Oι βράχοι ανέκαθεν μου έστελναν αλληγορίες και μεταφορές. Είπα πώς γίνεται και στα φιλιά μας ομοιοκαταληκτούν από καταβολής τα κύματα. Με σμίλη, με ελκόμενες πνοές η από μέσα γλύπτρια θ’ ανοίξει το πνευστό μας σπήλαιο. Με ρεύματα και βογκητά. Καθώς ανασηκώθηκες όλη κόκκινες καμπύλες, ωσάν η θάλασσα, με τόσα βλέφαρα με κοίταξες. Και οι πέτρες γύρω στρογγυλές μέσα στο φως οι σιωπηλοί σου σπόνδυλοι αρθρώνανε ένα μονοπάτι που τέμνεται τη μια με φρύγανα θανάτου και την άλλη με τον ουρανό.
Άφησε να μιλήσει το νερό.
Η τραχεία: η βιόλα• οι κυψελίδες-τσέμπαλο
με του αέρα τα κλαδιά.
Της αγριόχηνας το τέλειο
αδιάβροχο, με ρήτρα φύσης.
Να βγαίνει η ομιλία σαν τη φυλλωσιά.
Πως βγαίνει ο ήχος νήμα νήμα από
του χαλκού τη δόνηση.
Μανόλης Πρατικάκης, Εκλογή από το έργο του, σελ. 140, από τη συλλογή η Λήκυθος
Μνήμη του ξύλου τώρα που η φωτιά σε λέει
δώσ’ μας για λίγο τη φεγγοβολή του μυστηρίου σου.
Εξήγησέ μας τα «νερά».
Το μελανό φτερό του σπίνου την αυγή
που καμπυλώνει προς τον Άδη.
Δώσ’ μας για λίγο μες στην αστραπή
που σε σαλπίζει τα κλειδιά της πόρτας
που δεν έγινες.
Πίνακας: Denis Sarazhin
Μανόλης Πρατικάκης, Μνήμη του ξύλου, Από τη συλλογή Η μαγεία της μη διεκδίκησης, σελ. 113, Εκλογή από το έργο του, Εκδόσεις Καλέντης, 2014
Κάθε Κορίτσι κατεβαίνει πάνοπλο στον κόσμο.
Αλλά η γοητεία των αντρών, η αλαφρομυαλιά τους,
η ένοχη σκληράδα τους, μια νύχτα σαν ωραίοι
λογχοφόροι τη βρίσκουν και την αφοπλίζουν.
Βίαια της αποσπούν τα ξίφη• της αποσπούν τ’ ακριβά
περιδέραια που με σύνεση της κρύβαν το τρυφερό
κόκκινο φύλλο.
Της αποσπούν το φόρεμα από αλαλαγμούς και κόκκινους
βοριάδες• και μετά το σκληρό
κάτασπρο καπέλο που μαγνητίζει τα τριζόνια
και τις σιγαλιές. Κι ύστερα τη ρίχνουν
σε μια τρικυμία από προορισμούς.
Εκείνη που είναι προορισμένη ν’ αφοπλίζεται
και να πληγώνει.
Μανόλης Πρατικάκης, Η γυμνή πανοπλία, από τη συλλογή Νύχτα εφημερίας, Εκλογή από το έργο του, Εκδόσεις Καλέντης 2014
H Κ. έψαχνε από κάπου να πιαστεί. Δεν μπορεί όλα αυτά τα ολοζώντανα τρομερά γεγονότα να είναι φαντασίες. Και απ’ την άλλη δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς συμβαίνουν όλα αυτά. Πήρε και ξαναδιάβασε μερικές σελίδες από τον Σωσία του Ντοστογιέφσκι. Κι ύστερα το μικρό κριτικό κείμενο γι’ αυτό το βιβλίο, που είχε βρει στο Δέντρο. Εκεί διάβασε : Στο πρώιμο αυτό μυθιστόρημα ο βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι καταδύεται στο ασυνείδητο του δημόσιου υπαλλήλου Γκολιάτκιν, για να περιγράψει, με τρόπο συγκλονιστικό, τη σχάση, το διχασμό του ανθρώπου του 19ου αιώνα και να φτάσει προοδευτικά στην πλήρη αποκοπή του σε δύο, και στη συνέχεια σε πολλαπλά, πανομοιότυπα πρόσωπα, που το ένα αναγνωρίζει το άλλο μονάχα σαν μια ανήκουστη όσο και παράλογη απειλή. Σαν έναν αμείλικτο εχθρό που τον καταδιώκει σε κάθε κίνηση της κοινωνικής και προσωπικής του ζωής και έχει γίνει ο ακατανόητος εφιάλτης του. Έχει χάσει κάθε αίσθηση οντολογικής συνοχής, καθώς είναι ήδη ενεργούμενο του συστήματος και της ιστορίας. Διχάζεται με τον παραληρηματικό τρόπο των ψυχωτικών, ανάμεσα στην οντότητα που πιστεύει πως είναι και στην αλλοτριωμένη εικόνα που του επιβάλλει η κρατική γραφειοκρατία με τους αυταρχικούς της κώδικες.
Ο ήρωας κινείται σε πυρετώδη κατάσταση, σε πλήρη αμηχανία και σύγχυση, νομίζοντας πως οι ανώτεροι υπηρεσιακοί παράγοντες τού έχουν στήσει μια μοχθηρή όσο και γελοία πλεκτάνη. Εκτός από ελάχιστες αναλαμπές, δεν μπορεί να υποπτευθεί ότι ο διχασμός και η παραληρηματική ύπαρξη του «Άλλου» συμβαίνει μέσα στο διασαλευμένο ψυχικό του όργανο, με τη ρευστότητα, την αμφιβολία και την ασάφεια των ορίων της ταυτότητας, μας εισάγει ήδη στην καρδιά της νεωτερικότητας. Επιπλέον, εδώ εμπεριέχεται εν σπέρματι όλη σχεδόν η «ποιητική» του Κάφκα, κυρίως όσον αφορά τη Δίκη και τον Πύργο. Υπάρχουν αποσπάσματα που σε πείθουν ότι στις σελίδες του βρίσκεται η πρώτη ύλη απ’ όπου πλάστηκε το κλειστοφοβικό, ενοχικό, παράλογο και γραφειοκρατικό καφκικό κλίμα με τα καταχθόνια πλοκάμια του. Την κλινική περιγραφή των παραληρηματικών ιδεών του Γκολιάτκιν θα τη ζήλευε και ο πλέον έμπειρος ψυχίατρος. Ο Ντοστογιέφσκι αναδεικνύεται τόσο πρώιμα (είναι μόλις είκοσι πέντε ετών) σε μεγάλη ψυχαναλυτική μορφή πριν από την ψυχανάλυση και πριν από τον ίδιο τον Φρόιντ.
H Κ. Τελειώνοντας το μικρό αυτό κείμενο έκανε την εξής ευφυή σκέψη: Αν όλα αυτά που αισθάνομαι πως συμβαίνουν, συμβαίνουν πραγματικά, δηλαδή η σπείρα είναι σπείρα και η «Άλλη» που με υποδύεται είναι το εκτελεστικό της όργανο, δεν μπορώ να ξεφύγω, είμαι χαμένη. Και αν δεν συμβαίνουν όλα αυτά, τότε είμαι αληθινά τρελή. Ανατρίχιασε. Ήταν μια αυτοπαγίδευση στο ίδιο της το δίλημμα. (…)
(…) Στην αρχή σαν ν’ άκουγε έναν μπερδεμένο υπόκωφο βόμβο, που λίγο λίγο γινόταν μακρινό ουρλιαχτό από ανθρώπους και ζώα. Κραυγές από φωσφορικές λεζάντες και φωτεινές επιγραφές. Έως ότου γίνουν μόνιμο σχεδόν μουρμουρητό και ατέλειωτοι επαναλαμβανόμενοι ψίθυροι. Μια μεταλλική απόκοσμη βουή, ένα μπερδεμένο, επίφοβο, οι φωνές σαν σφήκες έρχονταν και σκέπαζαν τον ακουστικό της φλοιό. Έμεναν εκεί, έρχονταν και ξανάφευγαν, σαν ένα μικρό σμάρι, πώς τις βλέπουμε πάνω σ’ ένα ψάρι που σκεπάζοντάς το το αφανίζουν και μένει μόνο αυτό το σχήμα από σφήκες που μιμείται το σχήμα του ψαριού. Συλλογίζεται τώρα ότι κάθε προσπάθειά της ήταν σαν ν’ άνοιγε μια πόρτα μέσα σ’ εκείνο το μυστήριο που την οδηγούσε σε μιαν άλλη κλειστή πόρτα ακόμη σκοτεινότερη, και αυτή σε μιαν άλλη και μιαν άλλη, ως το άπειρο πλήθος των προσπαθειών.
Σαν τα ρώσικα εκείνα κουτιά με τις κούκλες: μικρότερα κουτιά μέσα σε μεγαλύτερα, και αυτά με τη σειρά τους μέσα σε άλλη, σε μια συνεχή αλληλουχία ενός συνεχούς απρόβλεπτου, μιας συνεχούς εξαπάτησης σαν οδυνηρή οπτική φάρσα. Ή σαν ένας δίσκος γραμμόφωνου που κόλλησε και επαναλαμβάνει πολλαπλασιασμένο εφιαλτικά το ίδιο μονότονο τραγούδι. Ή μήπως κάποια βλάβη στο υπόγειο μηχανουργείο του μυαλού που μεταμφιέζει συνεχώς έναν εσώτατο ανομολόγητο φόβο σε εξωτερική απειλή, μορφοποιημένη στο πρόσωπο της ξένης απεχθούς της διώκτριας; (Μια τερατώδης μορφή αυτοτιμωρίας που από απώλεια του ελέγχου έλυσε τον ασκό του Αιόλου; Μια ανεξέλεγκτη στη νοσηρότητά της ανάγκη εξιλέωσης που άνοιξε μια πόρτα στο έρεβος;) (…)
.
Μανόλης Πρατικάκης, Σύνδρομο Fregoli (To τίμημα να είσαι ένας άλλος), σελ. 94-97 και 106-107, Εκδόσεις Καλέντη, 2013