.
Απόψε δουλεύαμε μέχρι αργά, δεν τελειώσαμε πριν απ’ τα μεσάνυχτα. Ήταν μια από τις νύχτες που θα έκανα τα πάντα για να ξεχάσω. Έριξα κρύο νερό στο κεφάλι μου κι ύστερα ντύθηκα και κατέβηκα να σουλατσάρω στην αποβάθρα, προσπαθώντας να ηρεμήσω. Τρωγόμουνα να καλέσω τη γυναίκα μου στην πατρίδα – ίσως ήταν η δύναμη της συνήθειας. Το είχα ανάγκη να ακούσω μια οικεία φωνή, έστω την ανάσα των κοριτσιών μου στην άλλη άκρη της γραμμής, να πιστέψω ξανά ότι ο κόσμος όπως τον ήξερα δεν είχε τελειώσει, πως κάπου αλλού τα πάντα συνεχίζονταν κανονικά, οι άνθρωποι ερωτεύονταν, πήγαιναν κάθε πρωί στην εργασία τους, έβγαιναν για μπίρες με φίλους τα απογεύματα, και τα βράδια κοιμόντουσαν κανονικά δίχως φόβο ή τύψεις, χωρίς τις φρικτές εικόνες που στοίχειωναν τα δικά μου όνειρα.
Αυτή η δουλειά σε διαλύει. Σου ρουφάει σιγά σιγά την ενέργεια, τη διάθεση να κάνεις σχέδια για το μέλλον. Το μόνο που μένει τελικά, το μόνο που σκέφτεσαι μέρα και νύχτα είναι με ποιον τρόπο θα κρατήσεις τους άλλους ασφαλείς, πώς θα μείνεις και ο ίδιος δυνατός,πώς θα επιβιώσεις – τίποτε άλλο.
Στην καθημερινότητά μου δεν υπάρχει χώρος για χαρά. Τις νύχτες κοιμάμαι ελάχιστα, όπως και οι υπόλοιποι. Όταν δεν τραβάμε παγωμένα κορμιά από τη θάλασσα, όταν δεν τρέχουμε στο νοσοκομείο, όταν δεν μετράμε σώματα, στριφογυρίζουμε σαν δαιμονισμένοι στο κρεβάτι, προσπαθώντας να αρπαχτούμε από τις αναμνήσεις μας. Αυτή η δουλειά πραγματικά σε διαλύει.
.
.
Ανέβηκα στο πλοίο. Όλα έμοιαζαν ήσυχα τώρα. Πέρασα από το γραφείο να ελέγξω τα μηνύματά μου πριν καταλήξω στην καμπίνα μου. Ξεκλείδωσα το συρτάρι και πήρα από μέσα με λαχτάρα το πακέτο. Προσπάθησα να ξεχάσω την παλιοκατάσταση στην οποία ήμουν κολλημένος τον τελευταίο χρόνο. Άναψα τσιγάρο και, μετά την πρώτη απολαυστική ρουφηξιά, ανέβασα τα πόδια μου στο τραπέζι, κι έκλεισα τα μάτια. Η στάση αυτή συμβόλιζε για μένα την απόλυτη ανεμελιά. Συνήθιζα να ξεκλέβω τα μεσημέρια μισή ώρα για τον εαυτό μου. Το πρώτο που έκανα συνήθως κατά τη διάρκεια του πολύτιμου αυτού χρόνου ήταν να αφήνομαι στο πάθος μου, κάτι που συστηματικά απέφευγα δημόσια, και είχα προειδοποιήσει και τους άντρες του πληρώματος να κάνουν το ίδιο. Δεν ένιωθα υποκριτής. Άλλο οι προσωπικές συνήθειες και άλλο η δουλειά μου. Τηρούσα τους κανόνες του επαγγέλματός μου με θρησκευτική ευλάβεια, κι είχα επομένως το δικαίωμα να κάνω ό,τι γουστάρω στον προσωπικό μου χώρο και χρόνο.
Είχα αποφασίσει να μην τηλεφωνήσω σήμερα στα κορίτσια. αν υπήρχε κάποια ανάγκη μπορούσαν να στείλουν μέιλ. Ξέρω ότι η μάνα τους παραμονεύει όση ώρα μιλάμε. Το νιώθω στις παύσεις τους, τους δισταγμούς τους, την αλλαγή του ρυθμού της αναπνοής τους, ότι η Ντέμπορα τις παρακολουθεί και πολύ πιθανόν να μορφάζει ειρωνικά όταν πιστεύει ότι διακρίνει στη συνομιλία μας κάτι που δεν της αρέσει.
Αυτή η μανία της να ελέγχει τα πάντα κατέστρεψε τελικά τον γάμο μας – η μανία της να ελέγχει τα πάντα, η απουσία μου τα τελευταία χρόνια, πρώτα στη Λαμπεντούζα κι ύστερα εδώ, στην Ελλάδα, και πάνω από όλα το κέρατο που μου έριξε με εκείνο το ρεμάλι τον συνάδελφό της. Είχε και την απαίτηση να τη συγχωρήσω, λέει, και να κάνουμε μια νέα αρχή, γιατί κατά βάθος εγώ έφταιγα που πηδήχτηκε με τον Στίβεν, αφού έλειπα από το σπίτι τις μισές μέρες του μήνα, κάθε μήνα.
Κάθε μήνα, εδώ και χρόνια – αυτή είναι η αλήθεια. Επέστρεφα πάντα με λαχτάρα μα, λίγες μόλις μέρες μετά, βαριόμουν την γκρίνια τής Ντέμπορα, και μου έλειπε το μονό κρεβάτι μου στο πλοίο. Γενικά ήθελα την ησυχία μου. Η δουλειά μου είναι τόσο απαιτητική που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για κοινωνική ζωή. Δεν είναι λοιπόν ότι έψαχνα περιπέτειες μακριά από το σπίτι, απλώς να κοιμάμαι ήσυχος ζητούσα, χωρίς καυγάδες και τις ίδιες πάντα συζητήσεις που δεν κατέληγαν πουθενά, χωρίς τα μούτρα της γυναίκας μου κι αυτή την ένταση στην ατμόσφαιρα που με έπνιγεγια ώρες κάθε φορά που μαλώναμε.
.
.