RSS

Category Archives: Αλεξάνδρα Δεληγιώργη

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Κοιλάδες του φόβου

Πολύ μετά τον χαμό του, εκείνη την παγωμένη νύχτα του Δεκεμβρίου, η Ειρήνη θυμήθηκε την κουβέντα τους  που, όταν έγινε, δεν την πήρε στα σοβαρά. Τότε, άρχισε να διαβάζει δικές της σημειώσεις και ημερολόγια κι έφτιαχνε με τον νου της την ίντριγκα της ιστορίας που άρχιζε με τις εκρήξεις βομβών σε πλατείες των πλανητικών μεγαπόλεων, προχωρούσε με την εναλλαγή ερειπίων, ονείρων, τυχαίων και αναπάντεχων συναντήσεων και έφτανε εκεί απ’ όπου είχε αρχίσει, στον χαμό των παιδιών της, της μικρής Περσεφόνης, της Ρεξά, του Σαμίρ και του Στέφανου. Ο εκδότης, ο μεταφραστής κι επιμελητής, ο μηχανολόγος, η νεαρή γυναίκα που επέζησε με τις αγγαρείες, ο δικαστής, ο ποιητής,ο εξόριστος κι ο μετανάστης, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, «πρώην» όλοι τους, κάλυπταν λίγο-πολύ το φάσμα της χρεωκοπίας της ύπαρξης. Η αποτυχία τους, όμως, έβγαζε μια λάμψη που διαπερνούσε τον πέπλο του ζόφου, και η τρύπα που άνοιγε θαρρείς με το θάμπος της μαρτυρούσε πως δεν θ’ αργούσε να διαλυθεί…

           Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Κοιλάδες του φόβου, μυθιστόρημα, σ. 364-65, εκδόσεις Εκκρεμές, 2019.

Πίνακας: Émile Bernard

 

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Κοιλάδες του φόβου

Ο παραλίγο ραβίνος Μαντελστάμ, δραπέτης του πατρογονικού του σπιτιού ήδη από την εφηβεία, γύρευε τα ίχνη της ακμής που εκπροσωπούσαν τα ελληνικά στη δική του γλώσσα, τα ρωσικά, και τα έβρισκε στις ρίζες ή στις άκρες των επεισοδίων  της νουβέλας του Το αιγυπτιακό γραμματόσημο, έτσι όπως εκτυλισσόταν στους δρόμους της Πετρούπολης, όπου το μέλλον κονταροχτυπιόταν χωρίς αποτέλεσμα με το νεκρό πλην ανελέητο παρελθόν. Κι όσο έβρισκε τα ίχνη της τόσο  σιγουρευόταν πως την ακμή που προσδοκούσε,  ως να ήταν ανάσταση των νεκρών,  η Δύση την εξαφάνισε με τα έργα της. Γιατί ήταν ηλίου φαεινότερον, αντί να χτίζει  το κενό, υπνωτίζοντας τον χώρο, όπως έλεγε ο Όσιπ Εμίλιεβιτς, η Δύση προτίμησε να ορκίζεται στο όνομά του, υψώνοντας το μηδέν σε κατεξοχήν  σύμβολο τηςλατρείας της. Το 1 που έβαλε τάχα να το αντιπαλεύει, ξεγελούσε ευχάριστα.  Δεν ήταν το παν ούτε το εόν ή το εν, αλλά μια απλή μονάδα που αρκέστηκε  να αθροίζει, να αφαιρεί, να πολλαπλασιάζει ή να διαιρεί ώς το άπειρο σαν να ’ταν η μονέδα που μάζευε, έχανε, άρπαζε,πολλαπλασίαζε, αρνούνταν να μοιράσει κ.ο.κ. Τον Μάρτιο του 1918, τα γερμανικά ζέπελιν που υπερίπτανται πάνω από την Πετρούπολη ανοίγουν τον δρόμο  για να πεισθεί η πόλη να μιμηθεί τον Νέρωνα κι όχι τον Σόλωνα, ώσπου τα πρόσωπα μες στο πλήθος χάσουν τη σημασία τους, κι αυτιά και σβέρκοι γίνουν οι μόνες οντότητες που ξεχωρίζουν. Ο νεκρός Πούσκιν ξαναζωντανεύει για να θρηνήσει τη θηριωδία που σαν κεντρομόλος δύναμη μαζεύει κι εξακοντίζει όλη τη φόρα της για να εκτρέψει την επανάσταση. Με τα αναίσχυντα  σημάδια της παρακμής να τον καταδιώκουν, ο Όσιπ εγκαταλείπει  το Πέτρογκραντ της παιδικής ηλικίας του,ζητώντας καταφύγιο στον Νότο.Για να μη στερέψει οριστικά η ελπίδα ότι θα πάρει τέλος η παρακμή, μπλέκει, συνέχεια, το πραγματικό με το όνειρο σαν να ποτίζει με αυτό τις ερημωμένες εκτάσεις για να δεχθούν τον  σπόρο που, δεν μπορεί, θα φυτρώσει ξανά.

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Κοιλάδες του φόβου, μυθιστόρημα, σ. 132-133, εκδόσεις Εκκρεμές, 2019.