RSS

Category Archives: Xέρμαν Μπροχ

Χέρμαν Μπροχ, III. Οι υπνοβάτες, 1918, Χούγκενάου ή ο ρεαλισμός

.

Kι ο Χούγκενάου που στα παλιά του ταξίδια είχε επισκεφτεί πολλές όμορφες παλιές πόλεις, χώρις όμως να προσέξει ιδιαιτέρως καμιά, ένιωσε να τον συνεπαίρνει ένα παράξενο συναίσθημα, ένα πραγματικά άγνωστο ως τώρα συναίσθημα, που ούτε να το κατονομάσει μπορούσε, ούτε και να πει τι το είχε δημιουργήσει και το οποίο ωστόσο τον έκανε να νιώθει μ’ έναν αλλόκοτο τρόπο σαν το στο σπίτι του: εάν κάποιος του έλεγε ότι αυτή ήταν μια αισθητική συγκίνηση ή ότι επρόκειτο για ένα συναίσθημα που πήγαζε από την ελευθερία, θα γελούσε δύσπιστος, θα γελούσε σαν κάποιος που δεν τον είχε αγγίξει καν η ιδέα της ομορφιάς του κόσμου, και θα είχε δίκιο να γελάει στο μέτρο που είναι αδύνατον να ξεχωρίσεις αν είναι η ελευθερία που αποκαλύτπει την ομορφιά στην ψυχή ή η ομορφιά που μεταδίδει στην ψυχή την ιδέα της ελευθερίας, όμως κατά βάθος θα είχε άδικο, γιατί ακόμα και για έναν άνθρωπο σαν τον Χούγκενάου δεν είναι δυνατόν παρά να υπάρχει εκείνη η βαθύτερη ανθρώπινη γνώση, ο ανθρώπινος πόθος για την ελευθερία από την οποία εκπηγάζει όλο το φως του κόσμου και μέσω της οποίας βλαστάνει ο κυριακάτικος καθαγιασμός κάθε ζωής – κι επειδή έτσι έχει το πράγμα και δεν είναι δυνατόν να έχει αλλιώς, μια αχτίδα αυτού του ανώτερου φωτός ίσως να έπεσε πάνω στον Χούγκενάου τη στιγμή που σύρθηκε έξω από το χαράκωμα και αποδεσμεύτηκε από τις υποχρεώσεις που τον έδεναν με τους άλλους ανθρώπους, μια αχτίδα του φωτός που είναι η ελευθερία που παραχωρηθηκε ακόμα και σ’ αυτόν, έτσι που για πρώτη φορά ν’ αφοσιωθεί στην κυριακάτικη σχόλη.

  Χέρμαν Μπροχ, III. Οι υπνοβάτες, 1918, Χούγκενάου ή ο ρεαλισμόςσελ. 17-18, Μέδουσα, 1993.

Πίνακας: József Rippl-Rónai

 

Χέρμαν Μπροχ, III. Οι υπνοβάτες, 1918, Χούγκενάου ή ο ρεαλισμός

 

.

Όσο πιο μόνος είναι ο άνθρωπος, όσο περισσότερο το σύστημα αξιών στο οποίο είναι εντεταγμένος χαλαρώνει, με τόσο μεγαλύτερη σαφήνεια προσδιορίζονται οι πράξεις του από το παράλογο. Ο ρομαντικός άνθρωπος γαντζώνεται από τα σχήματα ενός ξένου και δογματικού πλέον συστήματος αξιών, είναι –όσο και να μοιάζει απίστευτο– πέρα ως πέρα λογικός και τελείως απαλλαγμένος από καθετί παιδικό.

Η λογική του παραλογισμού: ένας φαινομενικά απόλυτα λογικός άνθωπος όπως ο Χούγκενάου δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσει το καλό από το κακό. Σε έναν απόλυτα λογικό κόσμο, δεν υπάρχει κανένα απόλυτο σύστημα αξιών, δεν υπάρχουν αμαρτωλοί, απλώς επιβλαβείς άνθρωποι.

Και ο αισθητής επίσης δεν ξεχωρίζει το καλό από το κακό, εξ ου και η γοητεία του. Όμως γνωρίζει πολύ καλά ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, απλώς δεν θέλει να τα ξεχωρίσει. Και αυτό τον κάνει διεφθαρμένο.

Χέρμαν Μπροχ, III. Οι υπνοβάτες, 1918, Χούγκενάου ή ο ρεαλισμός, σελ. 293, Μέδουσα, 1993.

Πίνακας: Αnne Μagill

 

Χέρμαν Μπροχ, III. Οι υπνοβάτες, 1918, Χουγκενάου ή ο ρεαλισμός

.

Πήγαν στο δωμάτιο του παιδιού. Ο τοίχος χαμηλά ήταν επενδυμένος με ξύλο, ενώ από πάνω υπήρχε μια πρόσχαρη, παιδική όπως τη λένε νωπογραφία. Και με εκείνη τη δεύτερη, πιο ξεκάθαρη αν και κάπως απεστιασμένη επίγνωση που μπορεί να δημιουργήσει η ένταση της αναμονής ή και ο επερχόμενος δριμύς πονοκέφαλος, η Χάννα κατάλαβε ότι αυτά τα λακαρισμένα έπιπλα και όλη αυτή η λευκότητα ήταν προσβλητικά για το παιδί, κατάλαβε ότι δεν είχαν καμιά σχέση με την ύπαρξή του και τη φύση του, αλλά πως τα είχαν βάλει εδώ και τα είχαν τακτοποιήσει έτσι ώστε να συμβολίζουν κάτι, να συμβολίζουν το λευκό της στήθος και το γάλα που θα έρεε από αυτό μετά από γόνιμες περιπτύξεις. Είχε ακουμπήσει τα χέρια της στον αυχένα, εκεί που την πονούσε. Ήταν μια απομακρυσμένη και πολύ ασαφής σκέψη, αλλά παρ’ όλα αυτά ήταν η βαθύτερη αιτία για το γεγονός ότι απέφευγε να μπαίνει στο δωμάτιο του παιδιού και προτιμούσει να το φωνάζει να έρχεται εκείνο κοντά της. Είπε: «Πρέπει να δείξεις στον πατέρα σου τα καινούργια σου παιχνίδια.» O Βάλτερ έφερε ένα κουτί με κύβους και μερικά στρατιωτάκια με γκριζοπράσινη στολή. Ήταν είκοσι τρεις οπλίτες κι ένας αξιωματικός που με το γόνατό του λυγισμένο ανέμιζε το σπαθί του προς τη μεριά του εχθρού. Κανείς από τους τρεις δεν παρατήρησε πώς και ο δρ Χάινριχ Βέντλινγκ φορούσε γκριζοπράσινη στολή αξιωματικού, ο καθένας όμως για δικό του λόγο: ο Βάλτερ γιατί έβλεπε τον πατέρα του σαν παρείσακτο, ο Χάινριχ γιατί δεν μπορούσε να ταυτίσει τις ηρωικές χειρονομίες των ψεύτικων στρατιωτών με τη την πραγματικότητα του δικού του πολέμου, η Χάννα γιατί προς μεγάλο της φόβο, έβλεπε τώρα αυτόν τον άντρα μπροστά της γυμνό, γυμνό και απομονωμένο στη γύμνια του. Και αυτή η ίδια απομόνωση διακρινόταν και στα έπιπλα που την τριγύριζαν και ήταν κι αυτά σαν γυμνά, ασύνδετα προς το περιβάλλον τους, ασυσχέτιστα το ένα προς το άλλο, ξένα και παράξενα,

Χέρμαν Μπροχ, III. Οι υπνοβάτες, 1918, Χουγκενάου ή ο ρεαλισμός, σελ. 197

Πίνακας: AndreaKowch

 
Video

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II

.

H δεσποινίς Έρνα, που στην πραγματικότητα δεν του άρεσε και τόσο, ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και του χαμογελούσε πονηρά, σχεδόν φιλικά, αφήνοντας να φαίνεται το δόντι που της έλειπε. Παρ’ όλα αυτά ο Ες δεν έδωσε καμία σημασία στις διαμαρτυρίες της: «Kύριε Ες, σας παρακαλώ να βγείτε αμέσως έξω», κι έμεινε ατάραχος στη θέση του, κι αυτό το έκανε όχι μόνο γιατί, όπως οι περισσότεροι, ήταν ένας άντρας με ταπεινές ορέξεις, δεν το έκανε μόνο γιατί, όταν δύο άνθρωποι διαφορετικού φύλου συγκατοικούν από καιρό κι έχουν εξοικειωθεί, σχεδόν δεν μπορούν ν’ αντισταθούν στους ανεξέλεγκτους μηχανισμούς του σώματός τους και υποκύπτουν σ’ αυτούς χωρίς  μεγάλη αντίσταση με τη σκέψη: «Τελικά, γιατί όχι;» δεν το έκανε μόνο γιατί διαισθανόταν ότι κι αυτή θα έπρεπε να έχει παρόμοιες επιθυμίες, έτσι που δεν υπήρχε λόγος να δώσει σημασία στις διαμαρτυρίες της, και σίγουρα δεν το έκανε μόνον εξαιτίας των ταπεινών ορμών του – έστω κι αν πρέπει να συνυπολογίσουμε τον αναπόφευκτο ερεθισμό που δημιουργεί στους άντρες το αίσθημα της ζήλειας και το οποίο το είχε νιώσει βλέποντας την κοπέλα να τρίβεται πάνω στον Γκέρνετ – αλλά και γιατί ο Ες θεωρούσε ότι η ηδονή, που οι άντρες την αναζητούν σαν να είναι αυτοσκοπός, εξυπηρετεί αντιθέτως έναν ανώτερο σκοπό, τον οποίο να και δεν είσαι σχεδόν σε θέση να τον μαντέψεις, ωστόσο σε κατακυριεύει, και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επιταγή να εξαλείψεις εκείνον τον μεγάλο φόβο, που εκτείνεται πολύ μακρύτερα από τα στενά όρια του εαυτού σου, έστω κι αν πολλές φορές μοιάζει να μη διαφέρει από αυτό που νιώθει ένας περιοδεύων εμπορικός αντιπρόσωπος όταν αναγκάζεται να κοιμηθεί μόνος σ’ ένα ξενοδοχείο μακριά από τη γυναίκα και τα παιδιά του: ναι, έστω και αν δεν διαφέρει από τον φόβο και τη φιληδονία του ταξιδιώτη που πλαγιάζει με την άσχημα και κάπως περασμένης ηλικίας καμαριέρα, καταφεύγοντας μερικές φορές σε σπαραξικάρδιες αισχρότητες και νιώθοντας συχνά ένοχη τη συνείδησή του.

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II, 1903, Eς ή η αναρχία, μτφρ.  Κώστας Κουντούρης, σελ. 53-54, Εκδόσεις Μέδουσα, 2006.

Φωτό: Joel Peter

 

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II

.

Ωστόσο τώρα αναγνώριζε ότι, αν το άθροισμα στις προσθέσεις των λογιστικών του βιβλίων έβγαινε τελικά σωστό, αυτό δεν θα ήταν παρά απλή σύμπτωση κι έτσι μπορούσε να παρατηρεί τα εγκόσμια σαν από ένα ανώτερο επίπεδο, σαν από έναν φωτεινό πύργο που ορθωνόταν σε μια πεδιάδα, αποκομμένος από τον κόσμο κι όμως αντικαθρεφτίζοντάς τον ανεμπόδιστα: και συχνά ήταν σαν όλα όσα είχαν διαπραχθεί και ειπωθεί και συμβεί να μην ήταν τίποτε άλλο παρά ένα προκαταρκτικό επεισόδιο πάνω σε μια αμυδρά φωτισμένη σκηνή, μια παράσταση που θα λησμονιόταν, γιατί δεν είχε πραγματοποιηθεί, κάτι περασμένο που δεν μπορούσες να το αδράξεις χωρίς να αυξήσεις την επίγεια οδύνη. Γιατί η ολοκλήρωση προσκρούει πάντα στην πραγματικότητα, ενώ ο δρόμος της νοσταλγίας και της ελευθερίας είναι ατέλειωτος και αιώνια αδιαπόρευτος, είναι στενός και σκολιός, όπως ο δρόμος του Υπνοβάτη, έστω κι αν είναι ο δρόμος που οδηγεί στην αγκαλιά της πατρίδας και στο λαχανιασμένο της στήθος […] Προχωρούσαν χέρι χέρι, έστω κι αν ο καθένας ακολουθούσε το δικό του διαφορετικό και δίχως τέλος δρόμο. Κι όταν τελικά παντρεύτηκαν και πούλησαν την ταβέρνα σε απίστευτα χαμηλή τιμή, αυτοί δεν ήταν παρά σταθμοί στον δρόμο των συμβόλων και ταυτοχρόνως σταθμοί στον δρόμο που προσέγγιζαν το ανώτερο και το αιώνιο, έτσι που, αν ο Ες δεν ήταν ελευθερόφρων, θα μπορούσε να πει ότι αυτός ο δρόμος ήταν θεϊκός. Όμως εκείνος γνώριζε παρ’ όλα αυτά ότι εδώ στη γη είμαστε όλοι αναγκασμένοι να πορευόμαστε με πατερίτσες.

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II, 1903, Eς ή η αναρχία, μτφρ.  Κώστας Κουντούρης, σελ. 250-251, Εκδόσεις Μέδουσα, 2006.

Φωτό: Raymond Depardon

 

 

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II

Ήταν ένας ηλίθιος και ελαφρόμυαλος βιολιστής, ήξερε όμως να παίζει από μνήμης πολλές σονάτες και γνώριζε κι άλλα πολλά, ωστόσο δεν μπορούσε να μη γελάει παρ’ όλη τη θλίψη του, γιατί οι άνθρωποι στην αγωνιώδη αναζήτησή τους για το απόλυτο ήθελαν να αγαπούν αιώνια, νομίζοντας ότι έτσι η ζωή τους θα ήταν ατελείωτη, πως θα διαρκούσε για πάντα. Μπορεί να τον περιφρονούσαν, γιατί ήταν αναγκασμένος να παίζει pot-pour-ri και γρήγορες πόλκες, εκείνος όμως γνώριζε ότι τα παράφορα πλάσματα που αναζητούσαν το άφθαρτο και το απόλυτο στα εγκόσμια, έβρισκαν μόνο σύμβολα και υποκατάστατα γι’ αυτό που αναζητούσαν, χωρίς να είναι σε θέση να το κατονομάσουν, γιατί έβλεπαν τον θάνατο των άλλων χωρίς να μετανοούν και να θλίβονται, τόσο διακατέχονταν από την ιδέα του δικού τους θανάτου: κυνηγούσαν τις κατακτήσεις για να κατακτηθούν από αυτές, γιατί ήλπιζαν ότι το σταθερό και το αμετάβλητο θα τους αναλάμβανε και τους προστάτευε και μισούσαν τη γυναίκα που είχαν διαλέξει, όντας τυφλοί ναι, τη μισούσαν, γιατί ήταν ένα απλό σύμβολο, έπρεπε να το καταστρέψουν πλημμυρισμένοι από θυμό, όταν ανακάλυπταν ότι εξακολουθούσαν να είναι έρμαια του φόβου του θανάτου. Ο βιολιστής Άλφονς συμπονούσε τις γυναίκες, γιατί, έστω κι αν δεν ζητούσαν τίποτα καλύτερο, δεν διακατέχονταν τόσο από αυτό το ηλίθιο καταστρεπτικό πάθος της κατάκτησης, δεν ένιωθαν να τις κυνηγάει τόσο ο φόβος, εκστασιάζονταν περισσότερο όταν άκουγαν μουσική και είχαν μια πιο ενδόμυχη και οικεία σχέση με τον θάνατο: σ’ αυτό οι γυναίκες έμοιαζαν με τους μουσικούς και, παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν παρά ένας χοντρός ομοφυλόφιλος μουσικός, ωστόσο ένιωθε να συγγενεύει μαζί τους και έπρεπε να παραδεχτεί ότι διαισθανόταν λίγο πως ο θάνατος ήταν κάτι μελαγχολικό και όμορφο, κι αυτό γιατί γνώριζε ότι δεν έκλαιγαν επειδή τους είχαν αποσπάσει κάποια κατάκτηση, αλλά γιατί αυτό που άγγιζαν και έβλεπαν ήταν κάτι όμορφο και τρυφερό.

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II,  1903, Eς ή η αναρχία, μτφρ.  Κώστας Κουντούρης, σελ. 231, Εκδόσεις Μέδουσα, 2006.

Πίνακας: Odilon Redon

 

 

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II

.

Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι ο Λόμπεργκ δεν ήταν ευχαριστημένος με την τύχη του, όπως θα έπρεπε, ήταν κωμικό, και ακόμα πιο κωμικοί ήταν οι λόγοι που πρόβαλλε και οι οποίοι φανέρωναν ξεκάθαρα ότι επρόκειτο για ηλίθιο άνθρωπο. Γιατί παρόλο που είχε κρεμάσει από την ταμειακή μηχανή ένα χαρτόνι πάνω στο οποίο έγραφε: «To κάπνισμα δεν έβλαψε ακόμη κανέναν» και παρόλο που πρόσθετε στα κουτιά των πούρων που πουλούσε όμορφες επαγγελματικές κάρτες, οι οποίες εκτός από την επωνυμία του μαγαζιού του και τα είδη που διέθετε είχαν γραμμένο κι ένα δίστιχο: «Όποιος καπνίζει μόνο αγνό καπνό, ποτέ δεν έχει ανάγκη τον γιατρό», ο ίδιος αυτά δεν τα πίστευε, ναι, τα τσιγάρα του τα κάπνιζε μόνο από καθήκον και γιατί ένιωθε ένοχη τη συνείδησή του: ναι, ο ίδιος έτρεμε πάντα τον λεγόμενο καρκίνο των καπνιστών και ένιωθε πως συνεργούσε στις βλαβερές συνέπειες της νικοτίνης στην καρδιά, το στομάχι και τον λάρυγγα. Ήταν ένας κοντός, καχεκτικός άντρας με λεπτό μουστάκι που μόλις διακρινόταν και κάτι μάτια δίχως λάμψη, που άφηναν να φαίνεται πολύ το ασπράδι τους, και οι κάπως ναζιάρικοι τρόποι και χειρονομίες του ήταν εξίσου ασυμβίβαστα με τις γενικές πεποιθήσεις του όσο και με το επάγγελμα που ασκούσε και το οποίο ούτε που σκεφτόταν να το αλλάξει με κάποιο άλλο: γιατί όχι μόνο θεωρούσε τον καπνό σαν το λαϊκό δηλητήριο που υπονόμευε την υγεία του έθνους, επαναλαμβάνοντας ακατάπαυστα ότι κάποιος έπρεπε να σώσει τον λαό απ’ αυτή την ολέθρια τοξίνη, αλλά και υποστήριζε έναν υγιή, φυσικό και γνήσια γερμανικό τρόπο ζωής, και ο μεγάλος του καημός ήταν που η φύση δεν τον είχε κάνει έναν πελώριο ξανθό με τεράστιες πλάτες και θώρακα. Αυτές τις ελλείψεις πάντως φρόντιζε να τις αναπληρώνει εν μέρει με το γεγονός ότι ήταν μέλος συνδέσμων τόσο αντιαλκοολικών όσο και χορτοφαγικών, κι έτσι δίπλα στο ταμείο υπήρχε πάντα μια στοίβα από φυλλάδια τα οποία του τα έστελναν κυρίως από την Ελβετία. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, ο άνθρωπος αυτός ήταν ηλίθιος.

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II, 1903, Eς ή η αναρχία, μτφρ.  Κώστας Κουντούρης, σελ. 44-45, Εκδόσεις Μέδουσα, 2006.

Φωτό: Robert and Shana Parke Harrison

 
Image

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II

andrew

Η κυρία Χέντγεν, εξακολουθώντας να νιώθει θυμό, ανέβηκε στη μεγάλη κάμαρα για να φέρει λουκάνικα για το βραδινό φαγητό, κι επειδή ο θυμός σε κάνει απρόσεχτο, κλώτσησε τα καρύδια, που κύλησαν με εκνευριστικά δυνατό θόρυβο μπρος από τα πόδια της. Κι όταν, σαν να μην έφτανε αυτό, πάτησε κι ένα, ο θυμός της έγινε ακόμα πιο έντονος. Για να μην πάνε όμως τελείως χαμένα, βάλθηκε να καθαρίζει προσεκτικά την ψίχα από τα σπασμένα τσόφλια· έβαζε στο στόμα της τα άσπρα κομμάτια και σκουροκίτρινη πικρή τους πέτσα, και κάθε τόσο φώναζε για να ακούσει η παραμαγείρισσα: τελικά το τσουλάκι την άκουσε και ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά, μόλις όμως μπήκε μέσα στην κάμαρα, την υποδέχτηκε ένας χείμαρρος από βρισιές: βεβαίως, όποιος κορτάρει με τους αλήτες δεν μπορεί παρά να κλέβει και καρύδια, τα δυο πάνε μαζί, τα καρύδια τα είχε απλώσει κοντά στο παράθυρο και τώρα είχαν φτάσει ίσαμε την πόρτα – και φυσικά δεν είχαν πόδια να περπατάνε από μόνα τους: σήκωσε το χέρι έτοιμη να χτυπήσει τη μικρή, κι αυτή έσκυψε το κεφάλι και ύψωσε το μπράτσο της για να προφυλαχτεί, όμως καθώς εκείνη τη στιγμή ένα τσόφλι κόλλησε στα δόντια της, η κύρια Χέντγεν αρκέστηκε να το φτύσει με σιχασιά. Μετά κατέβηκε στο μαγαζί, ακολουθούμενη από την κοπέλα που μυξόκλαιγε.

Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II, 1903, Eς ή η αναρχία, μτφρ.  Κώστας Κουντούρης, σελ.17, Εκδόσεις Μέδουσα, 2006.

 

Tags: ,