RSS

Category Archives: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ (ελληνική)

Δημήτρης Καλοκύρης, Το αύριο της νύχτας

.

2.

Κάθε φορά που ταξιδεύεις σε μια άλλη ηλικία

είναι σαν να πρωτοβλέπεις τις κατόψεις

του λαβύρινθου

με το μελάνι και το κάρβουνο σημαδεύοντας

το νήμα και τη στάθμη στα εδάφη της ζωής.

.

Μ’ αυτή την τεχνική ξεγελάει ο άνθρωπος το θάνατο.

Η τέχνη είναι ένας τρόπος

ν’ αλλάζουν μέσα σου οι πορείες των πραγμάτων.

.

Το Ίλιον δεν αλώθηκε με άρματα ή μηχανισμούς

 αλλά με ένα ξύλινο κουτί σε σχήμα αλόγου

– και μάλιστα ελληνικής κατασκευής.

.

Artwork: Jan Sluijters

.

 

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως

.

Αλλά δε θέλει να λησμονηθεί, γιατί κανείς, κανείς δεν θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει θέλει μια φορά, που τρυφερή κορόνα τους την είχαν, κι α πότε, βγάνοντας την κεφαλή στις ερημιές, τα χέρια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, τους  χαραγμένους της καρπούς βύζαινε, η λύσσα λεγεών και αγέλη, τη μάταιη αυτοχειρία επαναλαμβάνοντας, το θάνατο που δίχως λόγο ξεθυμαίνει, μες στη σιωπή που παραδέρνει ασάλευτη, σιωπή του νου, απέραντη σαν τρέλα, σαν αραιό αφιόνι μαύλιζε, και δεν τολμά, μόλις μαντεύοντας τα κυανά παθήματα των βυθοδρόμων, τη θεία νόσο που ενδοστρέφει ακάλεστη, κι από μαράζι ξάσπριζε τα χείλη, κι α πότε βγάνει, ο πόνος, ποόνοι διάττοντες, βραχνάς ο αέρας σκίζοντας το στήθος, αέρας πόνος πλημμυρίζοντας σπλάχνα στεγνά, τα μάτια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, η νεκροφάνεια σαν λαγνεία την καθήλωνε, σαν πυρετός, σαν πρωτούπνι στο υγρό της μέτωπο, μ’ ένα στεφάνι φως που ζώνει τους ταξιδεμένους, όταν σηκώνονται αταξίδευτοι στα σκοτεινά, σε μέρη απόσκια και στ’ ανεσκαμμένα, κι όταν ταράζοντας τη γη προβαίνουν άλιωτοι, μ’ ένα στεφάνι φως, και ξεματώνει γλείφοντας τους χαρακωμένους της καρπούς, παραλογίζεται πως θα γινόταν άλλη, άνασσα στο βαθύ παλάτι των αγρών, αθλία φλώρα τ’ όνομά της, σαρακήνα, σαν βλασφημία, μενεξένη, άσβεστος, με το κακό του φεγγαριού αφρίζει, κι α ποτέ, γέρνει το κορμάκι της στις εξοχές, σαν ημισέληνος ωχρή ξεφέγγει, μικρή γυναίκα, γυναικίτσα, βάρβαρη, καλεί τον θάνατο, καλεί, που ήταν καλός, από μακριά σού μήνυσα, του λέει, ακραία κόρη και βαλεριανή, από μακριά, κι ετοιμαζότουν να φωνάξει δυνατά, και δε φωνάζει, δε λαλεί, δεν κλαίει.

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, σελ. 47-48, Κέδρος 1989

Artwork:Αnne Magill

 

Δημήτρης Καλοκύρης, Κρούσματα

.

ΤΟ «ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ»

Όταν η πολιτική ορίζεται ως τέχνη του εφικτού

η Τέχνη ασκεί πολιτική του ανέφικτου

.

Η ΓΡΑΦΗ

Συνοπτικά, η λογοτεχνία αντιλαμβάνεται το Νόημα σαν μια υδρόγειο σφαίρα, την οποία σουτάρει ο Χρόνος προς τα δίχτυα της μνήμης. Τα χρέη του τερματοφύλακα πληρώνει ο καθρέφτης.

.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Ο ρυθμός να προηγείται του λόγου.

Συνεπώς, το μυστικό της ποίησης δεν είναι το ρίμα,

το μυστικό της ποίησης είναι το ρήμα.

.

Δημήτρης Καλοκύρης, Ισαύρων, «Κρούσματα»,  σελ. 14-15, εκδόσεις Άγρα, 2015

Αrtwork: Jan Sluijters

 

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως

.

Φέγγε του, φέγγε του να περπατεί και πάγωσε, αστροπελέκι που καλά ξεφανερώνει, τον νυσταγμό με τα πολλά του πρόσωπα, φίλυπνα πάθη, το ακαριαίο, κι όσα η τύχη επιλέγει κάποτε,

και σαν βροντή που έδενε τους όρκους, με βια μετρώντας, μια το βάθος των πληγών, και μια την τρομερή τους υγρασία, υπέροχος ζεύει τον μαύρο του ξανά, τον μαύρο του με κλάματα καβαλικεύει, μάτια μου, τι κακό σε βρήκε, τι κακό, σαν την αυγή που τον βυθίζει και τον παίρνει, κι ολάνθιζε, στα υπερώα εραστής, τρελός ψαράς, ονειρευτής κι ονειρεμένος, γλυκά τρομάζοντας, αλαφροΐσκιωτος στα κρύα στενά –

μα φέγγε του να δει και νά ’ρθει.

Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, σελ. 58, Κέδρος 1989

Αrtwork: Anna Ådén

 
Quote

.

Πάνω δεξιά ο ήλιος. 

Η μακρόστενη σάλα με τους θολωτούς ουρανούς

τα ψεύτικα σύννεφα των φωτιστικών

και τις αστραπές από μαλαχίτη

.

έκθετη στη σπατάλη και το μούχρωμα  

που διαβάζεται απ’ την τετράφυλλη βιτρίνα

ανάμεσα στους πορφυρούς σελιδοδείκτες

της αυλαίας

.

μπαρ με ημικυκλικά σκαμπό κι επάργυρη υδρόγειο

και σαν να γνωριζόμαστε από παλιά my dear

το πιάνο παίζει μαύρα φορέματα με κρόσσια  

χοντροί αστράγαλοι σαν γροθιές με κοκτέιλ

.

το καλειδοσκόπιο μιας σφαίρας ντίσκο

που ιριδίζει στο πλανητάριο του τρούλου

ανάμεσα σε οικόσημα και ρήσεις του Πυθαγόρα

.

αθλητικοί χοροί ευρύστερνα σώματα σκαρπίνια

ένα είδος ρυθμού και βελούδινης έξαρσης 

ένα λαχάνιασμα από κιννάβαρι οι γόβες

μια διακήρυξη των γοφών και του πόθου  

.

μια διακήρυξη των γοφών και του πόθου  

ζωγραφισμένα με κιμωλίες

στο μαρμάρινο ρείθρο κάτω απ’ τα λουκέτα 

του έρημου πεζόδρομου των μαγαζιών.

.

Αλέξιος Μάινας, από τη συλλογή  Προσκόμματα και Ποιμαντικές Λύσεις για την Κατάβαση της Αγέλης στον Κάμπο σε Περίπτωση Αντάρας, εκδόσεις Μικρή Άρκτος, 2021.

Πίνακας: Catrin Arno

Αλέξιος Μάινας, Το πάρτι των απρόσκλητων

 

Φωτεινή Βασιλοπούλου, Ματωμένη Κοκκινοσκουφίτσα

.

ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ I

.

Ολονύχτια αιώρηση

– ξερό και παγωμένο το χαμόγελο

πέρα δώθε στον ουρανό.

.

Με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου

έβγαλε προσεχτικά από την αγχόνη το κεφάλι

μετά το κόκκινο κασκόλ

τα ματωμένα ρούχα.

Ντύθηκε το κοστούμι της δουλειάς

το φρέσκο χαμόγελο

την ευτυχία της ημέρας.

Της παρωδίας άνοιξε την αυλαία

μπήκε στο δεύτερο λεωφορείο

–το πρώτο μ’ άλλους ευτυχείς αυτόχειρες γεμάτο

ανάσανε βαθιά.

.

Και τράβηξε κατά τον ημερήσιο πόνο.

.

.

ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ II

.

Έβγαλε το κόκκινο σκουφάκι

από την τσέπη το περίστροφο

το έστρεψε στο τέταρτο του φεγγαριού

και του αιώνα

ύστερα

στον από χρόνια τρύπιο κρόταφο.

Τίναξε τα μυαλά και τη ζωή της στον αέρα

θα ’λεγαν.

Στον παγωμένο της νύχτας αέρα.

.

Η κρύα κάννη θα περνούσε απαρατήρητη.

.

Όπως και η αρχαία αυτοχειρία

ήδη απ’ την αρχέγονη σπηλιά.

Φωτεινή Βασιλοπούλου, από τη συλλογή Αμείλικτο νερό, Οι εκδόσεις των φίλων 2019

Αrtwork: Frank Rodick

 

Tags:

Δημήτρης Καλοκύρης, Λευιτικόν

.

γ. ΛΕΥΙΤΙΚΟΝ

H μάνα του Γκόργκι και η μάνα της Περλ (φλας) Μπακ, αρπαγμένες στα χέρια. Ο πατέρας του Στρίντμπεργκ ανάμεσα να τις χωρίσει. Το φεγγάρι στην κόρη του ματιού. Πλησιάζει ο Άλλος γιος, σφυρίζοντας το τραγούδι της αδελφής μου. Η εξαδέλφη Μπέτυ σχεδόν διάφανη, με συρματάκια στο στόμα, συντονισμένη σε βραχέα χρονικά. Ο εξάδελφος Πονς με αμυγές στο γόνατο και αφύσικες αλληγορίες. Ο θείος Βάνιας ψαρεύει το κενό. Η θεία Έμπνευση τού πλέκει το εγκώμιο. Ο θείος Ιούλιος πυρπολεί το ημερολόγιο. Ο ανιψιός του Ραμώ σκοτεινιασμένος.

Δημήτρης Καλοκύρης, Ισαύρων, «Νύχτα, Βιο-μηχανία (α΄-ιβ΄)»,  σελ. 14-15, εκδόσεις Άγρα, 2015

Αrtwork: Abraham Manievich

 

Αλέξιος Μάινας, Ο Χάιντεγκερ αποφασίζει ν’ ανοιχτεί στη σόμπα

.

Εσχάτη Θούλη.

(IV. Επίφραση και απομύθιο)


Τα είπε όλα. Κι όμως.
Το νόημα της τουλίπας
δεν είναι ότι μαραίνεται.


Εξέχει τόσο σύντομα ο λαιμός και γέρνει,
δεκτόν. Εύθραυστο τ’ αγαθό, σαν ψευδαδάμας.
Τέτοια η φύση μας. Και σίγουρα δεν είναι θείος νόμος,
μα ως θνητός κι ως άνθρωπος επιθυμώ και εικάζω:
η ομορφιά υπάρχει προς εμάς, υπάρχει για να φαίνεται!


Αν είχαμε νόημα, θα είχαν και τα πράγματά μας.
Μα ούτε αυθεντία υπάρχει, ούτε Ρώμη, ούτε Γάγγης.


Έτσι, το νόημα κάθε έργου –πράξης ή ποιήματος–
δεν πρέπει να ορίζεται και να εξαντλείται
από μας. Είτε το νιώσει κάποιος άλλος είτε
όχι, ο τρόπος πάνω απ’ όλα του κλεισίματος
εξέχει πάντα προς τον δέκτη από το βάζο
της μορφής. Κι είναι καλό να παίρνει,
απαλύνοντας, το χρώμα της δικής του ανάγκης,
το σχήμα της δικής του τρύπας.

Αλέξιος Μάινας, από τη συλλογή Προσκόμματα και Ποιμαντικές Λύσεις για την Κατάβαση της Αγέλης στον Κάμπο σε Περίπτωση Αντάρας, εκδόσεις Μικρή Άρκτος, 2021.

Πίνακας: Ambrosius Bosschaert the Young

 

Πασχάλης Κατσίκας, Νεκρά πλοία


.

Με κάθε ρουφηξιά πυρώνει
το βλέμμα σου στα δάχτυλα
Το τραγούδι μου γλιστρά
Πίσω απ’ την ομίχλη γαντζώνεται
σε φτερούγες αποδημητικών πτηνών
Οι νεφέλες στενάζουν
Λικνίζουν τα νεκρά πλοία
Κι εσύ, σ’ ένα λιμάνι χιονισμένο,
σφυρίζεις τον σκοπό
που πέφτει από τα δέντρα

Πασχάλης Κατσίκας, Νεκρά πλοία, από τη συλλογή Τα κόκκινα πουλιά, εκδόσεις Δρόμων, 2022

Πίνακας: Kristin Vestgard

 

Φωτεινή Βασιλοπούλου, Κουλουράκια αλισίβας

.

Είχε έναν δικό της τρόπο να διασχίζει τη νύχτα

.

όταν γυρνούσε σπίτι ξημερώματα

με αλειμμένες τις παλάμες μαύρο φως κι αρχαίο χιόνι

στίλβωνε με μικρούς οργασμούς το πρωινό κελάηδημα των πουλιών

ύστερα έβγαζε τη μάσκα της άγριας ομορφιάς

γινόταν καθημερινή νοικοκυρά

έψηνε κουλουράκια, τα δάχτυλά της έψηνε

στον φούρνο την καρδιά της όσο να ροδίσει

δάκρυα αφυδάτωνε χυμούς

ένα βράδυ μπήκε μέσα του ολόκληρη

.

τέφρα

.

μάταια την περίμεναν όλη τη νύχτα θηρία ανήμερα του σκότους

να τα δαμάσει, να μπήξει στο κορμί τα δόντια της

να κομματιάσει το κενό τους

μάταια την άλλη μέρα τα πουλιά στα ράμφη τους να ψιθυρίσει στίχους.

.

Στο σπίτι είπαν, ας κρατήσουμε τις στάχτες

τόσο καθαρές άμμος διάφανη θα τρίζουνε στο στόμα.

Φωτεινή Βασιλοπούλου, Κουλουράκια αλισίβας, από την ποιητική συλλογή Φυτρώνει άγρια ζάχαρη, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2021

Πίνακας: Casa Jordi

 

Tags: