RSS

Category Archives: Gustave Flaubert

Gustave Flaubert, Μαντάμ Μποβαρύ

Η ψυχή της, αποκαμωμένη από την αλαζονεία, αναπαυόταν επιτέλους στη χριστιανική ταπείνωση• και η Έμμα, γευόμενη την ηδονή τού να είσαι αδύναμος, ενατένιζε μέσα στον εαυτό της την καταστροφή της θέλησής της, που έμελλε να αφήσει πλατύ χώρο για την εισόρμηση της χάρης. Ώστε στη θέση της ευτυχίας υπήρχαν ευδαιμονίες μεγαλύτερες, ένας άλλος έρωτας πιο ψηλά απ’ όλους τους άλλους έρωτες, διαρκής και ατελείωτος, ένας έρωτας που αιώνια θα γινόταν δυνατότερος! Διέβλεψε, μέσ’ από τις ψευδαισθήσεις της ελπίδας της, μία κατάσταση αγνότητας να αιωρείται πάνω απ’ τη γη, να σμίγει με τον ουρανό, και προσδόκησε να βρεθεί σ’ αυτή. Θέλησε να γίνει αγία. Αγόρασε κομπολόγια, φόρεσε φυλαχτά• επιχείρησε να έχει μέσα στην κάμαρά της, στο προσκέφαλό της, μια σμαραγδοκόλλητη λειψανοθήκη για να τη φιλά κάθε βράδυ.

Ο παπάς είχε σαγηνευθεί απ’ τις κλίσεις της αυτές, αν και φοβόταν ότι η θρησκευτικότητα της Έμμα, από την πολλή της θέρμη, ίσως την οδηγούσε στα πρόθυρα της αίρεσης ή σε εξωφρενισμούς. Καθώς, όμως, δεν τα καλοήξερε τα ζητήματα αυτά, ιδιαίτερα όταν περνούσαν ένα κάποιο μέτρο, έγραψε στον κύριο Μπουλάρ, βιβλιοπώλη του Σεβασμιότατου, να του στείλει κάτι το πολύ καλό για ένα πρόσωπο γυναικείου φύλου, αρκετά ευφυές. Ο βιβλιοπώλης, με την ίδια αδιαφορία που θα ’στελνε ένα φόρτωμα αλυσίδες για νέγρους, αμπαλάρισε ανάκατα ό,τι υπήρχε στην τρέχουσα αγορά στον τομέα των ευλαβικών βιβλίων. Ήσαν μικρά εγχειρίδια με ερωταπαντήσεις, λίβελλοι με αλαζονικό τόνο τύπου ντε Μεστρ και κάτι ρομάντσα με ροζ βιβλιοδεσία και στιλ γλυκερό, γραμμένα από τροβαδούρους κατηχητικών ή από μετανοημένες ψευτολογοτεχνίτρες. Υπήρχε το Σκεφτείτε το καλά, το Ο άνθρωπος του κόσμου στα πόδια της Μαρίας, υπό του κυρίου ντε… πολλάκις παρασημοφορηθέντος, το Περί των λαθών του Βολταίρου, προς χρήσιν των νεωτέρων, κ.λπ.

Gabriele ViertelΗ κυρία Μποβαρύ δεν είχε ακόμη αρκετά λογαρή διάρροια για να καταπιαστεί σοβαρά με οτιδήποτε• έπεσε μολοταύτα στην ανάγνωση με υπερβολική ζέση. Οργίστηκε με τις επιταγές της θρησκευτικής λατρείας. Η αλαζονεία των κειμένων πολεμικής την ενόχλησε με τη μανία τους να κατακεραυνώνουν ανθρώπους που αυτή δεν γνώριζε• και τα εγκόσμια αφηγήματα θρησκευτικής πνοής τής φάνηκαν γραμμένα με τέτοια άγνοια του κόσμου, ώστε την απομάκρυναν ανεπαίσθητα από τις αλήθειες των οποίων την απόδειξη περίμενε. Επέμεινε, ωστόσο, και, όταν το βιβλίο της έπεφτε απ’ τα χέρια, αισθανόταν να συνεπαίρνεται απ’ την πιο λεπτή καθολική μελαγχολία που θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει μια αιθέρια ψυχή.

Όσο για την ανάμνηση του Ροδόλφου, την είχε απωθήσει στα κατάβαθα της καρδιάς της• κι εκεί παρέμενε, πιο μεγαλοπρεπής και πιο ασάλευτη κι από βασιλική μούμια σε υπόγειο δώμα. Απ’ το μεγάλο τούτο βαλσαμωμένο έρωτα έβγαινε μια ευωδία που, περνώντας μέσ’ απ’ όλα, αρωμάτιζε με τρυφεράδα την ατμόσφαιρα ασπιλότητας μέσα στην οποία ήθελε να ζήσει. Όταν έπεφτε στα γόνατα πάνω στο γοτθικό προσκυνητάρι της, απηύθυνε στον Κύριο τα ίδια γλυκά λόγια που ψιθύριζε άλλοτε στον εραστή της, στις διαχύσεις της μοιχείας. Κι αυτό ήταν για να της έρθει η πίστη• καμία αγαλλίαση όμως δεν κατέβαινε απ’ τον ουρανό.

Gustave Flaubert, Μαντάμ Μποβαρύ, σελ. 288-290, μτφρ.: Μπάμπης Λυκούδης, Εκδόσεις Εξάντας, 1993 .

Photo: Gabriele Viertel

.

.

 

Gustave Flaubert, Μαντάμ Μποβαρύ

  Kenne Gregoire - Tutt'Art@Ο ζεστός αυτός χώρος, με το απλό του χαλί, την παιγνιδιάρικη διακόσμησή του και το ήρεμο φως του, έμοιαζε ό,τι πιο ταιριαστό για τις μύχιες στιγμές του πάθους. Οι κολονίτσες με την τρίφυλλη κατάληξη, τα χάλκινα κρεμαστάρια και η σχάρα στο τζάκι έλαμπαν μονομιάς μόλις έμπαινε ο ήλιος μέσα. Πάνω στο τζάκι, ανάμεσα στα καντηλέρια, υπήρχαν δύο από κείνα τα μεγάλα ροζ κοχύλια που όταν τα βάζεις στ’ αφτί σου ακούς τον ήχο της θάλασσας. Πώς την αγαπούσαν αυτή την καμαρούλα, παρά την κάπως ξεθωριασμένη λάμψη της! Ξανάβρισκαν πάντοτε τα έπιπλα στη θέση τους και συχνά και καρφίτσες των μαλλιών, που η Έμμα είχε ξεχάσει, την προηγούμενη Πέμπτη, κάτω απ’ το σανίδι του ρολογιού του τοίχου.

Έτρωγαν κάτι κοντά στο τζάκι, πάνω σ’ ένα τραπεζάκι από ξύλο κανονικό, που είχε κεντρωθεί με μαύρο ξύλο της Γουιάνας. Η Έμμα έκοβε και του έβαζε τα κομμάτια στο πιάτο του, κάνοντάς του χίλιων λογιών χαδάκια• και γελούσε μ’ ένα κακαριστό κι έκλυτο γέλιο όταν ο αφρός της σαμπάνιας ξεχείλιζε από το λεπτό ποτήρι πάνω στα δαχτυλίδια που είχε στα χέρια της. Είχαν τόσο πολύ απορροφηθεί στην αλληλοκατοχή τους, που ένιωθαν σαν να ’ναι σε δικό τους σπιτικό, σαν να ήταν να ζήσουν εκεί ως το θάνατό τους, δυο αιώνιοι νιόγαμπροι.

Έλεγαν η κάμαρά μας, το χαλί μας, οι πολυθρόνες μας, μάλιστα η Έμμα έλεγε οι παντόφλες μου, ένα δώρο του Λεόν, ένα καπρίτσιο που της είχε έρθει. Ήσαν παντόφλες από ροζ σατέν, με γυριστή μπορντούρα. Όταν την έπαιρνε στα γόνατά του, το πόδι της, που δεν έφτανε κάτω, κρεμόταν στον αέρα• και η κομψή παντοφλίτσα κρατιόταν στο γυμνό της πόδι μόνο απ’ τα δάχτυλα. Ο Λεόν γευόταν για πρώτη φορά την άρρητη λεπτότητα της γυναικείας χάρης. Ποτέ δεν είχε ξανασυναντήσει τη χαριτόβρυτη αυτή ομιλία, τη φροντίδα αυτή στο ντύσιμο, τις πόζες αυτές αποκαρωμένης περιστέρας. Θαύμαζε την έξαρση της ψυχής και τις δαντέλες του φουστανιού της. Άλλωστε δεν ήταν μια κυρία του κόσμου και κυρία παντρεμένη; Kαι, τέλος, γνήσια μετρέσα; Με την ποικιλομορφία των ψυχοδιαθέσεών της, άλλοτε ρέποντας προς το μυστικισμό κι άλλοτε προς τη χαρά, φλύαρη, σιωπηλή, συνεπαρμένη κι ανέμελη, η Έμμα ξυπνούσε μέσα του χίλιους-μύριους πόθους, κεντρίζοντάς του ένστικτα ή αναμνήσεις. Ήταν η ερωτευμένη όλων των μυθιστορημάτων, η ηρωίδα όλων των δραμάτων, η αόριστη εκείνη όλων των βιβλίων με στίχους.

Gustave Flaubert, Μαντάμ Μποβαρύ, μτφρ.: Μπάμπης Λυκούδης, σελ. 350-352, Εκδόσεις Εξάντας, 1993

Artwork: Κenne Gregoire, Sarachmet

.

.


 

Gustave Flaubert, Μαντάμ Μποβαρύ

Όσο πιο καθαρά όμως ξεδιάκρινε η Έμμα τον έρωτά της, τόσο περισσότερο τον απωθούσε, για να μη φανερωθεί και για να τον περιορίσει. Θα ’θελε να τον είχε αντιληφθεί ο Λεόν• και φανταζόταν τυχαίες συγκυρίες, καταστροφές που θα τον διευκόλυναν σ’ αυτό. Εκείνο ασφαλώς που τη συγκρατούσε ήταν η νωχέλεια ή το δέος, ή και η αιδημοσύνη επίσης. Σκεφτόταν πως τον είχε υπερβολικά αποθαρρύνει, πως πέρασε πια η ώρα, πως όλα είχαν χαθεί. Έπειτα η αλαζονεία, η χαρά τού να λέει: «Eίμαι ενάρετη», και να κοιτάζεται στον καθρέφτη παίρνοντας πόζες εγκαρτέρησης, την παρηγορούσε κάπως για τη θυσία που πίστευε ότι κάνει. Τότε, οι ορέξεις της σάρκας, η λαχτάρα για το χρήμα και οι μελαγχολίες του πάθους, όλα συγχωνεύονταν σε μία και μόνη κακουχία– και, αντί ν’ αποστρέψει απ’ αυτήν τη σκέψη της, γαντζωνόταν πάνω της όλο και πιο πολύ• η οδύνη την ερέθιζε και αναζητούσε παντού την ευκαιρία. Οργιζόταν για ένα κακοσερβιρισμένο πιάτο ή για μια μισάνοιχτη πόρτα, θρηνοκοπούσε για τα βελούδα που δεν είχε, για την ευτυχία που της έλειπε, για τα υπερβολικά υψιπετή της όνειρα, για το υπερβολικά στενό σπίτι της.

Εκείνο που την έφερνε σε απόγνωση ήταν ότι ο Σαρλ δεν έδειχνε ν’ αντιλαμβάνεται το μαρτύριό της. Η πεποίθηση που είχε ότι την έκανε ευτυχισμένη της φαινόταν ηλίθια προσβολή και η σιγουριά του γι’ αυτό αγνωμοσύνη. Για ποιον, λοιπόν, έμενε φρόνιμη; Αυτός δεν ήταν το εμπόδιο στην ευδαιμονία της, ο αίτιος όλων των συμφορών της, το μυτερό θηλυκωτήρι του περίπλοκου αυτού ιμάντα που τη σφιχτόδενε από παντού; Μετέφερε, λοιπόν, πάνω του και μόνο το αναρίθμητο μίσος που απέρρεε από τις στενοχώριες της αυτές, και κάθε προσπάθεια για να το λιγοστέψει χρησίμευε μόνο στην αύξησή του• γιατί ο ανώφελος αυτός κόπος ερχόταν να προστεθεί στις άλλες αιτίες απελπισίας και συνέβαλλε ακόμα πιο πολύ στον παραμερισμό. Η ίδια η γλυκύτητά του απέναντί της την ωθούσε σε ξεσπάσματα. Η επιτυχής μετριότητα την έσπρωχνε σε φαντεζίδικα λούσα, η έγγαμη τρυφερότητα σε επιθυμίες μοιχείας. Θα ’θελε να τη χτυπούσε ο Σαρλ, για να μπορεί να τον μισήσει με περισσότερο δίκιο, να εκδικηθεί γι’ αυτό. Συχνά σάστιζε με τ’ απάνθρωπα σχήματα που της έρχονταν στη σκέψη• κι έπρεπε να εξακολουθεί να χαμογελά, ν’ ακούει τον εαυτό της, να λέει και να ξαναλέει ότι ήταν ευτυχισμένη, να καμώνεται ότι είναι, να τον αφήνει να το πιστεύει…

Gustave Flaubert, Μαντάμ Μποβαρύ, μτφρ.: Μπάμπης Λυκούδης, σελ. 160-161, Εκδόσεις Εξάντας, 1993

Artwork: Dascha Friedlova

.

.