RSS

Category Archives: ΕΝΥΠΝΙΑ ΨΙΧΙΩΝ/ TO TΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΥΓΚΑ, 2011

Συνέντευξη Ιφιγένεια Σιαφάκα, Εφημερίδα Πελοπόννησος, Γραφείον ποιήσεως, 27.10.2019

Δεν μιμούμαι κάποιον, τουλάχιστον συνειδητά, για να με ονοματίσω επίγονο. Ασφαλώς παρθενογένεση δεν υφίσταται: είμαστε όλα όσα ζήσαμε, ακούσαμε, διαβάσαμε. Είναι ο τρόπος που εξελιχθήκαμε. Ήδη και μόνον με την όποια γλώσσα πορευόμαστε σε ένα πριν από εμάς εφευρεθέν συμβατικό σύστημα σημείων.

Ας υποθέσουμε ότι έχετε απέναντί σας τον εαυτό σας όταν ήταν παιδί και πρέπει να τον συστήσετε σε άλλους. Τι θα λέγατε;  Άλλαξε κάτι από τότε;

Σαφώς και άλλαξαν. Το αντίθετο θα ήταν από ανησυχητικό έως άκρως προβληματικό για να πορευτείς στην ενήλικη ζωή. Η οπτική του κόσμου έχει διαφοροποιηθεί, τόσο λόγω της πνευματικής εξέλιξης όσο και της ψυχικής ωρίμανσης. Εδώ και πάρα πολλά χρόνια ζω την εποχή της απομυθοποίησης. Ωστόσο, παραμένουν σταθερές αξίες το κουλούρι Θεσσαλονίκης,  η σπανακόπιτα, η σοκολάτα αμυγδάλου, οι στρογγυλές καραμέλες τριαντάφυλλο με ζάχαρη, η μυρωδιά του ξυσμένου μολυβιού και του κουφέτου, τα cult καφενεία και τα παλιά παντοπωλεία, τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή, τα βιβλία και κυρίως η διάθεση για επικοινωνία και δοτικότητα, που σημαίνει ότι και σήμερα ακόμη μοιράζομαι τις καραμέλες μου με κάποιον άγνωστο σ’ ένα παγκάκι.

Πώς ακούτε την ποιητική φωνή σας διαβάζοντας τους στίχους σας;

Όταν διαβάζω δυνατά, με φοβάμαι! Eίναι σαν όλα αυτά να έχουν έρθει από κάποιον άλλον με τον οποίο είμαι τώρα αντιμέτωπη, παρά το γεγονός ότι η επεξεργασία των ποιημάτων γίνεται σε πολλά και διαφορετικά στάδια. Τον σκόπελο του ελέγχου του ρυθμού, του μέτρου και άλλων τεχνικών θεμάτων στην ποίηση τον προσπερνώ διαβάζοντας απλώς γρήγορα και κρατώντας τον ρυθμό με το πόδι, για να τελειώνει το «μαρτύριο». Για τον λόγο αυτό νιώθω εξαιρετικά άβολα όταν διαβάζω σε κοινό. Ντρέπομαι να εκθέτω ως «κατόρθωμα προς παρουσίαση» το προϊόν μιας εξαιρετικά ιδιαίτερης εσωτερικής διεργασίας και κάποτε αρκετά επώδυνης, που περισσότερο επιζητεί να ξαναβρεί την αρχή των πραγμάτων παρά τον εξωτερικό κόσμο, αν και μιλά γι’ αυτόν, σε σχέση μ’ αυτόν και εξαιτίας αυτού. Από την άλλη μεριά, όταν εποπτεύω το έργο δουλεύοντάς το, γίνομαι υπερβολικά απαιτητική. Υπάρχουν ποιήματα που έχουν δουλευτεί και ξαναδουλευτεί για να καταλήξουν στα σκουπίδια. Είμαι δύσκολη αναγνώστρια και  σπανίως απόλυτα ικανοποιημένη. Κι αυτό, πέραν της όποιας ματαίωσης, έχει και τη θετική του πλευρά, γιατί μου επιτρέπει να μην επαναπαύομαι και να πειραματίζομαι.

 

Επίγονο ποιων ποιητών θεωρείτε τον εαυτό σας;

Θα σας απαντήσω πολύ γενικά, λέγοντας ότι η παραδοσιακή ποίηση είναι παντελώς αντίθετη με την ιδιοσυγκρασία μου. Αν και πέρασα από κει, αν και γνώρισα τους μεγάλους μάστορές της, αν και διδάχθηκα πολλά απ’ αυτούς (ειδικά σε θέματα τεχνικής του στίχου) ακολουθώ πολύ συνειδητά τον δρόμο του μοντερνισμού. Ένα απλό παράδειγμα: τον Παλαμά τον διάβαζα με δυνατή φωνή στα δεκαπέντε μου, κάνοντας βόλτες πάνω κάτω στο εφηβικό μου δωμάτιο, και μετρώντας, ασυναίσθητα προφανώς, τα σφυροκοπήματα στον λόγο του. Μεγάλος ο ενθουσιασμός, μεγάλη η συγκίνηση την εποχή εκείνη! Αυτό ωστόσο δεν με καθιστά επίγονο. Εν συνεχεία, πέραν των σύγχρονων ποιητών, πέρασα λόγω σπουδών από όλη την αρχαία ελληνική ποίηση και το θέατρο, που μου επέτρεψαν να γνωρίσω σε βάθος την ελληνική. Για να σας το συνοψίσω, όπου grosso modo βρείτε ισχυρή εικονοποιητική διάθεση, έμφαση στο φαντασιακό και στις αισθήσεις, πολυσημία, βιωματικό στοιχείο συνδυασμένο με φιλοσοφική διάθεση, ανοίκειο στη γλωσσική πραγμάτωση του υλικού και στην ιδέα … ε, εκεί θα συναντήσετε τους ποιητές με τους οποίους συγγενεύω λιγότερο ή περισσότερο. Έλληνες και ξένους. Δεν μιμούμαι κάποιον, τουλάχιστον συνειδητά, για να με ονοματίσω επίγονο. Ασφαλώς παρθενογένεση δεν υφίσταται: είμαστε όλα όσα ζήσαμε, ακούσαμε, διαβάσαμε. Είναι ο τρόπος που εξελιχθήκαμε. Ήδη και μόνον με την όποια γλώσσα πορευόμαστε σε ένα πριν από εμάς εφευρεθέν συμβατικό σύστημα σημείων.

Πώς σας επισκέπτονται οι ιστορίες που γράφετε γι’ αυτές;

Δύο ειδών ιστορίες γράφω, με δύο εντελώς διαφορετικούς τρόπους. Αλλιώς αντιμετωπίζεται η ιστορία στην πεζογραφία, αλλιώς στην ποίηση. Στην πεζογραφία, θα γράψεις κάποια στιγμή για ένα θέμα που σε απασχολεί. Έχεις μια ιδέα που θα την αναπτύξεις σε βάθος χρόνου, με σταθερή και πολύωρη εργασία, με τις σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος και τη χρονική τους σχέση στο προσκήνιο.  Στη δεύτερη περίπτωση, εκείνο που είναι αναγκαίο είναι το στιγμιαίο και απόλυτο ξάφνιασμα που θα αιχμαλωτίσει τον χρόνο σε μια δίνη κυκλική. Η πρωτοκαθεδρία των αισθήσεων είναι η μαγιά της ποίησης, και η επιτακτική ανάγκη τους για εκτόνωση είναι αυτή που ερεθίζει το φαντασιακό ώστε να παραχθεί η εικόνα που θα γίνει λόγος.

Η ποίηση έχει διάρκεια και διαδρομή. Εσείς πώς έχετε σχεδιάσει την πορεία σας προς την ολοκλήρωση του έμμετρου αγώνα που επιτελείτε;

Επειδή ο αγώνας είναι εσωτερικός και έρχεται από τόπους που προσπαθώ να αγγίξω, τα σχέδια είναι απαγορευμένα διά ροπάλου. Ελπίζω απλώς να είμαι υγιής και να γράφω εξελισσόμενη.

Στον επέκεινα χρόνο πού νομίζετε ότι θα βρίσκατε το πορτρέτο που η ίδια φιλοτεχνείτε;

Tι να σας πω… στον πλανήτη μαίνονται πυρκαγιές, πλημμύρες, συμφορές κι ο ποιητής απαγχοnίζεται/ στο τελευταία γrάμμα/ ατενίζοντας το μέλλον της τελείας, για να παραφράσω κάποιους στίχους από την ποιητική μου σύνθεση Μετάlipsi.

Πώς ορίζετε το ποίημα που “αντέχει τον χρόνο”;

Kραταιό ως προς την πανανθρώπινη εμβέλειά του και ανοίκειο ως προς τα επιβλητικά εκφραστικά μέσα του ευφυούς δημιουργού του.

H EΠΙΣΚΕΨΗ

Ένα πλήκτρο αστερία δεν μπόρεσε ν’ αρμέξει
με τη σπιρτάδα από άλμη ούτε μια ρώγα σταφυλιού
που αναφλεγόταν ερήμην μας σε οιωνούς κληματαριάς
ραντίζοντας μ’ άγριο θέρος τις σκιές μας όταν
η θάλασσα με ομοβροντία κοχυλιών πέταξε
το μαύρο γάντι στο σεντόνι κι έβαλε τα γέλια έτσι
όπως μας βρήκε να θωπεύουμε στον ύπνο μας
τα χείλη μ’ αμβροσία απ’ τον ιδρώτα κάποιου εφιάλτη
αγκαλιασμένους σ’ αιματοχυσία ρητορείας
για την αλμύρα στο έγκαυμα και τη συνείδηση στο χάος

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Η Ιφιγένεια Σιαφάκα γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το τμήμα Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκτοτε έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός, κειμενογράφος, μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Έχει ασχοληθεί με το θέατρο και τη γραφιστική. Από τις εκδόσεις «Γρηγόρη» κυκλοφορούν βιβλία απευθυνόμενα σε σπουδαστές και εκπαιδευτικούς. Έχει εκδώσει επίσης: Μια ματιά στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία (Γρηγόρης, 2000, δοκίμια), Το τραγούδι του λύγκα (Γρηγόρης, 2011, μυθιστόρημα), Το πλεκτό και άλλες πλεκτάνες, αφηΓηματα αναΔρομων πΛεξεων (Αrs Poetica, 2013), Μετάlipsi (Γρηγόρης, 2015, ποίηση σε πρόζα), Λευκό από χθες (Σμίλη, 2017, μυθιστόρημα), Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν (Σμίλη, 2019, ποίηση σε πέντε πράξεις και αυλαία). Από το 2016 επιμελείται την περιοδική ανθολογία πεζού και ποιητικού λόγου diP generation (Θράκα, 2016, Μανδραγόρας, 2017/18/19). Άρθρα, κριτικές και αποσπάσματα δημιουργικής γραφής έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και συνεχίζουν να δημοσιεύονται έως σήμερα. Ζει στις Βρυξέλλες

 

Επιμέλεια σελίδας: Αντώνης Δ. Σκιαθάς.
Γραφείον Ποιήσεως
Ενότητα: “Ποιητικά Πορτρέτα”

.

 

 

Iφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα

Θυμάμαι τη γιορτή του πατέρα, που ως επί το πλείστον έπεφτε τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, πράγμα που αποτελούσε ιδιαιτέρως ευτυχή συγκυρία για την οικογένειά μας, καθώς δινόταν η ευκαιρία στον Αηδονοπάτη να έχει αντικείμενο ενασχόλησης που ταίριαζε στο χαρακτήρα και στα ενδιαφέροντά του. Εκτόνωνε δηλαδή την πλεονάζουσα επιθετικότητά του στις σφαγές των αμνών και των πουλερικών, στα ξεκοιλιάσματα, στα ξεπουπουλιάσματα, στα βρασίματα, στα σουβλίσματα, στον καθαρισμό των αιμοσταγών υπολειμμάτων των θυμάτων και στην τροφοδοσία των πυρών με ξύλα, τα οποία πετσόκοβε μ’ ένα τεράστιο τσεκούρι.Έτσι είχαμε ησυχία, και τι χαρούμενος που ήταν εκείνες τις ημέρες ο πατέρας! Μετά ακολουθούσε η μεγάλη ημέρα της γιορτής. Στρωνότανε τραπέζι δεκαπέντε μέτρων. Κάποτε μάλιστα στρώθηκε τραπέζι πενήντα δύο μέτρων, καθώς ο πατέρας ανήκε στις αρχές του τόπου – διατελούσε Πρόεδρος την εποχή εκείνη. Από τις πρωινές ώρες σειόταν ο τόπος όλος με τα σουξέ δημώδη άσματα του απανταχού ελληνισμού.

Έτσι, η μέρα, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, ξεκινούσε με το ειδησεογραφικό ανακοινωθέν «μπήκαν, ωρέ… μπήκαν τα γίδια στο μαντρί, τα πρόβατα στη στρούγκα, χρυσούλα μ’ κι αδελφούλα μ’». Κι αφού τα γιδοπρόβατα είχαν διασφαλίσει, κι ευτυχώς, το privacy τους, οι κάμερες στρέφονταν προς αναζήτηση βοράς κουτσομπολιού στους ανυποψίαστους περιπατητές της περιοχής «το παπάκι πάει, καλέ παπί, το παπάκι πάει στην ποταμιά!» Ο Αηδονοπάτης έκαιγε το πελεκούδι σέρνοντας το χορό μες στον ιδρώτα και με το χέρι σηκωμένο να φασκελώνει τη λιακάδα, ενώ παράλληλα εκτόξευε στους καλεσμένους λιπαρά κομματάκια μουλιασμένης τροφής κάθε που χαλάρωνε το κέφι του πάνω σε σφ..σφ και τσ…τσ.
Με ενοχλούσε. Υπέφερα από αυτόν τον χύμα αλλά λεβέντικό του προσανατολισμό, από αυτήν τη συμπαιγνία του αποσυντιθέμενου και σθεναρού ταυτόχρονα φρονήματος. Με μπέρδευε. Και μπερδευόμουν ακόμη περισσότερο όταν ερχόταν εκείνη η μεγάλη ώρα όπου τα κλαρίνα θα ’παιζαν τις δύο στερεότυπες παραγγελιές του. «Μου παρή… το χαιδεμένο μου», ξεκίναγε ο τραγουδιστής, «μου παρή… παρήγγειλε τ’ αηδόνι με το πε… το πετροχελιδόνι να του πλέ… να του πλέξω τη φωλιά του με τα χρυσοπούπουλά του» και «γεια σου, μαστρο-Ιορδάνη», φώναζε ο πατέρας, «όλα τα πουλάκια κι αμάν κι αμάν, όλα τα πουλάκια ζυγά ζυγά, τα χελιδονάκια ζευγαρωτά, το ’ρημο τ’ αηδόνι το μοναχό… το ’ρημο τ’ αηδόνι το μοναχό περπατάει στους δρόμους καμαρωτό». Και «σφ…σφ…» και «τσ…τσ…» και «άντε να καούν τα κάρβουνα μαστρο-Ιορδάνη!»

Εγώ δεν έλεγα τίποτα, μόνο αναγούλες στο στομάχι. Είχα ακούσει κι εκτιμήσει το «η σιωπή είναι χρυσός» κι έκανα το κόσμημα. Βοηθούσα όσο μπορούσα, συμμετέχοντας διπλωματικά στην αποφυγή των στραβοτιμονιών• περιφερόμουν με τα κρεατικά, τα τυριά, τα αυγά και τις πίτες στις πιατέλες, και το στομάχι μου έφερνε τούμπες. Ακόμη και τώρα όταν αντικρίζω τυρόπιτα ή λαχανόπιτα και κοκορέτσια ή αρνιά μού γυρνάνε τα έντερα, η αυγουλίλα είναι ικανή να με οδηγήσει σε κρίση πανικού. Το Πάσχα πηγαίνω διακοπές σε χώρες μουσουλμανικές. Πέρυσι είχα πάει στο Μαρόκο. Είμαι χορτοφάγος και μου αρέσουν τα ψαρικά, κυρίως οι σαρδέλες…

Λοιπόν, έστελνα ευχές στους συνδαιτυμόνες με φορεμένα το σιφόν χαμόγελο βγαλμένο απ’ τη ναφθαλίνη, τα αναστάσιμα ρούχα επιλογής Χαρίκλειας και τα βραχιόλια της γιαγιάς Τριανταφυλλιάς, δωρισμένα για τέτοιες περιστάσεις, που ασφαλώς είχαν κάποια συναισθηματική αξία και δε με βάραιναν διόλου. Η αλήθεια είναι ότι άρχιζα λιγάκι να σιγοκουνιέμαι με κάποια κακεντρέχεια, όταν μετά τα αηδονοάσματα-παραγγελιές του πατέρα γάζωνε τον αέρα το «ένα πουλί, μάνα μου, μαντζουράνα μου, μάνα μ’, ένα πουλί απ’ το χωριό μας…». Ένα πουλί απ’ το χωριό μας «φεύγει για καλό δικό μας», κρυφομουρμούριζα, αλλάζοντας τα λόγια, «φεύγει και, μάνα μου, μάνα μου, μαντζουράνα μου… και πάει στα ξένα, ξένα και ξενιτεμένα!» Ανάθεμά σας, κι έσπαγα και καμιά πιατέλα, αλλά μου το συγχωρούσαν, γιατί κι εκείνοι σπάζανε ό,τι βρίσκανε μπροστά τους. Κατά τ’ άλλα μέρα ήταν, θα περνούσε…

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα, μυθιστόρημα (Προοίμιο προσώπων/Η κασέτα), Γρηγόρης 2011

Πίνακες: Mirjam Appelhof

.

 

Tags:

Image

Εισήγηση, Ντόρα Περτέση, Το τραγούδι του λύγκα, (O τόπος της γραφής του: ο Άλλος του ασυνειδήτου και όχι το Εγώ) 11.1.2012, Κέντρο Ψυχαναλυτικών Μελετών

Εισήγηση, Ντόρα Περτέση, Το τραγούδι του λύγκα, (O τόπος της γραφής του: ο Άλλος του ασυνειδήτου και όχι το Εγώ) 11.1.2012, Κέντρο Ψυχαναλυτικών Μελετών

Η Ντόρα Περτέση είναι ψυχοθεραπεύτρια, ψυχαναλύτρια, Δρ. ψυχανάλυσης

 

 «Δεν είμαι εγώ που μιλώ, είναι τα πράγματα που μιλούν μέσα από μένα», μου έλεγε η Ιφιγένεια σε μια πρόσφατη συνέντευξη για το περιοδικό αληthεια http://wp.me/p2VUjZ-21M. Ξεχώρισα και κράτησα αυτήν τη φράση. Στο μυαλό μου ήρθαν οι φράσεις του Τζιακομέτι για τη γλυπτική.Η γλυπτική»,  έλεγε, «δεν με ενδιαφέρει πραγματικά, παρά μόνο στο βαθμό που γίνεται το μέσον όρασης του εξωτερικού μου κόσμου και, ακόμη περισσότερο, δεν είναι παρά το  μέσον  να γνωρίσω αυτή την όραση, σε τέτοιο βαθμό, που δεν ξέρω τι βλέπω, πάρα μόνο δουλεύοντας πάνω σε αυτό το γλυπτό».Παραφράζοντας, λοιπόν, τον καλλιτέχνη, θα έλεγα ότι για την Ιφιγένεια, η συγγραφή, οι σχέσεις με το κείμενο και με τις λέξεις γίνονται το μέσο γνώσης αυτού του κόσμου, σε τέτοιο βαθμό που, σμιλεύοντας τις φράσεις, γνωρίζει αυτό τον κόσμο. Και, ακόμη περισσότερο, τα ίδια τα πράγματα της μιλούν, αυτά τα πράγματα μπορούν γίνουν κινητήριος δύναμη και να συνδιαλέγονται με τον Άλλον του υποκειμένου, και τότε είναι το υποκείμενο που μιλάει όχι το Εγώ.

lygas b172191Η Ιφιγένεια δεν γράφει από τον τόπο του Εγώ, που συνιστά μια διάσταση παραγνώρισης, ο τόπος της είναι άλλος. Ένας συγγραφέας, έλεγε ο Μπαχτ, συγκροτείται, φτιάχνεται ως υποκείμενο, θα συμπλήρωνα, μέσα από τα γραπτά του και όχι το αντίστροφο. Το έργο είναι αδιαχώριστο λοιπόν από αυτόν. Γι’ αυτό ακριβώς πρόκειται στην περίπτωση της Ιφιγένειας. Η συγγραφή δεν συνιστά γι’ αυτήν μία διαδικασία φαντασιακής τάξεως, η οποία θα περάσει στο γραπτό — χωρίς αυτή, στην περίπτωσή της, με την έννοια της μυθοπλασίας, να απουσιάζει.  Δεν πρόκειται, λοιπόν, για το Εγώ, που συνομιλεί με τους ιδανικούς σχηματισμούς του. Η Ιφιγένεια δεν γράφει από τον τόπο του Εγώ.

alitheia Νο7Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι ο τόπος της ως συγγραφέα δεν είναι απλώς η φαντασία, ο τόπος της είναι οντολογικός, η γραφή της έχει ως καταγωγικό θεμέλιο την ίδια της την ύπαρξη, την επιθυμία της, η γραφή της είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένη με το υπάρχειν, με το είναι. Και αυτό είναι που τη διαφοροποιεί από πολλούς άλλους συγγραφείς, που χρησιμοποιούν τη φαντασία τους, ενίοτε γράφοντας και πολύ καλά, για να στηρίξουν το κενό της πραγματικότητάς τους. Θα πω γι’ αυτούς τους τελευταίους, από βιβλία των οποίων η αγορά βρίθει, ότι είναι  δειλοί, με την έννοια της ηθικής δειλίας, γιατί δεν παίρνουν το ρίσκο της επιθυμίας τους, γιατί δεν γράφουν οντολογικά. Έτσι, λοιπόν, όταν η Ιφιγένεια μού έδωσε σ’ ένα ρολό το ξεχασμένο κεφάλαιο του μυθιστορήματός της, αυτό μου επικύρωσε την άποψή μου περί της οντολογικής της γραφής.

Τι περιέχει αυτό το ρολό; Γράφει η συγγραφέας του τραγουδιού του λύγκα: http://wp.me/p2VUjZ-Aw Πώς είναι, επιπλέον, δυνατόν να έχεις διαβάσει και επιμεληθεί τουλάχιστον τρεις φορές τυπωμένα τα χειρόγραφα (στη δεύτερη πια διόρθωση του βιβλίου, ύστερα από αρκετά χρόνια και ύστερα από πάμπολλες διορθώσεις στο παρελθόν)  και κατ’ επανάληψιν να αδυνατείς να αντιληφθείς ότι ένα «κεφάλαιο» που αγαπάς πολύ δε βρίσκεται εκεί; Πρόκειται για παράλειψη ή  μήπως για παρά/ληψη; Δεν μπορώ ν’ απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα. Αυτό όμως που μπορώ να πω είναι ότι το «γράμμα», με την έννοια του γραπτού, βρήκε τον προορισμό του και είναι εδώ, ανατρέποντας τον καθωσπρεπισμό ενός βιβλίου, που έχει όλα τα κεφάλαια συντεταγμένα απ’ αρχής έως τέλους. Το βιβλίο είναι σε έλλειψη. Εντούτοις, το απολεσθέν από τη μνήμη κεφάλαιο, με τίτλο Στη χώρα του Πάντα Πάντα,  είναι εδώ,  http://wp.me/p2VUjZ-zi   αποχωρισμένο από τη μυθιστορηματική ενότητα αλλά και συγχρόνως παρόν μέσα σε αυτήν την ενότητα.

Ψυχαναλυτικά μιλώντας, ένας αληθινός καλλιτέχνης έχει τη δύναμη να αναδεικνύει κάτι που αλλάζει τις συμβολικές κοινωνικές συντεταγμένες, να αλλάζει λοιπόν τον κοινωνικό άλλο. Εάν αυτός ο κοινωνικός εκδοτικός άλλος, προστάζει το βιβλίο να είναι ολοκληρωμένο και να μην του λείπει τίποτα… ε όχι… πάντα στη Χώρα του Πάντα Πάντα, θα λείπει κάτι. Κι ευτυχώς. DSC_0065fΌσο για «Το τραγούδι του λύγκα», κάνω μία πρώτη στάση στο 4Ο κεφάλαιο με τίτλο Θα τον φροντίζει μέχρι τέλους, σελ 257, όπου η συγγραφέας αναφέρεται στο γράμμα του Ιάσονα, τελευταία πράξη προ της ύστατης, της καταλυτικής, δηλαδή, της αυτοκτονίας του. Διαβάζω : Πατέρα, Κράτησε μόνο τούτο από μένα: Ό,τι δεν είδα δεν υπήρξε. Κι ό,τι ανύπαρ­κτο, ανώνυμο. Κι ό,τι ανώνυμο, εγώ ο Ιάσονας. Τι να πω… Θα πω ότι έχω σταματήσει να διαβάζω ή να βλέπω έργα που ασχολούνται με οτιδήποτε άπτεται του ψυχολογικού ή για την ακρίβεια του ψυχολογισμού, με μια λέξη, τα θεωρώ αφελή. Στην παραπάνω φράση η Ιφιγένεια μάς δίνει έναν ψυχαναλυτικό, και δη λακανικό, ορισμό της αυτοκτονικής διάπραξης. Ξαναδιαβάζω τη φράση : Πατέρα, Κράτησε μόνο τούτο από μένα: Ό,τι δεν είδα δεν υπήρξε. Κι ό,τι ανύπαρ­κτο, ανώνυμο. Κι ό,τι ανώνυμο, εγώ ο Ιάσονας. Το υποκείμενο που προβαίνει στην αυτοκτονία είναι ανώνυμο. Βρίσκεται εκτός συμβολικών συντεταγμένων, δεν συγκροτείται πλέον στον τόπο του Άλλου, ο Άλλος του ασυνειδήτου δεν λειτουργεί, πλανάται με τη διπλή σημασία της λέξης, δεν έχει τόπο, συμβολικό τόπο, και, όντας χωρίς τόπο, άτοπο, ενσαρκώνει στο πραγματικό το ψάξιμο ενός τόπου και, παράλληλα, τόπου χωρίς αξία στην περίπτωση του Ιάσονα.

DSC_0065fΤι μας δείχνει, επιπλέον, η συγγραφέας σε ό,τι αφορά τον επιστημονικό λόγο. Μας δείχνει τη φενάκη και την επικινδυνότητα αυτού του λόγου. Κάνω μια δεύτερη στάση στη σελίδα 290 :«Σύμφωνα με νέα μελέτη, η ευτυχία και η χαρά της ζωής κρύβονται στο DNA μας και συγκεκριμένα σε ένα γονίδιο που ονο­μάζεται 5-ΗΤΤLPR. Αυτό αναφέρουν ειδικοί της London School of Economics οι οποίοι μελέτησαν 2.754 εθελοντές στις ΗΠΑ οι οποίοι απάντησαν σε ένα ερωτηματολόγιο ‘‘μέτρησης’’ της ευτυ­χίας αλλά και της δυστυχίας». Γίνεται αναφορά στη διαδικτυακή σελίδα, στο βιβλίο. (…)

Ώστε γονίδιο λοιπόν η ευτυχία! and I’m feeling good, πα­τάω διακόπτη, δηλαδή, and I’m feeling good, στέκεται έκθαμβη απέναντι απ’ την οθόνη του υπολογιστή της, το άρθρο ακίνητο κι αυτό, κοιτάζονται τα δυο τους. (…) Τώρα καταλαβαίνει, όλα τα καταλαβαίνει τώρα, γιατί η με το γελοίο βλέπει την ευτυχία κάθε μέρα καθισμένη στο απένα­ντι παγκάκι, χαμόγελο: φαίνεται πως κάποιοι το έχουν μέσα τους, αυτή το ψάχνει απέξω της. (…) «Ούου!» νεύει απ’ το παγκάκι η ευτυχία στις κρεμασμένες απ’ τα μανταλάκια δυστυχίες στο μπαλκόνι της γελοίας. «Θα πέσου­με», της λένε οι δυστυχίες. «Σκασίλα μου», ατάραχη απαντάει η ευτυχία. Ώστε γονίδιο, λοιπόν, η ευτυχία! and I’m feeling good, πα­τάω διακόπτη, δηλαδή, and I’m feeling good, και κονταροχτυπιού­νται ευτυχίες-δυστυχίες σ’ έναν ατέρμονο αγώνα επιβίωσης. Άρτος και θέαμα. Τρέλα και θέαμα. Εκεί θα μείνει αυτή, στην τρέλα και στο θέαμα, της λείπει το γονίδιο. Θα μείνει στη γωνία με το αποδι­οπομπαίο DNA η γελοία. Θα είναι το τραγί των ημερών. Θα γίνουνε και σύλλογοι φορέων και πασχόντων. Έπειτα στρατόπεδα, φρου­ρές. Κάστες και κλαμπ και θιασώτες. Και δεξιώσεις και διώξεις. (…)

Αγαπητοί μου φίλοι, όχι μόνο προσκυνάμε αυτό το κείμενο, αλλά έχουμε φτάσει να ζούμε διαδικτυακά, και αυτό γιατί η συνάντηση των δύο φύλων χωλαίνει όπως ο γηραλέος Οιδίποδας. «Το τραγούδι του λύγκα» πραγματεύεται αυτή την αδυναμία συνάντησης του άντρα και της γυναίκας, οι ήρωες στα όρια του γκροτέσκο είναι σαν να μας σιγοψιθυρίζουν και εάν υπάρχει και αν αυτή η συνάντηση δεν είναι απλώς μία επανάληψη, ποιο τίμημα πρέπει, άραγε, να πληρώσουμε; Μια από τις απαντήσεις βρίσκεται στο ανά χείρας βιβλίο, όπου η διάσταση του «γράμματος», κάποιες φορές, είναι πέραν της σημασίας.

.

.

 

– –

 
Image

Εισήγηση,Θανάσης Αγάθος: To τραγούδι του λύγκα (Ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα) 11.1.2012, Κέντρο Ψυχαναλυτικών Μελετών

DSC_0075f

Ο Θανάσης Αγάθος

είναι λέκτορας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

 «Το τραγούδι του λύγκα» είναι ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο, αναφέρθηκαν ήδη lygas b172191από τον Πάνο Σταθόγιαννη ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του. Θα έλεγα ότι, χωρίς να είμαστε συνεννοημένοι, μου κάνει πάσα για να ξεκινήσω, γιατί έκλεισε την πολύ ενδιαφέρουσα εισήγησή του, λέγοντας ότι πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα και, κατά σύμπτωση, έτσι ακριβώς σκόπευα κι εγώ να αρχίσω. Το βιβλίο προσφέρεται για πολλά επίπεδα ανάγνωσης.

Α. Πλοκή

Πρώτα πρώτα είναι ένα μυθιστόρημα που έχει μια αρκετά γοητευτική πλοκή.  Εγώ, ως φιλόλογος, δεν μπορώ  να μη γοητευτώ από ένα βιβλίο, το οποίο έχει αυτό που λέμε αξιόλογη πλοκή. Δεν πρόκειται, φυσικά, να την αποκαλύψω, αλλά το σημαντικό είναι ότι η πλοκή είναι το πρόσχημα για να ξεδιπλωθεί ένα ευφυές σχόλιο πάνω στη διαπάλη των φύλων, με όλα αυτά τα στοιχεία που ήδη αναφέρθηκαν από τον Πάνο Σταθόγιαννη, και, παράλληλα, είναι η ευκαιρία για να διαπλάσει η Ιφιγένεια ένα πολύ ενδιαφέρον κουαρτέτο ή κουιντέτο χαρακτήρων.

1.      DSC_0019fΟ βασικός χαρακτήρας της Φιλιώς Αηδονοπάτη  θα έλεγα ότι προσφέρεται για πολλά επίπεδα ανάγνωσης. Είναι μία γυναίκα, την οποία παρακολουθούμε, σ’ ένα αρκετά μεγάλο εύρος  χρόνου — κι αυτό  φυσικά είναι μία συνειδητή επιλογή της συγγραφέως. Το βιβλίο ξεκινάει με την προσπάθεια της ηρωίδας να γράψει, και ακριβώς, επειδή δεν τα καταφέρνει, βλέπουμε όλο το βασανισμό της γραφής, όλη την προσπάθεια της γραφής,  της εξομολόγησης μέσα από τη γραφή : η ηρωίδα  αρχίζει να αφηγείται τη ζωή της, να ξεδιπλώνει το παρελθόν της,  ηχογραφώντας τον εαυτό της,  και έτσι, διαβάζουμε ή «ακούμε» την κασέτα η οποία παρουσιάζει την παιδική της ηλικία. Έχουμε, μέσα από αυτό,  την εξαιρετικά πολύπλοκη σχέση με τον πατέρα (δεν θα μπω σε λεπτομέρειες, για να μη χαλάσω τη χαρά της ανάγνωσης), έχουμε το παιχνίδι με τη γλώσσα, διότι,  βεβαίως, η Φιλιώ ή Τριανταφυλλιά Αηδονοπάτη κατάγεται από μία οικογένεια αγροτική,  όπου τα βλάχικα, όπως είπε και ο Πάνος,  μπαίνουν πάρα πολύ δυναμικά και διαπλέκονται γοητευτικά σε ένα παράξενο γλωσσικό παιχνίδι, και ύστερα, από την περιδιάβαση στην παιδική της ηλικία, βλέπουμε αυτή την κοπέλα,  τη χωριατοπούλα, να γίνεται μια εξαιρετικά επιτυχημένη αρχιτέκτων, μία αρχιτέκτων λίγο νευρωτική, βέβαια, με πρόβλημα αυτοσυγκέντρωσης,  η οποία στη συνέχεια, ως ώριμη πια γυναίκα, περνάει από μία σειρά σχέσεων, που τη σημαδεύουν η καθεμιά με το δικό της ιδιαίτερο τρόπο.

2.     Υπάρχει ένας ψυχαναλυτής,  ο Αλκιβιάδης,

3.     υπάρχει ένα σαραντάρης αποτυχημένος ηθοποιός, με το συμβολικό όνομα Ιάσονας,

4.     υπάρχει ο πατέρας του ο Άλεξ 

5.     και υπάρχει και ένα πέμπτο πρόσωπο, η Αλταμίρα, που θα έλεγα ότι είναι το κλειδί ή, ένα πάση περιπτώσει, ένα από τα βασικά κλειδιά της ιστορίας.

_

DSC_0004f

Β. Ονοματοθεσία

 

Αυτό που έχει εξαιρετικά ενδιαφέρον εδώ είναι το πόσο  μεγάλη σημασία δίνει η Ιφιγένεια στην επιλογή των ονομάτων των διαφόρων ηρώων. Εάν, δηλαδή, δεχθούμε  την άποψη κάποιον θεωρητικών της λογοτεχνίας ότι ήδη η ονοματοθεσία είναι μία διαδικασία, που από την πλευρά του συγγραφέα είναι μία συνειδητή επιλογή, ακριβώς επειδή θέλει να σηματοδοτήσει κάποια πράγματα με ένα όνομα που δίνει σε κάποιο χαρακτήρα του, θα λέγαμε ότι αυτό είναι  εξαιρετικά ακριβές στην περίπτωση του Ιάσονα. Ο Ιάσονας,  μέσα στις σελίδες που του αφιερώνει η συγγραφέας, θυμίζει λίγο το μυθικό Ιάσονα,  έχει μια πορεία ενηλικίωσης, μέσα από τη σχέση με τον πατέρα, τη μητέρα, την ηρωίδα, και βεβαίως όλο το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από  μυθολογικές αναφορές και ψυχαναλυτικούς  συμβολισμούς, για τους οποίους θα μας μιλήσει, στη συνέχεια,  η Ντόρα. Είναι, γενικά, ένα έργο το οποίο προσφέρεται για πολλά επίπεδα ανάγνωσης.

chiharu-shiota-e6a4bfe4bc9a2009e4bc9ae5a0b4e58699e79c9f04-1024x768.jpg

Γ. Κειμενικά είδη

Αυτό το οποίο εγώ θέλω να τονίσω είναι το πολύ γοητευτικό παιχνίδι με τα διάφορα κειμενικά είδη, για το οποίο ήδη έγιναν κάποιες νύξεις. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω σ’ ένα μυθιστόρημα να ενσωματώνονται, σε τέτοια έκταση, τόσα πολλά διαφορετικά κειμενικά είδη. Είναι αυτό που ο Μιχαήλ Μπαχτίν αποκαλούσε παρέμβλητα είδη στο μυθιστόρημα και που θεωρούσε ότι είναι ενισχυτικά του πολυγλωσσισμού του μυθιστορήματος. Ο Μπαχτίν υποστηρίζει  ότι, μέσα από την ένταξη, σε ένα λογοτεχνικό έργο μιας  όσο γίνεται μεγαλύτερης ποικιλίας κειμενικών ειδών, φτάνουμε  τελικά να έχουμε αυτό που λέμε πολυφωνικό μυθιστόρημα, και αυτό ισχύει στην περίπτωση του τραγουδιού του λύγκα. Δηλαδή παρεμβάλλονται στη βασική αφήγηση :

1.      Κασέτες, όπως είπα

2.Υπάρχει ποίηση,  ποιήματα που παρεμβάλλονται

3.Υπάρχουν επιστολές. Η ίδια η επιστολή του Ιάσονα προς τον πατέρα του, προς το τέλος πια της ιστορίας, πέρα του ότι είναι μια συγκλονιστική εξομολόγηση, που ρίχνει φως, τελικά, σε πολλά μυστήρια που έχει αφήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή η συγγραφέας, αποτελεί και ένα υπόδειγμα για το πώς μπορεί να ενσωματωθεί σε ένα λογοτεχνικό κείμενο μία επιστολή. Εάν ανοίξετε το βιβλίο, εάν έχετε διαβάσει το βιβλίο, ασφαλώς καταλαβαίνετε τι εννοώ, για να μη χαλάσω τη χαρά της ανακάλυψης, απλώς θα πω ότι  το συγκεκριμένο γράμμα δεν δίνεται με τη γραμματοσειρά που θα περίμενε κανείς, αλλά δίνεται με το γραφικό χαρακτήρα του  ίδιου του Ιάσονα και με όλες τις διαλείψεις, τις μουτζούρες, με όλα αυτά τα σημεία τα οποία ενδεχομένως σηματοδοτούν την ψυχολογική του κατάσταση την ώρα που συνέτασσε την επιστολή.

4.Παρεμβάλλονται,  επίσης,  κάρτες επαγγελματικές… ψυχιάτρων,

5.     διάφορα σύντομα σημειώματα,

6.    διάφορες σύντομες επιστολές,  

7.     υπάρχουν σελίδες από το διαδίκτυο, υπάρχει ένας πολύ επιτυχημένος «διάλογος» της ηρωίδας με διαδικτυακή σελίδα

8.    Υπάρχει, βεβαίως, η φόρμα του θεατρικού διαλόγου σε κάποια σημεία.Όταν λέω φόρμα θεατρικού διαλόγου εννοώ ότι από κάποια σημεία απουσιάζουν παντελώς οι ενδείξεις που συνοδεύουν συνήθως το διάλογο σε ένα πεζογράφημα του τύπου «είπε», ο τάδε, «απάντησε», ο τάδε κ.λπ. Έχουμε ολόκληρα κατεβατά, εάν μου επιτρέπεται η έκφραση, από διαλόγους.

chiharu-shiota-e6a4bfe4bc9a2009e4bc9ae5a0b4e58699e79c9f04-1024x768.jpg

9.     Και, βεβαίως, υπάρχει κι ένα σημείο, για το οποίο θα μας μιλήσει η Ιφιγένεια, όπου οι ήρωες παρακολουθούν μία θεατρική παράσταση, κι εκεί παρεμβάλλονται κομμάτια που έχουν ακριβώς τη φόρμα του θεατρικού διαλόγου

10.Υπάρχουν ακόμη και επιστημονικές παραπομπές

11.Υπάρχουν ακόμη και υποσημειώσεις

12.Υπάρχει κι ένα κεφάλαιο το οποίο περιλαμβάνει, πολύ αναλυτικά όμως, το μενού ενός εστιατορίου, με πινελιές σουρεαλιστικές και μυθολογικές,  ένα κεφάλαιο που έχει πραγματικά πολύ μεγάλη σημασία και τοποθετείται ακριβώς στην κατάλληλη στιγμή

chiharu-shiota-e6a4bfe4bc9a2009e4bc9ae5a0b4e58699e79c9f04-1024x768.jpgΌλα αυτά δεν είναι, σε καμία περίπτωση, ατάκτως εριμμένα, δηλαδή, ενισχύεται ο πολυγλωσσισμός του μυθιστορήματος. Όλα αυτά τα παρεμβαλλόμενα είδη θα λέγαμε ότι αποτελούν τμηματικές εικόνες της πραγματικότητας, και βεβαιώνεται έτσι η θέση του Μπαχτίν ότι το μυθιστόρημα αποτελεί τη συγκριτική ενοποίηση, το συνδυασμό, εάν θέλετε, όλων των άλλων κειμενικών ειδών, και είναι το μόνο είδος που μπορεί, πραγματικά,  να περικλείει τα πάντα : από την ποίηση, το δοκίμιο, έως τον τηλεφωνικό κατάλογο. Το βιβλίο της Ιφιγένειας είναι μία απτή απόδειξη για το πόσο δίκιο είχε ο μεγάλος θεωρητικός  υποστηρίζοντας αυτό.

Δ. Η πράξη της γραφής

Βεβαίως, η παρεμβολή και η μείξη των ειδών αποκαλύπτει, πάνω από όλα, και αυτό θέλω να τονίσω, τη σταθερή διάθεση της Σιαφάκα να διαλέγεται με τον εαυτό της πρώτα πρώτα, να διαλέγεται με τους αναγνώστες, να βρίσκεται σε μια διαρκή διάδραση με τους αναγνώστες  και, τελικά, να βάζει τον ίδιο τον αναγνώστη  σε ένα πολύ γοητευτικό παιχνίδι, αυτό που λέμε παιχνίδι της γραφής.

Η Ιφιγένεια Σιαφάκα έχει εδώ προσπαθήσει να κάνει τον αναγνώστη κοινωνό σε αυτό που λέμε περιπέτεια της γραφής. Δηλαδή, από την πρώτη κιόλας σελίδα με την τεράστια δυσκολία που έχει η ηρωίδα να γράψει και μέσα από όλο αυτό που συμβαίνει στο βιβλίο και που δεν θέλω να το αποκαλύψω, βλέπουμε διαρκώς να προβάλλει ο βασανισμός της γραφής, η προσπάθεια, θα λέγαμε, της δημιουργού να προβάλει και την επιφάνεια και το βάθος  του εαυτού της, μέσα από την περιπέτεια αυτής της γραφής.

chiharu-shiota-e6a4bfe4bc9a2009e4bc9ae5a0b4e58699e79c9f04-1024x768.jpgΗ γραφή στο βιβλίο εμφανίζεται, πρώτα απ’ όλα, ως δημιουργία, ως βασανισμός, ως λύτρωση, ως πάθος, ως ηδονή, ως τόπος μνήμης, μπορεί να πει κανείς πάρα πολλά για το πώς η μνήμη μπαίνει μέσα στην ιστορία και, τελικά, ίσως όλο αυτό να ταυτίζεται και με το πάθος της εξιστόρησης, και ίσως αυτή η εμμονή με τη γραφή να αντανακλά τη διάθεση της Σιαφάκα να βρίσκεται σε μία ευθεία ανταπόκριση με το διαρκώς μεταλλασσόμενο έργο της. Σε ευθεία ανταπόκριση, αν θέλετε,  με τα διάφορα προσωπεία που η ίδια επιλέγει να εμφανίσει μέσα από τους χαρακτήρες της και που αποτελούν τις πολλαπλές όψεις του συγγραφικού της εγώ. 

chiharu-shiota-e6a4bfe4bc9a2009e4bc9ae5a0b4e58699e79c9f04-1024x768.jpgΗ τάση της να σχολιάζει αυτά που γράφει, να σαρκάζει τη δυσκολία της γραφής, να υπενθυμίζει, πολλές φορές, την παντοδυναμία του παντογνώστη αφηγητή, διαβάζω ενδεικτικά ένα απόσπασμα : Ωστόσο, για να δούμε την αλήθεια, γιατί μόνον εγώ  μπορώ να περιγράψω την αλήθεια,  και λίγο αργότερα, γιατί μόνον εγώ από δω μπορώ να διηγηθώ την πάσα αλήθεια των ανθρώπων.  Όλο αυτό για μένα δηλώνει, και κάτι που θα ήθελα να πω στην πορεία, δεν θέλω να το πω τώρα,  τελικά πόσο βαθιά ενστερνίζεται την άποψη ότι περισσότερο σημαντική από αυτά τα οποία γράφει ένας συγγραφέας είναι η  ίδια η πράξη της γραφής.

 

 

 
Image

Συνέντευξη: Περιοδικό αληthεια, Εκδόσεις Πατάκη

Περιοδικό αληthεια

http://aletheia.gr/

Στο παρόν τεύχος που είναι αφιερωμένο

στη διαφορά των φύλων

δημοσιεύεται και η συνέντευξή μου

για το μυθιστόρημά μου

Το τραγούδι του λύγκα, 

που εντάσσεται στην ίδια θεματική.

http://wp.me/p2VUjZ-21M

 

Tags: ,

Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, στο ΑΙΘΡΙΟ του ΠΑΝΔΟΧΕΙΟΥ

Ιφιγένεια Σιαφάκα, στο ΑΙΘΡΙΟ του ΠΑΝΔΟΧΕΙΟΥ

Φωτό: H. C. Bresson

Στον παρακάτω σύνδεσμο η συνέντευξη

στον Πανδοχέα

Λάμπρο Σκουζάκη.

Θερμές ευχαριστίες!

http://pandoxeio.com/2013/05/23/aithrio124siafaka/

 

Tags: ,

Image

Επί Ασπαλάθων, Συνέντευξη ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ, 105,5 με τον Μανόλη Πολέντα

Επί Ασπαλάθων, Συνέντευξη ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ, 105, 5 με τον Μανόλη Πολέντα

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα

14. 1. 2012. ΚΟΚΚΙΝΟ, 105,5 FM
από το 14ο λεπτό και εξής…

http://188.40.41.219/ekpompes/epi-aspalathon/2012-01-14.mp3/view

Tο επόμενο μουσικό κομμάτι ακούγεται στο βιβλίο

 

Tags: , ,

Image

Περιοδικό Αληtheια, Περιοδικό Ψυχανάλυσης, Φιλοσοφίας και Τέχνης, Εκδόσεις Πατάκη

lygas 542642_563540787035521_1522974083_n

Ιφιγένεια Σιαφάκα Το Τραγούδι του λύγκα
Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2011

Μια συνέντευξη με τη συγγραφέα 

«Δεν είμαι εγώ που μιλώ, είναι τα πράγματα που μιλούν μέσα από εμένα»   

ifi 402045_3308534991519_200650689_nΝτόρα Περτέση (ΝΠ): Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σας διαβάζουμε: «Το τραγούδι του λύγκα  πραγματεύεται τη σύγκρουση ανάμεσα στα δύο φύλα, προσπαθώντας να ανιχνεύσει και να σχολιάσει τις αιτίες της». Αυτό μου φέρνει στο μυαλό τη λακανική ρήση “Δεν υπάρχει διάφυλη σχέση”, η οποία σημαίνει ότι σχετιζόμαστε με ένα αντικείμενο, με μια φαντασίωση ή με  το σύμπτωμα του άλλου και όχι με τον άλλο ως τέτοιον. Σκέφτομαι ότι στο “Τραγούδι του λύγκα” περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Μπορείτε να μας μιλήσετε λίγο για τη σχέση αυτή;

Ιφιγένεια Σιαφάκα (ΙΣ): Ήδη ο τίτλος του βιβλίου, και δη η λέξη «λύγκας», είναι«παραπλανητικός». Είναι μια διαπίστωση την οποία, στο τέλος, κάνει και ο ίδιος ο αναγνώστης. Συνεπώς, ο ίδιος ο τίτλος εμπεριέχει μια ανατροπή, μια μη συνάντηση με το περιεχόμενό του, τουτέστιν τη σύγκρουση φαντασίωσης και πραγματικότητας, για την οποία μιλάτε.

Πράγματι, στο μυθιστόρημα δεν υπάρχει σχέση μεταξύ των δυο φύλων, αντιθέτως θα βρούμε σχέσεις «νοσηρές», σχέσεις συμπτωμάτων και, κατά κύριο λόγο, αυτή την ανατρεπτική, γκροτέσκικη και τρομακτική σχέση που ενυπάρχει σε μια αρχέγονη φαντασίωση, κυρίως για το γυναικείο, η οποία, εν προκειμένω, δεν σταματά στο εικονικό της περιτύλιγμα, αλλά περνά στην πράξη. Αυτή ακριβώς η λογική πυροδοτεί και την συμπτωματολογία των ηρώων, που είτε είναι πομποί είτε αποδέκτες της σύλληψης για το γυναικείο.

 

Francesco Viscuso (42)

ΝΠ: Μια που αναφέρεστε στο γυναικείο, ακόμη και από την πλευρά της ελληνορωμαϊκής μυθολογίας, αλλά και ψυχαναλυτικά μιλώντας, μήπως μπορούμε να πούμε ότι ο ορισμός του γυναικείου και το γυναικείο, που τόσο πολύ έχει εξυμνηθεί από τους ποιητές -σας υπενθυμίζω ότι ακόμη και ο ίδιος ο Φρόυντ κατέθεσε τα όπλα αφήνοντας αναπάντητο το ερώτημα «του τι είναι γυναίκα»-, μήπως τελικά ο ορισμός του προσκρούει στο σκόπελο του αδύνατου, του ανέφικτου, του άφατου κλπ;

IΣ: Να τα δούμε ένα- ένα. Αρχικά, δεν ξέρω ακριβώς τι τελικά εξυμνείται από τους ποιητές και αν αυτό αποτελεί locus communis για όλους τους γράφοντες ή ιδιωτικές μυθοπλασίες με χρήση απλώς κοινών σημαινόντων. Άλλωστε, αν δούμε την εξέλιξη της λογοτεχνίας, θα παρατηρήσουμε ότι σε κάθε εποχή εξυμνείται και κάτι διαφορετικό. Συνεπώς τα ιδεώδη αλλάζουν, αλλά δεν θεωρώ ότι εκεί βρίσκεται το πρόβλημα, θεωρώ ότι το πρόβλημα είναι δομικό.

Θα έλεγα επίσης ότι οι γυναίκες, αν και αγαπούν τα λόγια, δεν έχουν τελικά ανάγκη ούτε από λατρεία ούτε από ύμνους, αλλά από αγάπη.Η εξιδανίκευση είναι ύποπτη, γιατί στην ουσία η γυναίκα είναι απούσα, παρούσα είναι μόνον η εικόνα της ή, μάλλον καλύτερα, η εικόνα της εικόνας της.

Δευτερευόντως, ο Φρόυντ υπήρξε άνδρας. Αντιλαμβάνομαι συνεπώς τη δυσκολία του ως γυναίκα. Έχει δίκιο.

Τρίτον, όλα αυτά τα στερητικά «α» των επιθέτων που χρησιμοποιήσατε για να εντοπίσετε τη δυσκολία ορισμού του γυναικείου, νομίζω ότι μπορούν να εξαλειφθούν, εάν αποδεχτούμε ότι το ερώτημα του τι είναι γυναίκα είναι πολλαπλώς επαναπροσδιορίσημο, κάθε φορά από κάθε γυναίκα. Δεν υπάρχει Γυναίκα, υπάρχουν γυναίκες, και ίσως αυτή να είναι η δυσκολία στην οποία προσκρούει και η αμηχανία με την οποία «εμφανίζεται επί σκηνής» το ανδρικό φύλο, έχοντας σχηματίσει a priori στο μυαλό του ένα μοντέλο για τη μία και ιδανική Γυναίκα. Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη μου, αποτυγχάνει, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, η συνάντηση. Δίνεται η εντύπωση, και αυτό το ακούμε συχνά στις διηγήσεις γυναικών, ότι οι άνδρες, κατά έναν περίεργο τρόπο, κωφεύουν, δεν ακούνε το γυναικείο αίτημα. Μα «για να ακούσεις» πρέπει να έχεις «καθαρά» αυτιά.

552009_3905754201626_255688815_n

ΝΠ: Η συνάντηση αποτυγχάνει, αυτός είναι ο κανόνας,  υπάρχουν βεβαίως και κάποιες ευτυχείς στιγμές συναντήσεων, ως εξαίρεση. Εντούτοις, η δική σας συνάντηση με τον γραπτό λόγο, θεωρώ ότι είναι μια ευτυχής συνάντηση για μας τους αναγνώστες. Έχω στο μυαλό μου κάποια αποσπάσματα γραφής σας που, κατά τη γνώμη μου, συνιστούν υφολογική ανατροπή και πρωτοπορία…  Θα τολμήσω λοιπόν το εξής ερώτημα: Από ποιον τόπο γράφει ο συγγραφέας;

ΙΣ: Τω όντι, ο γραπτός λόγος είναι ο καλύτερος αρσενικός που συνάντησα ποτέ… Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω ούτε από ποιον τόπο γράφει κάθε συγγραφέας, ούτε εάν ο ίδιος τον γνωρίζει συνειδητά. Προσωπικά, εν πλήρει συνειδήσει, γράφω από τον τόπο του υπ-άρχειν. Και ευτυχώς, γιατί είναι ανεξάντλητος. Από εκεί αλιεύω όλο το υλικό μου, επιχειρώντας τη βουτιά που κάθε φορά ευελπιστώ να φέρει στην επιφάνεια το άφατο.Πέραν τούτου, για μένα ο συγγραφέας είναι όπως ο ηθοποιός. Συνιστά φορέα ύφους και όχι πρωταγωνιστή ύφους. Είναι τα πρόσωπα, τα πράγματα, οι συνθήκες, οι καταστάσεις, τα χρώματα, οι μυρωδιές, οι ήχοι που δεν καλείται απλώς να τα περιγράψει και να τα αναπλάσει, αλλά να τα ενσαρκώσει και να τα αισθανθεί βλέποντας και σχολιάζοντας τον κόσμο με τα δικά τους μάτια. Γι’ αυτό και υπάρχουν στο βιβλίο μου εναλλαγές ύφους. Δεν είμαι εγώ που μιλώ, είναι τα πράγματα που μιλούν μέσα από εμένα.

Η συνέντευξη δόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2011, λίγο μετά την έκδοση του βιβλίου. Προσεχώς στα βιβλιοπωλεία το τεύχος στο οποίο φιλοξενείται η συνέντευξη. Περιοδικό Αληtheια,  εκδόσεις Πατάκη.

lygas 542642_563540787035521_1522974083_n

Υπόθεση

Η Τριανταφυλλιά Αηδονοπάτη του Γεωργίου και της Ευλαμπίας, το γένος Παπαμπίτζη, είναι μία πολύ επιτυχημένη αρχιτέκτων με γελοίο όνομα. Η σχέση με την οικογένειά της, και ειδικά με τον επαρχιώτη αυταρχικό πατέρα της, το γυναικείο φύλο και το όνομά της βιώνονται τραυματικά. Σε μία απόπειρα αποθεραπείας, θα υποκύψει στη γοητεία ενός ψυχίατρου-ποιητή της κοσμικής Αθήνας και θα γίνει ερωμένη του. Το τέλος της δεκαετούς σχέσης τους θα είναι αναπάντεχα τραγελαφικό και, καταρρακωμένη από την εμπειρία, θα συναντήσει τον Ιάσονα, έναν ιδιόρρυθμο και επαναστατημένο σαραντάρη ηθοποιό. Η σχέση του Ιάσονα με τον πατέρα του τον Άλεξ, έναν εκκεντρικό αποσυρμένο επιχειρηματία, κρέμεται από μία κλωστή την οποία υποβαστάζει η μυστηριώδης μορφή της ωραίας Αλταμίρας. Όλοι θα αναμετρηθούν σκληρά με τις επιθυμίες, τις αναμονές, τις ματαιώσεις, τις φαντασιώσεις τους, αλλά κυρίως με το απελπισμένο αίτημά τους για αγάπη, η οποία, χλευάζοντάς τους απερίφραστα, θα τους προτείνει Το Τραγούδι του Λύγκα.

Θέμα

Το Τραγούδι του Λύγκα πραγματεύεται τη σύγκρουση ανάμεσα στα δύο φύλα, προσπαθώντας να ανιχνεύσει και να σχολιάσει τις αιτίες της. Βαθιά ερωτικά, τα πρόσωπα του μυθιστορήματος θα δώσουν τα πρωτεία στην ανάδυση του αρχέγονου ανθρώπινου τρόμου που ελλοχεύει στη συνάντηση. Η αλήθεια (ο μύθος) τους αποκαλύπτεται για να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα και να συνομιλήσει με την ελληνορωμαϊκή μυθολογία ως φορέα συμβόλων του τρόπου με τον οποίο η ψυχή αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Για το λόγο αυτό οι σχέσεις τους φαίνονται παράλογες και δεν υπάρχουν ιππότες και πριγκίπισσες ούτε νικητές ή ηττημένοι, μόνον μαριονέτες αντι-ήρωες, που κάποτε αγγίζουν το γκροτέσκο.

 
Image

Εισήγηση, Πάνος Σταθόγιαννης: To Τραγούδι του λύγκα (Η γλώσσα του μυθιστορήματος) 11.1.2012, Κέντρο Ψυχαναλυτικών Μελετών

Oμιλία, Πάνος Σταθόγιαννης: To Τραγούδι του λύγκα, Ιανουάριος 2012

http://www.biblionet.gr/author/464/%CE%A0%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82_%CE%A3%CF%84%CE%B1%CE%B8%CF%8C%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82

Θα ξεκινήσω με μία παραδοχή, με κάτι σαν εξομολόγηση. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν ένιωσα με τόση ένταση, τόσο δυσκολεμένος όσο γράφοντας αυτές τις αράδες, τις οποίες γράφω για το βιβλίο της αγαπητής Ιφιγένειας Το τραγούδι του λύγκα, και ταυτόχρονα τόσο διευκολυμένος. Κι αυτό γιατί υπάρχει μεγάλη συγγένεια ανάμεσα στη γραφή της Ιφιγένειας και τη δική μου. Έτσι, ήταν σαν να έπρεπε να μιλήσω για δικά μου γραψίματα. Και να πω ασφαλώς καλά λόγια.

Επιτρέψτε μου να γίνω πιο σαφής. Ο συγγραφέας, και συγκεκριμένα μιλάω για τη συγγραφέα, κατασκευάζει ο ίδιος μια πραγματικότητα, με δάνεια βεβαίως από την πραγματική, τη γύρω πραγματικότητα. Στη συνέχεια, πάλι ο ίδιος την παρακολουθεί. Άλλοτε από μια συγκεκριμένη γωνία και άλλοτε από μία διαρκώς και εναλλασσόμενη αυθαίρετα οπτική γωνία. Και τέλος όλα αυτά τα άκρως υποκειμενικά κοιτάγματα, μιας άκρως υποκειμενικά δομημένης πραγματικότητας, αποπειράται να τα μετατρέψει σε επικοινωνία, και το κάνει αυτό με μία γλώσσα που να εξυπηρετεί όχι τόσο την περιγραφόμενη πραγματικότητα, αλλά να εκφράζει με τη μέγιστη δυνατή αποκαλυπτικότητα τον πιο βαθύ εαυτό του. Το εγώ του εν θεία μανία. Τον συν γραφέα μέσα του, τη γυμνή του ιδιοσυστασία.

Δύσκολα πράγματα δηλαδή, μοιάζουν περισσότερο με στοιχήματα. Με παρτίδες πόκερ με τον μεγαλύτερο χαρτοπαίχτη και βιρτουόζο ταυτόχρονα χαρτοκλέφτη που γεννήθηκε ποτέ, τη γλώσσα. Παρτίδες που βέβαια δεν πρόκειται να κερδίσεις ποτέ, ούτε μία φορά, εκτός εάν σου το επιτρέψει ο ίδιος ο χαρτοπαίκτης, επειδή σε συμπαθεί, επειδή τον καλοπιάνεις, επειδή παίζεις μαζί του με τέτοια πίστη στις δυνάμεις σου, που όμως δεν παραβιάζει τα όρια του σεβασμού, ίσως και του δέους. Σου επιτρέπει δηλαδή να τη κερδίσεις την γλώσσα με τον ίδιο τρόπο που εμείς στα παιχνίδια που παίζουμε με τα παιδιά μας τ’ αφήνουμε να μας νικάνε. Η Ιφιγένεια Σιαφάκα την κέρδισε αυτήν την παρτίδα. Η γλώσσα στάθηκε καλόγνωμη και ευνοϊκή απέναντι της. Της είπε με πασπατεύεις με τέτοιον τρόπο, κατά διαστήματα γίνεσαι τόσο φυσικά τολμηρή, έως τα όρια του βίτσιου, εμφανίζεις μια επιμονή που δηλώνει τουλάχιστον αφοσίωση, που δε γίνεται, δεν το σηκώνει η καρδιά μου να μην σου παραδοθώ.

ifi 425514_3307914456006_483577636_n

Enter a caption

Όπως διαπιστώνετε, μιλάω για τη γλώσσα του εν λόγω μυθιστορήματος, για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί η λογοτεχνία είναι αυτό που η ίδια η λέξη φανερώνει, τέχνη του λόγου. Μου αρέσει κάθε τόσο να επαναλαμβάνω τη γνωστή ιστορία, ανάμεσα σε έναν δόκιμο συγγραφέα και μια αυθεντία, όπου ο πρώτος ρωτάει με παράπονο τον δεύτερο πώς γίνεται ενώ έχει εξαιρετικές ιδέες να μην μπορεί να γράψει ένα μυθιστόρημα. Και τότε ο φτασμένος του απαντάει ότι αυτό δε γίνεται επειδή τα μυθιστορήματα δε γράφονται με ιδέες, γράφονται με λέξεις. Και δεύτερον επειδή θεωρώ ότι η κυρία έχει ιδιαιτερότητα… ίσως η σπουδαιότερη αρετή του Τραγουδιού του λύγκα είναι η γλώσσα του…

Η θεματογραφία ενός συγγραφέα είναι ούτως ή άλλως περιορισμένη. Συζητώντας το πρωί στο τηλέφωνο με την κ. Σιαφάκα, καταλήξαμε ότι ίσως τελικά να περιλαμβάνει μόνο δύο θέματα τον έρωτα και το θάνατο. Και ασφαλώς τον τρόπο που συμπλέκονται, περιπλέκονται και διαπλέκονται μεταξύ τους αυτές οι δύο έννοιες και πραγματικότητες. Άλλωστε το βιβλίο θα το διαβάσετε ή το έχετε ήδη διαβάσει. Θα δείτε για τι πράγμα γίνεται λόγος, δεν έχει νόημα να σας το περιγράψω. Εγώ στη γλώσσα θα περιοριστώ. Και θα περιοριστώ σ΄ αυτή διότι με εντυπωσίασε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Η κ. Ι.Σ. έχει ένα τέτοιο φετιχιστικό πάθος με τις λέξεις, σ΄ ένα τυπωμένο βιβλίο απαίτησε να τις δει με έντονα, με πλάγια στοιχεία, με διαφορετικά μεγέθη γραμματοσειράς, εντός κι εκτός τετραγώνου, με πλήρη στοίχιση, με την κάθετη στο΄πιχιση του ποιητικού λόγου και του τραγουδιού, με μπαροκοειδή διάταξη, συνοδευόμενες από σχεδιάκια, τυπωμένες στις σελίδες ενός κατάλογο ενός εστιατορίου, γραμμένες στο χέρι, σβησμένες με γομολάστιχα, πατικωμένες, διαγραμμένες με απότομες γραμμές, νευρικές, παραληρηματικές, να παίζουν πρώτα με την ίδια την όρασή μας. Και να φανερώνουν ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάποιον, εν προκειμένω με κάποια, που της αρέσει όταν τα ίδια τα σημαίνοντα υλοποιούνται. Κι αυτό όπως ο Γιώργος ο Σεφέρης, μιλάει για έννοιες όπως η αγάπη, η δίψα και η έκσταση, που μέσα στις θαλασσινές σπηλιές γίνονται πράγματα σκληρά σαν τα κοχύλια, που μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου. Ή μάλλον καλύτερα όταν η ίδια η συγγραφέας συγκροτείται μέσω ακόμη και της οπτικής αποτύπωσης και όχι μόνον του αυτοαποκαλυπτικού φορτίου των λέξεων.

lygas734287_321286561309117_1243101693_n

1 Το χαρακτηριστικό των λέξεων της γλώσσας που χρησιμοποιεί η συνάδελφος και φίλη Ιφιγένεια, είναι πρώτα η ανακεφαλαιωτική διάθεσή της, χωρίς κανένα πρόβλημα, αλλά αντίθετα με γοητευτική μαεστρία και χάρη καταδύεται σε όλα σχεδόν τα ιστορικά υποστρώματα της ελληνικής, φτάνοντας ακόμη έως την αττική διάλεκτο και ακόμη πιο πίσω, στην ομηρική. Μην παραλείποντας ωστόσο μέσα σε αυτό το μακροβούτι της να λοξοδρομεί σε , ας πούμε, βλάχικα και σε φράσεις κλισέ, αναβαπτισμένες και αναπαρθενεμένες πάντα, φράσεις του συρμού, του πεζοδρομίου. Η γλώσσα του τραγουδιού του λύγκα είναι μία επιτομή των περιπετειών της γλώσσας.

2 Ως δεύτερο χαρακτηριστικό θα επισημάνω την έννοια του καίριου που συχνά τη σφραγίζει. Αυτό εμφανίζεται συνήθως στα απροσδόκητα ρήματα που συχνά πυκνά χρησιμοποιεί όχι μόνο για να πυροδοτήσει τη δράση, αλλά και μια άλλη πνευματικότερη, θα έλεγα, διαδικασία στο μυαλό και στην καρδιά του έχοντος τις ίδιες αντένες αναγνώστη. Εμφανίζεται και στα απρόσμενα επίθετα και τους απρόσμενους επιθετικούς προσδιορισμούς που επιχειρεί, προκαλώντας έτσι σπινθήρες από την επαφή τους με τα ουσιαστικά. Εμφανίζεται και στα απρόσμενα επιρρήματά της που μεταφέρουν τα δρώμενα και σε ένα άλλο, διαφορετικό επίπεδο. Επίτηδες είπα τη λέξη καίριο εδώ. Η γλώσσα ανακαλύπτει την αλήθεια των πραγμάτων και στη συνέχεια την αποκαλύπτει. Το καίριο, το έγκαιρο της υπόθεσης έγκειται στο γεγονός ότι η συγγραφέας με τον τρόπο που χειρίζεται τη γλώσσα, ανακαλύπτει και αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της αλήθειας των πραγμάτων που περιγράφει. Γι’ αυτό και προηγουμένως επανέλαβα τη λέξη απρόσμενα κάμποσες φορές. Συχνά σε αναγκάζει να μείνεις ίσως και ενεός μπροστά σε μία φράση, λέγοντας από μέσα σου, Κοίτα, ούτε που μου περνούσε από το μυαλό ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι ΚΑΙ έτσι. Να διαθέτουν και τέτοιο επέκεινα. Να μπορούν να ζευγαρώσουν και σε τέτοιες αλλόκοτες πόζες… μπα, σε καλό σας, κυρία μου…

ifi 395910_3307901375679_29361236_n

3 Τρίτο χαρακτηριστικό του βιβλίου, για το οποίο σήμερα, έχω την τιμή και τη χαρά να σας μιλάω, είναι ο προσδιοριστικός της πραγματικότητας τρόπος χρήσης της γλώσσας, τόσο προσδιοριστικός, που η περιγραφόμενη πραγματικότητα, η fabula, όπως θα έλεγαν και οι Λατίνοι, χωρίς να παύει να είναι πραγματικότητα με την βαθύτερη σημασία του όρου. Την πιο μεταφυσική, είναι πρώτα γλώσσα και ύστερα πραγματικότητα. Μια γλώσσα που χτίζει την πραγματικότητα, προσεγγίζοντάς την, πολιορκώντας την, αγγίζοντάς την, ερωτοτροπώντας μαζί της, βιάζοντάς την, πολλές φορές γίνεται κι αυτό, για να τη φέρει στα δικά της τα μέτρα. Μέτρα που εν προκειμένω, αποδεικνύονται ευρύτερα, βαθύτερα, υψηλότερα των παγιωμένων αντιλήψεών μας περί του τι είναι αλήθεια και πώς έχει τελικά ο κόσμος που μας περιβάλλει.

Ζουμάρει σε άλλες λεπτομέρειες από αυτές που κάνει ακόμη κι ένα έμπειρο μάτι ξεδιπλώνει από πίσω τους μία χορεία άλλων εξίσου αποκαλυπτικών λεπτομερειών και συσχετισμών, τις οδηγεί σε σαρκαστική αυτοαναίρεση, τις μεταποιεί από ασημαντότητες σε παράγοντες. Με άλλα λόγια, η συγγραφέας μας κατασκευάζει μία γλωσσική πραγματικότητα που πάλλεται και ανασαίνει στην πιο βαθιά αλήθεια της. Κι αυτό εδώ, μου θύμισε έναν στίχο του Ρίτσου, που κάποτε με κατηγορούσαν ότι θα αρχίσω να γράφω μεταφυσικά ποιήματα κι εγώ τους απαντούσα με μεταφυσικότερα ποιήματα ενός βαθύτερου ρεαλισμού.

Από την άλλη, και σας παρακαλώ εδώ να δείτε τι ακριβώς θέλω να πω, και μη θεωρήσετε ότι έρχομαι σε αντίφαση με τον προηγούμενο ισχυρισμό μου. Η Ιφιγένεια γράφει σαν να μην έχει η ίδια καθόλου γλώσσα, σαν να μιλούν τα ίδια τα πράγματα, αντικείμενα, ήρωες, καταστάσεις, γεγονότα. Θέλω να πω ότι η γραφή της μου φανέρωσε ένα πνεύμα που δεν στέκεται απέναντι σε αυτά που περιγράφει και απλώς τα αντανακλά, αλλά γίνεται το ίδιο, αυτά τα πράγματα. Δε μιλά απλώς εξ ονόματός τους, αλλά είναι η δική τους φωνή. Μια φωνή που τα αναβαπτίζει και τα παραδίδει στον αναγνώστη αλλά και στην ιστορία της ελληνικής γραμματείας. Τα παραδίδει ολοκαίνουργα κι αστραφτερά.

Θα μπορούσα να σας μιλάω για το Τραγούδι του Λύγκα για ώρες πολλές, για το διαρκές παίξιμο του ματιού, έχοντας ομογάλακτη διάθεση, και τον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό που τον διακρίνει, για τα στραμπουλήγματα, για το χιούμορ του, την τραγικότητα που μπορεί σχεδόν ελεητικά να μετατρέπεται σε αστειότητα και αντιστρόφως, για τα συχνά πυκνά παραληρηματικά του ξεστρατίσματα, για το γλωσσικό του στόμφο αλλά και τη γλωσσική του ταπεινότητα, για την πολυχρωμία του που τείνει να γίνει ένα χρώμα, όπως πρέπει να γίνονται τα χρώματα της ίριδας, να γίνουν τελικά φως, για την ψυχολογία του, το τυχαίο, το αναγκαίο, το ποθούμενο.
Θα περιοριστώ όμως σε αυτά.

ifi 396208_3307985537783_515990851_n
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που καλείστε να το διαβάσετε αργά, να μη μείνετε μόνο στα δρώμενα, να επιτρέψετε στη γλώσσα του να σας παρασύρει, να σας πάει όπου εκείνη θέλει, χωρίς αντιρρήσεις και απορίες από την πλευρά σας. Κάνοντας διαρκώς όλο και περισσότερες συνάψεις στο μυαλό σας, ενεργοποιώντας όλο και περισσότερα μόρια ψυχής. Με δυο λόγια να το χαρείτε πολυεπίπεδα, διότι είναι ένα βιβλίο πολυεπίπεδο, είναι ένα λογοτέχνημα όπως οι ρώσικες κούκλες που κρύβουν μέσα τους μια άλλη κούκλα. Να το χαρείτε έτσι όπως το χάρηκα εγώ και που σήμερα μου δίνεται η ευκαιρία να ευχαριστήσω και δημόσια την Ιφιγένεια Σιαφάκα για τις στιγμές ηδονής που μου χάρισε.

Γιατί γίνεται λόγος για ένα βιβλίο για πνευματικά φιλήδονους και όχι μόνον.

 
Image

ΑΙTION: 22.3.2013

ΑΙTION: 22.3.2013

Επί ποδός ο λύγκας και underground

LYGAS AITION 532960_10151524475847369_723372047_n

Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη, Πάνος Σταθόγιαννης

LYGAS AITION 5953_10151524479272369_1935206950_n

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη, Νίκος Αγγελόπουλος

LYGAS AITION 580056_10151524479642369_1744563930_n

Αν δεν “πατάς” στα βιβλία σου… καλύτερα να μη γράφεις: δεν ξέρεις τι λες, κυρίως τι κάνεις! Ευτυχώς πατάω καλά στα πόδια μου, και πράξη και λόγος βρίσκονται σε πλήρη αρμονία!

Τα παραπάνω μουσικά κομμάτια ακούστηκαν από το σαξόφωνο του Νίκου στην παρουσίαση. Αυτοσχεδίασε εκπληκτικά κατά την πολύ ωραία ανάγνωση από τη Ρουμπίνη αποσπασμάτων του βιβλίου, μεταφέροντας με τρόπο μοναδικό την ατμόσφαιρα. Στο τέλος παίξαμε οι δυο μας, εγώ διαβάζοντας κι εκείνος ανταπαντώντας και συνοδευοντάς με  το feeling good στο αντίστοιχο κομμάτι του βιβλίου.

LYGAS AITION 578963_10151524478082369_1928183608_n

LYGAS AITION 552154_10151524477732369_1372319722_n