Ήταν η ώρα που τα παιδιά παίζουν στους δρόμους όλων των χωριών, γεμίζοντας με τις φωνές τους το απόγευμα. Όταν ακόμα και οι μαύροι τοίχοι αντανακλούν το κίτρινο φως του ήλιου. Τουλάχιστον αυτό είχα δει εγώ στη Σαγιούλα, χτες μόλις, αυτή την ίδια ώρα. Και είχα δει και το πέταγμα των περιστεριών που έσκιζαν τον ήρεμο αέρα, κουνώντας τα φτερά τους σαν ν’ αποχαιρετούσανε τη μέρα. Πετούσαν κι έπεφταν πάνω στα κεραμίδια, ενώ οι φωνές των παιδιών πετάριζαν κι έμοιαζαν σαν να βάφονταν μπλε από τον ουρανό του δειλινού. Τώρα ήμουν εδώ σε τούτο το χωριό χωρίς θορύβους. Άκουγα τα βήματά μου πάνω στις στρογγυλές πέτρες με τις οποίες ήταν στρωμένοι οι δρόμοι. Τα κούφια βήματά μου να πολλαπλασιάζονται απηχώντας πάνω στους τοίχους που βάφονται απ’ τον ήλιο του δειλινού. Αυτή την ώρα βρέθηκα να περπατώ στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Κοίταξα τα άδεια σπίτια• οι πόρτες βγαλμένες από τους μεντεσέδες τους και μέσα να έχουνε ορμήσει αγριόχορτα. Πώς μου είπε εκείνος ο τύπος ότι ονομάζεται αυτός ο θάμνος; «Η καπετάνισσα, κύριε. Αληθινή πληγή, που περιμένει να φύγουνε οι άνθρωποι για να εισβάλει μες στα σπίτια. Θα το δείτε και μοναχός σας ».
Περνώντας ένα σταυροδρόμι είδα μια γυναίκα τυλιγμένη στο σάλι της, που εξαφανίστηκε σαν να μην υπήρξε ποτέ. Μετά ξανάρχισαν να προχωρούν τα πόδια μου, και τα μάτια μου συνέχισαν να εισχωρούν στα ανοίγματα που άφηναν οι πόρτες. Μέχρι που η γυναίκα με το σάλι ξαναπέρασε από μπροστά μου.
–Καληνύχτα, μου είπε. Την ακολούθησα με το βλέμμα. Τη φώναξα:
– Πού μένει η δόνια Εδουβίχες; Κι εκείνη έδειξε με το δάχτυλο.
– Εκεί. Στο σπίτι δίπλα από τη γέφυρα.
Κατάλαβα πως η φωνή της είχε ανθρώπινο ηχόχρωμα, πως το στόμα της είχε δόντια και μια γλώσσα που μπερδευόταν και ξεμπερδευόταν καθώς μίλαγε, και πως τα μάτια της ήταν όπως τα μάτια όλων των ανθρώπων που ζουν πάνω στη γη. Είχε σκοτεινιάσει. Μου ξαναείπε καληνύχτα. Και παρ’ όλο που δεν υπήρχανε παιδιά να παίζουν, ούτε περιστέρια ούτε γαλάζια κεραμίδια, αισθάνθηκα πως το χωριό εκείνο ζούσε. Κι ότι αν εγώ άκουγα μόνο τη σιωπή, ήταν γιατί δεν είχα ακόμη συνηθίσει τη σιωπή• ίσως γιατί το κεφάλι μου ήταν γεμάτο από θορύβους και φωνές. Ναι, φωνές. Κι εδώ, που ο αέρας ήταν αραιός, ακούγονταν καλύτερα. Κάθονταν μέσα μου βαριές. Θυμήθηκα τι μου είχε πει η μητέρα μου.
Εκεί θα με ακούς καλύτερα. Θα είμαι πιο κοντά σου. Θα νιώσεις πιο κοντά σου τη φωνή των αναμνήσεών μου από εκείνη του θανάτου μου, αν βέβαια ο θάνατος είχε ποτέ φωνή. Η μητέρα μου… η ζωντανή. Θα ήθελα να της πω: «Έκανες λάθος τόπο. Δε μου ’δωσες σωστή διεύθυνση. Μ’ έστειλες στο “πού ’ναι αυτό και πού ’ναι εκείνο”. Σε ένα έρημο χωριό. Να αναζητώ κάποιον που δεν υπάρχει». Έφτασα στο σπίτι της γέφυρας ακολουθώντας το βουητό του ποταμού. Χτύπησα την πόρτα• ή μάλλον όχι ακριβώς. Το χέρι μου έμεινε μετέωρο, σαν να την άνοιξε ο αέρας. Μια γυναίκα στεκόταν εκεί. Μου είπε: – Περάστε.
Και μπήκα.
Χουάν Ρούλφο, Πέδρο Πάραμο, σελ. 42-44, μτφρ.: Έφη Γιαννοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη, 2013
Πίνακες: George Tooker