RSS

Category Archives: ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Iφιγένεια Σιαφάκα, Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν, κριτική Κ. Καραγιαννόπουλου, Περιοδικό Στάχτες

Κριτική Κ. Καραγιαννόπουλος, Περιοδικό Στάχτες

10.1.2020

Σε παλαιότερο κριτικό σημείωμά μου για την Ιφιγένεια Σιαφάκα είχα αναφέρει το εξής: «Δομή- πρόθεση-πρόσληψη-γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, δημιουργώντας έναν δίαυλο επικοινωνίας με το υποσυνείδητο». Αυτός –θαρρώ– είναι ο κύριος άξονας επάνω στον οποίο θα πρέπει να χτίζεται κάθε αναγνωστική προσπάθεια των έργων της συγγραφέως.Στο καινούργιο της πόνημα, «Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν», η ποίηση δένεται (και εμπλέκεται) με τη «θεατρική» δράση. Παίρνοντας στοιχεία από το δράμα προς ανάγνωση (closet drama), η Σιαφάκα, κεντάει –με έντεχνο τρόπο– το λεκτικό τού έργου επιτρέποντάς μας τη διείσδυση τόσο στην πλημμυρίδα των νοημάτων του όσο και στα σκότη του ψυχισμού μας.

–Ο χρόνος και η (προσωπική) ταυτότητα είναι τα σημαντικότερα σημεία στα οποία προσανατολίζεται η ποιητική αυτή αναζήτηση. Θα μπορούσαμε –μάλιστα– να πούμε πως το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί μια Ποιητική της εύθραυστης (και εφήμερης) ύπαρξής μας. Τα λιμνάζοντα ύδατα της (αδιόρατης) συμπλοκής ιστορικού και υποκειμενικού χρόνου, το πρωταρχικό τραύμα που ριζώνει και διακλαδώνεται συμπαρασύροντας αισθήματα, σχέσεις και όψεις, η αγωνία και η λαχτάρα για το στήσιμο ενός μητρικού επέκεινα[1], καθώς και η μνήμη καθορίζουν όχι μόνο τη δράση, αλλά και εντείνουν την πολυσημία – έτσι που ανοίγει τρομερά ο ερμηνευτικός ορίζοντας και υποχρεώνεται ο αναγνώστης σε μια ιδιαίτερη και σχεδόν μυσταγωγική διαδικασία, δηλαδή την υπερανάγνωση (over-reading). Βρίσκουμε, για παράδειγμα, στην σελίδα 18 το απόσπασμα:

Μερόνυχτα βρέχει, μ’ αστραπές για σωσίβια στ’ αλμυρά του ανθρώπου, που παστώνει τον Λόγο μ’ ομίχλη. Θα σου γείρω ένα σύννεφο να ποτίσει βροχούλα τ’ αγριμάκια, τους λύκους, που σου τρώνε την όψη.

Εδώ, λοιπόν, μπορούμε να δούμε τη σύγκρουση του λόγου της λογικής με τον λόγο της αποκάλυψης (ή και του χρησμού). Η τεχνική της συγγραφέως μάς επιτρέπει να διερευνήσουμε τις πιο απόκρημνες περιοχές του εαυτού μας και να θαυμάσουμε τους πολύτιμους θησαυρούς του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση –πέρα απ’ αυτή την αντιπαράθεση– ο προσεχτικός αναγνώστης μπορεί να δει πως ο λόγος (με όποια απ’ τις δυο αυτές μορφές του) δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα είδωλο.

Επίσης, στη σελίδα 19 διαβάζουμε: «όταν ζύμωνα μέσα σε στόματα αλόγων αχανή, σ’ αυτά της Πύλης του Μεγάλου Ρανιλάου, να ταΐσω τα κτήνη που κυνόδοντες μπήγαν στην καμένη τη γη μας». Και στην 33 το εξής: «εκεί που μουλιάζει το κορμί των θηρίων· από φόβο μουγκρίζουν πως, αν καταλάβουν, θα επιστρέψουν νεκρά στην άσπονδη αιτία τους. Μια μετάλλαξη μόνον ανθρώπους τα βάφτισε». Μέσα από τα αποσπάσματα αυτά και την αντιπαραβολή ανθρώπου και κτήνους, μπορούμε να φέρουμε στο νου μας τις «Σημειώσεις για έναν υπέρτατο μύθο» του Γουόλας Στίβενς, όπου φαίνεται  ο τρόπος με τον οποίο μέσα από τη σταδιακή αποξένωση του ανθρώπου με τη γη (και –εδώ– με την ίδια του τη φύση) έρχεται σε αντιπαράθεση ο βρυχηθμός των ζώων με την κραυγή του εφήβου.

Κι όλα αυτά μέσα από το σκληρό όστρακο μιας patella ferruginea…

 

Η ζοφερή μορφή της Μητέρας και η απουσία του Πατέρα θέτουν τη βάση επάνω στην οποία η αγωνία και η λαχτάρα σωματοποιούνται και (σε πολλά σημεία) διαμελίζουν το συμβολικό σώμα. Αυτά τα σημεία θυμίζουν τον Γιατρό Ινεότη του Γιώργου Χειμωνά, όπου, όπως αναφέρει σε δοκίμιό της η Εύη Βογιατζάκη: «Όλες αυτές οι έννοιες δραματοποιούνται στη θεατρική σκηνή […]. Αποκαλύπτοντας το ψυχοσωματικό υπόστρωμα των παραπάνω μεταφορών, ο Χειμωνάς παρουσιάζει τις πιο άγριες και ασυμβίβαστες ενστικτώδεις ορμές του ανθρώπου, που βρίσκονται κρυμμένες πίσω από την κανονικότητα της θεσμοθετημένης γλώσσας»[2]. Σύμφωνα με τον Λακάν, άλλωστε, η απειλή για κατακερματισμό του σώματος πηγάζει από το άγχος. Και το άγχος εδώ είναι δημιούργημα της απειλής που αφήνει να πλανάται η Νεκρή γριά[3].

Στο ποίημα «ΜΕΤΕ-Ο-ΡΙΣΜΟΙ» υπάρχουν κάποιοι στίχοι στους οποίους δίνει καθαρά η Ιφιγένεια Σιαφάκα αυτό το αρειμάνιο υπόβαθρο των σχέσεων των «dramatis personae»  αλλά και τον φόβο που προκαλεί η σκιά του Πατέρα (οιδιπόδειο σύμπλεγμα). Γράφει λοιπόν:

… Μ’ έναν θάμνο στο φρύδι αρμονία πιο πέρα βλασταίνει
στην αγέρωχη στήλη που αδράχνει το προφίλ
του αμίλητου πατέρα με το στόμα ριγμένο
στραβά στο πεντάγραμμο ανέμων ν’ αποφύγει
έναν μαστό πυρωμένο με πύαρ:
την ευθύβολη άρση της σάρκας στην πέτρα
Κάτω απ’ το μουγγό του σαγόνι
μια αριθμομηχανή γηραιά εν ονόματι ΚΡΟΝΟΣ
κρατά κούφιο κι απόκρημνο το προσωπείο στον οίκτο…

Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στους αναγραμματισμούς που χρησιμοποιούνται (ΠέΤρας- Πατέρας) στο έργο και στα ονόματα που δίδονται στα πρόσωπα-αρχέτυπα. Για παράδειγμα, ο Πάολο ντε Σιλένθιο παραπέμπει στη σιωπή, ενώ η Βιργινία Τσα Λο Το στην τύχη. Αυτά τα τεχνάσματα εμπλουτίζουν το κείμενο και μετατρέπουν την αναγνωστική διαδικασία σε μιαν εξερεύνηση των τροπικών της γλώσσας και του ανοίκειου λογοτεχνικού (και ψυχικού μας) κόσμου. Τέλος, χρησιμοποιώντας εξωκειμενικά στοιχεία –όπως τα μότο του Καραβίτη που μας παραπέμπουν στη θεματική του προσωπικού χρόνου, των καθρεφτών, της μνήμης, του θανάτου, ή το τραγούδι του Idir, ένα παραμύθι που συνδιαλέγεται με το μυθικό υπόβαθρο της αφήγησης, το ονειρικό στοιχείο και το οικογενειακό αφήγημα–, η αναγνωστική πρόσληψη θα γίνει ουσιαστικά η συνισταμένη των επιμέρους ανταποκρίσεων, μετρώντας πια κι ως σύνολο υπόρρητων σημασιολογικών και αισθητικών δυνατοτήτων.

_____________
[1] Διαβάζουμε π.χ. στη σελίδα 65: «Αμετροεπής ήταν πάντα ο πατέρας στα θαύματα της λίμνης, πότε γινόταν αερόστατο με σκοινιά από βρύα, πότε νυχτερίδα με κοιλιά χταποδιού, πότε βότσαλο με μάτια ιπποπόταμου κι άλλοτε χάρτινη μπάλα με μαύρες κουκίδες που λιαζόταν βρεγμένη».
[2] Βογιατζάκη, Ε. (2017), Ο Γιατρός Ινεότης του Γ. Χειμωνά και η γραφή του Joyce. Σύγκριση, 13, 226-257.
[3] Όπως στο απόσπασμα: «Η μητέρα φταίει γι’ αυτό, τα έτρωγε όλα… Όμως εγώ στα βατόμουρα μ’ έβλεπα, γυαλιζόμουν και τα έτρωγα, και να που εσύ είχες μόλις υποστεί τιμωρία, είχες χάσει τα πόδια σου και βρισκόσουν στη λίμνη» (σελ. 43).

Πίνακας: Vladmir Fedotko

.

 

Iφιγένεια Σιαφάκα, Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν, κριτική Κ. Λουκόπουλος, Περιοδικό περί ου

Κριτική Κ. Λουκόπουλος, Περί ου

 

 

Στην ποιητική κατασκευή Σκαντζόχοιρος με Παπιγιόν (Ποίηση σε πέντε πράξεις και αυλαία) της Ιφιγένειας Σιαφάκα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε έναν – σπάνιας καλαισθησίας – τόμο, από τις εκδόσεις Σμίλη, η ποιητική διάθεση διαχέεται σε πρόζα και θεατρικούς μονόλογους από τη μια, καθώς και σε αμιγή ποιήματα με υπερρεαλιστικές αιχμές, από την άλλη, τα οποία όμως ποιήματα, επιστρέφουν ορισμένες φορές μιαν εξαιρετική νατουραλιστική ένταση σε σημείο να δίνουν την αίσθηση πως είναι ξεκομμένα από το corpus του κειμένου. Η αίσθηση είναι πάντως πρόσκαιρη, διότι σε δεύτερη ανάγνωση φαίνεται να λειτουργούν εντός πλαισίου ισχυρά, σε ένα επίπεδο ασυνείδητου (που ενδεχομένως εξηγείται μέσω μιας σχεδόν εμμονικής επιθυμίας της ποιήτριας, γνωστή από προηγούμενες δουλειές της –ποιητικές ή μη–, να ασχοληθεί με γνωστικά αντικείμενα που σχετίζονται με την ψυχανάλυση). Η θεατρική δομή, ενώ δίνει την εντύπωση αυτόματης γραφής και βρίθει πληροφορίας και ατμόσφαιρας, στην ουσία λειτουργεί ως μοχλός που «καθαρίζει» την ποίηση από το μεταφυσικό της περιεχόμενο: ένα μαντρικό ισότονο, επάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι αξιόλογες ποιητικές ιδέες. Τα πρόσωπα (ο αγέννητος Ορέστης, ο Ορέστης, η Γριά και η Θέλμα) όσο και αν μοιάζουν δανεισμένα από συμβατικές θεατρικές δομές, π.χ. την αρχαία τραγωδία (και πιο συγκεκριμένα την Ηλέκτρα του Σοφοκλή), το θέατρο του Παραλόγου (έναν νεωτεριστικό, φλύαρο Ιονέσκο που αναπτύσσεται πάνω στην απουσία διαλόγων ενός μπεκετικού υπόβαθρου) ή τους σπαρακτικούς μονολόγους της Σάρα Κέιν, ενσωματώνουν στην πράξη  και παγιοποιούν τις ίδιες τις δομές, επιπλέοντας διακριτά και αυτόφωτα μέσα στον υπερρεαλιστικό κατάμαυρο ποταμό της ποιητικής ροής, ενώ ταυτίζονται ταυτόχρονα με το ποιητικό υποκείμενο· μετατρέπονται σε αφορμές να εκτεθεί ένας αγώνας αίτιου-αιτιατού δίχως νικητές και νικημένους. Κι ας μην αναφερθώ, σχεδόν, καθόλου στην αραχνοειδή υποδομή της αφήγησης, που σε αρπάζει στον ιστό της και σε καταπίνει έως και σε χωνεύει, αναλόγως των αντοχών και της ενδοτικότητας που παρουσιάζεις κατά την ανάγνωση. Δύσκολα βέβαια θα μπορούσαν να παιχθούν τέτοιοι ρόλοι σε μια θεατρική σκηνή διατηρώντας για τον θεατή-ακροατή μια υποτυπώδη αίσθηση πλοκής, παρόλα αυτά δεν παύει κάτι τέτοιο να αποτελεί μια πρόκληση. Ταυτόχρονα η ποίηση εκπορεύεται από παντού, τριζάτη, αφαιρετική (με τις εμφανείς συγγένειες που παρουσιάζει η γραφή της ποιήτριας με τις εθνικές της υπερρεαλιστικές καταβολές ενός Κακναβάτου ή ενός Παπαδίτσα, για να μην αναφερθώ σε άλλες επιρροές διακειμενικές ή μη, ο κατάλογος δεν θα είχε τέλος), μα στη βάση της λαγαρή σαν τραγούδι. Ορισμένες φορές τα μέτρα της –η μουσικότητα του κειμένου και οι λεκτικές ισορροπίες– είναι θαυμαστά. Για μένα αυτό είναι ένα σημείο εντυπωσιακό σ’ ένα έργο που μπορεί κάποιος με ευκολία να απορρίψει ως ένα ανούσιο κατασκεύασμα αυτόματης γραφής. Θα έχει χάσει τότε την ευκαιρία να αναμετρηθεί με φόρμες πειραματικές (οι οποίες όμως διατηρούν την αυστηρότητα των κανόνων τους και λειτουργούν ως τέτοιες δομημένες, σχεδόν, επιστημονικά). Εάν, και κατά πόσον, όλο αυτό λειτουργεί παρέχοντας αναγνωστική απόλαυση, είναι θέμα, φυσικά, προσωπικό, καθώς πρόκειται για ένα δύσκολο βιβλίο, που απαιτεί από τον αναγνώστη πολλαπλές αναγνώσεις, συγκέντρωση και αφαίρεση ταυτόχρονα, και μια, σχεδόν, ερευνητική  περιέργεια προς όλα του τα συστατικά· αποζημιώνει όμως με μια επίγευση καθαρής και ενορατικής –θα έλεγα– λογοτεχνίας, μέσα στα όρια των συνθηκών που θέτει χρόνια τώρα η δημιουργός ως αρχές της τέχνης της (και που –στο κάτω κάτω– τη διαχωρίζουν, μα και την καθορίζουν). Δείγμα γραφής (θαυμάστε μέτρα):

ΒΙΝΥΛΙΟ

Ρέει μελάνι από την κούπα ης σουπιάς
ο Αχέροντας πικρός ρίγη σε κάτοπτρα αειθαλή
στο ταβερνείο του μας πίνει
Η δαντική βελόνα αλυχτά για μουσική
στη βαρκαρόλα της στροφής
και για κουπί, από την κρούστα μέσα μας,
μια τρύπια φτέρνα o Κέρβερος
στο στόμα του σκεβρώνει και τη φτύνει
Γαβγίζει το λυκαυγές στην κουπαστή
κι ένας ζεϊμπέκικος κισσός
ανδρώνει ήλους μελανούς
τυφλός ο ξένος μέσα ν’ανατείλει

 

 

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν: κριτική της Δ. Δημητριάδου, Οδός Πανός, τχ 185

.