RSS

Category Archives: Χουάν Ρούλφο

Xουάν Ρούλφο, Πέδρο Πάραμο

 

Ήταν η ώρα που τα παιδιά παίζουν στους δρόμους όλων των χωριών, γεμίζοντας με τις φωνές τους το απόγευμα. Όταν ακόμα και οι μαύροι τοίχοι αντανακλούν το κίτρινο φως του ήλιου. Τουλάχιστον αυτό είχα δει εγώ στη Σαγιούλα, χτες μόλις, αυτή την ίδια ώρα. Και είχα δει και το πέταγμα των περιστεριών που έσκιζαν τον ήρεμο αέρα, κουνώντας τα φτερά τους σαν ν’ αποχαιρετούσανε τη μέρα. Πετούσαν κι έπεφταν πάνω στα κεραμίδια, ενώ οι φωνές των παιδιών πετάριζαν κι έμοιαζαν σαν να βάφονταν μπλε από τον ουρανό του δειλινού. Τώρα ήμουν εδώ σε τούτο το χωριό χωρίς θορύβους. Άκουγα τα βήματά μου πάνω στις στρογγυλές πέτρες με τις οποίες ήταν στρωμένοι οι δρόμοι. Τα κούφια βήματά μου να πολλαπλασιάζονται απηχώντας πάνω στους τοίχους που βάφονται απ’ τον ήλιο του δειλινού. Αυτή την ώρα βρέθηκα να περπατώ στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Κοίταξα τα άδεια σπίτια• οι πόρτες βγαλμένες από τους μεντεσέδες τους και μέσα να έχουνε ορμήσει αγριόχορτα. Πώς μου είπε εκείνος ο τύπος ότι ονομάζεται αυτός ο θάμνος; «Η καπετάνισσα, κύριε. Αληθινή πληγή, που περιμένει να φύγουνε οι άνθρωποι για να εισβάλει μες στα σπίτια. Θα το δείτε και μοναχός σας ».

Περνώντας ένα σταυροδρόμι είδα μια γυναίκα τυλιγμένη στο σάλι της, που εξαφανίστηκε σαν να μην υπήρξε ποτέ. Μετά ξανάρχισαν να προχωρούν τα πόδια μου, και τα μάτια μου συνέχισαν να εισχωρούν στα ανοίγματα που άφηναν οι πόρτες. Μέχρι που η γυναίκα με το σάλι ξαναπέρασε από μπροστά μου.

–Καληνύχτα, μου είπε. Την ακολούθησα με το βλέμμα. Τη φώναξα:

– Πού μένει η δόνια Εδουβίχες; Κι εκείνη έδειξε με το δάχτυλο.

– Εκεί. Στο σπίτι δίπλα από τη γέφυρα.

Κατάλαβα πως η φωνή της είχε ανθρώπινο ηχόχρωμα, πως το στόμα της είχε δόντια και μια γλώσσα που μπερδευόταν και ξεμπερδευόταν καθώς μίλαγε, και πως τα μάτια της ήταν όπως τα μάτια όλων των ανθρώπων που ζουν πάνω στη γη. Είχε σκοτεινιάσει. Μου ξαναείπε καληνύχτα. Και παρ’ όλο που δεν υπήρχανε παιδιά να παίζουν, ούτε περιστέρια ούτε γαλάζια κεραμίδια, αισθάνθηκα πως το χωριό εκείνο ζούσε. Κι ότι αν εγώ άκουγα μόνο τη σιωπή, ήταν γιατί δεν είχα ακόμη συνηθίσει τη σιωπή• ίσως γιατί το κεφάλι μου ήταν γεμάτο από θορύβους και φωνές. Ναι, φωνές. Κι εδώ, που ο αέρας ήταν αραιός, ακούγονταν καλύτερα. Κάθονταν μέσα μου βαριές. Θυμήθηκα τι μου είχε πει η μητέρα μου.

Εκεί θα με ακούς καλύτερα. Θα είμαι πιο κοντά σου. Θα νιώσεις πιο κοντά σου τη φωνή των αναμνήσεών μου από εκείνη του θανάτου μου, αν βέβαια ο θάνατος είχε ποτέ φωνή. Η μητέρα μου… η ζωντανή. Θα ήθελα να της πω: «Έκανες λάθος τόπο. Δε μου ’δωσες σωστή διεύθυνση. Μ’ έστειλες στο “πού ’ναι αυτό και πού ’ναι εκείνο”. Σε ένα έρημο χωριό. Να αναζητώ κάποιον που δεν υπάρχει». Έφτασα στο σπίτι της γέφυρας ακολουθώντας το βουητό του ποταμού. Χτύπησα την πόρτα• ή μάλλον όχι ακριβώς. Το χέρι μου έμεινε μετέωρο, σαν να την άνοιξε ο αέρας. Μια γυναίκα στεκόταν εκεί. Μου είπε: – Περάστε.

Και μπήκα.

Χουάν Ρούλφο, Πέδρο Πάραμο, σελ. 42-44, μτφρ.: Έφη Γιαννοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη, 2013

Πίνακες: George Tooker

 

 

Xουάν Ρούλφο, Μακάριο

Κάθομαι πλάι στον υπόνομο και περιμένω να βγούνε τα βατράχια. Χτες βράδυ, την ώρα που τρώγαμε, βαλθήκανε να κάνουν τέτοιον σαματά και δεν σταμάτησαν να τραγουδάνε μέχρι που ξημέρωσε. Η νονά μου μάλιστα λέει κι αυτό: ότι η φασαρία απ’ τα βατράχια τής χάλασε τον ύπνο της. Και τώρα θέλει οπωσδήποτε να κοιμηθεί. Γι’ αυτό και μ’ έστειλε εδώ, πλάι στον υπόνομο, και να στηθώ με μια τάβλα στο χέρι, ώστε όποιο βατράχι αποφασίσει να σαλτάρει έξω να το λιανίσω στο ξύλο… Τα βατράχια είναι πράσινα απ’ την κορφή ως τα νύχια, εκτός απ’ την κοιλιά. Οι φρύνοι είναι μαύροι. Και της νονάς μου τα μάτια είναι μαύρα. Τα βατράχια είναι καλά για να τα τρώμε. Οι φρύνοι δεν τρώγονται• αλλά κι αυτούς εγώ τους έχω φάει, κι ας μην τρώγονται, κι έχουνε ίδια γεύση με τα βατράχια. Η Φελίπα λέει πως είναι κακό να τρώμε φρύνους. Τα μάτια της Φελίπα είναι πράσινα σαν τα μάτια της γάτας. Αυτή μου βάζει φαγητό κάθε φορά που είναι η ώρα μου να φάω. Αυτή δεν θέλει να πειράζω τα βατράχια. Αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, εκείνη που μου λέει τι να κάνω είναι η νονά μου…(…)

Στο δρόμο λένε πως είμαι τρελός, γιατί ποτέ δεν μου κόβεται η πείνα. Το έχει ακούσει η νονά μου να το λένε. Εγώ δεν το έχω ακούσει. Η νονά μου δεν μ’ αφήνει να βγαίνω μόνος μου στο δρόμο. Όταν με βγάζει βόλτα είναι για να με πάει στην εκκλησία ν’ ακούσω τη λειτουργία. Εκεί με βάνει να καθίσω δίπλα της και μου δένει τα χέρια με τα κρόσσια της μαντίλας της. Εγώ δεν ξέρω γιατί πρέπει να μου δένει τα χέρια• όμως εκείνη λέει πως αλλιώς κάνω παλαβομάρες – έτσι λέει. Μια μέρα αποφασίσανε ότι εγώ προσπάθησα να πνίξω κάποιον• πως στα καλά καθούμενα άρπαξα μια γυναίκα απ’ το λαιμό. Εγώ δεν το θυμάμαι. (…)

Πολλές φορές έχω φάει λουλούδια ιβίσκου για να ξεγελάσω την πείνα μου. Και το γάλα της Φελίπα είχε αυτήν τη γεύση, μόνο που εμένα μ’ άρεσε περισσότερο, γιατί, ενώ κατέβαζα τις γουλιές, η Φελίπα με γαργάλαγε παντού. Μετά σχεδόν πάντα αποκοιμιόταν δίπλα μου, ως το ξημέρωμα. Κι αυτό με βόλευε πολύ• γιατί δεν με βασάνιζε το κρύο ούτε κι ο φόβος πως θα πήγαινα στην Κόλαση αν πέθαινα εκεί μονάχος, μια νύχτα… Κάποιες φορές δεν τη φοβάμαι τόσο πολύ την Κόλαση. Άλλοτε πάλι τη φοβάμαι. Κι άλλες φορές μ’ αρέσει να τρομάζω μ’ αυτή την ιστορία, ότι θα πάω στην Κόλαση μια μέρα των ημερών, επειδή έχω σκληρό κεφάλι και μου αρέσει να ρίχνω κουτουλιές σε ό,τι βρω μπροστά μου. Αλλά έρχεται η Φελίπα και μου διώχνει τους φόβους. Με γαργαλάει με τα χέρια της, όπως εκείνη ξέρει, κι έτσι σκορπίζει ο φόβος μου πως θα πεθάνω. Για μια στιγμή μέχρι που τον ξεχνάω… Λέει η Φελίπα, όταν έχει όρεξη και κάθεται μαζί μου, ότι θα πει στον Κύριο όλες τις αμαρτίες μου. Ότι θα πάει στον ουρανό πολύ γρήγορα και θα τα πει μαζί Του και θα ζητήσει να με συχωρέσει για όλη την κακία που γεμίζει το κορμί μου απ’ την κορφή ως τα νύχια. Θα Του πει να με συγχωρήσει, για να μην έχω άλλο αυτή την έγνοια. Γι’ αυτό ξομολογιέται κάθε μέρα. Όχι επειδή είν’ αυτή κακιά, αλλά γιατί εγώ είμαι γεμάτος δαιμόνους και πρέπει να ξομολογιέται εκείνη για να βγάλει τους σατανάδες από μέσα μου. Κάθε μέρα. Κάθε απόγευμα κάθε μέρας. Σ’ όλη τη ζωή της θα μου κάνει αυτήν τη χάρη. Αυτό λέει η Φελίπα. Γι’ αυτό κι εγώ την αγαπάω τόσο… Που το κεφάλι μου πάλι είναι τόσο σκληρό, αυτό δεν είναι λίγο. Ώρες ολόκληρες ρίχνω κουτουλιές στις κολόνες της αυλής και το κεφάλι δεν παθαίνει τίποτα, αντέχει και δεν σπάει. Και ρίχνω κουτουλιές στο πάτωμα• πρώτα αργά αργά, μετά πιο γρήγορα και βγαίνει ένας ήχος σαν ταμπούρλο. Σαν το ταμπούρλο που ’ρχεται μαζί με τον ζουρνά, σαν έρχεται ο ζουρνάς στη λειτουργία του Κυρίου. Και τότε, είμαι εγώ στην εκκλησία, δεμένος στη νονά μου, κι ακούω απέξω το ταμ ταμ του ταμπούρλου…

Χουάν Ρούλφο, Μακάριο από τη συλλογή Ο κάμπος στις φλόγες, σελ. 77-80 αποσπασματικά, μτφρ.: Έφη Γιαννοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη, 2011

Πίνακες: Kris Lewis

 

Χουάν Ρούλφο, Πέδρο Πάραμο

 

 Στη γούρνα οι σταγόνες πέφτουνε η μια μετά την άλλη. Ακούς το καθαρό νερό, βγαλμένο από την πέτρα, να πέφτει πάνω στο λαγήνι. Ακούς. Ακούς θορύβους• πόδια που γδέρνουνε το χώμα, περπατούν, πηγαινοέρχονται. Οι σταγόνες πέφτουνε πάντα ακατάπαυστα. Το λαγήνι ξεχειλίζει και το νερό κυλάει πάνω στο βρεγμένο χώμα. «Ξύπνα!» του λένε. Αναγνωρίζει τον ήχο της φωνής. Προσπαθεί να μαντέψει ποιος είναι• αλλά το σώμα χαλαρώνει και πέφτει κοιμισμένο, συντετριμμένο από το βάρος του ύπνου. Χέρια αρπάζονται απ’ τα σκεπάσματα και τα τραβάνε• κάτω απ’ τη ζέστη τους το σώμα κρύβεται αναζητώντας τη γαλήνη. «Ξύπνα!» του ξαναλένε. Η φωνή ταρακουνά τους ώμους. Κάνει το σώμα να ανασηκωθεί. Μισανοίγει τα μάτια. Ακούγονται οι σταγόνες του νερού που πέφτουν απ’ τη γούρνα πάνω στο ξέχειλο λαγήνι. Ακούγονται βήματα που σέρνονται… Και το κλάμα. Τότε άκουσε το κλάμα. Αυτό τον ξύπνησε: ένα κλάμα ισχνό και απαλό, που ακριβώς επειδή ήταν ισχνό κατάφερε να γλιστρήσει μέσα απ’ το δίχτυ του ύπνου, να φτάσει ως εκεί που φωλιάζουν οι φόβοι. Σηκώθηκε αργά και είδε ένα γυναικείο πρόσωπο ακουμπισμένο στην παραστάδα της πόρτας, σκοτεινιασμένο ακόμα από τη νύχτα, να κλαίει με αναφιλητά.

– Γιατί κλαις, μαμά; ρώτησε• γιατί, μόλις ακούμπησε τα πόδια του στο πάτωμα, αναγνώρισε το πρόσωπο της μητέρας του.

– Ο πατέρας σου πέθανε, του είπε.

Κι έπειτα, σαν να είχαν λασκάρει τα ελατήρια του πόνου της, άρχισε να στριφογυρίζει γύρω απ’ τον εαυτό της, πάλι και πάλι, ώσπου χέρια απλώθηκαν μέχρι τους ώμους της και σταματήσουν τον αναβρασμό του κορμιού της. Από την πόρτα φαινότανε το χάραμα στον ουρανό. Δεν είχε αστέρια. Μόνο έναν γκρίζο, μολυβένιο ουρανό, που ακόμα δεν είχε ξανοίξει απ’ το φως του ήλιου. Ένα φαιοκίτρινο φως, σαν να μην ήταν το ξεκίνημα της μέρας, σαν μόλις ν’ άρχιζε να πέφτει η νύχτα. Έξω στην αυλή, βήματα• σαν από ανθρώπους που περιφέρονταν. Πνιγμένοι θόρυβοι. Κι εδώ, ετούτη η γυναίκα, όρθια στο κατώφλι• το σώμα της εμπόδιο στον ερχομό της μέρας• ν’ αφήνει να εισχωρούνε, μέσα από τα μπράτσα της, θραύσματα ουρανού, και κάτω από τα πόδια της ρυάκια από φως• ένα νωπό φως λες και το πάτωμα κάτω από κείνη είχε ποτιστεί με δάκρυα. Κι έπειτα το αναφιλητό. Και πάλι το απαλό αλλά οξύ κλάμα, κι ο πόνος που έκανε το κορμί της να σφαδάζει.

– Σκότωσαν τον πατέρα σου.

– Κι εσένα ποιος σε σκότωσε, μητέρα;

Χουάν Ρούλφο, Πέδρο Πάραμο, σελ. 65-67, μτφρ.: Έφη Γιαννοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη, 2013 

Πίνακες: George Tooker

.

.