RSS

Category Archives: Ανδρέας Εμπειρίκος

Ανδρέας Εμπειρίκος, Πολλές φορές τη νύχτα (Oκτάνα)

(…) Είναι ποικίλες οι φωνές και της νυκτός οι ήχοι. Όλοι μαζί αποτελούν μια συνεχή, μία διάχυτη βοή σαν καταρράκτου που κάπου μακριά κρημνίζει τα νερά του. Όμως παρά την ύπαρξι της διάχυτης βοής, οι ήχοι οι κοντινοί διακρίνονται με ενάργειαν τόσην, ώστε θα έλεγε κανείς ότι δεν γίνονται μόνον ακουστοί, μα και ορατοί ακόμη, ήχοι σχεδόν χειροπιαστοί, πικροί ή γλυκείς στη γεύσι – ήχοι, φωνές, εικόνες… Γρύλλοι και ζούδια της νυκτός και φύλλα που θροΐζουν. Το σιντριβάνι που λαλεί, και ψιλοψιθυρίζει. Βεγγαλικά συριστικά και ουράνιες ανθοδέσμες. Στόρια που απότομα κατρακυλάν σαν λαιμητόμοι, γδούποι, ανεξήγητοι βαρείς, σειρήνες πρώτων βοηθειών και, κάθε τόσο, σάλπιγγες εξ αποστάσεως αυτοκινήτων.

Ήχοι στιλπνοί, ήχοι μουντοί!

Ένας διαβάτης σταματά και ηχηρά ουρεί, το προ αυτού ντουβάρι κατακλύζων. Ιδού ένας άλλος – με ρόγχον θορυβώδη πτύει και το γλοιώδες φλέγμα του με ένα μικρό πλατάγισμα επί του πλακοστρώτου πίπτει. Άλλος (είναι ένας άνδρας στιβαρός) εις ήσυχον σημείον ενός πάρκου, υπό το φως ενός φανού κινών με σθένος την δεξιάν του, τρίβει το γυμνωμένον πέος του και μία διερχομένην νεάνιδα (που ερυθριά πολύ, μα στέκει και τον κοιτά) καλεί, με «Άαααχ!» και «Ωωωχ!» λαγνοβαρή, με επιμόνους φλογερούς εις την γαλήνην της νυκτός ψιθύρους, ικετεύων αυτήν να πλησιάση, και από κοντά να ιδή το εξογκωμένον πέος του, και, ωσαύτως, μέχρι τέλους, την τελουμένην επ’ αυτού χειράντλησιν του σπέρματός του. Η νεάνις, έκθαμβος, και γνωρίζουσα τι θα συμβή, παρά το ζωηρόν ερύθημά της, με έντονον παλμόν καρδίας παρατηρεί και ασυναισθήτως ακόμη περισσότερον πλησιάζει, ώστε να ιδή το δυνατόν καλύτερα το ογκώδες πέος και την ενεργουμένην επ’ αυτού συγκλονιστικήν της τρίψιν – τοσούτω μάλλον, που ο ανήρ λαγνοβοών της λέγει ότι επιθυμεί να εκσπερματίσει δι’ αυτήν. Και η χειράντλησις εξακολουθεί, εν μέσω αναφωνήσεων λαγνείας, εις τας οποίας λόγια μεγάλης τρυφερότητος ενθέρμως συνυφαίνονται με λόγια αισχρά και ωραία, που εκσπούν μέσα εις τη νύκτα ως έγχρωμα πυροτεχνήματα διεγέρσεως και πάθους. Αίφνης και ενώ η νεάνις, με την ψυχήν στο στόμα της, εντατικώς κοιτά, έχουσα το βλέμμα της εντόνως καρφωμένου επί του άκρως διεσταλμένου στομίου τής μέχρι διαρρήξεως σφυζούσης πούτσης, μια ισχυρά κραυγή εκφεύγει από τα χείλη του ανδρός και μια πυκνή βροχή παχέος λευκού οπού με ορμήν εκσπά εις απανωτάς ριπάς και πίπτει εν μέρει επί της νεάνιδος (που ωχριά και άθελά της με έγκαυλον θαυμασμόν αναφωνεί Άααχ!… Άαα!…) και εν μέρει επί του εδάφους.

Ήχοι στιλπνοί! Ήχοι μουντοί! Στην ηρεμίαν της νυκτός ήχοι ακούγονται πολλοί. (…)

.

Ανδρέας Εμπειρίκος, από την Οκτάνα, Πολλές φορές τη νύχτα, σελ. 50-51,  Εκδόσεις Ίκαρος Εκδοτική, 1987

Αrtwork: Dixie Friend Gay

.

.

 
Image

Ανδρέας Εμπειρίκος, Tα χαϊμαλιά του έρωτα και των αρμάτων, Αργώ ή Πλους αεροστάτου

Paris 8Αίφνης, ο καβαλλάρης σήκωσεν ολίγον την κεφαλήν του, διά να ιδή το πρόσωπον της ασπαιρούσης νεάνιδος, της οποίας η έκφρασις ήτο εκστατική, όπως και προ ολίγου, όταν, ακουμπισμένη στον κορμόν του δένδρου, ητένιζε τον ουρανόν με τα μάτια της άνω εστραμμένα. Την στιγμήν εκείνη, ο ιππεύς, επιθυμών διακαώς να ασπασθή την ηδονιζομένην κόρην, παραμέρισε εν σπουδή τον κεφαλόδεσμόν του, δια να ελευθερωθούν τα χείλη του. Έτσι απεκαλύφθη τελικώς το πρόσωπόν του. Ρίγος ισχυρόν συνεκλόνισε τον καθηγητήν της ιστορίας. Αλλά την στιγμήν ακριβώς που επρόκειτο να εκσπάση εις αράς και κατάρας, μεμφόμενος εκ νέου τον εαυτόν του, ήκουσε να θροΐζουν πλησίον του τα φύλλα των δένδρων και να τρίζουν τα κλαριά, σαν να είχε σηκωθή, αιφνιδίως, άνεμος δυνατός. Ο ντον Πέντρο έστρεψε την κεφαλήν του να ιδή τι συμβαίνει. Ένα πλάσμα ευρύστερνον, ένα δασύμαλλον και ηλιοκαές πλάσμα στιβαρόν, με μάτια γαλανά εκτάκτου και εκθαμβωτικής στιλπνότητος, σταμάτησε πίσω από τους θάμνους, εις μικράν απόστασιν από τον εξώστην, και τον εκοίταξε καρφωτά, με ένα παράξενο πλατύ μειδίαμα στα χείλη. Ανάμεσα από τα σκέλη του ξεφύτρωνε σαν ογκώδης ωρθωμένη ράβδος, μέσα από κόκκινες τρίχες σγουρές, ένα μεγάλο και βαρύ πέος σηκωμένο, βαρύ και ωστόσο ελαφρύ συγχρόνως, ένα μεγάλο πέος με πορφυρένια κεφαλή. Έπειτα σαν ξαφνικό ραγάνι που ξεσπά σε πλήρη νηνεμία, ή σαν φωνή αλέκτορος που διακόπτει απότομα τη σιγαλιά ενός κάμπου, ξέσπασαν γέλωτες σαν ήχοι από πνευστά και επανωτές κραυγές θριάμβου. Για ένα λεπτό σταμάτησε ο Παν.

redon.eye-balloonΈπειτα, με ένα πελώριο πήδημα, δρασκέλισε τους θάμνους και εξηκολούθησε το δρόμο του, με απίστευτα σκιρτήματα και αφάνταστες ιαχές. Ο ντον Πέντρο Ραμίρεθ, που ευρέθη προ ενός λεπτού εις το μεταίχμιον της λιποψυχίας, εις το μεταίχμιον της αυτοκατηγορίας, ησθάνθη πάλι το αίμα του να σφύζη σαν σίφουνας θερμός, και ρίχνοντας γύρω του μια ματιά, με το ηράκλειον σώμα του ωρθωμένο, με το μεγάλο πέος σηκωμένο, με τα ρουθούνια του διάπλατα ανοικτά, εκραύγασε εις την σιγήν του κτήματός του, ενώ η ψυχή του ανέβαινε στα χείλη του: «Kαρλόττα μου! Καρλόττα μου! Ο Μέγας Παν δεν πέθανε! Ο Μέγας Παν δεν πεθαίνει!» και έξαλλος ώρμησε προς τα χωράφια, με γέλωτας, με ιαχάς.

                                    

                                     Πίνακας: Odilon Redon

Ανδρέας Εμπειρίκος, Tα χαϊμαλιά του έρωτα και των αρμάτων,Αργώ ή Πλους αεροστάτου, σελ. 85- 87. Εκδόσεις Άγρα 2012. Εισαγωγή- επιμέλεια: Γιώργης Γιατρομανωλάκης

.

 

Tags:

Image

Α. Εμπειρίκος, Αργώ ή Πλους αεροστάτου

Α. Εμπειρίκος, Αργώ ή Πλους αεροστάτου

.

Μία μόνον εξαίρεσις υπήρχε. Εις εν ακρότατον σημείον της ομηγύρεως, μια ομάς εκ δεκαπέντε περίπου ανδρών, παρετήρει, ουχί το αερόστατον, αλλά μίαν νεαράν ακροβάτιδα, ήτις, υπό τους ήχους ενός ντεφιού, που έσειε ένας νεώτερος αδελφός της, εξετέλει διάφορα γυμνάσματα με μεγάλην ευκαμψίαν και δεξιοτεχνίαν. Η νεάνις αυτή, ήτο ευειδής και χαρίεσσα. Εις μίαν στιγμήν δε, ενώ περιεστρέφετο επί των χειρών, με τους πόδας της εις τον αέρα, εσχίσθη, εν αγνοία της, η περισκελίς της εις καίριον σημείον, εις τρόπον ώστε, εις ωρισμένην φάσιν της ακροβασίας, να φαίνεται το αιδοίον της ευκρινώς. Εντεύθεν η εξαίρεσις, εντεύθεν η γοητεία. Διότι, εις το γεγονός ότι διεκρίνετο το ερωτικόν της όργανον, ωφείλετο η απόσπασις της προσοχής των δεκαπέντε θεατών από το αερόστατον. Όλοι οι άλλοι είχαν τα όμματά των εστραμμένα συνεχώς προς την μεγάλην σφαίραν.

Φωτογραφία: Igor Morski

 

Tags: ,

Image

Α. Εμπειρίκος, Όχθη (από την Eνδοχώρα)

Α. Εμπειρίκος, Όχθη (από την Eνδοχώρα)

.

Είμεθα στην όχθη σαν προβλήτες
Τα χέρια μας απλώνονται στον ουρανό
Και κατεβάζουν τα πουλιά
Και τα κελεύσματα των οδοιπόρων.

Μία γυναίκα κάποτε μας σταματά
Αν δεν γελάσει πρόκειται να βρέξει.

Α. Εμπειρίκος,  Όχθη (από την Eνδοχώρα)

Φωτό: Lyse Marion

 

Tags: ,