της μόδας, όπως, φερ’ ειπείν, η Kική Δημουλά, τη γνωρίζουν ελάχιστοι μόνο άνθρωποι από τη λογοτεχνική πιάτσα. Eξάλλου ποιος διαβάζει σήμερα ποίηση, εκτός από όσους προανέφερα; Aς υποθέσουμε ότι έχει εργαστεί ως καθηγήτρια αγγλικών, έχει δημοσιεύσει ως τώρα έξι ποιητικές συλλογές, και η τελευταία της, με τον τίτλο «Πεδίο πόθου», κυκλοφόρησε φέτος από το «Mεταίχμιο». Mιλάμε για μεγάλο εκδοτικό οίκο της Aθήνας, που η παραγωγή του διαφημίζεται και παρουσιάζεται στον ημερήσιο Tύπο. Aλλά η Mπακονίκα είχε την ατυχία να γεννηθεί και να ζει στη Θεσσαλονίκη, τα προηγούμενα βιβλία της βγήκαν στη συμπρωτεύουσα, ίσως από τη «Διαγώνιο» ή το «Eντευκτήριο», και ασφαλώς δεν έχει την ευκολία να προβληθεί όπως όσοι ζουν εδώ. Έτσι, από το 1984 που κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο, επί είκοσι δύο χρόνια τώρα, παραμένει μάλλον άγνωστη. Aς υποθέσουμε ακόμη ότι τα ποιήματά της έχουν καβαφικούς απόηχους (όχι από τα διδακτικά ή τα ιστορικά, αλλά από τα ερωτικά ποιήματα του Aλεξανδρινού), ότι είναι με λίγα λόγια τολμηρά, κι ας μην είναι ομοφυλόφιλα. Aπλώς, επειδή τα γράφει γυναίκα, τυχαίνει το αντικείμενο του πόθου της, να είναι, όπως και στην περίπτωση του Kαβάφη, ο άντρας. Kαι εφόσον είναι αρκετά τολμηρά, όχι τόσο ως προς το λεξιλόγιό τους, όσο ως προς το περιεχόμενο, δεν προσφέρονται και πολύ για Kρατικά Bραβεία κι άλλες τιμητικές εκδηλώσεις, στις οποίες μετέχουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι αρχές της χώρας.
Aς υποθέσουμε ότι της ανήκουν στίχοι όπως οι παρακάτω:
(«Oι στάσεις»)
«Tαίριαζαν και αγαπιόντουσαν. / Όταν ανέβηκαν στην γκαρσονιέρα του / ο άνδρας πήρε την πρωτοβουλία των κινήσεων. / Kατέβασε το ρολό στο παράθυρο για να γίνει σκοτάδι / και έδειξε στη γυναίκα ποιο πορτατίφ να ανάψει / που έδινε αδύναμο, χαμηλό φως. / Στις περιπτύξεις στο κρεβάτι / ―ήδη ρούχο δεν έμεινε επάνω τους― / της υποδείκνυε να γυρίζει πότε μπρούμυτα, / ανάσκελα ή επάνω του― / και η γυναίκα γινόταν προκλητική στο έπακρο.»
Φωτό: Juan Crisostomo Mendez Avalos
Ή ποιήματα, ας πούμε, σαν το «Oρμητικά»:
«Mια και μοναδική ήταν η ερωτική τους συνεύρεση, / κι όπως έμεναν σε διαφορετική πόλη ο καθένας, / η ζωή και η απόσταση τούς χώρισαν. / Πιο πολύ από το πρόσωπο και το χαμόγελό του / την περικυκλώνουν οι εικόνες από τα λάβρα φιλιά του, / κι όταν όρθια τη γύμνωσε / κι ύστερα ορμητικά την ξάπλωσε μπρούμυτα στο κρεβάτι / και πριν ακουμπήσει το στήθος του στην πλάτη της, / όχι πολύ δυνατά την μπάτσισε πίσω στους μηρούς / ξεστομίζοντας γλυκόλογα.»
H λογοκρισία σήμερα δεν εξασκείται όπως παλιά, με επιτροπές και απαγορεύσεις. H λογοκρισία σήμερα είναι τα βουνά των βιβλίων που κυκλοφορούν και των εντύπων στα οποία παρουσιάζονται. Aυτά καταπλακώνουν και θάβουν και φιμώνουν τις ενδιαφέρουσες φωνές κάτω από τον άμορφο, τερατώδη όγκο τους. H λογοκρισία σήμερα είναι η κακόφωνη χορωδία από δεκάδες, εκατοντάδες συγγραφείς, οι οποίοι διαγκωνίζονται για τα αλά Γουόρχολ δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας που τους αναλογούν. Kι έτσι, ακόμη κι αν υπάρχει όντως μια ποιήτρια ονόματι Αλεξάνδρα Μπακονίκα, ακόμη κι αν κάποιος σαν εμένα γράφει και δημοσιεύει ένα κείμενο για τη δουλειά της, όπως αυτό που διαβάζετε εδώ τώρα, η μοίρα της παραμένει προδιαγεγραμμένη. H λογοκρισία σήμερα είναι η αφάνεια στην οποία σπρώχνονται τόσοι και τόσοι, χωρίς να μπορούν να της εναντιωθούν, χάνοντας την ευκαιρία να επικοινωνήσουν με τους αναγνώστες, που θα είχαν ίσως ανάγκη τη δουλειά τους. Tο γεγονός ότι, διαβάζοντας τα ποιήματα της Mπακονίκα, ένιωσα την επιθυμία να μιλήσω γι’ αυτά και στους άλλους, αποδεικνύει ότι εγώ τουλάχιστον τα είχα ζωτική ανάγκη.
Οι φωτογραφίες και τα βίντεο είναι από την εξαιρετική βραδιά στο Αίτιον, την αφιερωμένη στην Αλεξάνδρα Μπακονίκα, που έλαβε χώρα στις 4 Απριλίου 2014. Και οι δύο ομιλητές προσέγγισαν με ευστοχία το συνολικό έργο και τη στάση της Αλεξάνδρας. Είναι μεγάλη η τύχη για όσους γνωρίζουν την Αλεξάνδρα από κοντά. Ένας σπάνιος, ευφυής, ευαίσθητος κι ευγενής άνθρωπος, που συνδυάζει ήθος και έργο. Είναι μεγάλη η τιμή να ανήκει στους φίλους μου, ακριβώς για τους προαναφερόμενους λόγους, και ακόμη μεγαλύτερη η απόλαυση να περνάς ώρες μαζί της φλυαρώντας είτε περπατώντας στους δρόμους ή γύρω από ένα ποτήρι κρασί. Οι δυο μας περάσαμε υπέροχα κατά τη σύντομη παραμονή της στην Αθήνα.
Πέρασες μπροστά από την ομήγυρη
κι άρχισες τα χαμόγελα,
τις χειραψίες με όλους,
μοίραζες φιλοφρονήσεις
-τόσο ευγενικός κι εγκάρδιος.
Για μένα αυτά τα χαμόγελα και οι διαχύσεις σου
ψεύτικη βιτρίνα.
Μόνο εγώ ήξερα τις κατάπτυστες αθλιότητές σου,
και τι στυγνό μούτρο ήσουν.
Να έφευγες αμέσως, να εξαφανιζόσουν.
«Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων» εκδ. Σαιξπηρικόν, 2012
Πίνακας: Francesco Romoli
.
Λαβωμένη, κυνηγημένη, εξουθενωμένη από φοβερές εμπειρίες προερχόμενες από το οικογενειακό και ευρύτερο συγγενικό μου περιβάλλον, από την επαγγελματική μου ζωή, το λογοτεχνικό σινάφι, τις διάφορες φιλίες και συναναστροφές, με διαύγεια και αμεσότητα κατέθεσα το απόσταγμα αυτών των πικρών εμπειριών στα κοινωνικά ποιήματα της συλλογής. Ένα απόσταγμα πλήρους έκθεσης και απογύμνωσης, «σαν ημερολόγιο σε ξένα χέρια» – χωρίς, σε αντιδιαστολή, να εξαιρέσω περιπτώσεις που αποτελούν οάσεις ευγένειας, θαλπωρής, ανιδιοτέλειας από γενναιόδωρους στην ψυχή ανθρώπους.Το κακό απειλεί και πληγώνει, ανακατεύει την τράπουλα και φέρνει τα πάνω κάτω. Είναι πανίσχυρο και ακατάβλητο, γιατί ενεδρεύει στην πρωτόγονη φύση του ανθρώπου, που καμιά επίστρωση πολιτισμού και ελέγχου των ενστίκτων δεν μπορεί να εξαλείψει. Το κακό, ως έπαρση, αδικία, βία, εκμετάλλευση, φθόνος, απύθμενος εγωκεντρισμός, μας περιμένει στη γωνία ανά πάσα στιγμή για να κτυπήσει, να τσαλαπατήσει αδυσώπητα. Τα πολλά και δαιμονικά πρόσωπα του κακού με την τραχύτητα, τη φονική τους τραχύτητα, παρουσιάζονται ανάγλυφα και με σαφήνεια στους στίχους μου. Μια σαφήνεια που δεν αφήνει καθόλου χώρο για μελοδραματισμούς, δειλίες και κλάψες. Επίσης, μια αιχμηρή ειρωνεία κι ένας υπόγειος σαρκασμός καυτηριάζει καθετί βάναυσο. Γιατί αυτός είναι ο κόσμος μας, όχι όλος ο κόσμος, όμως ένα σκοτεινό, σκοτεινότατο μέρος του, όπου σαν αχόρταγο θηρίο άπειρες μορφές βίας ελλοχεύουν γύρω μας. Το «ένδον σκάπτε» αναπότρεπτα οδηγεί να αφουγκραστούμε, να αναρωτηθούμε, να μελετήσουμε και το πιο «βρόμικο», με την ευρύτερη έννοια, σε συμπεριφορές ατομικές ή της κοινωνίας, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να φτάσουμε στην αυθεντική αίσθηση των πραγμάτων.
Το γεγονός ότι η ποίηση της Αλεξάνδας Μπακονίκα έχει επιτύχει να είναι αναγνωρίσιμη, διά μέσου ενός προσωπικού στυλ γραφής, δεν οφείλεται αποκλειστικά ούτε στην πεζολογική/ ρεαλιστική φόρμα, που η ποιήτρια υιοθετεί, ούτε στη θεματική (έρωτας, κοινωνικός προβληματισμός) που επιλέγει. Όσον αφορά στη μορφή, αυτή κινείται στο πλαίσιο μίας ήδη γνωστής ποιητικής παράδοσης· όσον αφορά, από την άλλη, στο περιεχόμενο, η θεματική είναι κοινός τόπος τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία. Προσπερνώντας «τον σκόπελο» της αγωνίας της επίδρασης, ο οποίος αφενός δεν συνεισφέρει ιδιαίτερα σε μία κριτική παρουσίαση, με την απαρίθμηση ομοτέχνων που κινήθηκαν ή κινούνται στους ίδιους δρόμους (άλλωστε οι βασικές οδοί κάποτε εξαντλούνται), και ο οποίος είναι και άκρως επικίνδυνος, διότι, κάποτε, δίνει την εντύπωση ότι υποτιμά ως «αντιγραφέα» τον δημιουργό, έχει κανείς να εστιάσει στον ιδιαίτερο τρόπο (όταν, βεβαίως, διακρίνεται) με τον οποίο εισέρχεται ο ίδιος για να υποστηρίξει τις προθέσεις και τις επιλογές του.
.
.
Ως εκ τούτου, οι βασικές αρετές, στις οποίες οφείλεται και το ιδιαίτερο ύφος στην ποίηση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα —τις οποίες θα προσπαθήσω να επισημάνω, δίνοντας παραδείγματα—, μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
1.Αυστηρή αρχιτεκτονική δόμηση κάθε ποιήματος : α. εισαγωγή στο θέμα β. πολλαπλά ενσταντανέ με «σβήσιμο», για το πέρασμα στο επόμενο γ. κορύφωση. Τα ποιήματα χτίζονται με την ακρίβεια που ένας καλός σκηνοθέτης της μεγάλης οθόνης δημιουργεί τα πλάνα του: με χειρουργική ακρίβεια, ώστε τίποτε να μην είναι περιττό, προκειμένου να αποφευχθεί η «μουντζούρα» μίας άστοχης κίνησης του χεριού, ενός βλέμματος εκτός κάδρου, η «κοιλιά» στο χρόνο και ένα μακρινό, πιθανώς, πλάνο ή τραβηγμένο από μη κατάλληλη γωνία λήψης, που δεν επιτρέπει να εισαχθεί στο βλέμμα ο χώρος με σαφήνεια.
Το τελευταίο ρούχο
(Από τη συλλογή «Θείο κορμί», Διαγώνιος, 1994)
1ο πλάνο : Πολύ γενικό πλάνο (εισαγωγή στο θέμα «πολιορκία», χρόνος)
Από καιρό την πολιορκούσε
2o πλάνο : Μεσαίο πλάνο (είσοδος στο χώρο, περιγραφή)
κι όταν τη βρήκε στην αμμουδιά,ανάμεσα σε γνωστούς και φίλους-
3o πλάνο: Πολύ γκρο πλάνο (λεπτομέρεια)
άπλωσετην πετσέτα δίπλα της,
4o πλάνο: Πολύ γκρο πλάνο ( λεπτομέρεια)
κι όπως ξάπλωναν κοντά, την άγγιζε.
5o πλάνο: Μεσαίο πλάνο (χώρος, περιγραφή)
Στάθηκε τυχερός με την άμεση
ανταπόκρισή της: Σηκώθηκε και τον οδήγησε
στο απόκρυφο ακρογιάλι.
6ο πλάνο: Μεσαίο πλάνο (χώρος, περιγραφή)
Σταμάτησαν απόμερα,
7o πλάνο: Πολύ γκρό πλάνο ( λεπτομέρεια)
και με την πείρα της στους άνδρες
-γνώριζε την έξαψη που προκαλούσε ολόγυμνη, πέταξε και το τελευταίο ρούχο από πάνω της
8o πλάνο: Μεσαίο πλάνο (χώρος, περιγραφή)
και μπαινόβγαινε στο νερό. Μπαινόβγαινε πολλές φορές
κι επιδειχτικά, σαν να του έλεγε:
«Θα πεθάνεις από λατρεία για μένα».
Εν ολίγοις, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα κρατάει μια πένα ιδιόρρυθμη: με κάμερα. Tα ποιήματά της θα μπορούσαν να είναι ταινίες μικρού μήκους, καλλιτεχνικά διαφημιστικά σποτ, σκηνές από μία ταινία, ασπρόμαυρες φωτογραφίες. O Ζαν Κοκτώ έλεγε, χαρακτηριστικά, ότι «μια ταινία είναι μια γραφή με εικόνες». Δεδομένης τηςπρόθεσης της ποιήτριας να επαναδημιουργήσει, διά μέσου της ποιητικής πράξης, σκηνές ή σεκάνς, και να μεταφέρει με καθαρότητα και ένταση τόσο τη δράση όσο και την εντύπωση που προκαλούν, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα δεν μπορεί παρά να επιλέξει, για να υπηρετήσει το στόχος της, τη συντομία και τη λιτότητα.
Φωτό: Lucien Clergue
2. Mικρά ποιήματα με:α. κεντρικό μοχλό πλοήγησης της ποιητικής πράξης το ρήμα β. έντονη χρήση του ουσιαστικού γ. φειδωλή χρήση του επιθέτου δ. απλά επιρρήματα. Στο ποίημα που ακολουθεί μπορούμε να παρατηρήσουμε τόσο την όμοια αρχιτεκτονική δόμηση με αυτήν του προηγουμένου, όσο και τη λειτουργία του ρήματος σε αντιδιαστολή με τα ελάχιστα επίθετα.
Το κρησφύγετο
Από τη συλλογή «Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων», Σαιξπηρικόν, 2012)
Στο δωμάτιό σου που κάναμε έρωτα κυριαρχούσε ένα σκούρο, καφέ χρώμα,
από τη μοκέτα, τα έπιπλα, τα σκεπάσματα.
Σχετικά σκοτεινά ήταν, γιατί όταν μπήκα-απομεσήμερο, τέλη Μαΐου- είχες ήδη κατεβάσει τα ρολά,
και οι κουρτίνες μπροστά στα παράθυρα δεν άφηναν κανένα φως. Σαν σκοτεινή σπηλιά και κρησφύγετο κολασμένων έμοιαζε το δωμάτιό σου,
σε συνδυασμό με την ηδονή στο κρεβάτι.
Μετά, όταν κατέβηκα στο δρόμο
και περπάτησα αρκετή ώρα,
το δυνατό και διάχυτο φως του Μαΐου,
η πανδαισία των χρωμάτων παντού,
και η ζεστή ατμόσφαιρα
που τόσο ταίριαζε με τη διάθεσή μου
Φωτό:Talon Abraxas
Ο χρόνος και ο ρυθμός του ποιήματος οφείλει να είναι γρήγορος και στακάτος, για να ανασυντεθεί η δράση, διά μέσου της δύναμης, που επιφυλάσσει αποκλειστικά και μόνον η χρήση του ρήματος. Έτσι, τα ποιήματα, αν και είναι μικρά σε έκταση, λειτουργούν, επιτυγχάνοντας τη ζητούμενη ισορροπία ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο – τα ενσταντανέ δεν μπορούν να αποδοθούν με μακροσκελείς αναλύσεις, και για το λόγο αυτό απαιτούν ουσιαστικά που καλύπτουν το πράγμα, δημιουργώντας τα αντικείμενα του σκηνικού· λιγοστά επίθετα που δεν «βαραίνουν», δημιουργώντας συνειρμούς εκτός «κάδρου»· απλά επιρρήματα για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το ρήμα σε μία τόσο σύντομη αφήγηση.
3. Κίνηση: Οι πρωταγωνιστές των ποιημάτων κινούνται πρωτίστως (και δευτερευόντως σκέπτονται). Κι εδώ, υπάρχει μία αξιοσημείωτη ιδιαιτερότητα: η ρεαλιστική αφήγηση, η οποία δίνει στιβαρότητα στη φόρμα, λειτουργεί ως κινηματογραφικό κάδρο, που επιτρέπει αυτό που ονομάζουμε στον κινηματογράφο τράβελιγκ: την κίνηση της κάμερας πάνω σε ράγιες, για να παρακολουθήσουμε το αντικείμενο από την οπτική γωνία που κάθε φορά μάς ενδιαφέρει. Δεν είναι εύκολη υπόθεση η παγίωση του χώρου στον οποίο επιθυμούμε να εντάξουμε είτε τη δράση είτε την ιδέα. Πάρα πολλά ποιήματα είναι κακά, και ένας από τους λόγους είναι ότι ο χώρος στον οποίο στήνονται είτε είναι ανύπαρκτος είτε πλαδαρός με χρήση γενικόλογων σημαινόντων. Παραδείγματα:
Στην παραλία αντί για άμμο/υπάρχει μικρό, λευκό βότσαλο./Πονάει να περπατήσεις πάνω του με γυμνά πόδια/και να ξαπλώσεις χωρίς πετσέτα. (…)Κάποτε κάνει πως μπερδεύεται, /στηριγμένος στην πλάτη σηκώνει τα πόδια στον αέρα/και με δεξιοτεχνία τα φέρνει δίπλα στα δικά μου./Μόλις αγγιζόμαστε στ’ ακροδάχτυλα./Μου αρκεί που σε μία ελάχιστη επιφάνεια μ’ αγγίζει:/μέσα απ’ αυτήν δίνομαι και αποδέχομαι./Αμοιβαία μέσα από τα ακροδάχτυλα επικοινωνούμε. (Ελάχιστη επιφάνεια, από τη συλλογή «Παρακαταθήκη Ηδυπάθειας»
Η ψιλόλιγνη κορμοστασιά του/μετακινείται ανάμεσα στα υπαίθρια τραπέζια/για να μιλήσει με φίλους του./ Μέσα στο πλήθος εκείνος δεν την βλέπει./Σαν το κεράκι καίγεται από τον πόθο,/όμως δεν θα πάει κοντά του,/ πριν από ένα χρόνο την παράτησε. (Νύχτα, από τη συλλογή «Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων»)
.
.
4 . Κατ’ επίφαση «περιγραφή»
Σκηνές και σεκάνς, απλές δηλαδή εικόνες ή πολλαπλές εικόνες που αφηγούνται μία μικρή ιστορία θα μπορούσαν να νοηθούν ως μία απλή επιφανειακή ρεαλιστική περιγραφή. Στην ποίηση όμως της Αλεξάνδρας Μπακονίκα λειτουργούν μόνον κατ’ επίφαση σε αυτό το επίπεδο, για να επιτευχθεί, αυτό που άλλωστε είναι και ένα από τα πιο σημαντικά ζητούμενα, η ανατροπή, και μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, με τρόπο αποκαλυπτικό. Μπορεί να δημιουργεί εντύπωση το πώς μία γυναίκα «τολμά» να μιλά απροκάλυπτα για την ερωτική πράξη, αλλά η αποκάλυψη της γυναικείας σεξουαλικότητας είναι θέμα σχετιζόμενο περισσότερο με φραγμούς κοινωνικούς και στερεοτυπικές απόψεις (οι οποίες αφορούν, τουλάχιστον προς το παρόν, ένα μεγάλο ακόμη μέρος της ελληνικής κοινωνίας). Σε κάποια άλλη χώρα θα θεωρούνταν απολύτως φυσιολογικό. Και είναι!
Τα σημάδια
(Από τη συλλογή «Πεδίο πόθου» Μεταίχμιο, 2005)
θαλερός, και με την αλαζονεία
του ακαταμάχητου επάνω του. Τον παίδεψα μέχρι να πέσω στην αγκαλιά του.
Όταν πρωτοφιληθήκαμε
ακάθεκτος έτριβε το πρόσωπό του
στο δικό μου.
Με γέμισε αμυχές και σημάδια
στα χείλη και στο λαιμό. Για μέρες μού άναβαν μια φλόγωση τα σημάδια.
Ορμητικά
(Από τη συλλογή «Πεδίο πόθου» Μεταίχμιο, 2005)
Μια και μοναδική ήταν η ερωτική τους συνεύρεση,κι όπως έμεναν σε διαφορετική πόλη ο καθένας,η ζωή και η απόσταση τους χώρισαν.Πιο πολύ από το πρόσωπο και το χαμόγελό τουτην περικυκλώνουν οι εικόνες από τα λάβρα φιλιά του,κι όταν όρθια τη γύμνωσεκι ύστερα ορμητικά την ξάπλωσε μπρούμυτα στο κρεβάτικαι πριν ακουμπήσει το στήθος του στην πλάτη της,όχι πολύ δυνατά την μπάτσισε πίσω στους μηρούςξεστομίζοντας γλυκόλογα.
.
.
5. Το γυναικείο
Συνεπώς, εκείνο που είναι σημαντικό να δει κανείς είναι το πώς τίθεται η Αλεξάνδρα Μπακονίκα απέναντι στο «γυναικείο» και, κατ’ επέκτασιν, ποια είναι τα μηνύματα που η ποίησή της φέρει, αντισταθμίζοντας όχι μόνον τις στερεοτυπικές φαλλοκρατικές θέσεις αλλά και προτάσσοντας έναν άλλο διαφορετικό λόγο απέναντι σε μία άλλου τύπου «γυναικεία» ερωτική ποίηση, η οποία έχει ως κύρια χαρακτηριστικά της μία άνευ προηγουμένου ευθραυστότητα, παθητική θέση, συναισθηματική ρευστότητα, ελάχιστη χρήση των εκλογικευτικών μηχανισμών, και, εν τέλει, τη δημοσιοποίηση ενός ανεπεξέργαστου ή δύσκολα επεξεργάσιμου ψυχικού κόσμου, ο οποίος χρίζει περισσότερο ιατρικής παρά αναγνωστικής παρακολούθησης. Και μόνον τα χαρακτηριστικά αυτά, ανεξαρτήτως της φόρμας που υιοθετείται, κάνουν την ποίηση κακή ή, θα το προχωρούσα περισσότερο, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για ημερολογιακή καταχώριση χωρίς κοινωνική δυναμική . Η επισήμανση αυτή σχετίζεται με το ρόλο (για όσους συμφωνούν ότι υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα) που έχει να διαδραματίσει ο δημιουργός στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Εκείνος που δημοσιεύει οφείλει να ανοίγει δρόμους και όχι να αναπαράγει τους γνωστούς. Οφείλει να αντιπροτείνει, έχοντας αφενός γνώση του ανθρώπινου ψυχισμού, έχοντάς τον αγαπήσει και αποδεχθεί ακόμη και στην τραγικότερη διάστασή του, αλλά και παίρνοντας, ταυτόχρονα, απόσταση από το βίωμα, επειδή έχει «διδαχθεί» διά μέσου της πορείας του στα ανθρώπινα. Ούτε ο χλιαρός συναισθηματισμός ούτε η τραχιά λογική μπορούν από μόνα τους παράγουν τέχνη, απαιτείται εξισορρόπηση. Η ποίηση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα διακρίνεται από αυτό το προτέρημα. H υπόθεση και η υπεράσπιση του γυναικείου θα μπορούσε να συνοψιστεί στα παρακάτω. Μία πραγματική γυναίκα:
.
.
1. δεν είναι απλώς αντικείμενο πόθου, αλλά έχει και αντικείμενο πόθου :Εκεί στο πιο όμορφο μπαλκόνι, αγαπημένε μου, /ήσουν και ήμουν η σάρκα που γυαλίζει/και υποβάλλει, η σάρκα που εξευγενίζει/ χαίρεται, και μαθαίνει να πεθαίνει. (Oι θαμώνες στο στέκι, από τη συλλογή «Θείο κορμί»)2. είναι διαφορετική από τον άνδρα αλλά την ίδια στιγμή και ισότιμη. Οι επιθυμίες της είναι διαφορετικές αλλά υπαρκτές : Μα πριν συμβούν όλα αυτά/ήμουν βυθισμένη σε μια απέραντη νωχέλεια,/σε μια απέραντη ηρεμία/που προδιέθετε και προετοίμαζε/μια τέτοια απόλαυση:/μέσα στο εξαίσιο φως/ένας άνδρας να με κοιτάζει. (Το φως του απογεύματος, από τη συλλογή «Το γυμνό ζευγάρι») 3. επιθυμεί να την επιθυμούν, και μόνον όταν την επιθυμούν παραδίδεται. Η πραγματική γυναίκα δεν δίνει, δίνεται. Μόλις αγγιζόμαστε στ’ ακροδάχτυλα./Μου αρκεί που σε μία ελάχιστη επιφάνεια μ’ αγγίζει:/μέσα απ’ αυτήν δίνομαι και αποδέχομαι./Αμοιβαία μέσα από τα ακροδάχτυλα επικοινωνούμε. (Ελάχιστη επιφάνεια, από τη συλλογή «Παρακαταθήκη Ηδυπάθειας»)4.είναι θηλυκή και σαγηνευτική. Γνωρίζει τα παιχνίδια της σαγήνης. Μπαινόβγαινε πολλές φορές /κι επιδειχτικά,σαν να του έλεγε:/ «Θα πεθάνεις από λατρεία για μένα». (To τελευταίο ρούχο, από τη συλλογή «Θείο κορμί») 5. αποχωρεί, όταν την απορρίψουν : Σαν το κεράκι καίγεται από τον πόθο,/όμως δεν θα πάει κοντά του,/ πριν από ένα χρόνο την παράτησε. (Νύχτα, από τη συλλογή «Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων») 6. ανταμείβει τους γενναιόδωρους : κι όπως ξάπλωναν κοντά, την άγγιζε. /Στάθηκε τυχερός με την άμεση/ανταπόκρισή της: Σηκώθηκε και τον οδήγησε/στο απόκρυφο ακρογιάλι. (To τελευταίο ρούχο, από τη συλλογή «Θείο κορμί») Ενάργεια είχαν τα λόγια της:/“Από ένστικτο και πείρα δύσκολα ενδίδω./Θέλω ο άνδρας να με πολιορκεί επίμονα,/να παρακαλάει, να χάνει τον εαυτό του για χάρη μου. (Από τη συλλογή “Ηδονή και εξουσία”) 7.υπερασπίζεται τη σεξουαλικότητά της το ίδιο καλά με την πνευματικότητα και τη λογική της. Κι αυτό η Αλεξάνδρα Μπακονίκα το υπηρετεί, κάνοντας ακόμη μιαν ανατροπή, αποδεικνύοντας πως η ερωτική ποίηση μπορεί να έχει αυστηρή δόμηση και πεζολογική μορφή:Χρησιμοποίησαν το κρεβάτι μετά/για να χαλαρώσουν,/να συνέλθουν από τη μανία τους για ηδονή,/να στεγνώσει ο ιδρώτας./Παρέμειναν ξαπλωμένοι ανοίγοντας μια ατέλειωτη συζήτηση/για θέματα που τους ενδιέφεραν. ( Ενδότερος χώρος, από τη συλλογή “Πεδίο πόθου” Μεταίχμιο, 2005) Ντύθηκαν, και αφού της έβαλε κάτι να πιεί,/ άνοιξε και της διάβασε ποίηση του Οράτιου/ απ’ το πρωτότυπο./Της διάβασε γαμήλιους ύμνους./ Ιδιόρρυθμοι λαρυγγισμοί και φθόγγοι/και χυμώδεις λέξεις των λατινικών./Μετά τον έρωτα τελείωσαν με στίχους. (Λατινικά ποιήματα, από τη συλλογή «Θείο κορμί») 8.δεν αποδέχεται κοινωνικά ή ηθικά μη αποδεκτές συμπεριφορές:
.
Πίνακας: Ben Goosens
.
Στο μπαρ
(Από τη συλλογή «Θείο κορμί»)
.
Με την κοπέλα του πήγαιναν
ν’ ακούσουν έναν περίφημο νέγρο τραγουδιστή
σ’ ένα από τα πολυσύχναστα μπαρ της νεολαίας.
Πριν από την είσοδο την προειδοποίησε:
«Μου αρέσει μια γυναίκα
που ίσως έρθει στην παρέα απόψε.
Με το δέος και την κατάνυξη
που μπαίνει κανείς σε μια εκκλησία
έτσι θα έμπαινα στο σώμα της,
και θα με έτρωγε η αγωνία
να την ευχαριστήσω,
και να φανώ αντάξιος- ενώ με σένα δεν με νοιάζει,
με σένα κάνω έρωτα αδιάφορα,
όπως μιλάω».
Ήταν μαγευτική η ατμόσφαιρα στο μπαρ,
ο κόσμος είχε ενωθεί με τους ρυθμούς
και τη φωνή του τραγουδιστή. Η κοπέλα μουδιασμένη καταλάγιαζε
την ταραχή της.
Η ωμότητα του φίλου τηςτην εμπόδιζε να ενωθεί με οτιδήποτε.
.
Συνοψίζοντας, η ποίηση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα, δικαίως διεκδικεί και κερδίζει θέση στα ελληνικά γράμματα για τρεις πάρα πολύ σημαντικούς λόγους: τεχνική, προσωπικό ύφος και κοινωνικό προσανατολισμό.
Ενάργεια είχαν τα λόγια της:
“Από ένστικτο και πείρα δύσκολα ενδίδω.
Θέλω ο άνδρας να με πολιορκεί επίμονα,
να παρακαλάει, να χάνει τον εαυτό του για χάρη μου.
Αλησμόνητος μένει στο μυαλό μου ένας θαυμαστής
σε κάποιο ταξίδι.
Πριν πέσουμε στο κρεβάτι και όπως ήμουν όρθια,
με λατρεία έσκυψε στα πόδια μου, κι έκανε μετάνοιες
στο γυμνό μου σώμα,
μετά από τα γόνατα άρχισε να με φιλάει”.
Από τη συλλογή “Ηδονή και εξουσία” Μεταίχμιο, 2009
Αναγκαστικά μέσα στο ίδιο περιβάλλον
τους έζησα από κοντά:
τη μοχθηρή και ανάλγητη εγωπάθειά τους,
τη μανία τους να καταδυναστεύουν άγρια,
τα μυστικά τους εγκλήματα.
Τέτοια καθάρματα.