RSS

Category Archives: Τhomas Mann

Thomas Mann, Το μαγικό βουνό


Ποτέ πριν δεν είχε το πρόσωπο της κυρίας Σωσά τόσο κοντά, διακριτό σε όλες του τις λεπτομέρειες: μπόρεσε να διακρίνει τις κοντές τριχούλες που ξεχώριζαν από το πλέγμα της ξανθιάς, με μια μεταλλική απόχρωση κοκκινωπού, κοτσίδας της που ήταν απλά τυλιγμένη γύρω από το κεφάλι, και μόνο δυο παλάμες χώριζαν το πρόσωπό του από το δικό της με την παράξενη αλλά γι’ αυτόν από τόσο παλιά οικεία διαμόρφωσή του, που τον τραβούσε όσο τίποτε στον κόσμο: μια διαμόρφωση ξένη και γεμάτη χαρακτήρα (γιατί μόνο το ξένο μάς φαίνεται να έχει χαρακτήρα), διαμόρφωση βόρειας εξωτικότητας και μυστηριώδης, που προκαλούσε για διερεύνηση, καθώς τα χαρακτηριστικά και οι αναλογίες της δεν ήταν εύκολο να προσδιοριστούν. Το κυριότερο ήταν η προβολή των υψηλών μήλων του προσώπου: απωθούσαν από το προσκήνιο τα ασυνήθιστα επίπεδα και ασυνήθιστα μακριά το ένα από το άλλο τοποθετημένα μάτια της και τα πίεζαν λίγο σε μια λοξότητα, ενώ ταυτόχρονα ήταν η αιτία για την απαλή κοιλότητα των παρειών, η οποία με τη σειρά της δημιουργούσε έμμεσα τον ελαφρά ανασηκωμένο πλούτο των χειλιών. Ύστερα όμως ήταν ακριβώς τα μάτια τα ίδια, εκείνα τα στενά και (έτσι τα έβλεπε ο Χανς Κάστορπ) απλώς μαγευτικά σχηματισμένα τσερκέζικα μάτια, των οποίων το χρώμα ήταν το γκρίζο-μπλε ή μπλε-γκρίζο μακρινών βουνών και τα οποία πότε-πότε, σε ένα συγκεκριμένο πλάγιο κοίταγμα, που σκοπός του δεν ήταν η όραση, μπορούσαν και σκοτείνιαζαν με γλυκύ τρόπο τελείως σε ένα θολό-νυκτώδες βλέμμα – τα μάτια της Κλάβντιας, που τον είχαν κοιτάξει αδιάκριτα και κάπως σκοτεινά από πολύ κοντά και που έμοιαζαν σε θέση, χρώμα, έκφραση, τόσο έντονα και τρομακτικά με εκείνα του Πσίμπισλαβ Χίππε!

Thomas Mann, Το μαγικό βουνό, μτφρ.: Θόδωρος Παρασκευόπουλος, σελ. 242-243. 1ος τόμος Εξάντας 1995.

Artwork: Ray Caesar

 

 

Thomas Mann, Το μαγικό βουνό

«Αχ, ο έρωτας… Το σώμα, ο έρωτας, ο θάνατος, και τα τρία αυτά δεν είναι παρά ένα. Γιατί το σώμα είναι αρρώστια και ηδονή, και αυτό φέρνει το θάνατο, ναι, και τα δύο είναι σαρκικά, και ο έρωτας και ο θάνατος, να, αυτή είναι η φρίκη και η μεγάλη τους μαγεία. Μα ο θάνατος, καταλαβαίνεις, είναι από τη μια κάτι κακόφημο, αναίσχυντο, που σε κάνει να κοκκινίζεις από ντροπή, κι από την άλλη είναι μια δύναμη τόσο πανηγυρική, τόσο μεγαλειώδης – πολύ ανώτερος από τη ζωή που γελαστή βγάζει χρήμα και γεμίζει την κοιλιά της, πολύ πιο σεβάσμιος από την πρόοδο που φλυαρεί ασταμάτητα –, γιατί αυτός είναι η Ιστορία και η ευγένεια και η ευσέβεια και το αιώνιο και το ιερό, που μας κάνει να αποκαλυπτόμαστε και να βαδίζουμε ακροποδητί… Άρα ωσαύτως και το σώμα και ο έρωτας για το σώμα είναι μια υπόθεση ανήθικη και απεχθής, και το σώμα επιφανειακό κοκκινίζει και χλομιάζει από φρίκη και ντροπή για τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι, όμως, επίσης δόξα λαμπρή και αξιολάτρευτη, θαυμαστή εικόνα της οργανικής ζωής, ιερό θαύμα του σχήματος και του κάλλους, και ο έρωτας γι’ αυτό, για το ανθρώπινο σώμα, είναι ο ίδιος μια ανθρωπιστική ευχαρίστηση και δύναμη παιδευτική περισσότερο από ολόκληρη την παιδαγωγική του κόσμου…

Ω, γοητευτική οργανική ομορφιά, που δεν είσαι φτιαγμένη από λαδομπογιά ούτε από πέτρα αλλά από ύλη ζωντανή και φθαρτή, γεμάτη από το πυρετώδες μυστήριο της ζωής και της σήψης! Κοίταξε τη θαυμαστή συμμετρία του ανθρώπινου οικοδομήματος, τους ώμους και τους γοφούς και τις ρώγες των μαστών που ανθίζουν πάνω στο στήθος, και τα πλευρά τακτοποιημένα σε ζεύγη, και τον ομφαλό στο κέντρο της μαλθακής κοιλιάς και το φύλο κρυμμένο ανάμεσα στους μηρούς! Kοίταξε τις ωμοπλάτες που κινούνται κάτω από τη μεταξένια επιδερμίδα της πλάτης και τη ραχοκοκαλιά που κατηφορίζει προς τη διπλή και δροσερή πληθωρικότητα των γλουτών και τα μεγάλα κλαδιά των αγγείων και των νεύρων που περνούν από τον κορμό στα χέρια από τις μασχάλες και την κατασκευή των βραχιόνων, που αντιστοιχεί σε αυτήν των ποδιών. Ω, οι απαλές περιοχές του εσωτερικού των κλειδώσεων του αγκώνα και του γονάτου, με την πλούσια οργανική τους λεπτότητα κάτω από τα μαξιλάρια της σάρκας! Τι απόλαυση ανείπωτη να τα χαϊδεύεις, αυτά τα γλυκά μέρη του ανθρώπινου σώματος! Tι απόλαυση να πεθαίνεις μετά χωρίς παράπονα και θρήνους! Ναι, Θεέ μου, άφησέ με να νιώσω την οσμή της επιδερμίδας στην επιγονατίδα σου, κάτω από την οποία εκκρίνει το λιπαρό τον έλαιο ο μεγαλοφυής αρθρικός θύλακας! Άφησέ με ν’ αγγίξω ευλαβικά με το στόμα την αρτηρία που σφύζει στο μπροστινό μέρος του μηρού σου και που χωρίζεται πιο χαμηλά στις δυο αρτηρίες της κνήμης! Άσε με να αισθανθώ την εκπνοή από τους πόρους του δέρματός σου, να ψηλαφίσω το χνούδι του, εικόνα ανθρώπινη από νερό και λεύκωμα, προορισμένη για την ανατομία του τάφου, και άσε με να χαθώ με τα χείλη μου κολλημένα στα δικά σου.»


konstantin-kacev-35Τελειώνοντας δεν άνοιξε τα μάτια• έμεινε όπως ήταν, με το κεφάλι γερμένο στο σβέρκο, τα χέρια με το ασημένιο μολυβάκι απλωμένα μπρος, παραπαίοντας πάνω στα τρεμάμενα γόνατά του.
«Είσαι τελικά ένας ερωτιάρης που ξέρει να ικετεύει με έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο, πολύ γερμανικό.»
Kαι φόρεσε το χάρτινο καπέλο της.
«Αντίο, πρίγκιπά μου του καρναβαλιού! Προβλέπω ότι απόψε θα ψηθείτε στον πυρετό.»
Λέγοντας αυτά, γλίστρησε από την καρέκλα, γλίστρησε πάνω στο χαλί μέχρι την πόρτα, κοντοστάθηκε εκεί μισοστραμμένη πίσω, με σηκωμένο το ένα γυμνό της μπράτσο, κρατώντας με το ένα χέρι το πόμολο. Πάνω από τους ώμους είπε σιγανά:
«Μην ξεχάσετε να μου επιστρέψετε το μολύβι μου.»
Kαι βγήκε από το δωμάτιο

Thomas Mann, Το μαγικό βουνό, μτφρ.: Αλέξανδρος Πανούσης (για το γαλλικό κείμενο του πρωτοτύπου, που παρατίθεται εδώ) σελ. 585-587, 1ος τόμος, και μτφρ.: Θόδωρος Παρασκευόπουλος για το γερμανικό κείμενο της έκδοσης, Εξάντας 1995.

Πίνακες: Κonstantin Κacev

.

 

Tόμας Μαν, Ο θάνατος στη Βενετία

.

Έτσι γλιστρούσε και λικνιζόταν, λοιπόν, με τη γόνδολα, ξαπλωμένος σε μαλακά μαύρα μαξιλάρια, ακολουθώντας την άλλη μαύρη, μυτερή βάρκα, που το πάθος του τον έδενε πάνω στα ίχνη της. Στιγμές στιγμές την έχανε: τότε ένιωθε γιομάτος έγνοια και ανησυχία. Μα ο οδηγός του, σαν να ήταν καλά εξασκημένος σε τέτοιες δουλειές, μπορούσε πάντα μ’ επιδέξιες μανούβρες, με γρήγορα λοξά πλευσίματα και συντομεύσεις να φέρνει μπροστά του το ποθούμενο. Ο αέρας ήταν ήρεμος κι ευωδιαστός, ο ήλιος έκαιγε βαριά μέσα από την αχλή που έδινε ένα χρώμα σχιστόλιθου στον ουρανό. Το φώναγμα του γονδολιέρη, μισοαποτροπή, μισοχαιρετισμός, προκαλούσε με μια παράξενη σύμβαση μια απάντηση από μακριά, μέσα από τη σιωπή του λαβύρινθου. Από μικρούς, ψηλά βρισκόμενους κήπους κρέμονταν αρμαθοί λουλουδιών, λευκοί και πορφυροί, που μύριζαν σαν αμύγδαλα πάνω από σαθρά μουχλιασμένα ντουβάρια. Τα αραβουργήματα στις κορνίζες των παραθύρων αντανακλούνταν στο θολό νερό. Τα μαρμάρινα σκαλοπάτια μιας εκκλησίας κατέβαιναν μες στη φουσκονεριά• ένας ζητιάνος καθισμένος ανακούρκουδα στα σκαλοπάτια αυτά, διεκτραγωδώντας τη δυστυχία του άπλωνε το καπέλο του κι έδειχνε το άσπρο των ματιών του, σαν να ήταν τυφλός• ένας έμπορος αρχαιοτήτων, μπροστά στο άντρο του, καλούσε τον περαστικό από κει με δουλοπρεπείς χειρονομίες να σταματήσει με την ελπίδα να τον εξαπατήσει.

 

Berengo Gardin 5_b

.

Αυτό ήταν η Βενετία, η γαλίφα και ύποπτη καλλονή – αυτή η πόλη, η μισοπαραμύθι, μισοπαγίδα για τον ξένο, που στον μουχλιασμένο αέρα της η τέχνη φούντωσε ακόλαστα, έναν άλλον καιρό, και που έδωσε τους μουσικούς λικνιστικούς και ερωτικά αποκοιμιστικούς τόνους. Στο ριγμένο στην περιπέτεια φαινόταν σάμπως το μάτι του να έπινε από την ίδια αφθονία, σάμπως το αυτί του να ζητούσε να συλλάβει γύρω του κάτι από τις μελωδίες• θυμόταν, επίσης, πως η πόλη ήταν άρρωστη και πως το έκρυβε, από την απληστία της για κέρδος, και παρακολουθούσε με το πιο αχαλίνωτο πάθος τη γόνδολα που λικνιζόταν σε κάποια απόσταση μπροστά του. Έτσι, λοιπόν, ο περιπεπλεγμένος αυτός άνθρωπος δεν ήξερε και δεν ήθελε τίποτε άλλο πια, παρά να παίρνει αδιάκοπα από πίσω το αντικείμενο που τον φλόγιζε, να το ονειρεύεται όταν έλειπε και, όπως οι ερωτευμένοι, να δίνει τρυφερά ονόματα στη σκιώδη εικόνα του. Η μοναξιά, το ξένο μέρος και η ευτυχία μιας όψιμης και βαθιάς μέθης τον ενθάρρυναν και τον έπειθαν να επιτρέπει, άφοβα και δίχως κοκκίνισμα, στον εαυτό του να κάνει και την πιο μεγάλη αποκοτιά, όπως έγινε αργά, ένα βράδυ που γυρίζοντας από τη Βενετία σταμάτησε στον πρώτο όροφο του ξενοδοχείου, μπροστά στην πόρτα του δωματίου του ωραίου αγοριού και ακουμπώντας το μέτωπο, μες στην ολοκληρωτική μέθη του, στο ρεζέ της πόρτας, επί πολλή ώρα δεν έβρισκε τη δύναμη να ξεκολλήσει από κει, με κίνδυνο να τον πιάσουν ξαφνικά σε μια τόσο τρελή κι ανάρμοστη στάση.

Tόμας Μαν, Ο θάνατος στη Βενετία, σελ. 84-86, μτφρ.: Άρης Δικταίος, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1993

Photo: Berengo Gardin

.

.

 

Tόμας Μαν, Ο θάνατος στη Βενετία

Death in Venice 5

.

Η σκέψη που μπορεί να γίνει ολόκληρη αίσθημα, το αίσθημα που μπορεί να γίνει ολόκληρο σκέψη, συνιστούν την ευτυχία του συγγραφέα. Μια τέτοια παλλόμενη σκέψη, ένα τέτοιο ακριβές αίσθημα ανήκαν να υπάκουαν στον μονήρη κείνη κει τη στιγμή: ήξερε, ένιωθε δηλαδή, πως η φύση ανατριχιάζει από ηδονή, όταν το πνεύμα υποκλίνεται υποτακτικά μπροστά στην ομορφιά. Ξαφνικά ένιωσε την επιθυμία να γράψει. Ο Έρωτας, άλλωστε, καθώς έχουν να πουν, αγαπά την τεμπελιά και δεν πλάστηκε παρά μόνο γι’ αυτήν. Μα σ’ αυτό το σημείο της κρίσης η διέγερση του θύματός του στράφηκε προς την παραγωγή. Δεν έπαιζε ρόλο η αφορμή. Ένα ερώτημα, μια παρακίνηση για ένα συγκεκριμένο μεγάλο και φλoγερό πρόβλημα του πολιτισμού και του καλαισθητικού συναισθήματος, που είχε ανομολογηθεί, συλληφθεί μέσα του, εισχωρώντας και διατρέχοντας τον πνευματικό κόσμο του ταξιδεύοντος.

.

Death 2

.

Το αντικείμενο του ήταν γνώριμο, το είχε ζήσει• η επιθυμία του να το κάμει να λάμψει κάτω από το φως του λόγου του έγινε ξαφνικά ακατανίκητη. Η επιθυμία του έφτασε, μάλιστα, ως το σημείο να θέλει να εργαστεί παρουσία τού Θαδιό, να πάρει γράφοντας, σαν μοντέλο του, το ίδιο το αγόρι, ν’ αφήσει το ύφος του ν’ ακολουθήσει τις γραμμές αυτού του κορμιού, που του φαινόταν θεϊκό, και να υψώσει την ομορφιά του ως το πνευματικό, όπως παλιά ο αετός είχε υψώσει στον αιθέρα το βοσκό της Τροίας. Ποτέ δεν είχε νιώσει γλυκύτερη την ηδονή του λόγου, ποτέ δεν είχε καταλάβει τόσο καλά πως ο Έρως βρίσκεται μέσα στο λόγο, όπως το ένιωθε και το καταλάβαινε κατά τις επικίνδυνες κι εξαίσιες ώρες, που, καθισμένος μπροστά στο χοντροφτιαγμένο τραπεζάκι του, κάτω από την τέντα, αντικριστά στο είδωλό του και με τη μουσική της φωνής του στ’ αυτιά, έδινε μορφή, σύμφωνα με την ομορφιά του Θαδιό, στη μικρή πραγματεία του, – εκείνη τη μιάμιση σελίδα εκλεκτής πρόζας, που η λαγαρότητά της, η ευγένεια και η πάλλουσα αισθηματική έντασή της γρήγορα θα κινούσαν το θαυμασμό πολλών αναγνωστών του.

.

Death in Venice 5

.

Είναι καλό, χωρίς άλλο, το ότι ο κόσμος γνωρίζει μόνο το ωραίο έργο κι όχι και την προέλευσή του, όχι και τους όρους, τις περιστάσεις της γένεσής του• γιατί η γνώση των πηγών, απ’ όπου αντλεί ο καλλιτέχνης την έμπνευσή του θα μπορούσε να συγχύσει και να τρομάξει συχνά το κοινό, εκμηδενίζοντας έτσι τα αποτελέσματα της επιτευγμένης ωραιότητας. Παράξενες ώρες! Παράξενα εκνευριστικός μόχθος! Σπάνια γόνιμη σύζευξη του πνεύματος με το κορμί!

Tόμας Μαν, Ο θάνατος στη Βενετία, σελ. 71-72, μτφρ.: Άρης Δικταίος, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1993

.

.

 

Τhomas Mann, Το μαγικό βουνό

 O άνθρωπος δεν ζει μόνον την προσωπική ζωή του ως άτομο, αλλά, συνειδητά ή ασυνείδητα, και τη ζωή της εποχής του και των συγχρόνων του• και αν ακόμη θεωρούσε τις γενικές και απρόσωπες βάσεις της ύπαρξής του απολύτως δεδομένες και αυτονόητες, και αν η ιδέα να τις κρίνει του ήταν τόσο μακρινή, όσο πράγματι ήταν για τον αγαθό Χανς Κάστορπ, είναι όμως απολύτως πιθανό ότι θα αισθανόταν την ηθική του ευεξία να επηρεάζεται από τις ατέλειές τους. Γιατί o μεμονωμένος άνθρωπος μπορεί να οραματίζεται κάθε λογής προσωπικούς στόχους, σκοπούς, ελπίδες, προοπτικές, απ’ όπου αντλεί την ώθηση για υψηλές προσπάθειες και δραστηριότητα•

όταν το απρόσωπο που τον περιβάλλει, η εποχή η ίδια, παρά την εξωτερική της ενεργητικότητα στερείται κατά βάσιν στόχων και ελπίδων, εάν του αποκαλύπτεται στα κρυφά ως άπελπις, δίχως προοπτική και εν απορία και εναντιώνει μια κενή σιωπή στο ερώτημα, που τίθεται συνειδητά ή ασυνείδητα, αλλά πάντως κατά κάποιον τρόπο τίθεται, για κάποιο τελικό, περισσότερο από προσωπικό, απόλυτο νόημα κάθε προσπάθειας και δραστηριότητας, τότε, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις πιο πλούσιου ανθρωπισμού, θα είναι σχεδόν αναπότρεπτη κάποια παραλυτική επίδραση αυτής της κατάστασης, η οποία μέσω του ψυχικού και ηθικού μπορεί να απλωθεί κυριολεκτικά μέχρι το φυσικό και οργανικό τμήμα του ατόμου. Η διάθεση για σημαντικό έργο, που υπερβαίνει το μέτρο της συνηθισμένης προσφοράς, χωρίς η εποχή να γνωρίζει μια ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα «Γιατί;» προϋποθέτει ή ηθική μοναξιά και αμεσότητα, η οποία σπάνια απαντάται, ή πολύ σκληροτράχηλη ζωτικότητα. Ο Χανς Κάστορπ δεν διέθετε ούτε το ένα ούτε το άλλο, και έτσι ήταν πράγματι μάλλον μετριότητα, αν και με μια αξιοπρεπή σημασία της λέξης.

Τhomas Mann, Το μαγικό βουνό, μτφρ.: Θόδωρος Παρασκευόπουλος, σελ. 54-55, Εκδόσεις Εξάντας 1995

Πίνακας: James Ensor

.

.

 

Τhomas Mann, Το μαγικό βουνό

Θα ήταν τότε στο κοινοβούλιο ή στο ελεγκτικό συμβούλιο και θα νομοθετούσε, θα συμμεριζόταν ως δημόσιος λειτουργός τις φροντίδες της εξουσίας, θα ανήκε σε κάποια επιτροπή της διοίκησης, στην οικονομική ίσως ή των δημοσίων έργων και ο λόγος του θα ακουγόταν και θα μέτραγε. Είχε λόγο κανείς να είναι περίεργος με ποιο κόμμα θα συντασσόταν κάποτε ο νεαρός Κάστορπ. Τα φαινόμενα απατούσαν ίσως, αλλά, αν τον καλοκοίταγες, είχε τα χαρακτηριστικά που δεν έχουν εκείνοι στους οποίους μπορούν να βασίζονται οι Δημοκρατικοί, και η ομοιότητα με τον παππού του ήταν ολοφάνερη. Μήπως θα γινόταν σαν και εκείνον, τροχοπέδη, ένα συντηρητικό στοιχείο; Ήταν πολύ πιθανό – όσο και το αντίθετο. Γιατί στο κάτω-κάτω ήταν μηχανικός, μέλλων ναυπηγός, άνθρωπος της διεθνούς επικοινωνίας και της τεχνολογίας. Ήταν λοιπόν πιθανό να πήγαινε ο Χανς Κάστορπ με τους Ριζοσπάστες, να γινόταν ριψοκίνδυνος, ασυλλόγιστος καταστροφέας παλαιών κτιρίων και τοπιακών ωραιοτήτων, αδέσμευτος σαν Εβραίος και ασεβής σαν Αμερικανός, έτοιμος να προτιμήσει την αδυσώπητη ρήξη με σεβάσμιες παραδόσεις από την ήρεμη εξέλιξη των φυσικών συνθηκών της ζωής και να ρίξει το κράτος σε παράτολμους πειραματισμούς – δεν ήταν απίθανο. Θα είχε στο αίμα του ότι οι Αυτών Σοφολογιότητες, μπροστά στις οποίες παρουσίαζε όπλα η διπλοσκοπιά στο Δημαρχείο, τα ήξεραν όλα καλύτερα ή θα προοριζόταν να υποστηρίξει την αντιπολίτευση στο κοινοβούλιο; Στα γαλάζια μάτια του κάτω από τα πυρρόξανθα φρύδια δεν έβλεπες απάντηση σε τέτοια ερωτήματα που αφορούσαν τα κοινά, ούτε και ο ίδιος ήξερε να απαντήσει, ο Χανς Κάστορπ, μια σελίδα άγραφη.

Τhomas Mann, Το μαγικό βουνό, μτφρ.: Θόδωρος Παρασκευόπουλος, σελ. 60, 1ος τόμος, Εκδόσεις Εξάντας 1995

Φωτό: Robert Doisneau

.

.