Oι κλοπές άρχισαν λίγες μέρες μετά τη διαδήλωση. Στην αρχή βούτηξαν το πορτοφόλι ενός δεκανέα κάτω από το μαξιλάρι του. Βρέθηκε κάτω από τα σκαλοπάτια του θαλάμου, άδειο. Ο δεκανέας πήρε όρκο ότι είχε πάνω από εκατό δολάρια στο πορτοφόλι, αλλά μάλλον έλεγε ψέματα. Κανείς στο λόχο δεν είχε τόσα λεφτά, εκτός από τον γραφέα-δακτυλογράφο, που κάθε τρεις και λίγο ξετίναζε τους πάντες σε ατέλειωτες παρτίδες πόκερ στο εστιατόριο.
Τέτοιο πράγμα δεν είχε συμβεί ποτέ πριν στο λόχο μας, τουλάχιστον απ’ όσο θα μπορούσε κανείς να θυμηθεί, κι όλοι υποθέσαμε πως ο κλέφτης πρέπει να ήταν από άλλη μονάδα – ή ακόμη και κάποιος πολίτης. Οι λοχίες της διμοιρίας μας είπαν να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά. Τίποτε άλλο δεν ειπώθηκε γι’ αυτό το θέμα.
Την επόμενη νύχτα έκλεψαν ένα παντελόνι αγγαρείας από κάποιον, την ώρα που κοιμόταν. Ο κλέφτης έκανε κουβάρι το παντελόνι του και το έχωσε μέσα σε έναν σκουπιδοτενεκέ στα λουτρά, μαζί με το άδειο πορτοφόλι. Υπήρχε κάτι σε αυτή την κλοπή που φανέρωνε εξοικείωση. Και τότε πια καταλάβαμε όλοι, έτσι όπως καταλαβαίνει κανείς αυτά τα πράγματα, πως ο κλέφτης βρισκόταν ανάμεσά μας.
Μετά τη δεύτερη κλοπή, ο επιλοχίας πέρασε απ’ όλους τους θαλάμους κι έβγαλε λόγο. Είχε μια κατακόκκινη ουλή που ξεκινούσε από την άκρη του ματιού του, κατέβαινε στο μάγουλο κι έφτανε μέχρι κάτω στο λαιμό του. Είχε τραυματιστεί στο Βιετνάμ, τόσο σοβαρά ώστε τον ανάγκασαν να βγει πρόωρα στην αποστρατεία. Σε λίγες βδομάδες θα έφευγε.
Η ουλή αυτή έδωσε βαρύτητα στα λόγια του επιλοχία. Ήταν αναστατωμένος και μας μίλησε πολύ αργά, με κόπο, λες κι η κάθε λέξη ήταν ένα ψάρι που έπρεπε να το πιάσει με τα χέρια του. Είπε ότι για τον ίδιο, ένας λόχος του πεζικού ήταν σαν μια οικογένεια – μια οικογένεια χωρίς γυναίκες, αλλά οικογένεια. Ζήτησε από τον κλέφτη να το σκεφτεί καλά αυτό κι ύστερα να κάνει στον εαυτό του μία απλή ερώτηση: Tι σόι άντρας ήταν αυτός που τα ’βαζε με τους δικούς του, με την ίδια του την οικογένεια;
«Σκεφτείτε το καλά αυτό», είπε ο επιλοχίας. Ύστερα πήγε στον διπλανό θάλαμο και μέσα από το ανοιχτό παράθυρο τον ακούσαμε να λέει ακριβώς τα ίδια πράγματα.
Επειδή οι κλοπές ήταν κάτι καινούργιο κι εγώ καινούργιος, ένιωσα σαν κατηγορούμενος. Κανείς δεν είπε τίποτα, αλλά μέσα μου ένιωθα ότι με υποψιάζονταν. Αυτό μ’ έκανε έξω φρενών. Πρώτη φορά στη ζωή μου λαχταρούσα να μπλέξω σε καβγά, περίμενα να μου πει κάποιος το παραμικρό για να χιμήξω πάνω του και ν’ αποδείξω την αθωότητά μου. Πρόσεξα ότι κι ο Λιούις είχε την ίδια συμπεριφορά – κορδωνόταν συνεχώς κι αγριοκοίταζε όποιον περνούσε από μπροστά του. Φαινόταν γελοίος, αλλά νόμιζα ότι τον καταλάβαινα.(…)
«Έκλεψες απ’ αυτό το παιδί», είπε ο επιλοχίας. «Koίταξέ τον».
Ο Λιούις έμεινε ακίνητος.
«Κοίταξέ τον», ξανάπε ο επιλοχίας. Έσπρωξε προς τα πάνω το σαγόνι του Λιούις για να τον φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χάμπαρντ. Έμειναν έτσι για κάμποση ώρα. Ύστερα παρατήρησα, κοιτώντας από πίσω, ότι το τζάκετ του Λιούις είχε γεμίσει ζάρες. Έτρεμε σύγκορμος. Τον κοιτούσαν όλοι τώρα, οι μπροστινοί έχοντας γυρίσει στο πλάι, εκείνοι που βρίσκονταν πιο πίσω τεντώνοντας το λαιμό. Ο Λιούις έβγαλε μια αδύναμη κραυγή κι έκρυψε το πρόσωπο μες στα χέρια του. Ο ήχος συνέχισε ν’ ακούγεται ανάμεσα στα δάχτυλά του και, ξαφνικά, διπλώθηκε στα δύο, λες κι είχε δεχτεί γροθιά στο στομάχι.
Ο άντρας πίσω μου είπε «Xριστέ μου!».
Ο Λιούις παραπάτησε λίγο, χωρίς ν’ ανασηκωθεί, και προσπάθησε να μείνει όρθιος. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και ούρλιαξε, σκύβοντας μπροστά, ώσπου το κεφάλι του άγγιξε σχεδόν τα γόνατά του. Όταν σταμάτησε το ουρλιαχτό, ίσιωσε το σώμα του, με τα χέρια σταυρωμένα ακόμη. Τον άκουσα ν’ αγκομαχάει.
Ύστερα κόλλησε τα χέρια στα πλευρά του, ίσιωσε τα πόδια και προσπάθησε να σταθεί ξανά προσοχή. Σήκωσε το κεφάλι του μέχρι να συναντήσει του βλέμμα τού Χάμπαρντ, που στεκόταν ακόμη μπροστά του. Ο Λιούις άρχισε να κλαψουρίζει. Έκανε ένα βήμα μπροστά, ένα πίσω, και μετά έβγαλε μια στριγκλιά μπροστά στο πρόσωπο του Χάμπαρντ, ένα υστερικό γέλιο χωρίς τελειωμό, σαν εκείνα που ακούγοντα στα στοιχειωμένα σπίτια. Ο επιλοχίας τον χαστούκισε στο πρόσωπο – όχι δυνατά, μ’ ένα ελαφρύ τίναγμα του χεριού. Ο Λιούις έπεσε στα γόνατα. Έσκυψε μπροστά ώσπου το μέτωπό του ακούμπησε στο έδαφος. Κατόπιν σωριάστηκε στο πλάι, τράβηξε τα γόνατα ψηλά μέχρι το σαγόνι του και τα αγκάλιασε κι άρχισε να κυλιέται μπρος πίσω.
«Toυς ζυγούς λύσατε!» είπε ο επιλοχίας.
Κανείς δεν κουνήθηκε.
«Toυς ζυγούς λύσατε!» ξανάπε, κι αυτήν τη φορά υπακούσαμε κι απομακρυνθήκαμε, κοιτάζοντας πίσω μας τον Χάμπαρντ και τον επιλοχία να στέκονται όρθιοι πάνω από τον Λιούις, που κρατούσε σφιχτά τα γόνατά του και χτυπιόταν απ’ τα γέλια πάνω στο πατημένο κοκκινόχωμα.
Tobias Wolff, Ο κλέφτης του στρατοπέδου, μτφρ.: Χρήστος Οικονόμου, σελ. 56-58 και 102-104
Eκδόσεις Πόλις, 2009
Αrtwork: Daria Hlazatova
.
.
.
.