http://www.staxtes.com/2013/09/homo-scriptor.html?spref=fb
Ο Γραφιάς ή homo criptor του Πάνου Σταθόγιαννη, αρχής γενομένης από τον τίτλο και τον υπότιτλο του βιβλίου, μας γνωστοποιεί άμεσα, ήδη από το εξώφυλλο, τον ορισμό του γράφοντος υποκειμένου, που θα εναγκαλιστεί συνειδητά και με συνέπεια εν συνεχεία (και στα 22 κείμενα που θα ακολουθήσουν) τόσο με τις συγγραφικές προθέσεις όσο και με τους δρόμους που αυτές θα επιλέξουν για να πραγματωθούν, έχοντας αφενός ως αποκλειστικό άξονα το ομιλούν υποκείμενο —ένα υποκείμενο που ορίζει αλλά και αυτοορίζεται ευνουχισμένο διά μέσου της γραφής
(η μάνα μου φοβότανε που άσπρισε η γαστέρα της σαν λερωμένο γένι. Μ’ έστειλε πάλι πίσω. Ν’ αναδυθώ ως νήπιο, με νόμισμα στο στόμα. Να μη χρωστάω στο θάνατο – της Μιχαλούς μονάχα)
— και αφετέρου ως αποκλειστικό εργαλείο τον μοναδικό ενδιάμεσο όσον αφορά στην απώλεια και στην περι/γραφή της: τη γλώσσα της Τέχνης του, της λογοτεχνίας δηλαδή
(Ιδού, λοιπόν, που ενσαρκώθηκα στο άνθος. Την κόψη ωραίας κόσας θα γλυκάνει ο οπός μου. Διάγω βίο ανερμήνευτο. Στο στήθος μου εγκαθίσταται σαν νοικοκύρης ένας ξένος. Τρατάρει δικούς του γνωστούς, αλλάζει τα σιντί, κάνει προπόσεις. Κι ως έρχεται ένας άνεμος να πυρπολήσει τις χειρονομίες μου, μία πρόθεσή μου, ευτυχώς, διαιωνίζεται. Εξέρχεται της Ιστορίας. Θωπεύει το Αμείλικτο Ζώο).
.
.
Ο τίτλος του βιβλίου «λαϊκός», σύντομος, κοφτός και τραχύς στον ήχο του, μας προϊδεάζει για την ανθρώπινη ρίζα του Γραφιά και για τις περιπέτειές του στο συγχρονικό άξονα του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ο Γραφιάς, από τη μια, ζει στο εδώ και τώρα, προσπαθεί να ανακαλύψει την ταυτότητά του, συνάπτει κοινωνικές σχέσεις, αναδύεται μέσα από τους οικογενειακούς του μύθους, ανήκει στον κύκλο των ομοτέχνων του, καυτηριάζει τις πολιτικές επιλογές, ερωτεύεται, κρίνει και κρίνεται, φοβάται, συνειδητοποιεί. Από την άλλη, ο υπότιτλος homo scriptor, πιο εκτενής «λόγιος», λατινικός, εισάγει, αρχής γενομένης από τον homo habilis της εποχής του λίθου, μία νέα κατηγορία στην «ανθρώπινη εξέλιξη»
(Εμένα που με βλέπετε είμαι αυταπόδεικτος, γι’ αυτό και θα επιστρέφω πάντα. Ακόμα και τις μέρες που οι αλιφασκιές θα χαχανίζουν στον ερειπιώνα του κόσμου σας, καθάρματα. Στα βραχάκια απέναντι, θα κόβουν οι θεοί τις ανηφόρες. Με σπαθιές κατακόρυφες. Πιο ψηλά – απαρέμφατα. Κατσικοπόδαρα όλα τους. Θα τους δίνω αλάτι, θα μου γλείφουν τα δάχτυλα. Θα τα αρμέγω. Τότε το φως, α, το φως, θα μπεκρουλιάζει μονάχο του. Και στ’ αρχίδια του, ναι, στ’ αρχίδια του, που από σας – ούτε τέφρα)
.
και υπονοεί πως τούτος ο «αυταπόδεικτος απόγονος της ράτσας» θα διατρέξει διά της γραφής το χρόνο, για να συναντήσει και να συνομιλήσει με το «αρχέγονο» και τις συμβολικές του απεικονίσεις (Πόσους αιώνες πια εξόριστος από τις πτήσεις; Να με τεμαχίζουν μαινάδες και κατόπιν να σμίγουν το αίμα τους με τα γαλάζια υγρά μου. Μέσα σε σπήλαια πλατωνικά να συναρμολογώ το σώμα μου απ’ την αρχή. Μόνο στις τέφρες να προσεύχομαι, μόνο σ’ αυτές το πουθενά μου να αποθέτω. Να παραμένει αίνιγμα το πώς επέζησα – θέλημα μάλλον των θεών κι ανάγκη τους, όχι δική μου).
Ήδη στις πρώτες σειρές
(Η μάνα μου φοβότανε μην απολέσει διά παντός της παρθενιάς της τα λειριά. Νοίκιασε ξένη μήτρα κι εδέησα να γεννηθώ πάνω σε κάτι βράχια. Γύρω, τριγύρω —‘‘φου’’ πολλά σαν χλοερά καυσαέρια. Όπου τσαλακωνόταν ο θεός, κατέρχονταν μηδίζουσες πολίχνες. Στο παρακάτω το σκαλί— να σου κι ο Πολυδεύκης. «Πού σε πετάξαν, άμοιρε;» γυρνάει και μου λέει)
συνειρμικά οδηγούμαστε στη Γένεσιν: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦὕδατος καὶἔστω διαχωρίζον ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶὕδατος. καὶἐγένετο οὕτως»… και «ξεπετάγιεται» Ο Γραφιάς στα βράχια από παρθένα μάνα και ανύπαρκτο πατέρα, για να συνομιλήσει με τον Πολυδεύκη, το γιο της Λήδας και του κύκνου-Δία, του Διόσκουρου, ο οποίος λατρεύτηκε και αγαπήθηκε ως δεύτερος Απόλλων. Κι αργότερα, πάλι, μιλώντας για τους ποιητές: Λένε ότι τους αγαπούν, αλλά δεν λένε αλήθεια. Πώς ν’ αγαπήσεις κάποιον που φοβάται τις σπηλιές, μα όλο σε σπηλιές πηγαίνει; Και επιστρέφει τρέμοντας. Και το σπαθί του στάζει αίμα. Πετάει τον μίτο σε μιαν άκρη και πάει υπνωτισμένος κατά τη θάλασσα. Συχνά παραμερίζοντάς σε, Αριάδνη. Αφήνοντας σε μόνη σου. Με τον ρόγχο του μισοσφαγμένου Μινώταυρου. Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά ακόμη παραδείγματα, που δίνουν το στίγμα της διπλής κατεύθυνσης και των περασμάτων από τη μια στην άλλη, με κύριο πάντα πρωταγωνιστή την ελληνική του γλώσσα: μια γλώσσα με νεύρο, τολμηρή, ανατρεπτική, ευαίσθητη, σκληρή, σαρκαστική και συνάμα αιμορροούσα, που δεν ερωτοτροπεί με τις γνωστές εμπορευματοποιημένες συμβάσεις και με κανένα από τα φορεμένα κοκτέιλ της αφασικής και αφελούς αφήγησης, που παρακάμπτουν βίαια τη λαϊκή και ανθρώπινη λαλιά, για να αναδείξουν απρόσκοπτα, χωρίς φραγμό και αιδώ, τη λαϊκίστικη και αλλοτριωμένη της πλευρά.
.
(Έχει και πράματα που σφράγισε απάνω της η μοίρα – δεν φταις εσύ γι’ αυτά, δεν σε κακίζω. Δεν δικαιούσαι όμως, διάολε, δεν δικαιούσαι να τα βγάζεις στο παζάρι. Σε ξένα χέρια θα βρωμίσουνε, θα βγάλουν πράμα. Έχουνε ήδη μυρωδιές ευάλωτες. Από σπηλιές, πουλιά αιχμάλωτα κι ετοιμοθάνατα, καμένα σπίτια. Και παρακεί, να, γι’ αυτήν εδώ την τρύπα λέω, κοίτα μέσα της. Τον βλέπεις τούτονε τον μόνο του, τούτονε με την πέτρα; Αυτός θα μαραγκιάσει πρώτος στο ανίερο. Είτε μες στις σημαίες του είτε μες στις κιλότες. Θα γίνει μπόχα). Η γλώσσα του Γραφιά είναι η γλώσσα για την οποία ο Βιτγκενστάιν μιλάει καθορίζοντας τα όρια του κόσμου του ομιλούντος υποκειμένου, μια γλώσσα που πλαταίνει και βαθαίνει αγγίζοντας με την υπερρεαλιστική διάστασή της το Πραγματικό της ανθρώπινης επιθυμίας και αναδεικνύοντας τις άγνωστες αλλά αληθείς πλευρές της. Ως εκ τούτου, Ο Γραφιάς είναι μία συλλογή κειμένων που δεν απευθύνονται στο μαθημένο και επιπόλαιο αναγνώστη να «καταβροχθίζει» τυπωμένες σκέψεις, για να τις τοποθετήσει αδιάφορα και ανεπιστρεπτί στο ράφι της βιβλιοθήκης του και, υπό την έννοια αυτή, ο οβολός του αναγνώστη συνιστά πνευματική επένδυση στο χρηματιστήριο των ιδεών και των συναισθημάτων, που κάθε δεύτερη, τρίτη ανάγνωση… του επιφυλάσσει για να τον αποζημιώσει.
.
Στον Γραφιά «δεν εξιστορούνται» ανθρώπινα συμβάντα, αλλά «αποκαλύπτονται» και σχολιάζονται ανθρώπινες πραγματικότητες, πολύ πιο πραγματικές απ’ τις «φαινομενικά πραγματικές». (Στην πραγματικότητα όμως είμαι βελούδινη. Θυμίζω κάπως την Τέχνη της Αστρολογίας, αλλά απ’ την πίσω πόρτα. Από εκεί που κάποτε θα μας εγκαταλείψει ο θεός. Γιατί υπάρχει, σου λέω. Είναι βέβαιο. Κοίτα τη στάχτη όταν υγραίνεται και θα πειστείς). Ποιος τις γνωρίζει άραγε αυτές, όταν δεν είναι αυτονόητες; (Α, εμείς, από τη Συντεχνία της Άγνοιας, συμπεριφερόμεθα ωσάν η Αλήθεια να είναι μια αίρεση της λογικής, που έτυχε να επικρατήσει. Κάτι σαν τον άνεμο έξω, που τρελαίνει τις αντένες. Τον ηλεκτρισμό, ακριβέστερα, που και όμως κινείται. Είναι, δηλαδή, μια θεότητα αυθύπαρκτη και, ως εκ τούτου, απροσπέλαστη. Έχει τη ραστώνη της στιγμής, με ένα “πάντα” καρφιτσωμένο στις επωμίδες. Πού να κάθεται τώρα να ασχολείται με τα δικά μας τα γήινα). Ο Γραφιάς, κατ’ αυτόν τον τρόπο, κατεβάζει την αυλαία του δεδομένου και μας καλεί να τον παρακολουθήσουμε στα παρασκήνια, όπου καταρρίπτονται οι νόρμες (Κάκιστος χορευτής εκείνος, όμως θα το χαιρόταν να κυματίζεις μπροστά του με κινήσεις γυναίκας βαθύτατης, να του χαμογελάς κάθε τόσο, έτσι αστραφτερά που το κάνεις. Ξέρεις, του έχουμε πει ψέματα ότι είναι πεθαμένος, και οι πεθαμένοι από τον Απάνω Κόσμο μονάχα τα χαμόγελα έχουνε νοσταλγήσει).
.
Με τα 22 κείμενα του Γραφιά ο αναγνώστης ξαφνιάζεται και πλουτίζει κάθε φορά που επανέρχεται, όχι μόνον για να απολαύσει τη ελληνική γλώσσα αλλά και, εάν είναι υποψιασμένος, να του επιτρέψει να του αποκαλυφθεί η τεχνική τού δια/γράφειν και μετα/γράφειν το ομιλούν υποκείμενο εν τη απώλειά του, δημιουργώντας Τέχνη.
(Η πέτρα μόνο σε πέτρα μπορεί να μεταμορφωθεί. Βέβαια, το κάνει ανορθόγραφα, με σύμφωνα συριστικά και παροξύτονους τριγμούς, αλλά στη γλώσσα τη δική της τα πάντα επιτρέπονται. Κρατάει, πάντως, ένα βυζί μητρικότατο, για όποιον θέλει να θηλάσει παρελθόν που φτάνει ως τη λάβα).
Η γλώσσα του Γραφιά πενθεί βουβά, για να διατρέξει και να ενσαρκώσει το ανθρώπινο σε όλες τις εκφάνσεις του. (Γιατί εκείνοι διέκριναν εγκαίρως κάτι άχρηστο – ότι η μάσκα, άμα δεν κρύβει πίσω της ψυχή, δεν κάνει ούτε για μάσκα. Τώρα ο μπακάλης δεν τους δίνει βερεσέ. Ο κόνδωρ ο καλός δεν τους ταΐζει. Τους βρίσκουν ύστερα από δέκα μέρες οι γειτόνοι. Απ’ τη βρώμα. «Εκείνος ο κωλόγερος τα τίναξε», λένε τα λόγια τα δικά σας. Με το στόμα σας. Ύστερα σπεύδετε μαζί να απολυμάνετε τους διαδρόμους. Γι’ αυτό, λοιπόν, ουαί υμίν, παλιάνθρωποι, ουαί υμίν, κωθώνια). Αυτός όμως ο τόπος του βουβού πένθους, αν και υπαρκτός, είναι, από την άλλη, σχεδόν αδύνατον να προσεγγισθεί διά μέσου της γλώσσας (Τότε ακριβώς είναι η στιγμή που εγκαθιδρύεται στο στέρνο μου η πιο βαθιά μου φύση – πεινώ και τρώγω αίματα, διψώ και πίνω δάκρυα. «Βάκχε», ολολύζω και σαλτάρω στη σκηνή, κρατώντας θύρσο. Άλλο δεν θα σου πω – θα δεις μονάχη σου το επέκεινα, θα με διαβάσεις, θα με λυπηθείς κι εσύ…). Και η γλώσσα, όσο κι αν την κανακεύει Ο Γραφιάς, εκείνη τον εξαπατά, για να της παίξει ένα παιχνίδι και να παραδοθεί τάχα αιχμάλωτος στην «αλαλία» των χρωμάτων — θα σε τιμωρήσω αλλιώς, της λέει, να τι θα πάθεις τώρα στραγγαλίστρια του θανάτου μου!— με Κείμενα σε πορφυρό ιλίγγου (1), σε ασημοπράσινο νεαρής, ακλάδευτης ακόμη, ελαίας (2), σε λευκό χιονιού, έτσι όπως γκριζωπά αποτυπώνεται στις παλαιές φωτογραφίες (3), σε μπλε ωραίου μαύρου κύκνου (4), σε κόκκινο και μαύρο αποσάρκωσης (5) σε γιασεμένιο χαμόγελου (8), σε οσμηρό σάπιου καρπού (11), σε ρόδινο ψυχρού νερού που έπλυνε αίμα από λευκό πουκάμισο (15)…
.
Τα χρώματα της σιωπής ή η σιωπή των χρωμάτων και η ανάγνωση των κειμένων του Γραφιά του Πάνου Σταθόγιαννη μού έφεραν στο νου τον Ντιντερό στα Αισθητικά του: «H σιωπή συνοδεύει τη μεγαλοπρέπεια. Η σιωπή βρίσκεται καμιά φορά μέσα στο πλήθος των θεατών, ενώ στη σκηνή συμβαίνει ο πάταγος. Μπροστά στις μάχες του Λε Μπρεν στεκόμαστε σιωπηλοί. Καμιά φορά πάλι βρίσκεται στη σκηνή• και τότε ο θεατής βάζει το δάχτυλο μπροστά στα χείλη από φόβο μην τη σπάσει». Άλλωστε, Ο Γραφιάς το παραδέχεται και μας καλεί να συμπορευτούμε —διά μέσου της αναγνωστικής απόλαυσης, που επιφυλάσσει ο έντεχνος και λεπτός χειρισμός των ιδεών—, ως κοινωνοί του αλλότριου, της φρίκης και των δικών μας φαντασμάτων, που η ίδια η γλώσσα μας πιστοποιεί, όταν δεχθούμε να την αποποιηθούμε ως συγκάλυψη και να την οικειοποιηθούμε ως βουβό αλλά και αληθή συνάμα μάρτυρα της προδοσίας που μας επιφυλάσσει:
.
.
Οι κρεμασμένοι, μας υπενθυμίζει o Πάνος Σταθόγιαννης, τινάζονται για λίγο αιωρούμενοι άτσαλα. Όμως σύντομα βρίσκουν έναν κάποιο ρυθμό στην κίνησή τους. Πάνε πέρα δώθε, όπως τα βαρίδια του εκκρεμούς στο ρολόι που κρέμεται πίσω μου. Μέσα στο σκοτάδι. Μια που το φως εκείνη τη μέρα δεν το άναψα καθόλου. Έμεινα από το πρωί κλειδαμπαρωμένος στο σπίτι. Χωρίς καν την αγάπη. Όρθιος μπροστά στο κλειστό παράθυρο. Να κοιτάζω από τις γρίλιες έντρομος την πολιτεία πάνδημη να υποδέχεται τους ολυμπιονίκες της, γκρεμίζοντας τα τείχη. Κι ύστερα βουβά να τους απαγχονίζει.
.
Πίνακες: Charles Le Brun
.
.