Category Archives: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ (ξένη)
Χέρμαν Μπροχ, III. Οι υπνοβάτες, 1918, Χουγκενάου ή ο ρεαλισμός
.
Όσο πιο μόνος είναι ο άνθρωπος, όσο περισσότερο το σύστημα αξιών στο οποίο είναι εντεταγμένος χαλαρώνει, με τόσο μεγαλύτερη σαφήνεια προσδιορίζονται οι πράξεις του από το παράλογο. Ο ρομαντικός άνθρωπος γαντζώνεται από τα σχήματα ενός ξένου και δογματικού πλέον συστήματος αξιών, είναι –όσο και να μοιάζει απίστευτο– πέρα ως πέρα λογικός και τελείως απαλλαγμένος από καθετί παιδικό.
Η λογική του παραλογισμού: ένας φαινομενικά απόλυτα λογικός άνθωπος όπως ο Χούγκενάου δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσει το καλό από το κακό. Σε έναν απόλυτα λογικό κόσμο, δεν υπάρχει κανένα απόλυτο σύστημα αξιών, δεν υπάρχουν αμαρτωλοί, απλώς επιβλαβείς άνθρωποι.
Και ο αισθητής επίσης δεν ξεχωρίζει το καλό από το κακό, εξ ου και η γοητεία του. Όμως γνωρίζει πολύ καλά ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, απλώς δεν θέλει να τα ξεχωρίσει. Και αυτό τον κάνει διεφθαρμένο.
Χέρμαν Μπροχ, III. Οι υπνοβάτες, 1918, Χουγκενάου ή ο ρεαλισμός, σελ. 293, Μέδουσα, 1993.
Πίνακας: Αnne Μagill
Χέρμαν Μπροχ, III. Οι υπνοβάτες, 1918, Χουγκενάου ή ο ρεαλισμός
.
Πήγαν στο δωμάτιο του παιδιού. Ο τοίχος χαμηλά ήταν επενδυμένος με ξύλο, ενώ από πάνω υπήρχε μια πρόσχαρη, παιδική όπως τη λένε νωπογραφία. Και με εκείνη τη δεύτερη, πιο ξεκάθαρη αν και κάπως απεστιασμένη επίγνωση που μπορεί να δημιουργήσει η ένταση της αναμονής ή και ο επερχόμενος δριμύς πονοκέφαλος, η Χάννα κατάλαβε ότι αυτά τα λακαρισμένα έπιπλα και όλη αυτή η λευκότητα ήταν προσβλητικά για το παιδί, κατάλαβε ότι δεν είχαν καμιά σχέση με την ύπαρξή του και τη φύση του, αλλά πως τα είχαν βάλει εδώ και τα είχαν τακτοποιήσει έτσι ώστε να συμβολίζουν κάτι, να συμβολίζουν το λευκό της στήθος και το γάλα που θα έρεε από αυτό μετά από γόνιμες περιπτύξεις. Είχε ακουμπήσει τα χέρια της στον αυχένα, εκεί που την πονούσε. Ήταν μια απομακρυσμένη και πολύ ασαφής σκέψη, αλλά παρ’ όλα αυτά ήταν η βαθύτερη αιτία για το γεγονός ότι απέφευγε να μπαίνει στο δωμάτιο του παιδιού και προτιμούσει να το φωνάζει να έρχεται εκείνο κοντά της. Είπε: «Πρέπει να δείξεις στον πατέρα σου τα καινούργια σου παιχνίδια.» O Βάλτερ έφερε ένα κουτί με κύβους και μερικά στρατιωτάκια με γκριζοπράσινη στολή. Ήταν είκοσι τρεις οπλίτες κι ένας αξιωματικός που με το γόνατό του λυγισμένο ανέμιζε το σπαθί του προς τη μεριά του εχθρού. Κανείς από τους τρεις δεν παρατήρησε πώς και ο δρ Χάινριχ Βέντλινγκ φορούσε γκριζοπράσινη στολή αξιωματικού, ο καθένας όμως για δικό του λόγο: ο Βάλτερ γιατί έβλεπε τον πατέρα του σαν παρείσακτο, ο Χάινριχ γιατί δεν μπορούσε να ταυτίσει τις ηρωικές χειρονομίες των ψεύτικων στρατιωτών με τη την πραγματικότητα του δικού του πολέμου, η Χάννα γιατί προς μεγάλο της φόβο, έβλεπε τώρα αυτόν τον άντρα μπροστά της γυμνό, γυμνό και απομονωμένο στη γύμνια του. Και αυτή η ίδια απομόνωση διακρινόταν και στα έπιπλα που την τριγύριζαν και ήταν κι αυτά σαν γυμνά, ασύνδετα προς το περιβάλλον τους, ασυσχέτιστα το ένα προς το άλλο, ξένα και παράξενα,
Χέρμαν Μπροχ, III. Οι υπνοβάτες, 1918, Χουγκενάου ή ο ρεαλισμός, σελ. 197
Πίνακας: AndreaKowch
Video
Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II
.
H δεσποινίς Έρνα, που στην πραγματικότητα δεν του άρεσε και τόσο, ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και του χαμογελούσε πονηρά, σχεδόν φιλικά, αφήνοντας να φαίνεται το δόντι που της έλειπε. Παρ’ όλα αυτά ο Ες δεν έδωσε καμία σημασία στις διαμαρτυρίες της: «Kύριε Ες, σας παρακαλώ να βγείτε αμέσως έξω», κι έμεινε ατάραχος στη θέση του, κι αυτό το έκανε όχι μόνο γιατί, όπως οι περισσότεροι, ήταν ένας άντρας με ταπεινές ορέξεις, δεν το έκανε μόνο γιατί, όταν δύο άνθρωποι διαφορετικού φύλου συγκατοικούν από καιρό κι έχουν εξοικειωθεί, σχεδόν δεν μπορούν ν’ αντισταθούν στους ανεξέλεγκτους μηχανισμούς του σώματός τους και υποκύπτουν σ’ αυτούς χωρίς μεγάλη αντίσταση με τη σκέψη: «Τελικά, γιατί όχι;» δεν το έκανε μόνο γιατί διαισθανόταν ότι κι αυτή θα έπρεπε να έχει παρόμοιες επιθυμίες, έτσι που δεν υπήρχε λόγος να δώσει σημασία στις διαμαρτυρίες της, και σίγουρα δεν το έκανε μόνον εξαιτίας των ταπεινών ορμών του – έστω κι αν πρέπει να συνυπολογίσουμε τον αναπόφευκτο ερεθισμό που δημιουργεί στους άντρες το αίσθημα της ζήλειας και το οποίο το είχε νιώσει βλέποντας την κοπέλα να τρίβεται πάνω στον Γκέρνετ – αλλά και γιατί ο Ες θεωρούσε ότι η ηδονή, που οι άντρες την αναζητούν σαν να είναι αυτοσκοπός, εξυπηρετεί αντιθέτως έναν ανώτερο σκοπό, τον οποίο να και δεν είσαι σχεδόν σε θέση να τον μαντέψεις, ωστόσο σε κατακυριεύει, και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επιταγή να εξαλείψεις εκείνον τον μεγάλο φόβο, που εκτείνεται πολύ μακρύτερα από τα στενά όρια του εαυτού σου, έστω κι αν πολλές φορές μοιάζει να μη διαφέρει από αυτό που νιώθει ένας περιοδεύων εμπορικός αντιπρόσωπος όταν αναγκάζεται να κοιμηθεί μόνος σ’ ένα ξενοδοχείο μακριά από τη γυναίκα και τα παιδιά του: ναι, έστω και αν δεν διαφέρει από τον φόβο και τη φιληδονία του ταξιδιώτη που πλαγιάζει με την άσχημα και κάπως περασμένης ηλικίας καμαριέρα, καταφεύγοντας μερικές φορές σε σπαραξικάρδιες αισχρότητες και νιώθοντας συχνά ένοχη τη συνείδησή του.
Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II, 1903, Eς ή η αναρχία, μτφρ. Κώστας Κουντούρης, σελ. 53-54, Εκδόσεις Μέδουσα, 2006.
Φωτό: Joel Peter
Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II
Ωστόσο τώρα αναγνώριζε ότι, αν το άθροισμα στις προσθέσεις των λογιστικών του βιβλίων έβγαινε τελικά σωστό, αυτό δεν θα ήταν παρά απλή σύμπτωση κι έτσι μπορούσε να παρατηρεί τα εγκόσμια σαν από ένα ανώτερο επίπεδο, σαν από έναν φωτεινό πύργο που ορθωνόταν σε μια πεδιάδα, αποκομμένος από τον κόσμο κι όμως αντικαθρεφτίζοντάς τον ανεμπόδιστα: και συχνά ήταν σαν όλα όσα είχαν διαπραχθεί και ειπωθεί και συμβεί να μην ήταν τίποτε άλλο παρά ένα προκαταρκτικό επεισόδιο πάνω σε μια αμυδρά φωτισμένη σκηνή, μια παράσταση που θα λησμονιόταν, γιατί δεν είχε πραγματοποιηθεί, κάτι περασμένο που δεν μπορούσες να το αδράξεις χωρίς να αυξήσεις την επίγεια οδύνη. Γιατί η ολοκλήρωση προσκρούει πάντα στην πραγματικότητα, ενώ ο δρόμος της νοσταλγίας και της ελευθερίας είναι ατέλειωτος και αιώνια αδιαπόρευτος, είναι στενός και σκολιός, όπως ο δρόμος του Υπνοβάτη, έστω κι αν είναι ο δρόμος που οδηγεί στην αγκαλιά της πατρίδας και στο λαχανιασμένο της στήθος […] Προχωρούσαν χέρι χέρι, έστω κι αν ο καθένας ακολουθούσε το δικό του διαφορετικό και δίχως τέλος δρόμο. Κι όταν τελικά παντρεύτηκαν και πούλησαν την ταβέρνα σε απίστευτα χαμηλή τιμή, αυτοί δεν ήταν παρά σταθμοί στον δρόμο των συμβόλων και ταυτοχρόνως σταθμοί στον δρόμο που προσέγγιζαν το ανώτερο και το αιώνιο, έτσι που, αν ο Ες δεν ήταν ελευθερόφρων, θα μπορούσε να πει ότι αυτός ο δρόμος ήταν θεϊκός. Όμως εκείνος γνώριζε παρ’ όλα αυτά ότι εδώ στη γη είμαστε όλοι αναγκασμένοι να πορευόμαστε με πατερίτσες.
Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II, 1903, Eς ή η αναρχία, μτφρ. Κώστας Κουντούρης, σελ. 250-251, Εκδόσεις Μέδουσα, 2006.
Φωτό: Raymond Depardon
Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II
Ήταν ένας ηλίθιος και ελαφρόμυαλος βιολιστής, ήξερε όμως να παίζει από μνήμης πολλές σονάτες και γνώριζε κι άλλα πολλά, ωστόσο δεν μπορούσε να μη γελάει παρ’ όλη τη θλίψη του, γιατί οι άνθρωποι στην αγωνιώδη αναζήτησή τους για το απόλυτο ήθελαν να αγαπούν αιώνια, νομίζοντας ότι έτσι η ζωή τους θα ήταν ατελείωτη, πως θα διαρκούσε για πάντα. Μπορεί να τον περιφρονούσαν, γιατί ήταν αναγκασμένος να παίζει pot-pour-ri και γρήγορες πόλκες, εκείνος όμως γνώριζε ότι τα παράφορα πλάσματα που αναζητούσαν το άφθαρτο και το απόλυτο στα εγκόσμια, έβρισκαν μόνο σύμβολα και υποκατάστατα γι’ αυτό που αναζητούσαν, χωρίς να είναι σε θέση να το κατονομάσουν, γιατί έβλεπαν τον θάνατο των άλλων χωρίς να μετανοούν και να θλίβονται, τόσο διακατέχονταν από την ιδέα του δικού τους θανάτου: κυνηγούσαν τις κατακτήσεις για να κατακτηθούν από αυτές, γιατί ήλπιζαν ότι το σταθερό και το αμετάβλητο θα τους αναλάμβανε και τους προστάτευε και μισούσαν τη γυναίκα που είχαν διαλέξει, όντας τυφλοί ναι, τη μισούσαν, γιατί ήταν ένα απλό σύμβολο, έπρεπε να το καταστρέψουν πλημμυρισμένοι από θυμό, όταν ανακάλυπταν ότι εξακολουθούσαν να είναι έρμαια του φόβου του θανάτου. Ο βιολιστής Άλφονς συμπονούσε τις γυναίκες, γιατί, έστω κι αν δεν ζητούσαν τίποτα καλύτερο, δεν διακατέχονταν τόσο από αυτό το ηλίθιο καταστρεπτικό πάθος της κατάκτησης, δεν ένιωθαν να τις κυνηγάει τόσο ο φόβος, εκστασιάζονταν περισσότερο όταν άκουγαν μουσική και είχαν μια πιο ενδόμυχη και οικεία σχέση με τον θάνατο: σ’ αυτό οι γυναίκες έμοιαζαν με τους μουσικούς και, παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν παρά ένας χοντρός ομοφυλόφιλος μουσικός, ωστόσο ένιωθε να συγγενεύει μαζί τους και έπρεπε να παραδεχτεί ότι διαισθανόταν λίγο πως ο θάνατος ήταν κάτι μελαγχολικό και όμορφο, κι αυτό γιατί γνώριζε ότι δεν έκλαιγαν επειδή τους είχαν αποσπάσει κάποια κατάκτηση, αλλά γιατί αυτό που άγγιζαν και έβλεπαν ήταν κάτι όμορφο και τρυφερό.
Χέρμαν Μπροχ, Οι υπνοβάτες II, 1903, Eς ή η αναρχία, μτφρ. Κώστας Κουντούρης, σελ. 231, Εκδόσεις Μέδουσα, 2006.
Πίνακας: Odilon Redon
Φλάν ο’ Μπράιαν, Ο τρίτος αστυφύλακας
.
«O τελευταίος απαγχονισμός που είχαμε σε τούτη την περιοχή ήταν εδώ και τριάντα χρόνια», είπε. «Ήταν ένας περιβόητος άντρας ονόματι Μακντάντης. Κατείχε το ρεκόρ στα εκατό μίλια με συμπαγές ελαστικό. Δεν χρειάζεται να σου πω τι του έκανε το συμπαγές ελαστικό. Αναγκαστήκαμε να κρεμάσουμε το ποδήλατο». «Να κρεμάσετε το ποδήλατο;» « Ο Μακντάντης είχε προηγούμενα με κάποιον ονόματι Φίγκερσο, αλλά κρατιόταν μακριά. Ήξερε πώς έχουν τα πράγματα, κι έκανε το ποδήλατο του Φίγκερσου λιώμα μ’ έναν λοστό. Ύστερα απ’ αυτό ο Μακντάντης και ο Φίγκερσος ήρθαν στα χέρια, και ο Φίγκερσος –ένας μαυριδερός με γυαλιά– δεν έμαθε ποτέ ποιος νίκησε. Έγινε ολονυχτία και τον έθαψαν με το ποδήλατό του. Έχεις δει ποτέ φέρετρο σε σχήμα ποδήλατου;» «Όχι». «Είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο είδος ξυλουργικής, πρέπει να είσαι καλλιτέχνης λίαν δυνατός για να το καταφέρεις με το τιμόνι, άσε τα πετάλια και τη σέλα. Αλλά ο φόνος ήταν άσχημο κρούσμα εγκληματικότητας και πολύν καιρό δεν μπορούσαμε να βρούμε τον Μακντάντη, ούτε να εξακριβώσουμε πού ήταν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό του. Στο τέλος, αναγκαστήκαμε να συλλάβουμε το ποδήλατό του όπως και τον ίδιο, και τους παρακολουθούσαμε και τους δυο με μυστικότητα επί μία εβδομάδα, για να διαπιστώσουμε πού βρισκόταν η πλειονότητα του Μακντάντη και αν το ποδήλατο ήταν ως επί το πλείστον στο παντελόνι του Μακντάντη pari passu, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ». «Και μετά τι έγινε;» «O Υπαρχιφύλακας αποφάνθηκε στο τέλος της εβδομάδος. Η θέση του ήταν εξαιρετικά δύσκολη δεδομένου ότι ήταν κολλητός με τον Μακντάντη εκτός υπηρεσίας. Καταδίκασε το ποδήλατο και κρεμάστηκε το ποδήλατο. Γράψαμε nolle prosequi στο ημερολόγιο συμβάντων ως προς το έτερο των εναγομένων. Δεν παρευρέθηκα στο κρέμασμα, γιατί είμαι άνθρωπος ευαίσθητος και το στομάχι μου αντιδρά βίαια»
Φλάν ο’ Μπράιαν, Ο τρίτος αστυφύλακας, μτφρ. Άρης Μπερλής, σ. 163-164, εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2008
Artwork: Maggie Taylor