Artwork: Scott Prior
O Άντονυ γύρισε στο διαμέρισμα και στρώθηκε στη δουλειά. Ανακάλυψε ότι η υπόθεση της αισιοδοξίας δεν ήταν εύκολη. Έπειτα από μισή ντουζίνα άδοξα ξεκινήματα πήγε στη δημόσια βιβλιοθήκη και για μια ολόκληρη βδομάδα έψαχνε τα αρχεία ενός δημοφιλούς περιοδικού. Έπειτα, καλύτερα εξοπλισμένος, έγραφε το πρώτο του διήγημα: To μοιραίο μαγνητόφωνο. Βασιζόταν σε μια από τις λίγες εντυπώσεις που του έμεναν από τις έξι εβδομάδες του στη Γουώλ Στρητ την περασμένη χρονιά. Υποτίθεται ότι ήταν η χαρούμενη ιστορία ενός κλητήρα που, εντελώς τυχαία, σιγοτραγούδησε μια θαυμάσια μελωδία που γράφτηκε στο ντικταφόν. Ο αδελφός του αφεντικού, γνωστός παραγωγός μουσικών κωμωδιών, ανακάλυψε τυχαία τον κύλινδρο – που έπειτα χάθηκε αμέσως. Το κύριο μέρος της ιστορίας ασχολιόταν με την έρευνα για τον χαμένο κύλινδρο και το γάμο του ευγενικού κλητήρα (που ήταν πια πετυχημένος συνθέτης) με τη μις Ρούνυ, την ενάρετη στενογράφο, που ήταν μισή Ζαν ντ’ Αρκ και μισή Φλόρενς Νάιτινγκέηλ. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τέτοια ήθελαν τα περιοδικά. Οι πρωταγωνιστές του ήταν οι συνηθισμένοι κάτοικοι ενός γαλαζορόδινου λογοτεχνικού κόσμου, βουτηγμένοι σε μια γλυκανάλατη πλοκή, που δεν θα αναστάτωνε ούτε ένα στομάχι στη Μαριέτα.
Το είχε δακτυλογραφήσει σε διπλό διάστιχο – αυτό κατόπιν της συμβουλής του εγχειριδίου Πώς να γίνετε εύκολα ένας πετυχημένος συγγραφέας, του Ρ. Μεγκς Γουίντλστιν, που διαβεβαίωνε τους φιλόδοξους υδραυλικούς ότι ήταν ανώφελο να ιδρώσουν, αφού ύστερα από έξι μαθήματα γραφής θα μπορούσαν να βγάζουν τουλάχιστον χίλια δολάρια το μήνα. Αφού το διάβασε σε μια βαριεστημένη Γκλόρια, και απέσπασε απ’ αυτήν την αθάνατη παρατήρηση ότι ήταν καλύτερο από ένα σωρό άλλα πράγματα που δημοσιεύονται, υπέγραψε, με σατιρική διάθεση, με το ψευδώνυμο Ζιλ ντε Σαντ, εσώκλεισε τον κατάλληλο φάκελο για την απάντηση και το έστειλε. Ύστερα από τον γιγάντιο άθλο της σύλληψης αποφάσισε να περιμένει μέχρι να δει τι θα γίνει με το πρώτο διήγημα πριν αρχίσει άλλο. Ο Ντικ του είχε πει ότι θα μπορούσε να βγάλει μέχρι και διακόσια δολάρια. Αν, κατά τύχη, δεν άρεσε, το γράμμα του αρχισυντάκτη θα του έδινε, δίχως αμφιβολία, κάποια ιδέα για τις αλλαγές που έπρεπε να κάνει. «Κόβω το κεφάλι μου πως είναι το πιο ελεεινό κομμάτι που υπάρχει στον κόσμο», παρατήρησε μελαγχολικά ο Άντονυ. Ο αρχισυντάκτης προφανώς συμφώνησε μαζί του. Επέστρεψε το χειρόγραφο μ’ ένα απορριπτικό σημείωμα. Ο Άντονυ το έστειλε αλλού και άρχισε άλλο διήγημα. Το δεύτερο λεγόταν Οι ανοιχτές πορτούλες∙ γράφηκε σε τρεις μέρες.
Αφορούσε στον πνευματισμό: Ένα τσακωμένο ζευγάρι συμφιλιωνόταν από ένα μέντιουμ σε παράσταση βαριετέ. Όλα μαζί έφτασαν τα έξι, έξι άθλιες και αξιολύπητες απόπειρες να «γράψει» ένας άνθρωπος που ποτέ πριν δεν είχε κάνει καμιά σοβαρή προσπάθεια να γράψει οτιδήποτε. Κανένα τους δεν περιείχε ούτε μια σπίθα ζωντάνιας και όλα μαζί απέπνεαν λιγότερη γοητεία και κομψότητα από μια μέτρια στήλη εφημερίδας. Στη διάρκεια της περιφοράς τους, συγκέντρωσαν τριάντα ένα απορριπτικά σημειώματα, που φάνταζαν σαν μνήματα για τα πακέτα που έβρισκε σωριασμένα σαν πτώματα στο κατώφλι του.
Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, Όμορφοι και καταραμένοι, μτφρ.: Ρένα Χάτχουτ, σελ. 452-454, Εκδόσεις Ερατώ, 1998
..