Category Archives: Faulkner
William Faulkner, Φως τον Αύγουστο
Καθόταν ανακούρκουδα καταμεσής στ’ απαλά, μυρωδάτα γυναικεία φουστάνια και τα παπούτσια. Είδε με το πασπάτεμα μονάχα το κάποτε κυλινδρικό σωληνάριο να ’χει ζουλιχτεί απ’ όλες τις μεριές. Με τη γεύση μονάχα, δίχως να το βλέπει, παρακολουθούσε το δροσερό, αόρατο σκουλήκι να κουλουριάζεται στο δάχτυλό του και να πασαλείβεται μετά, γλυκερό, με μια κίνηση αυτοματική, στη γλώσσα και το στόμα του. Κανονικά θα είχε φάει μια και μοναδική μπουκιά κι έπειτα θ’ άφηνε το σωληνάριο στη θέση του και θα έφευγε από το δωμάτιο. Μολονότι πέντε μόλις χρονών, ήξερε πως δεν έπρεπε να τρώει παραπάνω. Ίσως ήταν το ζώο που του έλεγε πως το περισσότερο θα τον αρρώσταινε· ίσως ο άνθρωπος, που τον προειδοποιούσε πως πάνω από μια μπουκίτσα τη φορά θα φαινόταν, και θα το έπαιρνε είδηση η διαιτολόγος. Τούτη ήταν η πρώτη μέρα που είχε φάει πιο πολύ. Πολύ πιο πολύ, εκεί που καθόταν κρυμμένος, περιμένοντας. Ψηλαφώντας το με τα δάχτυλα, ένιωθε το σωληνάριο να κοντεύει ν’ αδειάσει. Άρχισε να ιδρώνει. Κι έπειτα κατάλαβε πως ίδρωνε από κάμποση ώρα, ότι εδώ και κάμποση ώρα δεν έκανε άλλο από το να ιδρώνει. Δεν άκουγε το παραμικρό τώρα πια. Το πιο απίθανο ήταν πως και ντουφεκιά να έπεφτε πίσω από την κουρτίνα, εκείνος δεν θα την άκουγε. Ήταν θαρρείς κι είχε στραφεί ολόκληρος προς τα μέσα, προς τον εαυτό του, και κοιτούσε τον εαυτό του να ιδρώνει, να χώνει στο στόμα ακόμη ένα σκουλήκι οδοντόκρεμας που το στομάχι του αρνιόταν να δεχτεί. Σίγουρα πράματα, αρνιόταν να το κατεβάσει κάτω.
Ασάλευτος τώρα, εντελώς προσηλωμένος, έμοιαζε να σκύβει πάνω από τον εαυτό του σαν χημικός στο εργαστήρι του, περιμένοντας. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Μεμιάς η οδοντόκρεμα που είχε κιόλας καταπιεί πετάχτηκε ξανά επάνω, πασχίζοντας να ’βγει έξω, στην ατμόσφαιρα όπου είχε δροσιά. Δεν ήταν πια γλυκερή η γεύση της. Στη φορτωμένη πράγματα κρυψώνα, πίσω από την κουρτίνα, στη γεμάτη ροδαλές, γυναικείες μυρωδιές κρυψώνα όπου κούρνιαζε έπιασε ν’ αφουγκράζεται τα σωθικά του, προσμένοντας με το στόμα πλημμυρισμένο ροδόχρωμους αφρούς και την καρδιά σφιγμένη αυτό που ήταν να συμβεί. Και που τελικά συνέβη. Μουρμούρισε μόνος του, παραδομένος, απόλυτα υποταγμένος, με μια μοιρολατρική, μολονότι σαστισμένη, καρτερικότητα: «Nα ’το!» Όταν άνοιξε η κουρτίνα δεν σήκωσε τα μάτια να κοιτάξει. Όταν τον έσυραν κάποια χέρια από τον εμετό του, δεν έφερε αντίσταση. Αφέθηκε σ’ αυτά, άψυχος, κοιτώντας, με το στόμα ορθάνοιχτο και μια ηλίθια απλανή έκφραση στο βλέμμα, το πρόσωπο τούτο αντίκρυ του που δεν ήταν πια βελούδινο και ροδαλό παρά τριγυρισμένο από ανάκατα μαλλιά, τα ίδια μαλλιά που οι όμορφες κορδέλες τους του έφερναν άλλοτε ζαχαρωτά στο νου. «Σκατόπαιδο!» σφύριξε στ’ αυτί του η στριγκή, οργισμένη φωνή. «Σκατόπαιδο! Να κάθεσαι να με κατασκοπεύεις! Παλιομπάσταρδο, σκατοαράπη!»
William Faulkner, Φως τον Αύγουστο, μτφρ. : Bικτωρία Τραπάλη, σ. 126-127, εκδόσεις Εξάντας, 1987
Αrtwork: Richard Morin
.
William Faulkner, Φως τον Αύγουστο
O καινουργιοφερμένος έκανε μεταβολή δίχως να πει λέξη. Οι άλλοι τον κοιτούσαν που εξαφανίστηκε πίσω από το σωρό τα πριονίδια, κι ύστερα ξανάρθε μ’ ένα φτυάρι κι έπιασε δουλειά. Ο επιστάτης και ο διευθυντής μιλούσαν στην πόρτα. Χώρισαν κι ο επιστάτης γύρισε μέσα. «Τον λένε Χριστούγεννα», είπε.
«Πώς;» έκανε κάποιος.
«Χριστούγεννα»
«Ξένος είναι;»
«Άκουσες ποτέ κανένα λευκό να τον λένε Χριστούγεννα;»
«Μωρ’ ούτε λευκό ούτε αράπη δεν έχω ματακούσει με τέτοιο όνομα».
Και, κατά πώς θυμάται ο Μπάιρον, ήταν η πρώτη φορά που του πέρασε η σκέψη ότι τ’ όνομα ενός ανθρώπου –που υποτίθεται πως δεν είναι παρά το υποκατάστατό του σε ηχολόγημα– μπορεί ν’ αποτελέσει κατά κάποιον τρόπο χρησμό του τι πρόκειται να κάνει αυτός ο άνθρωπος στο μέλλον, φτάνει μόνο να ξέρεις να ερμηνέψεις τη σημασία του έγκαιρα. Του φαινόταν πως κανείς τους δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία στον ξένο μέχρι που άκουσαν τ’ όνομά του.
Όμως μόλις τ’ άκουσαν, θαρρείς και υπήρχε μες στο ηχολόγημα τούτης της λέξης κάτι που προσπαθούσε να τους προειδοποιήσει για το τι να περιμένουν• λες και κουβαλούσε μαζί του ο Χριστούγεννας το δικό του αναπόδραστο προμήνυμα, όπως κουβαλάει ένα λουλούδι την ευωδιά ή ο κροταλίας το κροτάλισμά μου. Μονάχα που κανένας τους δεν είχε τότε το μυαλό να τον αντιληφτεί. Νόμισαν απλά πως ήταν ένας ξένος, και όπως τον περιεργάζονταν τις υπόλοιπες ώρες εκείνης της Παρασκευής, εκεί που δούλευε με το σιδερωμένο πανταλόνι του και τη γραβάτα και το ψαθάκι στο κεφάλι, συμφώνησαν αναμεταξύ τους πως έτσι θα συνήθιζαν να δουλεύουν στον τόπο του• μολονότι ήταν και μερικοί που είπαν: «Μωρέ θ’ αλλάξει απόψε, να μου το θυμηθείς. Δεν θα μας έρθει κι αύριο με τα κυριακάτικά του».
William Faulkner, Φως τον Αύγουστο, μτφρ.: Βικτώρια Τραπάλη, Εκδόσεις Εξάντας, 1987
Πίνακας: Vincent Van Gogh
.
.
Faulkner, Φως τον Αύγουστο
Έστεκε κάτω από το σκοτεινό παράθυρο, βλαστημώντας την αργά, με μελετημένη χυδαιότητα. Δεν κοιτούσε το παράθυρο. Στο ημίφως τούτο, που δεν ήταν ακόμα φέγγος της μέρας, έμοιαζε να χαϊδεύει το κορμί του, σαν να το παρατηρούσε πως γινόταν μεμιάς ράθυμο και λάγνο χάρη στα ψιθυριστά, βρόμικα προστυχόλογά του, που θαρρείς και τον νότιζαν ολόκληρον, όπως νοτίζουν το κουφάρι ενός πνιγμένου τα μαύρα, γεμάτα ακαθαρσίες νερά του λάκκου όπου κείτεται νεκρός. Άρχισε να χαϊδεύεται χώνοντας τα χοντρά χέρια του κάτω απ’ τα εσώρουχα και σέρνοντάς τα πάνω στην κοιλιά και το στήθος του. Το σώβρακό του βαστιόταν από ένα μοναδικό κουμπί, ψηλά στη μέση. Κάποτε τα ρούχα του είχαν όλα τους τα κουμπιά. Μια γυναίκα τού τα έραβε. Αυτό ήταν κάποτε, για κάποιο διάστημα. Μετά τα πράγματα άλλαξαν μέσα του κι έτρεχε να μαζέψει την πλύση του από το μπουγαδόσκοινο, προτού προλάβει εκείνη να την πάρει και ν’ αντικαταστήσει τα χαμένα κουμπιά.
Κι άμα τον πρόφταινε καμιά φορά, καθόταν κι έσπαζε το κεφάλι του να θυμηθεί ποια ήταν τα κουμπιά που έλειπαν κι είχαν ξαναραφτεί. Τότε έβγαζε το σουγιά του και με την παγερή, προσεκτική σχολαστικότητα του χειρουργού, τα ξανάκοβε όλα από την αρχή.
Το δεξί του χέρι ανέβηκε γοργά κι ανάλαφρα, ίδια όπως η λεπίδα του σουγιά, ψηλά στο άνοιγμα του εσώρουχου. Άρπαξε το μοναδικό κουμπί και το έκοψε τραβώντας το δυνατά. Το αεράκι τον τύλιξε ολόκληρο, καθώς γλίστρησε το σώβρακο στους αστραγάλους του, θαρρείς και τον χάιδευε η ίδια η ανάσα της νυχτιάς, το παγερό στόμα του σκότους, η απαλή, παγερή του γλώσσα. Έκανε ένα βήμα μπροστά, κι ένιωσε τη νυχτιάτικη ατμόσφαιρα γύρω του να τον ζώνει σαν θαλασσινό νερό.
Faulkner, Φως τον Αύγουστο, σελ. 111, μτφρ.: Βικτωρία Τραπάλη, Εκδόσεις Εξάντας 1987
Φωτό: Logan Zillmer
.
.