RSS

Category Archives: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ (ξένη)

Πιερ Μερό, Εκτός πραγματικότητας

.

Στη διπλανή γκαρσονιέρα ζούσαν μια ανάπηρη και ένας χοντρός, μητέρα και γιος, δυο βλαμμένοι που είχαν καταφέρει να τινάξουν στον αέρα τη ζωή ολόκληρης της πολυκατοικίας. Ούρλιαζαν μέρα νύχτα και ξεσκίζονταν σαν κολασμένοι, ζούσαν μέσα σε μια φριχτή δυσωδία. Κατά κάποιον τρόπο τους καταλάβαινα, και κυρίως εκείνον, όταν χτυπιόταν στους τοίχους και έκλαιγε. Όπως είναι αυτονόητο, το πλατύσκαλο ήταν γεμάτο κατσαρίδες. Είχα δεκάδες στην κουζίνα μου, μαύρες, χρυσές, χοντρές, πονηρές, που έβγαιναν τη νύχτα. Και τις μελετούσα με αποστροφή και περιέργεια. Είχα αγοράσει παγίδες καλυμμένες με κόλλα και τις παρατηρούσα να ψυχορραγούν για μέρες ακίνητες, με τις κεραίες τους μόνο να τρεμουλιάζουν. Είχα επίσης ανακαλύψει αυτό που ονόμαζα πλεκτάνη της κατσαρίδας: όταν πλησίαζα καμία για να τη συνθλίψω στον τοίχο, αυτή αφηνόταν να πέσει στο πάτωμα και το έβαζε στα πόδια μ’ όλη τη δύναμή της. Οι αλκοολικές μου νύχτες, οι δαιμονισμένοι, οι ακροβατικές κατσαρίδες, όλα αυτά συνιστούσαν μια θαυμαστή μικρή αποκάλυψη. Σιγά σιγά λοιπόν κατάλαβα ότι η στρατιά στο πλατύσκαλο είχε έρθει για να μαζέψει τους γείτονές μου. Όμως εκείνοι έκαναν τον ψόφιο κοριό. Η στρατιά τελικά αποφάσισε να χτυπήσει τη δική μου πόρτα και άφησα να μπουν μια αστυνομικός και ένας πυροσβέστης. Ο πυροσβέστης ήθελε να δει εάν γινόταν να περάσουν από το παράθυρό μου για να μπουν στο σπίτι των τρελών. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να με μαζέψουν κι εμένα, έναν σαραντάρη αλκοολικό, ντυμένο μ’ ένα άθλιο μπουρνούζι, που ζούσε σε μια γκαρσονιέρα που είχε να καθαριστεί έξι μήνες και που βασάνιζε μανιωδώς εκατοντάδες κατσαρίδες μέσα σε μια αποκρουστική κουζίνα. Όμως είχαν δει πολλά τέτοια, και η αστυνομικός αστειεύτηκε μιλώντας μου για τους παλαβούς. Τελικά αποφάσισαν να επιτεθούν από τη στέγη.

Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου! Δύσκολα με φανταζόμουν να υποδέχομαι όλον αυτόν τον κόσμο με τα χάλια που είχα μετά το χθεσινοβραδινό μεθύσι. Ακούστηκε θόρυβος τζαμιού που σπάει, ουρλιαχτά και, αόριστα, πάλη. Ο πυροσβέστης δέχθηκε ένα χτύπημα με σφυρί, ύστερα ακινητοποίησε τον γιο, και ο γιος άφησε να το μαζέψουν χωρίς φασαρίες. Εν ολίγοις, ήταν ένα πρωινό σχεδόν ειρηνικό και παραδόθηκα σε γλυκές σκέψεις: μάλλον με καθησύχαζε το γεγονός ότι υπήρχαν τρελοί σ’ αυτήν τη γη, που έριχναν σφυριές όπως στο κουκλοθέατρο, που άδειαζαν τα σκουπίδια τους από το παράθυρο όποτε τους κατέβαινε, που είχαν μια εικόνα του κόσμου σαφώς πιο εξωτική από τη δική μας και, τελικά, αξιοζήλευτη ελευθερία και ατιμωρησία. Ασφαλώς και υπέφεραν. Ποιος δεν υποφέρει;

Πιερ Μερό, Εκτός πραγματικότητας, σελ. 74-76, μτφρ.: Λίνα Σιπητάνου, εκδόσεις Εστία, 2009

Artwork: Christophe Richard Wynne Nevinson

 

Κενζαμπούρο Όε, Μια προσωπική υπόθεση

.

Τρέμοντας συνέχισε να διασχίζει τον διάδρομο παραπατώντας σαν ασθενής που βρίσκεται στο στάδιο της ανάρρωσης. Καθώς προσπερνούσε το ανοιχτό παράθυρο ενός θαλάμου εξακολουθούσε να κλαίει, ασθενείς που έμοιαζαν με χορτασμένα θηρία, ξαπλωμένοι ή καθισμένοι στο κρεβάτι, τον παρατηρούσαν με ανέκφραστα πρόσωπα. Η κρίση του είχε πια υποχωρήσει όταν έφτασε σ’ ένα σημείο όπου ο διάδρομος περνούσε μέσα από μονόκλινα δωμάτια, αλλά το αίσθημα της ντροπής είχε μεταβληθεί σε κάτι συμπαγές, σαν γλαύκωμα πίσω από τα μάτια του. Κι όχι μόνο πίσω από τα μάτια το, αλλά το ’νιωθε να απλώνεται σε όλο το σώμα του. Το αίσθημα της ντροπής: ένα καρκίνωμα. Ο Μπερντ αισθανόταν την παρουσία αυτού του ξένου σώματος, αλλά του ήταν αδύνατο να ασχοληθεί μαζί του, το μυαλό του ήταν αχρηστευμένο, εξουθενωμένο. Η πόρτα ενός δωματίου ήταν ανοιχτή. Μια αδύνατη, νέα, τελείως γυμνή κοπέλα στεκόταν κοντά στην πόρτα σαν να έφραζε έτσι την είσοδο. Στο μισοσκόταδο το σώμα της έδειχνε ανώριμο. Σφίγγοντας τα στήθη της με το αριστερό της χέρι, η κοπέλα κατέβασε το δεξί της χέρι, χάιδεψε την επίπεδη κοιλιά της και το έχωσε στο τρίχωμα της ήβης της. Ύστερα, προκαλώντας τον Μπερντ με μάτια που έλαμπαν, άνοιξε τα πόδια της κι έχωσε με λαχτάρα ένα δάχτυλο στο χρυσαφένιο στόμιο γύρω από τον κόλπο της, που για μια στιγμή φωτίστηκε από το φως που έμπαινε από το παράθυρο πίσω της. Ο Μπερντ, αν και ένιωθε να τον κυριεύει μια δυνατή συμπόνια για την κοπέλα, προσπέρασε την ανοιχτή πόρτα, χωρίς να δώσει στη νυμφομανή την ευκαιρία να φτάσει στον μοναχικό οργασμό της. Το αίσθημα της ντροπής ήταν υπερβολικά έντονο μέσα του για να του επιτρέψει να ενδιαφερθεί για οποιαδήποτε άλλη ύπαρξη πέρα από τη δική του.

Κενζαμπούρο Όε, Μια προσωπική υπόθεση, σελ. 98, μτφρ.: Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτη, 1994

Artwork: Christopher Richard Wynne Nevinson 14

 

 

Philip Roth, H ταπείνωση

.

Μόλις έφυγε ο Τζέρυ, ο Άξλερ πήγε στο γραφείο του και βρήκε το αντίτυπο του Ταξιδιού της μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα. Προσπάθησε να το διαβάσει, αλλά του ήταν ανυπόφορο. Δεν πήγε πέρα από τη σελίδα 4 –εκεί έβαλε και την κάρτα του Βίνσεντ Ντάνιελς, σαν σελιδοδείκτη. Στο «Κένεντι Σέντερ» ήταν σαν να μην είχε ξαναπαίξει ποτέ και τώρα ήταν σαν να μην είχε ποτέ ξαναδιαβάσει θεατρικό έργο– σαν να μην είχε ξαναδιαβάσει αυτό το έργο. Οι προτάσεις ξετυλίγονταν χωρίς νόημα. Δεν μπορούσε να παρακολουθήσει ποιος μιλούσε. Καθισμένος εκεί, ανάμεσα στα βιβλία του, προσπαθούσε να θυμηθεί έργα στα οποία υπάρχει κάποιος ήρωας που αυτοκτονεί. Η Έντα στην Έντα Γκάμπλερ, η Τζούλια στη Δεσποινίδα Τζούλια, η Φαίδρα στον Ιππόλυτο, η Ιοκάστη στον Οιδίποδα τύραννο, όλοι σχεδόν στην Αντιγόνη, ο Γουίλι Λόμαν στον Θάνατο του εμποράκου, ο Τζο Κέλερ στο Ήταν όλοι τους παιδιά μου, ο Ντον Πάριτ στο  Ο παγοπώλης έρχεται, ο Σάιμον Στίμσον στη Μικρή μας πόλη, η Οφηλία στον Άμλετ, ο Οθέλλος στον Οθέλλο, ο Κάσσιος και ο Βρούτος στον Ιούλιο Καίσαρα, ο Γκόνεριλ στον Βασιλιά Ληρ, ο Αντώνιος, η Κλεοπάτρα, ο Αινόβαρβος, η Χάρμιον στο Άντωνιος και Κλεοπάτρα, ο παππούς στο Ξύπνα και τραγούδα, ο Ιβάνοφ στο Ιβάνοφ, ο Κονσταντίν στον Γλάρο. Κι αυτός ο εκπληκτικός κατάλογος περιλάμβανε μονάχα τα έργα στα οποία είχε κάποτε παίξει. Υπήρχαν περισσότερα, πολύ περισσότερα. Το αξιοσημείωτο ήταν η συχνότητα με την οποία εισβάλλει η αυτοκτονία στο δράμα, λες και είναι η ιδρυτική, η καταστατική συνθήκη του δράματος, που δεν στηρίζεται κατ’ ανάγκην από τη δράση, όπως αυτή υπαγορεύεται από τους μηχανισμούς του είδους. Η Ντιαρντρι στην Ντίαρντρι των θλίψεων, η Έντβιγκ στην Αγριόπαπια, η Ρεβέκκα Βεστ στο Ρόσμερσχολμ, η Κρίστιν στο Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα, ο Αίας του Σοφοκλή. Η αυτοκτονία είναι ένα θέμα που οι δραματουργοί στοχάζονται με δέος από τον πέμπτο αιώνα π.Χ., σαγηνευμένοι από ανθρώπινες υπάρξεις ικανές για αισθήματα που μπορούν να εμπνεύσουν την πιο ακραία πράξη. Θα έπρεπε να θέσει στον εαυτό του το καθήκον να ξαναδιαβάσει αυτά τα έργα. Ναι, κάθε τι το αποτρόπαιο πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά πρόσωπο. Κανένας δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν το είχε σκεφτεί διεξοδικά.

Philip Roth, H ταπείνωση, σελ. 50-52  μτφρ.: Kατερίνα Σχινά, εκδόσεις Πόλις 2010

Artwork: Mary Fedden

 

Julio Cortasar, Mάγισσα

.

Γιατί άραγε να εισβάλλει τόσο κρύο στο δωμάτιο; Είναι ξαφνικό, με αυξάνουσες ριπές. Ίσως κάποιο κρύο που προέρχεται από μέσα, σκέφτονται οι φίλοι. Δεν είναι σπάνιο στις ολονυκτίες. Λίγο κονιάκ… Κι όταν ένας απ’ αυτούς κοιτάζει τον Εστέμπιαν, άκαμπτο στο κάθισμά του, αισθάνεται σαν ένας ξαφνικός τρόμος να αναπτύσσεται και να εισβάλλει στα μαλλιά του, στα χέρια και στη γλώσσα. Μέσα από το στήθος του Εστέμπαν διακρίνονται οι ξυλόγλυπτες πλέξεις της πλάτης της πολυθρόνας. Οι υπόλοιποι ακολουθούν το βλέμμα του φίλου τους και χλομιάζουν. Το κρύο μεγαλώνει, ανεβαίνει σαν παλίρροια. Πέρα από την κλειστή πόρτα ορθώνεται ξαφνικά η πυκνή μάζα του όρους με τους ευκαλύπτους να το λούζει το φεγγάρι. Κι εκείνο αντιλαμβάνονται ότι το βλέπουν μέσα από την κλειστή πόρτα. Τώρα είναι οι τοίχοι που υποχωρούν μπρος στη θέα της εξοχής, της γειτονικής αγροικίας, όλα υπό το άγουρο φως της πανσελήνου. Και ο Εστέμπαν έχει μετατραπεί πλέον σε μια ζελατινώδη φούσκα, όμορφος κι αξιοθρήνητος στην πολυθρόνα του,  που υποχωρεί κι αυτή μπροστά στην επέλαση του τίποτα. Από τη σκεπή εισβάλλει ένας πίδακας ασημένιου φωτός που ξεθωριάζει τη μαρμαρυγή του παρεκκλησιού. Οι πέντε φίλοι αισθάνονται τώρα να φιλτράρεται μέσα από τη σόλα των παπουτσιών τους η υγρασία της φρέσκιας γης, με χορτάρι και τριφύλλια, κι όταν κοιτάζονται, ανίκανοι να εκστομίσουν την πρώτη φάση της αποκάλυψης, βρίσκονται πια μόνοι με την Πάουλα, με την Πάουλα και το παρεκκλήσι, το οποίο ανυψώνεται απογυμνωμένο στη μέση της πεδιάδας υπό την αναπόφευκτη σελήνη.

Julio Cortasar, Mάγισσα, από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 80-81, μτφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015

 

Julio Cortasar, Επιστροφή της νύχτας

.

«Αχ, ποτέ δεν έπρεπε να ξυπνήσω τόσο απότομα. Τούτη η εικόνα μου θα είχε επιστρέψει στην πυκνή φυλακή των οστών και της σάρκας. Αν έπρεπε να πεθάνω, θα είχαμε πεθάνει μαζί, χωρίς να υποστούμε αυτήν τη διάσπαση, το εύρος της οποίας δεν μπορώ να υπολογίσω… Η ζωή είναι ο χρόνος! Γιατί σφυροκοπά στο μυαλό μου αυτή η ιδέα; Η ζωή είναι ο χρόνος! Όμως αυτός ο δικός μου τωρινός χρόνος είναι πιο φρικτός κι από κάθε θάνατο. Είναι συνειδητός θάνατος, σαν να παρευρίσκομαι ως μάρτυρας της αποσύνθεσής μου από το προσκέφαλο ενός τερατώδους κρεβατιού…»

Και η ορχήστρα της αυγής συγχρόνιζε σιγά σιγά τα χάλκινα πνευστά της.

«Εκεί απέμεινα απόλυτο κενό. Εδώ είμαι ζωντανός χρόνος, θρυμματίστηκαν τα πλαίσια της πραγματικότητας! Το πτώμα μου υφίσταται, δεν αισθάνομαι πλέον τίποτα, ενώ εγώ μόλις που προσεγγίζω τη φρίκη της ανυπαρξίας μου, χρόνος αγνός που δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμία φόρμα, φάντασμα που η αυγή θα το απογυμνώσει μπροστά στα ζοφερά μάτια των ανθρώπων…»

«Και είχε σχεδόν ξημερώσει.»

«Είμαι ορατός; Είμαι αόρατος; Η γιαγιά μου μίλησε, με χάιδεψε. Όμως ο καθρέφτης αρνήθηκε να μου επιστρέψει την εικόνα μου, παρέμεινε αμετάβλητος. Ποιος είμαι; Τι τέλος θα λάβει η απαίσια αυτή κωμωδία;»

Συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν ξανά μπροστά στην είσοδο του σπιτιού. Το διαπεραστικό λάλημα του πετεινού με έλουσε με την αγωνία της αμεσότητας. Ήταν η ώρα που η γιαγιά μου έφερνε το πρωινό. Η εκκλησία στόχευε τα πρώτα της βέλη στον ουρανό, η ώρα που η γιαγιά θα έμπαινε στο δωμάτιο και θα με έβρισκε νεκρό. Κι εγώ, κοκαλωμένος στον δρόμο, θα άκουγα το ουρλιαχτό, τα πρώτα τρεχαλητά, τις άφατες κραυγές της ολοκληρωτικής αποκάλυψης.

Julio Cortasar, Η επιστροφή της νύχτας, από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 66, μετφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015

Artwork: Odilon Redon

 

Julio Cortasar, Σύντομο μάθημα ωκεανογραφίας

Μη φοβάσαι, Αστάρτη! Η τραγωδία σου θα ειπωθεί, όπως η θλίψη και η νοσταλγία σου. Όμως εγώ θα τη διηγηθώ λυρικά, καθώς εδώ, στον πλανήτη από τον οποίο εξαρτάσαι, αξιολογείται περισσότερο ο τρόπος από την ηθική*. Άφησέ με να διηγηθώ πως στα παλιά τα χρόνια η καρδιά σου ήταν μια ανεξάντλητη πηγή απ’ όπου έρεαν οι ποταμοί της φιλήδονής σου περιφέρειας, διαβρώνοντας με αδηφαγία τα βουνά, τρομοκρατημένοι αλπινιστές, πάντοτε σε φθίνουσα πορεία, μέχρις ότου σμίξουνε όλοι, έπειτα από κενόδοξες μεταλλάξεις, στο μέγα ρεύμα της πλάτης σου, που τους οδηγούσε στον ΩΚΕΑΝΟ. Στον πολύμορφο Ωκεανό, τον έμπλεω από κεφαλές και στήθη**.

Ήταν η εποχή του υδάτινου ρεύματος με το ευρύ εκπέτασμα, με τα λησμονημένα πλέον νερά των εφηβικών παιχνιδισμάτων. Η Σελήνη ήταν η κόρη και ο ποταμός της έπλεκε μια πλεξούδα, καθώς κατερχόταν από τη λεπτή δίοδο ανάμεσα στις ωμοπλάτες της, πυρώνοντάς την με το παγωμένο του χέρι στο σημείο όπου τα νεφρά αναρριγούν όπως τα πουλάρια κάτω από το σπιρούνι. Έτσι, ατέρμονα, η πλεξούδα αυτή κατερχόνταν περιπλεγμένη σε ορυκτά τοπία, επιβοηθούμενη από αυτά σε με μεγάλη προθυμία ως σύνοψη αχανέστατων υδρογραφιών.

[…]

Να προσθέσω κάτι ακόμα; Θλιβερό, είναι θλιβερό να παραβρίσκεσαι στην άφιξη εκείνων των υδάτων που συγκρούστηκαν στο έδαφος με ένα μουντό πλατάγισμα για να κρεμαστούν εν συνεχεία σαν σάλια από εμετό, λεκιασμένα από την πρωτόγονη σκωρία, και κατακάθισαν στις αβύσσους απ’ όπου διέφευγε με φρικτά ουρλιαχτά ο αέρας… Ω, Αστάρτη, καλύτερα να σωπάσω πια. Είναι προτιμότερο να ακουμπήσω στην κουπαστή των πλοίων όταν η νύχτα σού ανήκει, κοιτώντας τα δελφίνια που ανεβοκατεβαίνουν σαν καρουζέλ και επιστρέφουνε στη θάλασσα, που αναδύονται ξανά και ξανά για να επιστρέψουν στη φυλακή τους. Και, να βλέπω, μελαγχολικότατη Αστάρτη, πως τα δελφίνια πηδάνε προς τα σένα, αναζητώντας σε, καλώντας σε. Πόσο πολύ μοιάζουν με τους Σεληναίους, τη γαλανή φυλή ατρακτοειδούς υπόστασης, με τις καλοκάγαθες συνήθειες και την καρδιά μονίμως ξέχειλη. Ξέχειλη τώρα πια από τα παρεπόμενα ρυπαρού μεθυσιού κι έχοντας διατηρήσει με τη βία ό,τι απέμεινε από το φως της εικόνας σου, που φωσφορίζει σε ένα μικροσκοπικό μαργαριτάρι για το καθένα από αυτά στο πιο βαθύ της νύχτας σου. 

**Hommage à Hésiode. Γαλλικά στο πρωτότυπο. Σ.τ.Μ.

Julio Cortasar, Σύντομο μάθημα ωκεανογραφίας από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 124-125 και σελ. 129, μτφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015

Artwork: Anne Siems

 

Maurice Blanchot, Η τρέλα της ημέρας

Είμ’ εγωιστής; Μόνο για μερικούς ανθρώπους αισθάνομαι κάτι, οίκτο για κανέναν, επειδή σπάνια νιώθω την ανάγκη να αρέσω, σπάνια την ανάγκη να μου αρέσουν, κι εγώ, που για τον εαυτό μου δεν αισθάνομαι σχεδόν τίποτα, μόνο μέσα τους υποφέρω, έτσι ώστε και η παραμικρή ενόχλησή τους μού γίνεται απέραντη δυστυχία κι ωστόσο, αν χρειαστεί, χωρίς δεύτερη κουβέντα τους θυσιάζω, τους αφαιρώ κάθε αίσθημα ευτυχίας (είναι και φορές που τους σκοτώνω). [Σελ. 13]

Πρέπει να το παραδεχτώ: έχω διαβάσει πολλά βιβλία. Όταν εγώ εξαφανιστώ, όλοι αυτοί οι τόμοι ανεπαίσθητα θ’ αλλάξουν· όσο μεγαλύτερα τα περιθώρια, τόσο πιο άνανδρη η σκέψη. Ναι έχω μιλήσει σε πάρα πολλούς ανθρώπους, αυτό είναι κάτι που μ’ εντυπωσιάζει σήμερα· το κάθε άτομο υπήρξε για μένα ένας λαός. Αυτός ο απέραντος άλλος με απέδωσε στον εαυτό μου πολύ περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα. Τώρα, η ζωή μου έχει μια σταθερότητα εκπληκτική· ακόμα και οι θανάσιμες αρρώστιες με θεωρούν απρόσβλητο. Ζητώ συγγνώμη, αλλά πρέπει να θάψω μερικούς πριν έρθει η σειρά μου. [ Σελ. 15]

Maurice Blanchot, Η τρέλα της ημέρας, μτφρ.: Δημήτρης Δημητριάδης, Εκδόσεις Άγρα, 1973

Artwork: Alex Colville

 

Pierre Michon, Βίος Αντωνίου Πελυσέ

.

Tι συνέβη στην πραγματικότητα κανένας δεν το γνωρίζει· οι γέροι μπορεί να το έμαθαν (δεν το λέω με βεβαιότητα), ύστερα από την παράξενη επίσκεψη του αγγελιαφόρου με το ημίψηλο: αλλά τίποτα δεν θα μας πληροφορήσει ποιος ήταν ούτε ποιο ήταν το μήνυμά του. Ο Αντώνιος υπήρξε ίσως ευτυχής και Αμερικανός· ή, ως τρόφιμος κατέργου, εξόχως ενδεδυμένος το ριγωτό σκουφί, μοχθούσε στο λιμάνι του Ροσφόρ «όπου οι κατάδικοι πέθαιναν σωρηδόν»· ή υπήρξε και τα δύο, με τη σειρά που προτιμάτε: μπορεί να μπαρκάρισε κάτω από την απειλή του μαστιγίου στο Σαιν-Μαρτέν-ντε-Ρε με προορισμό την Καγιέν της Αμερικής, για να κάνει πραγματικότητα εκεί μακριά την πατρική μυθοπλασία, καθώς και τις σωφρονιστικές προφητείες τις διάσπαρτές μέσα στη Μανόν Λεσκώ, που είχε διαβάσει με πάθος. Μπορεί όμως και να εξαφανίστηκε μέσα στη χυδαία μοναξιά μιας ταπεινής εργασίας, εμποροϋπάλληλος ή γραφιάς σε ένα ξεθωριασμένο δωμάτιο ξενοδοχείου που το φως ξεχνάει να επισκεφτεί, στα περίχωρα της Λιλ ή του Ελ Πάσο· η αχρησιμοποίητη έπαρσή του δεν θα τον έχει εγκαταλείψει. Ή, τέλος, συγγραφέας αποτυχημένος πριν την ώρα του και που κανένας δεν θα διαβάσει τα κακόμοιρα γραφτά του, θα τελειώσει τη ζωή του όπως και ο νεαρός Λουσιέν Σαρντόν, εάν δεν τον είχε σώσει από τον πνιγμό το στιβαρό χέρι του Βωτρέν: δηλαδή πάλι στο κάτεργο.

.

.

Διότι πιστεύω ότι διέθετε σχεδόν τα πάντα για να γίνει ένας ξεροκέφαλος συγγραφέας: τη γεμάτη αγάπη και τραγικά συντομευμένη παιδική ηλικία, τη θηριώδη περηφάνια, έναν ισχυρογνώμονα άγιο προστάτη, μερικά ζηλόφθονα και εκκλησιαστικά αναγνώσματα, τον Μαλαρμέ και τόσους άλλους ως σύγχρονους, τον εξοβελισμό και την άρνηση του πατέρα· και ως συνήθως δεν έλειπε παρά μια τρίχα, δηλαδή μια διαφορετική παιδική ηλικία, πιο αστική ή πιο εύπορη, θρεμμένη με αγγλικά μυθιστορήματα και με εκθέσεις εμπρεσιονιστών, όπου μια καλλονή μητέρα κρατάει μέσα στο γαντοφορεμένο της χέρι το δικό του, ώστε το όνομα του Αντωνίου Πελυσέ να ηχεί στη μνήμη μας παρόμοια με το όνομα του Αρθούρου Ρεμπώ.

Pierre Michon, Βίος Αντωνίου Πελυσέ από το βιβλίο Βίοι ελάσσονες, εκδόσεις Ίνδικτος, 2000

Πίνακας: Βασίλης Πέρρος

 

Benjamin Péret, Η γη

.

O κόσμος αποτελείται από νερό, γη, αέρα και φωτιά, η δε γη δεν είναι σφαιρική, παρά έχει το σχήμα μπωλ. Είναι το ένα από τα στήθια του ουρανού· το άλλο βρίσκεται στο κέντρο του Γαλαξία. Η γη γεννά τις μύγες, ημερόβια φαντάσματα επιφορτισμένα με τη φύλαξή της όταν κάμνει ζέστη, αφού, όταν πιάσει κρύο, η γη ξηραίνεται, γίνεται κολοκύθα και δεν έχει πλέον χρεία φυλάκων, ενώ κατά το θέρος βγάνει καπνό από τ’ αυτιά και, δίχως τις μύγες που την οδηγούν προς τα ουράνια, τα νέφη θα σέρνονταν πάνω της σαν πατσαβούρες. Όταν ποτίζεται η γη παράγει:

1. To κραγιόν εκ του οποίου εξάγεται το φιλί. Υπάρχουν δύο είδη κραγιόν: το κραγιόν μακρών κυμάτων απ’ όπου προκύπτουν δι’ αποστάξεως οι σημαίες, και το ελαφρύ κραγιόν, που από το άνθος τους γίνεται το φιλί. Το εν λόγω φιλί παράγεται εξ άλλου με δύο διαφορετικούς τρόπους, είτε διά της αποξηράνσεως του κομμένου άνθους κατά την στιγμήν ακριβώς που ανοίγει, είτε διά του αλέσματος του σπόρου, ο οποίος αναδίδει ένα άρωμα εξόχως πτητικό που μετά βίας διατηρείται.

2. Το χαμάμ, που προκύπτει από την ζύμωση της υγρής γης με ξυνόγαλο και κάμνει τέτοιον θόρυβο που έχει σταδιακά περιορισθεί στις ερημικές και μόνον περιοχές.

3. Το βατράχι, που σιγά-σιγά τρώγει τη γη.

4. Το βιολοντσέλο, που χρησιμοποιείται όλο και συχνότερα για τη θεραπεία της αρθρίτιδος, και που, όταν τριφτεί σε σκόνη, έχει μεγάλη ζήτηση για την πλύση φίνων εσωρούχων, καθ’ ότι δεν αλλοιώνει τα χρώματα.

5. Τα γυαλιά μυωπίας, που τα παράγουμε χαυνώνοντας τη γη μες σε κοχλάζον αφέψημα κινέζικου τεΐου και κατόπιν σιγοβράζοντας το όλο μείγμα σε μπαιν μαρί.

Από την υγρή γη παράγονται επίσης πολλά ακόμη πράγματα, όπως η πυξίδα, το λουκάνικο, ο μποξέρ, το σπίρτο, ή πρόταση κ.ά. τα οποία χρησιμοποιούνται ακόμη από τις γιαγιάδες μας, αλλά που πλέον δεν εντοπίζονται παρά μόνον σε παλαιοπωλεία.

Benjamin Péret, Η γη, από το αφήγημα Τα τέσσερα στοιχεία, μτφρ: Σωτήρης Λιόντος, Νίκος Σταμπάκης, περιοδικό Κλήδονας, τχ 1, Σεπτέμβριος 2006 

 Artwork: Diego Max

 

Σάμουελ  Μπέκετ, Μακριά ένα πουλί

.

Γη σπαρμένη με ερείπια, εκείνος την περπάτησε όλη τη νύχτα, εγώ τα παράτησα, να κρατιέμαι σφιχτά απ’ τους φράχτες, ανάμεσα στο δρόμο και το χαντάκι, στο λιγοστό χορτάρι, μικρά αργά βήματα, ήχος κανείς, σταματώντας ξανά και ξανά, ας πούμε κάθε δέκα βήματα, μικρά διστακτικά βήματα, για να μη λαχανιάσει, έπειτα ν’ ακούσει, γη σπαρμένη με ερείπια, εγώ τα παράτησα πριν από τη γέννηση,  δεν γίνεται αλλιώς, έπρεπε όμως να υπάρξει γέννηση,  ήταν εκείνος, εγώ ήμουν εντός, τώρα εκείνος σταματά ξανά, ας πούμε για εκατοστή φορά αυτήν τη νύχτα, τούτο δείχνει και την απόσταση που έχει διανύσει, είναι η τελευταία, σκυφτός πάνω στο μπαστούνι του, εγώ είμαι εντός, εκείνος ήταν που έκλαιγε γοερά, εκείνος που είδε το φως, εγώ δεν έκλαψα γοερά, εγώ δεν είδα το φως, το ένα πάνω στ’ άλλο τα χέρια ζυγιάζονται  στο μπαστούνι, το κεφάλι ζυγιάζεται στα χέρια,  έχει  βρει ξανά την αναπνοή του, μπορεί ν’ ακούσει τώρα, ο κορμός οριζόντιος, τα πόδια ανοιχτά, πεσμένα στα γόνατα, το ίδιο παλιό παλτό, άκαμπτες οι άκρες προβάλλουν από πίσω, η μέρα χαράζει, δεν έχει παρά να σηκώσει τα μάτια του, να ανοίξει τα μάτια του, να σηκώσει τα μάτια του, γίνεται ένα με τον φράχτη, μακριά ένα πουλί, ένα λεπτό μετά γραπώνεται και το βάζει στα πόδια, ήταν εκείνος που είχε ζωή, εγώ δεν είχα ζωή, μια ζωή που δεν άξιζε, εξαιτίας μου, αδύνατο να είχα μυαλό  κι εγώ έχω, κάποιος με μαντεύει, μας μαντεύει, εκεί κατέληξε εκείνος, κατέληξε στο τέλος, τον βλέπω με τον νου μου, εκεί να μας μαντεύει, χέρια και κεφάλι ένα μικρός σωρός, οι ώρες περνούν,

εκείνος είναι ακίνητος, αναζητά μια φωνή για μένα, είναι αδύνατο να είχα φωνή, και δεν έχω καμιά, θα  βρει εκείνος  για μένα, δεν θα μου ταιριάζει, θα εξυπηρετεί την ανάγκη, τη δική του ανάγκη, αλλά αρκετά  γι’ αυτόν, εκείνη η εικόνα, ο μικρός σωρός από χέρια και κεφάλι, ο οριζόντιος κορμός, οι αγκώνες που προεξέχουν, τα μάτια κλειστά, και το πρόσωπο ανέκφραστο ν’ ακούει, τα μάτια κρυμμένα κι όλο το πρόσωπο κρυμμένο, εκείνη η εικόνα και τίποτ’ άλλο, να μην αλλάζει ποτέ, γη σπαρμένη με ερείπια, η νύχτα χάνεται, εκείνος το ’χει βάλει στα πόδια, θα οδηγηθεί στον θάνατο, εξαιτίας μου, θα τον ζήσω μαζί του, θα ζήσω τον θάνατό του, το τέλος της ζωής του κι έπειτα τον θάνατό του, βήμα βήμα, τώρα, πώς θα τα βγάλει πέρα, είναι αδύνατο να το γνωρίζω, θα το γνωρίζω, βήμα βήμα, είναι που θα πεθάνει, εγώ δεν θα πεθάνω, δεν θα απομείνει τίποτα από κείνον παρά μόνο κόκαλα, εγώ θα είμαι εντός, τίποτα παρά μόνο λίγα πετραδάκια, εγώ θα είμαι εντός, δεν γίνεται αλλιώς, γη σπαρμένη με ερείπια, εκείνος το ’βαλε στα πόδια μέσα από τον φράχτη, όχι άλλες στάσεις πια, δεν θα ξαναπεί ποτέ εγώ,

εξαιτίας μου, δεν θα μιλήσει σε κανέναν, κανείς δεν θα του μιλήσει, δεν θα μιλήσει στον εαυτό του, δεν έχει απομείνει τίποτα στο κεφάλι του, θα το γεμίζω εγώ με ό,τι χρειάζεται, ό,τι χρειάζεται για να τελειώνει, για να μη λέει πλέον εγώ, για να μην ανοίγει πλέον το στόμα, σύγχυση μνήμης και θρήνου, των αγαπημένων και της ανέφικτης νιότης, κρατώντας γερά το μπαστούνι στη μέση, σκοντάφτει σκυφτός πάνω απ’ τους αγρούς, για μια ζωή δική μου προσπάθησα, μάταια,  ποτέ καμιά παρά μόνο η δική του, χωρίς να αξίζει τίποτα, εξαιτίας μου, εκείνος είπε ότι δεν ήταν ζωή, ήταν, ακόμα είναι, η ίδια, εγώ είμαι εντός, ο ίδιος, θα βάλω πρόσωπα στο κεφάλι του, ονόματα, τόπους, θα τα ανακατέψω όλα μαζί, όλα όσα χρειάζεται για να τελειώνει, φαντάσματα για να τους ξεφύγει, τελευταία φαντάσματα για να τους ξεφύγει και να τα καταδιώκει, θα μπερδέψει τη μητέρα του με πόρνες, τον πατέρα του μ’ έναν εργάτη δρόμων ονόματι Balfe, θα του δώσω ένα γέρικο κοπρόσκυλο, ένα ψωριάρικο κοπρόσκυλο, που να μπορεί να  αγαπήσει ξανά, να χάσει ξανά, γη σπαρμένη με ερείπια, μικρά βήματα πανικού.

Τίτλος πρωτοτύπου: Samuel Beckett, «Αfar a bird» από το The complete short prose 1929-1989

Σάμουελ  Μπέκετ, Μακριά ένα πουλί, από το βιβλίο, Κρατιέμαι σφιχτά απ’ τους φράχτες, 7 διηγήματα, μτφρ.: Βάνια Σύρμου-Βεκρή, Το οκτασέλιδο του μπιλιέτου,  2020

 

Tags: